Ο 19ος αιώνας σε παγκόσμιο επίπεδο υπήρξε η περίοδος της μετάβασης από τα πολυεθνικά κράτη στα έθνη-κράτη με την ιδεολογία της Γαλλικής Επανάστασης. Ως συνέπεια αυτής της τάσης, άρχισαν να εμφανίζονται έθνη-κράτη και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Σε συνθήκες καταπίεσης και διωγμών άρχισαν να επαναστατούν οι λαοί της Βαλκανικής και παράλληλα το αραβικό έθνος στις περιοχές του Λιβάνου, της Συρίας, της Υεμένης, της Αιγύπτου, της Σαουδικής Αραβίας και της Ιορδανίας.
Ιδιαίτερα, η απόκτηση ανεξαρτησίας από τους βαλκανικούς λαούς και η συρρίκνωση της Αυτοκρατορίας είχε εξοργίσει όλο και περισσότερο τους Ενωτικούς (του Κομιτάτου «Ενωση και Πρόοδος»). Είχε εμφανιστεί ένας μιλιταριστικός εθνικισμός, που είχε υιοθετήσει ριζοσπαστικούς και βίαιους τρόπους για τη λύση των ζητημάτων που ανάφερα. Καθ' όσον έρχονταν στρατιωτικές ήττες και χάνονταν εδάφη, για να σωθεί το κράτος έπρεπε να δημιουργηθεί στη βάση του ρατσιστικού, μιλιταριστικού εθνικισμού ένα αίσθημα «ανωτερότητας». Το αίσθημα αυτό, όπως έγραφε ο Husein Tzahit στην εφημερίδα Tanin, διατυπωνόταν ως εξής: «Το τουρκικό Εθνος (millet) είναι το κυρίαρχο έθνος και έτσι θα μείνει για πάντα».
Το πλαίσιο αυτό υιοθετήθηκε από το Κομιτάτο «Ενωση και Πρόοδος» ως πολιτική τής εξουσίας κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Συνταυτιζόμενοι με την ιμπεριαλιστική Γερμανία πίστευαν ότι θα επιλύσουν τα ζητήματα και θα αποφύγουν τις διεθνείς πιέσεις για μεταρρυθμίσεις.
Εχοντας υπόψη την πιθανότητα ότι ο πόλεμος μπορούσε να οδηγήσει σε κατά κράτος ήττα, έγιναν καλά σχεδιασμένες προετοιμασίες στις τέσσερις γωνιές της χώρας για την αντιμετώπιση μιας ολοκληρωτικής κατάληψης.
Αποθηκεύτηκαν σε κρυψώνες όπλα, πολεμοφόδια και στάλθηκαν οργανωτικά στελέχη ανταρτοπολέμου. Για τους ηγέτες των Ενωτικών, που διέθεταν κομιτατζίδικο παρελθόν, αυτό ήταν κάτι γνώριμο. Στις αντάρτικες αυτές ομάδες (σ.τ.μ. τσέτες) είχαν οργανωθεί δεκάδες χιλιάδες άτομα. Οι ανθρώπινοι πόροι προήλθαν από τις φυλακές. Ακόμα και ποινικοί, καταδικασμένοι σε θάνατο, ορκίστηκαν και εντάχθηκαν στις ομάδες αυτές.
Επίσης συμμετείχαν και πρόσφυγες απ' τα Βαλκάνια που ήθελαν να εκδικηθούν για τον πόνο τους, πληθυσμοί που είχαν μεταναστεύσει στην Ανατολή και οι κουρδικές φυλές που φοβήθηκαν ότι θα αναγκάζονταν να επιστρέψουν τις περιουσίες που είχαν λεηλατήσει την εποχή των άτακτων ταγμάτων Χαμιντιγιέ.
Η οικονομική διάσταση των γεγονότων
Για το Κομιτάτο «Ενωση και Πρόοδος» η προετοιμασία για μια μελλοντική κατάληψη της χώρας δεν ήταν η μοναδική έννοια. Ο πλέον επείγων σκοπός ήταν η εξόντωση των μη μουσουλμάνων, αρχίζοντας από τους Αρμένιους. Η μυστική πολεμική οργάνωση των Ενωτικών, η Teskilat-I Mahsusa, οργάνωσε τις τσέτες, που είχαν βαρύνοντα ρόλο στην Αρμενική Γενοκτονία, αρχίζοντας από το 1914.
Επί πλέον, η οργάνωση αυτή αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά του κινήματος αντίστασης υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ αργότερα. Κατά την τελευταία οθωμανική περίοδο, στο χώρο της οικονομίας επικρατούν οι μειονότητες. Οι τέχνες και το εμπόριο είναι στα χέρια αυτών των κοινοτήτων.
Οι Αρμένιοι, οι Ρωμιοί και οι Εβραίοι αστοί είναι τα πιο οικονομικά ισχυρά στοιχεία της κοινωνίας στο οθωμανικό κράτος. Ως συνέπεια, ο πλούτος αυτών των μειονοτήτων είναι πηγή φθόνου για το κράτος που έχει αποφασίσει να αναπτύξει μια μουσουλμανοτουρκική αστική τάξη.
Στην κατεύθυνση αυτή της πολιτικής για εθνική οικονομία, υιοθετήθηκε η αρπαγή του πλούτου των μειονοτήτων. Επί της ουσίας, πρόκειται για μια προσπάθεια οικονομικής ισχυροποίησης των μουσουλμάνων Τούρκων, σκοπός των οποίων ήταν να καταλάβουν τη θέση των μη μουσουλμάνων, με τη δημιουργία μιας νέας εμπορικής τάξης.
Με το Νόμο Εκτοπισμών του Μαΐου του 1915, οι Αρμένιοι από τη Δύση μέχρι και την Ανατολή και από το Νότο μέχρι το Βορρά εκτοπίστηκαν απ' όλες τις πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά της επικράτειας.
Στις εξορίες αυτές συμπεριλήφθηκαν και οι Ελληνες του Πόντου, της παραλίας του Αιγαίου και της Προποντίδας (Μαρμαρά), με τη πρόφαση ότι δήθεν διενεργούν κατασκοπία υπέρ των δυνάμεων της Αντάντ.
Ως συμπέρασμα, σήμερα γνωρίζουμε ότι τα χρήματα που εισπράχθηκαν από την εκποίηση των περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν και τα ποσά που συγκεντρώθηκαν σε λογαριασμό «Εγκαταλειμμένων Περιουσιών», έπειτα από ένα διάστημα πήγαν ως έσοδο του κρατικού προϋπολογισμού. Οπως αναλύει ο Nevzat Onaran στο έργο του Emval-i Metruke Olayi (Το γεγονός των εγκαταλειμμένων περιουσιών), με νόμο που εκδόθηκε το 1928 τα ποσά που συγκεντρώθηκαν στα ταμεία μεταφέρθηκαν στον προϋπολογισμό.
Με πρόχειρους υπολογισμούς, τα ποσά αυτά σε τιμές του 2008 ανέρχονται σε 150 δισ. ευρώ (300 δισ. Νέες Λίρες Τουρκίας).
Η μεταχείριση των Ελλήνων τns Ανατολής
Ως συνέπεια του Βαλκανικού Πολέμου και της ένταξης της Ελλάδας στην αντίθετη συμμαχία, η ένταση κορυφώθηκε. Οι Ρωμιοί πολίτες αντιμετωπίστηκαν ως υπήκοοι και σύμμαχοι ξένης χώρας. Οι ελληνικές κοινότητες των περιοχών Θράκης (Ανατολικής), Πόντου και Αιγαίου εξορίστηκαν στα ενδότερα της Ανατολίας. Δημιουργήθηκαν τα Τάγματα Εργασίας, τα Amele Taburları, και οι Ρωμιοί άντρες συγκεντρώθηκαν σε ειδικά τάγματα που είχαν τη μορφή στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Με απόνους Τούρκους και Κούρδους. Το αποτέλεσμα ήταν να μετατραπούν σε λυσσαλέους εχθρούς αυτοί οι λαοί που ζούσαν αδελφικά. Σε τελευταία ανάλυση, το Κομιτάτο «Ενωση και Πρόοδος» και η συνέχεια αυτού, το κεμαλικό καθεστώς, είχε μεγάλη επιτυχία στον εκτοπισμάτων μη μουσουλμάνων, στον εκτουρκισμό του κεφαλαίου και την ίδρυση ενός έθνους-κράτους με ομοιογενή πυρήνα μουσουλμανικών τουρκικών πληθυσμών.
Μετά την εκκαθάριση των Αρμενίων με μεγάλη σφαγή, ήρθε η σειρά εκτοπισμού των Ρωμιών. Ομως απαραίτητη ήταν και η εκκαθάριση όσων Αρμενίων και Ρωμιών παρέμεναν.
ο θέμα αυτό τακτοποιήθηκε στη Λωζάννη. Με βάση τη «Συμφωνία Ανταλλαγής των Πληθυσμών», μετανάστευσαν από την Τουρκία προς την Ελλάδα 1,2 εκατομμύριο Ρωμιοί και αντίστροφα από την Ελλάδα προς την Τουρκία περί τους 400.000 μουσουλμάνους.
Οι πρόσφυγες και στις δυο χώρες υπέφεραν πάρα πολύ. Οι Ρωμιοί πρόσφυγες στην Ελλάδα αντιμετωπίζονταν ως «τουρκόσποροι», και αυτοί που πήγαν στην Τουρκία ως «γκιαούρηδες» (άπιστοι). Το γεγονός αυτό υπήρξε αιτία του προσανατολισμού μέρους των προσφύγων στις δύο χώρες προς τον εθνικισμό και τη θρησκεία, ώστε να γίνουν δεκτοί απ' την κοινωνία. Προσπάθησαν ακόμα να ξεχάσουν οι νέες γενιές τον τόπο προέλευσής τους...
Η αλλαγή του πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης (έρευνα του καθ. δρος Tzem Behar το 1996) δείχνει τη δυναμική της αλλαγής του πληθυσμού. Το 1856 ο συνολικός πληθυσμός ήταν 236 χιλιάδες, από τους οποίους το 47,6% ήταν μουσουλμάνοι. Το ποσοστό αυτό το 1914, όντας ο συνολικός πληθυσμός 910.000, ήταν 62%. Το 1914 το ποσοστό των μη μουσουλμάνων στην Κωνσταντινούπολη ήταν 38%, το 1927 μειώνεται σε 35% και αργότερα μειώνεται στο 1%.
Βλέποντας αυτή την πορεία θα πρέπει να αναρωτηθούμε πώς φτάσαμε σε μια χώρα με
99,9% μουσουλμάνους. Ως επέκταση αυτού μπορούμε να δούμε το θέμα απ' την εξής σκοπιά:
Η Αρμενική Γενοκτονία και τα πογκρόμ κατά των Ρωμιών και η Ανταλλαγή έφεραν μαζί τους και την εξαφάνιση των άλλων διαφορετικών οντοτήτων. Το κεμαλικό καθεστώς, που διαδέχθηκε το Κομιτάτο «Ενωση και Πρόοδος», αντιμετώπισε με καταπίεση, άρνηση και αφομοίωση στον τουρκισμό όλα τα άλλα στοιχεία, όπως τους Λάζους, Κιρκάσιους, Γεωργιανούς, Κιρμαντζί, Τουρκομάνους, Πομάκους, Ζαζά, Ασσύριους και ποιος ξέρει πόσα άλλα ονόματα που δεν αναφέρουμε εδώ. H προσπάθεια ήταν η με τη βία εμφύσηση «Θετικιστικής τουρκικής» ταυτότητας, κάτι που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Ηταν «απελευθερωτικός» ο πόλεμος;
Συμπερασματικά, ο ισχυρισμός ότι ο Τουρκικός Εθνικοαπελευθερωτικός Πόλεμος δόθηκε κατά του ιμπεριαλισμού δεν θεμελιώνεται από πουθενά. Αντίθετα, όπως διαπιστώνει ο καθηγητής Taner Aksam, ο απελευθερωτικός πόλεμος «δεν δόθηκε κατά των εισβολέων αλλά κατά των μειονοτήτων».
Τα Σωματεία Αμυνας-Δικαίου (Mudafai Hukut), που υπήρξαν η ατμομηχανή του «εθνικού αγώνα», ιδρύθηκαν καθαρά κατά της απειλής των Ρωμιών και των Αρμενίων. Στα πρώτα αυτά σωματεία που ιδρύθηκαν μετά την ανακωχή του Μούδρου, τα τρία ήταν κατά των Αρμενίων και τα δύο κατά των Ρωμιών.
Εξάλλου ο Μουσταφά Κεμάλ, τον Ιούλιο του 1919, όταν έστειλε την παραίτηση του από τη θέση του αξιωματικού στο σουλτάνο, τόνιζε ανοικτά τα εξής: «Η στρατιωτική μου ιδιότητα άρχισε να γίνεται εμπόδιο στον εθνικό αγώνα που ξεκινήσαμε για να σώσουμε την ιερή πατρίδα και το έθνος απ' τη διάσπαση και να μη θυσιάσουμε την πατρίδα στις επιδιώξεις των Ελλήνων και των Αρμενίων».
Attila Tuygan
Σπούδασε στη Σχολή Ξένων Σπουδών στην Κωνσταντινούπολη. Συνελήφθη πολλές φορές μετά το πραξικόπημα του Σεπτεμβρίου του 1980. Εχει γράψει πολλά κείμενα, όπως "Η γενοκτονία των Αρμενίων μέσα απ' τα γερμανικά αρχεία (2008)", "Οι σφαγές, η Αντίσταση και οι συνεργάτες (2007)" κ. ά. Μετέφρασε στα τουρκικά βιβλία με θέματα μαρξισμού.
Σε συνθήκες καταπίεσης και διωγμών άρχισαν να επαναστατούν οι λαοί της Βαλκανικής και παράλληλα το αραβικό έθνος στις περιοχές του Λιβάνου, της Συρίας, της Υεμένης, της Αιγύπτου, της Σαουδικής Αραβίας και της Ιορδανίας.
Ιδιαίτερα, η απόκτηση ανεξαρτησίας από τους βαλκανικούς λαούς και η συρρίκνωση της Αυτοκρατορίας είχε εξοργίσει όλο και περισσότερο τους Ενωτικούς (του Κομιτάτου «Ενωση και Πρόοδος»). Είχε εμφανιστεί ένας μιλιταριστικός εθνικισμός, που είχε υιοθετήσει ριζοσπαστικούς και βίαιους τρόπους για τη λύση των ζητημάτων που ανάφερα. Καθ' όσον έρχονταν στρατιωτικές ήττες και χάνονταν εδάφη, για να σωθεί το κράτος έπρεπε να δημιουργηθεί στη βάση του ρατσιστικού, μιλιταριστικού εθνικισμού ένα αίσθημα «ανωτερότητας». Το αίσθημα αυτό, όπως έγραφε ο Husein Tzahit στην εφημερίδα Tanin, διατυπωνόταν ως εξής: «Το τουρκικό Εθνος (millet) είναι το κυρίαρχο έθνος και έτσι θα μείνει για πάντα».
Το πλαίσιο αυτό υιοθετήθηκε από το Κομιτάτο «Ενωση και Πρόοδος» ως πολιτική τής εξουσίας κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Συνταυτιζόμενοι με την ιμπεριαλιστική Γερμανία πίστευαν ότι θα επιλύσουν τα ζητήματα και θα αποφύγουν τις διεθνείς πιέσεις για μεταρρυθμίσεις.
Εχοντας υπόψη την πιθανότητα ότι ο πόλεμος μπορούσε να οδηγήσει σε κατά κράτος ήττα, έγιναν καλά σχεδιασμένες προετοιμασίες στις τέσσερις γωνιές της χώρας για την αντιμετώπιση μιας ολοκληρωτικής κατάληψης.
Αποθηκεύτηκαν σε κρυψώνες όπλα, πολεμοφόδια και στάλθηκαν οργανωτικά στελέχη ανταρτοπολέμου. Για τους ηγέτες των Ενωτικών, που διέθεταν κομιτατζίδικο παρελθόν, αυτό ήταν κάτι γνώριμο. Στις αντάρτικες αυτές ομάδες (σ.τ.μ. τσέτες) είχαν οργανωθεί δεκάδες χιλιάδες άτομα. Οι ανθρώπινοι πόροι προήλθαν από τις φυλακές. Ακόμα και ποινικοί, καταδικασμένοι σε θάνατο, ορκίστηκαν και εντάχθηκαν στις ομάδες αυτές.
Επίσης συμμετείχαν και πρόσφυγες απ' τα Βαλκάνια που ήθελαν να εκδικηθούν για τον πόνο τους, πληθυσμοί που είχαν μεταναστεύσει στην Ανατολή και οι κουρδικές φυλές που φοβήθηκαν ότι θα αναγκάζονταν να επιστρέψουν τις περιουσίες που είχαν λεηλατήσει την εποχή των άτακτων ταγμάτων Χαμιντιγιέ.
Απο την σφαγή των Αρμενίων 1915 |
Η οικονομική διάσταση των γεγονότων
Για το Κομιτάτο «Ενωση και Πρόοδος» η προετοιμασία για μια μελλοντική κατάληψη της χώρας δεν ήταν η μοναδική έννοια. Ο πλέον επείγων σκοπός ήταν η εξόντωση των μη μουσουλμάνων, αρχίζοντας από τους Αρμένιους. Η μυστική πολεμική οργάνωση των Ενωτικών, η Teskilat-I Mahsusa, οργάνωσε τις τσέτες, που είχαν βαρύνοντα ρόλο στην Αρμενική Γενοκτονία, αρχίζοντας από το 1914.
Επί πλέον, η οργάνωση αυτή αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά του κινήματος αντίστασης υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ αργότερα. Κατά την τελευταία οθωμανική περίοδο, στο χώρο της οικονομίας επικρατούν οι μειονότητες. Οι τέχνες και το εμπόριο είναι στα χέρια αυτών των κοινοτήτων.
Οι Αρμένιοι, οι Ρωμιοί και οι Εβραίοι αστοί είναι τα πιο οικονομικά ισχυρά στοιχεία της κοινωνίας στο οθωμανικό κράτος. Ως συνέπεια, ο πλούτος αυτών των μειονοτήτων είναι πηγή φθόνου για το κράτος που έχει αποφασίσει να αναπτύξει μια μουσουλμανοτουρκική αστική τάξη.
Στην κατεύθυνση αυτή της πολιτικής για εθνική οικονομία, υιοθετήθηκε η αρπαγή του πλούτου των μειονοτήτων. Επί της ουσίας, πρόκειται για μια προσπάθεια οικονομικής ισχυροποίησης των μουσουλμάνων Τούρκων, σκοπός των οποίων ήταν να καταλάβουν τη θέση των μη μουσουλμάνων, με τη δημιουργία μιας νέας εμπορικής τάξης.
Με το Νόμο Εκτοπισμών του Μαΐου του 1915, οι Αρμένιοι από τη Δύση μέχρι και την Ανατολή και από το Νότο μέχρι το Βορρά εκτοπίστηκαν απ' όλες τις πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά της επικράτειας.
Στις εξορίες αυτές συμπεριλήφθηκαν και οι Ελληνες του Πόντου, της παραλίας του Αιγαίου και της Προποντίδας (Μαρμαρά), με τη πρόφαση ότι δήθεν διενεργούν κατασκοπία υπέρ των δυνάμεων της Αντάντ.
Ως συμπέρασμα, σήμερα γνωρίζουμε ότι τα χρήματα που εισπράχθηκαν από την εκποίηση των περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν και τα ποσά που συγκεντρώθηκαν σε λογαριασμό «Εγκαταλειμμένων Περιουσιών», έπειτα από ένα διάστημα πήγαν ως έσοδο του κρατικού προϋπολογισμού. Οπως αναλύει ο Nevzat Onaran στο έργο του Emval-i Metruke Olayi (Το γεγονός των εγκαταλειμμένων περιουσιών), με νόμο που εκδόθηκε το 1928 τα ποσά που συγκεντρώθηκαν στα ταμεία μεταφέρθηκαν στον προϋπολογισμό.
Με πρόχειρους υπολογισμούς, τα ποσά αυτά σε τιμές του 2008 ανέρχονται σε 150 δισ. ευρώ (300 δισ. Νέες Λίρες Τουρκίας).
Η μεταχείριση των Ελλήνων τns Ανατολής
Ως συνέπεια του Βαλκανικού Πολέμου και της ένταξης της Ελλάδας στην αντίθετη συμμαχία, η ένταση κορυφώθηκε. Οι Ρωμιοί πολίτες αντιμετωπίστηκαν ως υπήκοοι και σύμμαχοι ξένης χώρας. Οι ελληνικές κοινότητες των περιοχών Θράκης (Ανατολικής), Πόντου και Αιγαίου εξορίστηκαν στα ενδότερα της Ανατολίας. Δημιουργήθηκαν τα Τάγματα Εργασίας, τα Amele Taburları, και οι Ρωμιοί άντρες συγκεντρώθηκαν σε ειδικά τάγματα που είχαν τη μορφή στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Με απόνους Τούρκους και Κούρδους. Το αποτέλεσμα ήταν να μετατραπούν σε λυσσαλέους εχθρούς αυτοί οι λαοί που ζούσαν αδελφικά. Σε τελευταία ανάλυση, το Κομιτάτο «Ενωση και Πρόοδος» και η συνέχεια αυτού, το κεμαλικό καθεστώς, είχε μεγάλη επιτυχία στον εκτοπισμάτων μη μουσουλμάνων, στον εκτουρκισμό του κεφαλαίου και την ίδρυση ενός έθνους-κράτους με ομοιογενή πυρήνα μουσουλμανικών τουρκικών πληθυσμών.
Μετά την εκκαθάριση των Αρμενίων με μεγάλη σφαγή, ήρθε η σειρά εκτοπισμού των Ρωμιών. Ομως απαραίτητη ήταν και η εκκαθάριση όσων Αρμενίων και Ρωμιών παρέμεναν.
ο θέμα αυτό τακτοποιήθηκε στη Λωζάννη. Με βάση τη «Συμφωνία Ανταλλαγής των Πληθυσμών», μετανάστευσαν από την Τουρκία προς την Ελλάδα 1,2 εκατομμύριο Ρωμιοί και αντίστροφα από την Ελλάδα προς την Τουρκία περί τους 400.000 μουσουλμάνους.
Οι πρόσφυγες και στις δυο χώρες υπέφεραν πάρα πολύ. Οι Ρωμιοί πρόσφυγες στην Ελλάδα αντιμετωπίζονταν ως «τουρκόσποροι», και αυτοί που πήγαν στην Τουρκία ως «γκιαούρηδες» (άπιστοι). Το γεγονός αυτό υπήρξε αιτία του προσανατολισμού μέρους των προσφύγων στις δύο χώρες προς τον εθνικισμό και τη θρησκεία, ώστε να γίνουν δεκτοί απ' την κοινωνία. Προσπάθησαν ακόμα να ξεχάσουν οι νέες γενιές τον τόπο προέλευσής τους...
Η αλλαγή του πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης (έρευνα του καθ. δρος Tzem Behar το 1996) δείχνει τη δυναμική της αλλαγής του πληθυσμού. Το 1856 ο συνολικός πληθυσμός ήταν 236 χιλιάδες, από τους οποίους το 47,6% ήταν μουσουλμάνοι. Το ποσοστό αυτό το 1914, όντας ο συνολικός πληθυσμός 910.000, ήταν 62%. Το 1914 το ποσοστό των μη μουσουλμάνων στην Κωνσταντινούπολη ήταν 38%, το 1927 μειώνεται σε 35% και αργότερα μειώνεται στο 1%.
Βλέποντας αυτή την πορεία θα πρέπει να αναρωτηθούμε πώς φτάσαμε σε μια χώρα με
99,9% μουσουλμάνους. Ως επέκταση αυτού μπορούμε να δούμε το θέμα απ' την εξής σκοπιά:
Η Αρμενική Γενοκτονία και τα πογκρόμ κατά των Ρωμιών και η Ανταλλαγή έφεραν μαζί τους και την εξαφάνιση των άλλων διαφορετικών οντοτήτων. Το κεμαλικό καθεστώς, που διαδέχθηκε το Κομιτάτο «Ενωση και Πρόοδος», αντιμετώπισε με καταπίεση, άρνηση και αφομοίωση στον τουρκισμό όλα τα άλλα στοιχεία, όπως τους Λάζους, Κιρκάσιους, Γεωργιανούς, Κιρμαντζί, Τουρκομάνους, Πομάκους, Ζαζά, Ασσύριους και ποιος ξέρει πόσα άλλα ονόματα που δεν αναφέρουμε εδώ. H προσπάθεια ήταν η με τη βία εμφύσηση «Θετικιστικής τουρκικής» ταυτότητας, κάτι που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Ηταν «απελευθερωτικός» ο πόλεμος;
Συμπερασματικά, ο ισχυρισμός ότι ο Τουρκικός Εθνικοαπελευθερωτικός Πόλεμος δόθηκε κατά του ιμπεριαλισμού δεν θεμελιώνεται από πουθενά. Αντίθετα, όπως διαπιστώνει ο καθηγητής Taner Aksam, ο απελευθερωτικός πόλεμος «δεν δόθηκε κατά των εισβολέων αλλά κατά των μειονοτήτων».
Τα Σωματεία Αμυνας-Δικαίου (Mudafai Hukut), που υπήρξαν η ατμομηχανή του «εθνικού αγώνα», ιδρύθηκαν καθαρά κατά της απειλής των Ρωμιών και των Αρμενίων. Στα πρώτα αυτά σωματεία που ιδρύθηκαν μετά την ανακωχή του Μούδρου, τα τρία ήταν κατά των Αρμενίων και τα δύο κατά των Ρωμιών.
Εξάλλου ο Μουσταφά Κεμάλ, τον Ιούλιο του 1919, όταν έστειλε την παραίτηση του από τη θέση του αξιωματικού στο σουλτάνο, τόνιζε ανοικτά τα εξής: «Η στρατιωτική μου ιδιότητα άρχισε να γίνεται εμπόδιο στον εθνικό αγώνα που ξεκινήσαμε για να σώσουμε την ιερή πατρίδα και το έθνος απ' τη διάσπαση και να μη θυσιάσουμε την πατρίδα στις επιδιώξεις των Ελλήνων και των Αρμενίων».
Attila Tuygan
Σπούδασε στη Σχολή Ξένων Σπουδών στην Κωνσταντινούπολη. Συνελήφθη πολλές φορές μετά το πραξικόπημα του Σεπτεμβρίου του 1980. Εχει γράψει πολλά κείμενα, όπως "Η γενοκτονία των Αρμενίων μέσα απ' τα γερμανικά αρχεία (2008)", "Οι σφαγές, η Αντίσταση και οι συνεργάτες (2007)" κ. ά. Μετέφρασε στα τουρκικά βιβλία με θέματα μαρξισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου