Ήταν τα χρόνια που είχα αρχίσει να ενδιαφέρομαι για την
ιστορία. Επειδή ήμουν υπέρμαχος του διαβάσματος, είχα αρχίσει να συγκεντρώνω
τα βιβλία όλων των συγγραφέων που τους θεωρούσα ρεαλιστές. Στο σπίτι μας υπήρχε
και η βιβλιοθήκη του πατέρα μου αλλά είχε φτωχύνει για τα καλά καθώς είχε
περάσει τις καταστροφές της 12ης Μαρτίου και της 12ης Σεπτεμβρίου[*]. Όταν αισθάνθηκα ότι ο
πατέρας μου από φόβο σταμάτησε να μαζεύει βιβλία, αποφάσισα να αρχίσω από το
σημείο που εκείνος είχε σταματήσει.
Μετά από ένα διάστημα αισθάνθηκα ότι το ενδιαφέρον μου
στρεφόταν προς της Μαύρη Θάλασσα και ιδίως προς την ιστορία και τον πολιτισμό
της Τραπεζούντας. Στο μεταξύ οι Μαυροθαλασσίτες είχαν αρχίσει να οργανώνονται
με γοργούς ρυθμούς στην Κωνσταντινούπολη. Ιδρύματα και σύλλογοι ιδρύονταν το
ένα μετά τον άλλο και σε κάθε νομό, επαρχία και χωριό δημιουργούσαν τις δικές
τους οργανώσεις. Αυτοί οι σύλλογοι, οι οποίοι είχαν σκοπό την οικονομική και
κοινωνική αλληλεγγύη, ουσιαστικά ήταν οργανώσεις που εμπεριείχαν την αναζήτηση
μιας ταυτότητας και έδιναν προτεραιότητα τις πολιτιστικές δραστηριότητες.
Ένα από τα πιο ζωντανά παραδείγματα αυτού του είδους των
οργανώσεων ήταν ο σύλλογος που είχαν ιδρύσει στην Κωνσταντινούπολη οι δικοί
μου συγχωριανοί από το Ερένκιοϊ του Όφι. Οι εργασίες της ίδρυσης, στις οποίες
μετείχα και εγώ, είχαν γίνει σκηνή για συνεχείς φιλονικίες. Ο σύλλογος είχε
ιδρυθεί αλλά τι επρόκειτο να ακολουθήσει;
Αρχίσαμε τη δουλειά φέρνοντας σε επαφή όλους τους
συγχωριανούς μας που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη. Κρίθηκε αναγκαίο να
αγοραστεί ένα οικόπεδο για τον σύλλογο και το αγοράσαμε. Διοργανώνονταν πολιτιστικές
εκδηλώσεις η μία μετά την άλλη, γίνονταν συγκεντρώσεις σχετικά με τα προβλήματα
του χωριού και προσφερόταν υλική βοήθεια. Μετά από ένα διάστημα άρχισε η
συζήτηση για την "επιστροφή στο χωριό". Κι έτσι οι χωρικοί, που
μέχρι εκείνο τον καιρό είχαν ξεχάσει το χωριό τους και είχαν αποκοπεί από αυτό, στράφηκαν, μέσω του συλλόγου, σε μία
οργανωμένη στάση, ώστε να μπορέσουν να ασκήσουν επιρροή τις κοινοτικές εκλογές
στο Ερένκιοϊ. Και το Ερένκιοϊ έγινε θέατρο φιλονικιών από αυτές που σπάνια
συναντά κανείς σε κοινοτικές εκλογές. Ο σύλλογος στην Κωνσταντινούπολη ήταν
για το χωριό ένας θεσμός με επιρροή και είχε καταστεί πηγή προσδοκιών.
Αυτή η παρατήρησή μου είναι ένα παράδειγμα των αναζητήσεων
των ανθρώπων που ζουν σαν "πρόσφυγες" στις μεγάλες πόλεις, απ' τη μια θέλοντας, χωρίς όμως να μπορούν, να γίνουν άνθρωποι της
πόλης και από την άλλη επιθυμώντας να επιστρέψουν στη γη που γεννήθηκαν και
έζησαν για πολλά χρόνια. Ζώντας ανάμεσά τους μου δημιουργήθηκαν αυτά τα συναισθήματα
και αυτές οι σκέψεις.
Είναι άσχημο πράγμα να είσαι μόνος ανάμεσα σε εκατομμύρια
ανθρώπους. Δεν είναι διόλου ευχάριστο να χάνεσαι μέσα σε μια τεράστια πόλη, να
'σαι ξένος και είναι πρόβλημα να μη μπορείς να μιλάς την ίδια γλώσσα με τους
ανθρώπους που συναντάς.
Οι άνθρωποι μας, που διεξάγουν ένα διαρκή αγώνα μέσα από
μια διαδικασία αστικοποίησης, χωρίς να το καταλαβαίνουν εμπλέκονται και στο
πρόβλημα της παγκοσμιοποίησης, διότι η Κωνσταντινούπολη είναι ένα ξεχωριστός
κόσμος. Ένας μπερδεμένος κόσμος όπου κάθε είδους εθνικές, πολιτιστικές,
γλωσσικές και πολιτικές ομάδες μπλέκονται η μια με την άλλη. Όσο κι αν, ως
Μαυροθαλασσίτες, αρέσκονται στις δυσκολίες, χάνονται μες στις μεγάλες πόλεις
και αυτό κατά κάποιο τρόπο είναι σα θάνατος. Είναι κάτι που δε γίνεται αποδεκτό
εύκολα. Είναι μια δύσκολη κατάσταση ιδίως για τους Μαυροθαλασσίτες, τους
ανθρώπους που έχουν βιώσει όσο δε γίνεται την ελευθερία στα βουνά, τα λαγκάδια
και τις θάλασσες και έχουν γευτεί τη χαρά της ζωής, όταν χτυπά στα πρόσωπά
τους η βροχή και οι μπόρες. Δε θα τους ταίριαζε καθόλου να μη μπορούν να ζουν, δηλαδή να μη μπορούν να εκφράζονται.
Όταν ξεκίνησα, με
αυτά τα συναισθήματα και αυτές τις σκέψεις, δεν ήξερα τι ακριβώς έπρεπε να
κάνω. Συνεχώς διάβαζα, ερευνούσα. Ήμουν σίγουρος ότι θα βρω διέξοδο. Δε θα
συμβιβαζόμουν με κάτι λιγότερο ... Στο τέλος αυτής της διαδικασίας κατέληξα στο
συμπέρασμα ότι ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται κανείς μέσα σε μία ομάδα, σε
μια μεγάλη πόλη ή σε μία ολόκληρη χώρα, είναι ένα πρόβλημα ταυτότητας. Ο μόνος
δρόμος για να ξεφύγει κανείς από το να είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, ώστε
να μπορέσει να γίνει αποδεκτός, περνά από την απάντηση που θα δώσει στο
ερώτημα "ποιος είμαι;". Από αυτί] την ερώτηση ξεκίνησα τη πορεία.
Όπως ήταν φυσικό ρώτησα πρώτα τον παππού μου. Η απάντηση
ήταν ανεπαρκής. Άρχισα να ρωτώ τους πάντες, ενδιαφερόμενους και μη. Ερωτήσεις,
ερωτήσεις που ολοένα και μου άνοιγαν τον δρόμο. Υπήρξαν και στιγμές που οι
ερωτήσεις μου ενοχλούσαν τους ανθρώπους. Δεχόμουν και εγώ ερωτήσεις όπως
"γιατί ρωτάς παιδί μου;", "γιατί σ' απασχολεί αυτό;". Απαντούσα:
"γυρεύω την ταυτότητά μου παππού", " γυρεύω την ταυτότητά μου
γιαγιά". Άλλες φορές αντίκριζα μάτια που δεν καταλάβαιναν και άλλες μάτια
γεμάτα απορία. Αλλά αυτή η υπόθεση με είχε αναστατώσει.
Άρχισα την έρευνα μου κρατώντας σημειώσεις και εξετάζοντας τη
γλώσσα που μιλιέται στο χωριό μου. Οι χωρικοί στο Ερένκιοϊ του Όφεως μιλούσαν
μεταξύ τους μια γλώσσα που την έλεγαν ρωμαίικα. Όταν τους ρώτησα που την
έμαθαν, μου απάντησαν: "Εμείς, αυτή τη γλώσσα μιλούσαμε, τα τουρκικά τα
μάθαμε μετά". Μέχρι τότε δεν είχα ενδιαφερθεί να μάθω την προέλευση αυτής
της γλώσσας που κι εγώ ήξερα και μπορούσα να μιλήσω. Άρα τα ρωμαίικα ήταν η
μητρική μας γλώσσα ενώ τα τουρκικά τα είχαμε μάθει αργότερα. Σκέφτηκα λοιπόν να
ξεκινήσω από αυτό και άρχισα την ανθολόγηση λέξεων και πιο ύστερα τραγουδιών,
εκφράσεων κλπ.
Από την αρχή κιόλας φάνηκαν οι ελλείψεις μου. Το ότι
μιλούσα μια γλώσσα δε σήμαινε ότι την ήξερα. Όταν το κατάλαβα,
αισθάνθηκα ότι έπρεπε να βρω τον τρόπο και τη μέθοδο
για να αποκτήσω τις γνώσεις που ήταν απαραίτητες για μία επιστημονική έρευνα.
Έτσι άρχισα ρίχνοντας μια ματιά σε εργασίες-υποδείγματα. Αλλά και αυτό δεν ήταν
αρκετό και στη συνέχεια απευθύνθηκα στους ειδικούς. Έστρεψα τις έρευνες μου
στην κατεύθυνση που μου υπέδειξαν όσοι με συμβούλεψαν.
Είχα πια ξεκινήσει. Από την άλλη έπρεπε να συνεχίσω να
εργάζομαι και αυτό εμπόδιζε τις έρευνες μου, τις καθυστερούσε. Μετά από ένα διάστημα,
αποφάσισα πως έπρεπε να επιλέξω ανάμεσα στη δουλειά ή την έρευνα. Παράτησα τη
δουλειά μου και κατέληξα στο να συνεχίσω την έρευνά μου. Μάθαινα και έγραφα με
μία αποφασιστικότητα που την απέκτησα, καθώς μπήκα σε έναν δρόμο χωρίς γυρισμό.
Για να μπορέσω να καταλάβω τα ρωμαίικα που μιλιούνται στο
Ερένκιοϊ είχα ανάγκη από μια γραμματική. Για αυτό το λόγο αποτάθηκα
στους ερευνητές και τους συλλόγους που βρίσκονταν στη Ελλάδα. Μετά από μακρόχρονη
αλληλογραφία και συζητήσεις με κάλεσαν στη Θεσσαλονίκη. Στους τρεις μήνες που
έμεινα εκεί έκανα μαθήματα γραμματικής. Όταν πια γύρισα στην Τουρκία είχα βρει μιαν
άκρη για να μπορέσω να κάνω την επιστημονική ανάλυση της γλώσσας που μιλούσα.
Ύστερα από ένα χρόνο δουλειάς πάνω στη γλώσσα, έρευνας και ανάλυσης των πηγών
σχετικά με τη γλώσσα, κατέληξα σε σημαντικά για μένα συμπεράσματα. Τουλάχιστον
είχα βρει μιαν άκρη στο ερώτημα "ποιός είμαι;"
Όλη αυτή η διαδικασία της έρευνας μου φανέρωσε μία
πραγματικότητα. Το όνομά της ήταν Πόντος. Η ταυτότητα που αναζητούσα και δεν
εύρισκα ήταν ο Πόντος, που αρχικά δεν ήξερα τι είναι και αργότερα έμαθα ότι
είναι ένα κομμάτι της ιστορίας και της γεωγραφίας της Μικράς Ασίας. Μια
ταυτότητα που δεν ήξερα το περιεχόμενό της.
Είχα βρει τον Πόντο και τις ταυτότητες που περιελάμβανε:
Των Χαλδαίων, των Μακρόνων, των Αρμενίων, των Περσών, των Ελλήνων, των Ογούζων
... Η δική μου ταυτότητα όμως ποια ήταν; Έπρεπε να βρω την απάντηση σε αυτό το
ερώτημα.
Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας γράφτηκε στη προσπάθεια
να βρεθεί απάντηση στο ερώτημα "ποιοί είμαστε εμείς;" Επειδή δεν
υπήρχε η δυνατότητα να ερευνήσω μια μια τις πολιτιστικές ταυτότητες και τις
εθνικές δομές στον Πόντο, εξέτασα τον σημερινό πολιτισμό που κληρονομήσαμε.
Αντί να καταπιαστώ με όλη τη Μαύρη Θάλασσα, εξέτασα ένα χωριό, δηλαδή το χωριό
μου, τον πολιτισμό του, και κατ' επέκταση τον πολιτισμό του Όφεως. Το
αποτέλεσμα, ακόμη και αν δεν είναι ο πολιτισμός του Ευξείνου Πόντου είναι μια
αντανάκλαση, ένα δείγμα αυτού του πολιτισμού.
Μνημονεύοντας το ονόματα αυτών που συνέβαλλαν στη
δημιουργία αυτού του βιβλίου τους ευχαριστώ χιλιάδες φορές. Χρωστάω πολλά στον
Μουσταφά Ντουμάν που μου έδωσε το πρώτο στήριγμα, στον συγγραφέα, λαϊκό βάρδο
και διευθυντή του περιοδικού "Κιγί" Αχμέτ Οζέρ που με προστάτεψε
κατά τη διάρκεια των εργασιών μου στην Τραπεζούντα, στην αγαπητή μου φίλη
Σουρεγιά Ταμέρ που δε με άφησε μόνο και με ενθάρρυνε συνέχεια να γράφω, στον
Γκιουντάγ Καγιάογλου που μου πρόσφερε ηθική υποστήριξη στην Κωνσταντινούπολη.
Βαχίτ Τουρσούν |
Οι δημιουργοί αυτοί του βιβλίου είναι πρώτα ο παππούς μου Χουσεΐν Ασάν και η μητέρα μου Σουκριγιέ Ασάν, που ήταν οι πηγές
μου. Τους φιλώ χιλιάδες φορές. Αμέτρητες ευχαριστίες τους Ιμπραχίμ Μπαχαντίρ,
Χιουκμιγίε Μπαχαντίρ, Σαλίχ Ζενγκίν, Φατμά Ουζουνλάρ, Αλί Τσακμάκ και όλους
τους συγχωριανούς μου, που μου έδωσαν στοιχεία.
Εκφράζω την αγάπη μου προς τον Γιώργο Ανδρεάδη και την
οικογένεια του, που ενδιαφέρθηκαν για μένα στο διάστημα που έμεινα στην Θεσσαλονίκη
και την Αθήνα, προς τους αγαπητούς μου φίλους
Βαχίτ Τουρσούν, Γιάννη Λαζαρίδη, Δημήτρη Λαμπρόπουλο, Αλέξη Παρχαρίδη, Σοφία Παπάζογλου,
Γιωργία Τσακίρογλου, Βλάση Αγτσίδη, Κώστα Φωτιάδη, Νεοκλή Σαρρή, Χρόνη
Αμανατίδη, την Αντα Καραγιαννίδου και όλους τους φίλους, των οποίων δεν
μπόρεσα να μνημονεύσω τα ονόματα, για το ενδιαφέρον που μου έδειξαν.
Χρωστώ ευγνωμοσύνη στην αγαπητή μου φίλη Σοφία Ιωαννίδου
που ήρθε στην Κωνσταντινούπολη, μου έδειξε τον τρόπο για τις δικές μου
γλωσσολογικές εργασίες και συνέβαλε στις μεταφράσεις.
Θεωρώ χρέος να ευχαριστήσω αρχικά τον πατέρα μου Σεφίκ
Ασάν, τους θείους μου, τα αδέλφια και τα ξαδέλφια μου που μου προσέφεραν υλική
και ηθική υποστήριξη, όταν στη διάρκεια των ερευνών μου έμεινα άνεργος·
Θα εμφανιστούν κάποιοι που θα αναζητήσουν κρυφή πρόθεση
πίσω από αυτή την έρευνά μου. Γνωρίζω ότι ορισμένοι κύκλοι, που από παλιά διακατέχονται
από προκαταλήψεις, αξιολογώντας αυτή την εργασία, θα θεωρήσουν ότι
"στρέφεται προς την καταστροφή της ακεραιότητας της Τουρκίας".
Εκείνο που τους συνιστώ είναι να κοιτάξουν την ιστορία, γυρνώντας, όχι πολύ,
μόνο εκατό χρόνια πίσω. Εκεί θα δουν πως άνθρωποι με διαφορετική θρησκεία,
γλώσσα και πολιτισμό συνυπήρχαν ειρηνικά. Και πάλι ξέρω πολύ καλά ότι θα
συνεχίσουν το ίδιο τροπάρι.
Είναι λυπηρό ότι σήμερα κυριαρχεί η αντίληψη που
αναζητά την εξασφάλιση της σταθερότητας στην Τουρκία στις μεθόδους της
δημιουργίας ενός έθνους διά της κάθαρσης ή διά της εξόντωσης. Την ίδια στιγμή
στην Ευρώπη επιχειρείται η κατάργηση των συνόρων, ενώ η πολιτιστική οργάνωση UNESCO των Ηνωμένων
Εθνών, των οποίων και η χώρα μου είναι μέλος, υποστηρίζει όλους τους εθνικούς
πολιτισμούς, καθώς ο άνθρωπος είναι η πιο πολύτιμη ύπαρξη. Αυτή η
πραγματικότητα είναι για μένα το πιο σοβαρό ηθικό στήριγμα.
Υποκλίνομαι με σεβασμό μπροστά τους προγόνους μου Τούρκους,
Ρωμιούς, Αρμένιους που στο παρελθόν ήξεραν να ζουν μαζί ειρηνικά, μπορούσαν
να σέρνουν μαζί τον χορό, να τραγουδούν με τα ίδια συναισθήματα τα ίδια τραγούδια σε διαφορετικές γλώσσες,
να μαγειρεύουν τα ίδια φαγητά, να ψαρεύουν και να κυνηγούν στις ίδιες θάλασσες
και στα ίδια ποτάμια, να βόσκουν τα ζώα τους στα ίδια παρχάρια και να ’ναι
ταξιδιώτες στους ίδιους δρόμους.
Ομερ Ασαν
[*] Σ.τ.μ 12 Μαρτίου 1971 και 12 Σεπτεμβρίου 1981 είναι οι
ημερομηνίες που έγιναν στρατιωτικά πραξικοπήματα στην Τουρκία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου