Το 1953 δύο Σανταίοι, ο Ιωάννης Ακριβόπουλος και ο Γεώργιος Ακριβόπουλος επισκέφθηκαν μαζί με τον Φίλιππο Τσιλιγκερίδη ,την ερειπωμένη Σάντα.
Τις εντυπώσεις τους, τις οποίες εκθέτουν τις κατέγραψε ο Μιλτιάδης Νυμφόπουλος τον Νοέμβρη του 1960 τις οποίες και δημοσιεύουμε.
Γράφει ο κ. Ιωάννης Ακριβόπουλος τα εξής:
Ξεκινήσαμε από την Ελλάδα στις 12 Ιουλίου 1953. Φτάσαμε στην Πόλη δια ξηράς, παρουσιαστήκαμε στον Έλληνα Πρόξενο που μας σύστησε να θεωρήσουμε τις άδειες μας στην Τουρκική ασφάλεια.
Επισκεφτήκαμε το Πατριαρχείο και τις αρχαιότητες της Πόλης, αλλά δεν συναντήσαμε την φιλοξενία που περιμέναμε από τους ντόπιους Έλληνες της Πόλης, αν και διαπιστώσαμε ότι είναι καλοί πατριώτες και ότι ζουν με τα όνειρα που ζούσαμε κι' εμείς κάποτε. Στην Πόλη συναντήσαμε μονάχα έναν Πόντιο, τον Γεώργιο Τσιτλακίδη, που μας φάνηκε πολύ περιποιητικός.
Από την Πόλη ταξιδέψαμε διά θαλάσσης, και μετά 4 μέρες φτάσαμε στην Τραπεζούντα. Εκεί συναντήσαμε κάποιον Ανέστη εφέντη που είχε μητέρα Ελληνίδα, και που εξεδήλωσε την χαρά του για την άφιξη μας.
Του ζητήσαμε ,του Ανέστη, να μας παρουσιάσει στον Ταχσίν εφέντη που επισκέφθηκε πριν λίγους μήνες τη Νέα Σάντα (Βολοβότ) του Κιλκίς.
Ευτυχώς ο Ταχσίν εφέντης, ο πλέον ειλικρινής φίλος των Σανταίων, είχε μάθει στο μεταξύ που ήρθαμε και έσπευσε να μας υποδεχτεί , ζήτησε δε από τον Ανέστη εφέντη να του επιτρέψει να μας φιλοξενήσει.
0 Ταχσίν μας είπε τότε στην ποντιακή διάλεκτο ότι θα μας εξυπηρετήσει με προθυμία και θα είναι πάντοτε στη διάθεση μας σ' όλο το διάστημα της παραμονής μας στον Πόντο.
Ο Ταχσίν μας οδήγησε κατόπιν στο ξενοδοχείο και στον κινηματογράφο, όπου μας υποδέχτηκαν πολλοί Τούρκοι της Ματσούκας, και κυρίως ο Εγιούπ αγάς.
Τότε κάποιος φίλος του Ταχσίν, ο φιλέλληνας Αλής, μας έτυχε στο κουρείο όπου χωρίς να ξέρουμε εμείς πλήρωσε το ξύρισμα, και ύστερα μας πήγε σ’ ένα εστιατόριο όπου μας φίλεψε με φαγητά της αρεσκείας μας και δεν μας επέτρεψε να πληρώσουμε λέγοντας: "Τα δικά σας τα λεφτά εδώ δεν περνάνε".
Το πρωί της δεύτερης μέρας συναντήσαμε στην αγορά της Τραπεζούντας τον προσωπικό μας φίλο Ομέρ Κιομουρτζόγλου μαζί με μερικούς Τούρκους χωρικούς της Δρόνας. Στην συνάντησή μας αυτή όλοι συγκινηθήκαμε και δακρύσαμε. Οι Τούρκοι μάλιστα καταριόταν τους πρωταίτιους της ανταλλαγής και εξέφραζαν την θλίψη τους για το κακό αυτό που έγινε και στους δύο λαούς.
Τότε ο Ομέρ και οι φίλοι του μας κάλεσαν να επισκεφθούμε τα χωριά τους . Οι σύντροφοί μου δείλιασαν να παν μαζί μας, μα εγώ είπα στον Ομέρ και στους άλλους ότι οι σύντροφοί μου είναι πολύ κουρασμένοι και χρειάζεται να αναπαυθούν και ότι θα τους αναπληρώσω εγώ.
Οι Τούρκοι επέμειναν να πάρουν κι’ αυτούς μαζί, μα επέμεινα κι’ εγώ, κι' έτσι πήγα εγώ μόνος στη Δρόνα μαζί με τον Ομέρ. Όταν φτάσαμε με το λεωφορείο στην Δρόνα, πλήθος πολύ μας περίμενε εκεί για να μας υποδεχθεί, σαν να είμαστε πρίγκιπες.
Όλο εκείνο το πλήθος ζητούσε πληροφορίες για τους γειτόνους τους Έλληνες πού τούς πήρε η μπόρα της ανταλλαγής. Τους ικανοποιήσαμε κατά το δυνατό.
Όταν την άλλη μέρα ήθελα να επιστρέψω στην Τραπεζούντα, ο Τουρκικός πληθυσμός των χωριών της Δρόνας πάλι με πολιόρκησε στενά στην πλατεία της Δρόνας, και μέχρι το απόγευμα δεν μπορούσα να ξεκινήσω για την Τραπεζούντα.
Τελευταία με την επέμβαση του μουδίρη της Δρόνας λύθηκε η πολιορκία μου και έφτασα στην Τραπεζούντα όπου καθησύχασα τους συντρόφους μου που ήσαν έτοιμοι να πάν στην ασφάλεια να με ζητήσουν.
Μετά παραμονή τεσσάρων ημερών στην Τραπεζούντα ξεκινήσαμε για την Σάντα μαζί με τον Ταχσίν. Πήραμε τον δρόμο Μεχιρτζή, Ματσούκα, Χαψήκιοϊ, Ζύγανα, Αργυρούπολη, Μετσίτια καί Τσιαμί πογαζί, όπου και κοιμηθήκαμε στο ύπαιθρο. Το άλλο πρωί φτάσαμε στο δικό μας Σταύρωμα, και από κει κατεβήκαμε στο Πιστοφάντων.
Σαν αντικρίσαμε τα άγια χώματα της πατρίδας μας βουρκώσανε τα μάτια μας, στέρεψε το λογικό μας, και δεν μπορούσαμε ν’ αντιληφθούμε αν αντικρίσαμε πράγματι τη γενέτειρά μας και αν πατάμε στ’ αληθινά το ιερό της έδαφος.
Διερωτόμαστε τότε: Πούν’ τα ωραία τρίπατα σπίτια μας; Πουν' τα θεόρατα καμπαναριά μας; Όλα ερείπια, όλα κάρβουνα όλα στάχτη! Νοσταλγούσαμε επίσης να δούμε τούς ενθουσιώδεις δασκάλους μας με τα παιδιά μας, τους ψάλτες και τους ιερείς μας στις εκκλησίες να συγκινήσουν τα πλήθη με την άρτια εκτέλεση των εκκλησιαστικών μας ασμάτων και την αγγελική απαγγελία των ειρηνικών και του ευαγγελίου. Νοσταλγούσαμε να δούμε και τον Δεσπότη μας με την αρχιερατική του στολή να θαμπώνει τα πλήθη, και με το κήρυγμά του να υψώσει την συνείδησή μας στους ουρανούς της ευσέβειας και της ηθικής, αντί όμως όλα αυτά βλέπαμε γύρω μας Τούρκους, Τούρκους, Τούρκους που μας ψήσανε το ψάρι στα χείλη επί 5 αιώνες.
Για μια στιγμή νομίσαμε πως ονειρευόμαστε, κι' από την πλάνη μας αυτή βγήκαμε μονάχα όταν κατεβήκαμε στους Κερχανάδες και πλαγιάσαμε στο γνωστό μύλο του Πηλείδη που τον έκαμε χάνι ο Κελέσογλους κάτοικος Άσιας.
Το πρωί της άλλης μέρας όλοι μας μαζί με τον Ταχσίν ανεβήκαμε στο Ζουρνατσάντων, όπου προσκυνήσαμε με ευλάβεια τα έρημα σπιτάκια μας και τις γκρεμισμένες εκκλησίες μας, και ύστερα ανεβήκαμε στο παρχάρι Κωφολείβαδο, όπου μας υποδέχθηκαν με χαρά οι παλαιοί μας γειτόνοι Τούρκοι και μας φίλεψαν με χαβίτσι, γιατί ξέρανε την αδυναμία μας σ’ αυτό το μαγείρεμα.
Την άλλη μέρα κατεβήκαμε στον ποταμό Γιάμπολη, περάσαμε αντίκρυ στο Κατσιά, στο Κοζλαράντων, στο Τερζάντων, ανεβήκαμε στο Πινατάντων και στο Ισχανάντων, γυρίσαμε ύστερα στο Τσακαλάντων και Πιστοφάντων όπου μας περιποιήθηκε κάποιος Τούρκος φίλος του πατέρα μου.
Σ’ όλη αυτή τη διαδρομή προσκυνούσαμε τα ερείπια των εκκλησιών μας και των σχολείων μας μ' ανείπωτη συγκίνηση. Την τελευταία αυτή μέρα μας πλησίασαν μερικοί γνωστοί μας Τούρκοι και μας παρακάλεσαν να τους βοηθήσομε στην ανεύρεση κρυψώνων, ελπίζοντας να επιτύχουν θησαυρούς μεσ’ στα ερείπια της Σάντας.
Τους αρνηθήκαμε το πράγμα αυτό, λέγοντας τους πως μέσ’ στα τριάντα χρόνια που πέρασαν άπ’ την καταστροφή της Σάντας ως τότε, ούτε διάβολος δεν έμεινε στα ερείπια της Σάντας.
Αυτή όμως η απαίτηση των Τούρκων μου άνοιξε τα μάτια. Εγώ περνώντας από την Αργυρούπολη ζήτησα από τον εκεί Νομάρχη την άδεια να ανοίξω κάποιον κρυψώνα-του σπιτιού μας όπου είχε κρυμμένα λεφτά, ο πατέρας μου.
Ο Νομάρχης μου έδωσε την άδεια, αλλά εγώ άμα άκουσα τις απαιτήσεις και τις διαθέσεις των Τούρκων, δεν τόλμησα να ανοίξω τον κρυψώνα και άφησα εκεί θαμμένα τα λεφτά του πατέρα μου, γιατί σχημάτισα την ιδέα ότι οι Τούρκοι μας είναι οι παλαιοί Τούρκοι, και θα με ληστέψουν εξάπαντος εάν αποσύρω τα λεφτά από τον κρυψώνα.
Την άλλη μέρα πήραμε, κατεύθυνση προς το Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, και αντικρίσαμε με θλίψη ανείπωτη τα μαυρισμένα ερείπια του τόσο δοξασμένου τούτου μοναστηριού μας. Την ίδια μέρα κατεβήκαμε στην Τραπεζούντα, και από κει επιτρέψαμε στην Ελλάδα σωστά ναυάγια νοσταλγίας.
Τις εντυπώσεις τους, τις οποίες εκθέτουν τις κατέγραψε ο Μιλτιάδης Νυμφόπουλος τον Νοέμβρη του 1960 τις οποίες και δημοσιεύουμε.
Σαντά (Απο Ζουρνατζάντων) |
Γράφει ο κ. Ιωάννης Ακριβόπουλος τα εξής:
Ξεκινήσαμε από την Ελλάδα στις 12 Ιουλίου 1953. Φτάσαμε στην Πόλη δια ξηράς, παρουσιαστήκαμε στον Έλληνα Πρόξενο που μας σύστησε να θεωρήσουμε τις άδειες μας στην Τουρκική ασφάλεια.
Επισκεφτήκαμε το Πατριαρχείο και τις αρχαιότητες της Πόλης, αλλά δεν συναντήσαμε την φιλοξενία που περιμέναμε από τους ντόπιους Έλληνες της Πόλης, αν και διαπιστώσαμε ότι είναι καλοί πατριώτες και ότι ζουν με τα όνειρα που ζούσαμε κι' εμείς κάποτε. Στην Πόλη συναντήσαμε μονάχα έναν Πόντιο, τον Γεώργιο Τσιτλακίδη, που μας φάνηκε πολύ περιποιητικός.
Από την Πόλη ταξιδέψαμε διά θαλάσσης, και μετά 4 μέρες φτάσαμε στην Τραπεζούντα. Εκεί συναντήσαμε κάποιον Ανέστη εφέντη που είχε μητέρα Ελληνίδα, και που εξεδήλωσε την χαρά του για την άφιξη μας.
Του ζητήσαμε ,του Ανέστη, να μας παρουσιάσει στον Ταχσίν εφέντη που επισκέφθηκε πριν λίγους μήνες τη Νέα Σάντα (Βολοβότ) του Κιλκίς.
Ευτυχώς ο Ταχσίν εφέντης, ο πλέον ειλικρινής φίλος των Σανταίων, είχε μάθει στο μεταξύ που ήρθαμε και έσπευσε να μας υποδεχτεί , ζήτησε δε από τον Ανέστη εφέντη να του επιτρέψει να μας φιλοξενήσει.
0 Ταχσίν μας είπε τότε στην ποντιακή διάλεκτο ότι θα μας εξυπηρετήσει με προθυμία και θα είναι πάντοτε στη διάθεση μας σ' όλο το διάστημα της παραμονής μας στον Πόντο.
Ο Ταχσίν μας οδήγησε κατόπιν στο ξενοδοχείο και στον κινηματογράφο, όπου μας υποδέχτηκαν πολλοί Τούρκοι της Ματσούκας, και κυρίως ο Εγιούπ αγάς.
Αργυρούπολη |
Το πρωί της δεύτερης μέρας συναντήσαμε στην αγορά της Τραπεζούντας τον προσωπικό μας φίλο Ομέρ Κιομουρτζόγλου μαζί με μερικούς Τούρκους χωρικούς της Δρόνας. Στην συνάντησή μας αυτή όλοι συγκινηθήκαμε και δακρύσαμε. Οι Τούρκοι μάλιστα καταριόταν τους πρωταίτιους της ανταλλαγής και εξέφραζαν την θλίψη τους για το κακό αυτό που έγινε και στους δύο λαούς.
Τότε ο Ομέρ και οι φίλοι του μας κάλεσαν να επισκεφθούμε τα χωριά τους . Οι σύντροφοί μου δείλιασαν να παν μαζί μας, μα εγώ είπα στον Ομέρ και στους άλλους ότι οι σύντροφοί μου είναι πολύ κουρασμένοι και χρειάζεται να αναπαυθούν και ότι θα τους αναπληρώσω εγώ.
Οι Τούρκοι επέμειναν να πάρουν κι’ αυτούς μαζί, μα επέμεινα κι’ εγώ, κι' έτσι πήγα εγώ μόνος στη Δρόνα μαζί με τον Ομέρ. Όταν φτάσαμε με το λεωφορείο στην Δρόνα, πλήθος πολύ μας περίμενε εκεί για να μας υποδεχθεί, σαν να είμαστε πρίγκιπες.
Όλο εκείνο το πλήθος ζητούσε πληροφορίες για τους γειτόνους τους Έλληνες πού τούς πήρε η μπόρα της ανταλλαγής. Τους ικανοποιήσαμε κατά το δυνατό.
Όταν την άλλη μέρα ήθελα να επιστρέψω στην Τραπεζούντα, ο Τουρκικός πληθυσμός των χωριών της Δρόνας πάλι με πολιόρκησε στενά στην πλατεία της Δρόνας, και μέχρι το απόγευμα δεν μπορούσα να ξεκινήσω για την Τραπεζούντα.
Τελευταία με την επέμβαση του μουδίρη της Δρόνας λύθηκε η πολιορκία μου και έφτασα στην Τραπεζούντα όπου καθησύχασα τους συντρόφους μου που ήσαν έτοιμοι να πάν στην ασφάλεια να με ζητήσουν.
Σαντά |
Σαν αντικρίσαμε τα άγια χώματα της πατρίδας μας βουρκώσανε τα μάτια μας, στέρεψε το λογικό μας, και δεν μπορούσαμε ν’ αντιληφθούμε αν αντικρίσαμε πράγματι τη γενέτειρά μας και αν πατάμε στ’ αληθινά το ιερό της έδαφος.
Διερωτόμαστε τότε: Πούν’ τα ωραία τρίπατα σπίτια μας; Πουν' τα θεόρατα καμπαναριά μας; Όλα ερείπια, όλα κάρβουνα όλα στάχτη! Νοσταλγούσαμε επίσης να δούμε τούς ενθουσιώδεις δασκάλους μας με τα παιδιά μας, τους ψάλτες και τους ιερείς μας στις εκκλησίες να συγκινήσουν τα πλήθη με την άρτια εκτέλεση των εκκλησιαστικών μας ασμάτων και την αγγελική απαγγελία των ειρηνικών και του ευαγγελίου. Νοσταλγούσαμε να δούμε και τον Δεσπότη μας με την αρχιερατική του στολή να θαμπώνει τα πλήθη, και με το κήρυγμά του να υψώσει την συνείδησή μας στους ουρανούς της ευσέβειας και της ηθικής, αντί όμως όλα αυτά βλέπαμε γύρω μας Τούρκους, Τούρκους, Τούρκους που μας ψήσανε το ψάρι στα χείλη επί 5 αιώνες.
Για μια στιγμή νομίσαμε πως ονειρευόμαστε, κι' από την πλάνη μας αυτή βγήκαμε μονάχα όταν κατεβήκαμε στους Κερχανάδες και πλαγιάσαμε στο γνωστό μύλο του Πηλείδη που τον έκαμε χάνι ο Κελέσογλους κάτοικος Άσιας.
Το πρωί της άλλης μέρας όλοι μας μαζί με τον Ταχσίν ανεβήκαμε στο Ζουρνατσάντων, όπου προσκυνήσαμε με ευλάβεια τα έρημα σπιτάκια μας και τις γκρεμισμένες εκκλησίες μας, και ύστερα ανεβήκαμε στο παρχάρι Κωφολείβαδο, όπου μας υποδέχθηκαν με χαρά οι παλαιοί μας γειτόνοι Τούρκοι και μας φίλεψαν με χαβίτσι, γιατί ξέρανε την αδυναμία μας σ’ αυτό το μαγείρεμα.
Την άλλη μέρα κατεβήκαμε στον ποταμό Γιάμπολη, περάσαμε αντίκρυ στο Κατσιά, στο Κοζλαράντων, στο Τερζάντων, ανεβήκαμε στο Πινατάντων και στο Ισχανάντων, γυρίσαμε ύστερα στο Τσακαλάντων και Πιστοφάντων όπου μας περιποιήθηκε κάποιος Τούρκος φίλος του πατέρα μου.
Σ’ όλη αυτή τη διαδρομή προσκυνούσαμε τα ερείπια των εκκλησιών μας και των σχολείων μας μ' ανείπωτη συγκίνηση. Την τελευταία αυτή μέρα μας πλησίασαν μερικοί γνωστοί μας Τούρκοι και μας παρακάλεσαν να τους βοηθήσομε στην ανεύρεση κρυψώνων, ελπίζοντας να επιτύχουν θησαυρούς μεσ’ στα ερείπια της Σάντας.
Τους αρνηθήκαμε το πράγμα αυτό, λέγοντας τους πως μέσ’ στα τριάντα χρόνια που πέρασαν άπ’ την καταστροφή της Σάντας ως τότε, ούτε διάβολος δεν έμεινε στα ερείπια της Σάντας.
Αυτή όμως η απαίτηση των Τούρκων μου άνοιξε τα μάτια. Εγώ περνώντας από την Αργυρούπολη ζήτησα από τον εκεί Νομάρχη την άδεια να ανοίξω κάποιον κρυψώνα-του σπιτιού μας όπου είχε κρυμμένα λεφτά, ο πατέρας μου.
Ο Νομάρχης μου έδωσε την άδεια, αλλά εγώ άμα άκουσα τις απαιτήσεις και τις διαθέσεις των Τούρκων, δεν τόλμησα να ανοίξω τον κρυψώνα και άφησα εκεί θαμμένα τα λεφτά του πατέρα μου, γιατί σχημάτισα την ιδέα ότι οι Τούρκοι μας είναι οι παλαιοί Τούρκοι, και θα με ληστέψουν εξάπαντος εάν αποσύρω τα λεφτά από τον κρυψώνα.
Παναγία Σουμελά |
Την άλλη μέρα πήραμε, κατεύθυνση προς το Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, και αντικρίσαμε με θλίψη ανείπωτη τα μαυρισμένα ερείπια του τόσο δοξασμένου τούτου μοναστηριού μας. Την ίδια μέρα κατεβήκαμε στην Τραπεζούντα, και από κει επιτρέψαμε στην Ελλάδα σωστά ναυάγια νοσταλγίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου