Ο ΜΟΥΣΤΑΦΑ ΚΕΜΑΛ

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Ο ΜΑΗΣ TOΥ 1919 μπήκε στο κανάλι του χρόνου φέρ­νοντας μαζί του πρόωρη ζέστη, άπνοια και φοβερή ξηρα­σία. Στα καπνοχώραφα χρειάστηκε να χυθεί πολύ νερό στ' αυλάκια για να μουσκέψει η γη και να φυτευτεί ο καπνός. 
Τα στάχυα πάλι στα χωράφια άρχισαν να ωριμάζουν πριν της ώρας και πολύ γρήγορα πήραν να χρυσίζουν. Στα καπνο­μάγαζα οι εργάτες ανάπνεαν ολοένα και πιο δύσκολα, σαν να μπήκε κιόλας το καλοκαίρι. 
Στα σοκάκια και στους μαχα­λάδες ο κόσμος ανάσαινε βαριά το ζεστό αέρα και έβγαινε έξω, στα μεϊτάνια και στους φαρδιούς δρόμους, για να δρο­σιστεί. Μόνο στο λιμάνι φυσούσε κάπως και φρέσκαρε τούς θαμώνες των παραλιακών καφενείων, τους ιδρωμένους και λερούς χαμάληδες, τους πολυάσχολους έμπορους και τους αργόσχολους περιπατητές.
Στα μέσα του μήνα, ξαφνικά, η ατμόσφαιρα φλογί­στηκε πιο πολύ από μια συνταρακτική είδηση πού έλεγε ότι ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη!..
Οι Ρωμιοί κυριεύθηκαν από παραλήρημα ενθουσιασμού ακούγοντας το μαντάτο πού τόσον καιρό περίμεναν μ' ανυπομονησία. Επί τέλους! Οι σύμμαχοι αποφάσισαν να κομ­ματιάσουν τη νικημένη Τουρκία και να τη μοιράσουν. Οι Έλληνες έπαιρναν τη δίκαιη μερίδα τους: Την εντολή από το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο να καταλάβουν τη Σμύρνη και ένα μεγάλο μέρος από το βιλαέτι της.
Σαμψούντα

Οι Πόντιοι πίστεψαν πώς σίμωνε πια ή ώρα και τού δικού τους λυτρωμού. H  αρχή έγινε. Το λατρευτό πόδι της Λευ­τεριάς πάτησε στα ιερά και πατρογονικά χώματα τής Μικρασίας. Τα φτερά τής Ελπίδας ανοίχτηκαν διάπλατα. Από ώρα σε ώρα και από μέρα σε μέρα οι Ρωμιοί του Πόντου περίμεναν να δοθεί παρόμοια εντολή για απόβαση ελληνικού στρατού και στη Σαμψούντα ή την Τραπεζούντα.
Οι κατοπινές μέρες πέρασαν μέσα σε δραματική αναμονή. Όλοι είχαν στραμμένα τα μάτια τους προς τη θά­λασσα και καρτερούσαν  να δούνε στ' ανοιχτά της να προβάλ­λουν τα ελληνικά πολεμικά με τη γαλανόλευκη.
Μάταια όμως! Γιατί τα πράματα ήρθαν τελείως ανάποδα, τελείως αντίθετα απ' ότι τα προσδοκούσαν. Γιατί μια μέρα, κατά τα τέλη του μήνα, φάνηκε να πλησιάζει στο λιμάνι ένα άσημο, μα ύποπτο εμπορικό καράβι, πού έφερνε στη μαρτυρική πόλη έναν άνθρωπο μοιραίο για τη φυλή μας. Έναν άνθρωπο πού έμελλε να κηρύξει από κει, μυστι­κά και συνωμοτικά, έναν αγώνα σκληρό και αιματοποτισμένο για να αλλάξει την πορεία της ιστορίας στη χώρα του.
Με μια πολυμελή ακολουθία, ο άνθρωπος εκείνος αποβιβάστηκε στην εμπορική αποβάθρα, απέναντι στις καπναποθήκες της «Τουτούν Μερκεζί». Ενα μεγάλο και φανατι­σμένο πλήθος Τούρκων, πού ήταν μαζεμένο εκεί από τα χαράματα, έπειτα από μυστική ειδοποίηση του κομιτάτου, ξέσπασε σε φρενιασμένες ζητωκραυγές! Ο μεγάλος επισκέπτης σήκωσε το χέρι του και χαιρέτησε φωνάζοντας:
—  Μέρχαπα, καρτασλάρ!  Ειρήνη σε σας, αδέλφια!
Πανζουρλισμός από φωνές και χειροκροτήματα ακούστηκαν πάλι από τη μεριά του μουσουλμανικού πλήθους. Η πόλη αναταράχτηκε από τους αντίλαλους και αναρρίγησε.
Τούτη τη σημαδιακή ώρα οι Ρωμιοί της πόλης δούλευαν αμέριμνοι και ανυποψίαστοι στις δουλειές τους. Το ίδιο έκαμνε και ο νεαρός Στάθιος Δημητριάδης, ο γιος του κα­πνέμπορα Πάντζου Δημητριάδη, που βρισκόταν στο μα­γαζί και δούλευε σκυφτός πάνω στα εμπορικά κατάστιχα τού πατέρα του. Οι απροσδιόριστες όμως φωνές και η οχλα­λοή τον ξάφνιασαν. Σταμάτησε τη δουλειά του και ρώτησε ανήσυχος :
—  Τι τρέχει άραγε, πατέρα;
—Ιδέα δεν έχω παιδί μου. Κάτι σαν Τούρκοι μου μοιά­ζουν.
Σώπασαν και τεντώνοντας κι οι δυο τ' αυτιά τους προσπά­θησαν να ξεχωρίσουν τις φωνές πού ολοένα δυνάμωναν και σίμωναν. Έπειτα από λίγη ώρα ακούστηκαν πιο δυνατές στο διπλανό σοκάκι. Ο Στάθιος τινάχτηκε όρθιος και βγήκε στην πόρτα. Στο βάθος του δρόμου φάνηκε ένα πλήθος Τούρ­κων που ανηφόριζε βιαστικό, κάνοντας μεγάλη φασαρία με τις φωνές και τις χειρονομίες του. Το παρδαλό τούτο σινάφι πλήθαινε γρήγορα και όσο σίμωνε στο μαγαζί, γινόταν πιο φουριόζο.
Περνώντας μπροστά από το Στάθιο, τράβηξε για το κοντινό ξενοδοχείο.Εκεί σταμάτησε και περίμενε ανήσυχο και θορυβώδικο το μουσαφίρη της πόλης. Ανάμεσα στους πιο θερμούς θιασώτες πού πρωτοστατούσαν στη ρύθμιση της κίνησης του πλήθους ήταν και ο Τούρκος δικηγόρος Εμίν.Ο Στάθιος τον ξεχώρισε από το κοντόχοντρο σουλούπι του και το στρογγυλό κεφάλι με το ροδοκόκκινο πρόσωπό του.

Σε λίγα λεφτά έφτασαν στο ξενοδοχείο τρία αμάξια φορ­τωμένα με τζανταρμάδες. Σταμάτησαν μπροστά στην πόρτα. Οι Χωροφύλακες πήδησαν κάτω, όρμησαν μέσα και σε λίγη ώρα έβγαλαν έξω από το διώροφο κτίριο όλους τούς ένοικους, πετώντας τις βαλίτσες τους από τα παράθυρα στο δρόμο!
Ο Στάθιος πλησίασε και ρώτησε έναν Τούρκο ποιος ήταν ο μουσαφίρης.
— Κι εγώ δεν ξέρω, γιαβρούμ, απάντησε. Κάποιος Κε­μάλ, Μουσταφά Κεμάλ, λένε. Πασάς είναι. Ηρθε με το βα­πόρι. Αυτό άκουσα.
Έξω από το ξενοδοχείο ο σαματάς μεγάλωνε. Το πλή­θος πλημμύρισε τον τόπο και προσπαθούσε να δει τον Κε­μάλ πασά.
Ο Στάθιος γύρισε στο μαγαζί του. Ο πατέρας του έλειπε. Εκλεισε τη τζαμόπορτα από μέσα και πίσω της έβαλε μια βαριά κάσα. Ανέβηκε πάνω και από τα τζάμια παρακολούθησε τη σκηνή πού ξετυλίχτηκε στον αυλόγυρο τού ξενοδοχείου, χωρίς να του παίρνουν τ' αυτιά τα αλαλητά των Τούρκων.
Σέ λίγο, μια ομάδα βλοσυρών και επίσημων ανδρών φάνηκε να έρχεται από το βάθος του δρόμου και να βαδίζει βιαστικά προς το ξενοδοχείο διασχίζοντας το πλήθος. Οι τζανταρμάδες άνοιγαν τόπο, σπρώχνοντας βίαια τον πε­ρίεργο κόσμο. Καθώς περνούσαν οι επίσημοι μπροστά από το μαγαζί, ο Στάθιος ξεχώρισε ανάμεσά τους έναν ψηλό και λεπτό άντρα με στολή Τούρκου στρατηγού. 
Ηταν ηλιοκαμένος, με πράσινα σκούρα μάτια και ανασηκωμένα στις άκρες φρύδια, με χλωμό, αδύνατο και γεμάτο πανάδες πρό­σωπο, αλλά με ένα βλέμμα δυνατό και διαπεραστικό σαν της τίγρης. Βαδίζοντας επιδεικτικά, σήκωνε κάθε τόσο τα χέρια του και χαιρετούσε θεαματικά το πλήθος που τον ζητωκραύ­γαζε και τον αντιχαιρετούσε!. . .
Οταν έφτασε η συνοδεία στο ξενοδοχείο, ο Κεμάλ μπήκε μέσα μαζί με την επίσημη ακολουθία του. Αμέσως κατόπιν η πόρτα έκλεισε ορμητικά και μπροστά της στάθηκαν ένοπλοι φρουροί πού έδιωχναν τον κόσμο. Οι φωνές σιγά - σιγά καταλάγιασαν και σε λίγο οι Τούρκοι άρχισαν να διαλύονται.
Ο ΜΟΥΣΤΑΦΑ ΚΕΜΑΛ ΠΑΣΑΣ στάλθηκε από την Οθωμανική Κυβέρνηση στην Ανατολή με την Ιδιότητα του Γενικού Επιθεωρητή της Νασιχέ Κομισιονού, δηλαδή της Παραινετικής 'Επιτροπής, για να ειρηνέψει ως μεσολαβη­τής τους υπηκόους της Τουρκίας ανεξάρτητα από φυλή και θρησκεία, και να ξαναφέρει στη χώρα την παλιά τάξη και ομόνοια που ο πόλεμος είχε αναποδογυρίσει. Άρχισε όμως από τη Σαμψούντα ένα έργο εντελώς αντίθετο με την απο­στολή του με την επίσημη του ιδιότητα κάλυψε τους μυστικούς σκοπούς του και κινήθηκε ελεύθερα τρεις ολόκληρες μέρες μέσα στη Σαμψούντα, για να οργανώσει την Επανάσταση του! 
Ο δαιμόνιος αυτός άνθρωπος πού γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, που πολέμησε και διακρίθηκε ως αξιωματικός του πυροβολικού στην άμυνα των Δαρδανελλίων, έβγαλε ένα φλογερό λόγο στη συνε­δρίαση του ξενοδοχείου, για να ξεσηκώσει τα μυαλά των ηγετών του κομιτάτου της πόλης και να ξαναζεστάνει το μί­σος τους για τούς Ρωμιούς.
Μα δεν ήταν μόνον αυτή η δραστηριότητα που ανέπτυξε στη Σαμψούντα. Με την ανοχή του Άγγλου αρμοστή, επισκέφτηκε επίσημα το Δημαρχείο και το Διοικητήριο και οργάνωσε διάφορους πολιτικούς και στρατιωτικούς παρά­γοντες της πόλης. Με τη βοήθεια των ζωηρών στοιχείων του Νεοτουρκικού κομιτάτου συγκρότησε μια οργάνωση δική του που την ονόμασε "Μουταφάι Μιλλί".
 Σκοπός της ήταν η ανόρθωση τού τουρκικού κράτους και η άμυνα της χώρας απέναντι στην ελληνική απειλή που εμφανίστηκε στη Σμύρνη.
Το βράδυ οι φίλοι του παρέθεσαν δείπνο προς τιμήν του στο Δημαρχείο, όπου παραβρέθηκαν όλο το ανώτερο προ­σωπικό της Δημαρχίας και του Σαντζακιού, καθώς και οι μεγάλοι κομιτατικοί της πόλης. Κατά τη διάρκεια του φα­γητού και του ποτού, ο Μουσταφά Κεμάλ δε δίστασε να δείξει το αληθινό του πρόσωπο και τους πραγματικούς σκο­πούς του. Προέτρεπε, παρακαλούσε και συχνά ικέτευε τούς παρευρισκομένους Τούρκους να μισήσουν βαθιά τούς Ρω­μιούς και να φροντίσουν να τούς εξοντώσουν με κάθε τρόπο.
— Το βραβείο σας, είπε σε μια στιγμή, για ένα τέτοιο εθνικό και κοινωνικό έργο, δε θα είναι μικρό. Σκεφτείτε μόνο τον πλούτο πού κατέχουν οι γκιαούρηδες στην πόλη σας, τα σπίτια, τα μαγαζιά και τα ταμεία τους!. . . Όλα αυτά, δικαιωματικώς, σε σας ανήκουν και σε σας θα περιέλ­θουν !. . .
Ζωηρά χειροκροτήματα και ζητωκραυγές ξέσπασαν άπ' όλες τις μεριές τής μεγάλης αίθουσας του Δημαρχείου. Οι Τούρκοι έδειχναν το μεγάλο ενθουσιασμό και την επιδοκιμασία τους για τις θαυμάσιες προοπτικές πού άνοιγε μπροστά τους ο νέος αρχηγός.
Τούρκοι Στρατιώτες

ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΎ Ο ΣΤΑΘΙΟΣ, σταλμένος από την οργά­νωση των Ρωμιών της Σαμψούντας, έφτασε τη δεύτερη νύχτα στο λημέρι του Άγιούτεπε και ειδοποίησε τον καπετάν Στύλο Κοσμίδη για την ημέρα της αναχώρησης τού Μου­σταφά Κεμάλ από την πόλη. Ο αρχηγός δεν έχασε καιρό και οργάνωσε την απόπειρά για τη δολοφονία τού Τούρ­κου ηγέτη. Μάζεψε είκοσι διαλεχτά παλικάρια και την τρίτη νύχτα έστησε ενέδρα στα μισά του δρόμου Σαμψούντας - Καβάκ, άπ' όπου θα περνούσε ο Κεμάλ. Κρυμμένος σ' ένα χα­ράκωμα δίπλα στο δρόμο, μαζί με το Στάθιο, περίμενε.
Τρεις ώρες μετά την ανατολή του ήλιου, φάνηκε ξαφνικά να ανηφορίζει το δημόσιο δρόμο ένα ανοιχτό αμάξι πλαι­σιωμένο από πέντε καβαλάρηδες.
— Αυτό θα είναι! Έτοιμοι! φώναξε στους κρυμμένους άντρες του ο αρχηγός.
Ο Στάθης άνοιξε τα μάτια του διάπλατα και προσπά­θησε να αναγνωρίσει ανάμεσα στους επιβάτες της άμαξας τον Κεμάλ πασά. Όταν σίμωσαν λιγότερο από πενήντα μέ­τρα, είπε στον αρχηγό ψιθυριστά: «Νά, εκείνος είναι, στο πίσω μέρος αριστερά. Ο ψηλός με το πηλίκιο».
Το αμάξι έτρεχε γοργά και σε λίγα δευτερόλεπτα βρέθηκε μέσα στον κλοιό της ενέδρας. Ο καπετάν Στύλος έστρεψε το όπλο κατά πάνω του, σκόπευσε και πριν πατήσει τη σκανδάλη κραύγασε :
— Πύρ! Επάνω τους. . .
Μια ομοβροντία αντήχησε και οι τρεις άντρες πού βρί­σκονταν μέσα στην πολυτελέστατη άμαξα, έγειραν στο πλάι . Ο αμαξάς χτύπησε με το καμουτσίκι του τα άλογα να τρέξουν, ενώ οι έφιπποι συνοδοί πιαστήκανε στη μάχη με τούς αντάρτες, πού βέβαιοι για την επιτυχία της απόπειρας τους, διατάχτηκαν από τον καπετάν Στύλο να κάνουν αγώνα οπισθοφυλακών και να αποσυρθούν.
Η χαρά του αρχηγού, του Στάθιου και των ανταρτών που τραβήχτηκαν στο λημέρι τους, κράτησε ως την άλλη μέρα το πρωί. Κατά το μεσημέρι ήρθε ένας σύνδεσμος από την πόλη και τούς μήνυσε ότι ό Κεμάλ πασάς ήταν ζωντα­νός!
Τί είχε συμβεί; Απλούστατα ο Μουσταφά Κεμάλ δε βρισκόταν στην άμαξα πού χτύπησαν οι Ρωμιοί, αλλά σε μια δεύτερη που ακολουθούσε σε απόσταση δύο χιλιομέτρων. Ο δαιμόνιος πασάς, για λόγους πρόνοιας, είχε βάλει στο πρώτο αμάξι ένα σωσία του με στολή στρατηγού, πού δέ­χτηκε κατάστηθα τις σφαίρες των ανταρτών.
Ο καπετάν Στύλος έπεσε σε βαθιά μελαγχολία.  Για μέ­ρες ολόκληρες δε μιλιόταν. Ο Στάθιος πάλι, γύρισε τη νύ­χτα στο σπίτι και έμαθε από τον πατέρα του τα σχόλια πού έγιναν στην πόλη για την άτυχη απόπειρα. Την άλλη μέρα πήγε στο μαγαζί και έπιασε άκεφα τη δουλειά του. Ενιωθε μια συντριβή για την ατυχία, σαν να ήταν μαύρη κακοσημαδιά.
Και δεν είχε άδικο. Η απόπειρα τούτη, που θα άλλαζε το ρεύμα της Ιστορίας στην Ανατολή, βγάζοντας από τη μέση τον πρωτεργάτη και αρχιτέκτονα του αναγεννώμενου τουρκικού έθνους, απέτυχε σαν από κάποια δαιμονική επέμβαση. Ετσι, το ποτάμι των κατοπινών μεγάλων γεγονό­των τράβηξε την μοιραία πορεία του ανεμπόδιστο.
ΜΕΤΑ ΤΟ ΚΑΒΑΚ ο Μουσταφά Κεμάλ επισκέφτηκε την πόλη Κάβζα, 82 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Σαμψούν­τας. Εκεί συναντήθηκε με φανατικούς κομιτατικούς, πού με τη βοήθειά τους κατάφερε να πάρει με το μέρος του όλους τούς Τούρκους προύχοντες εκτός από το μπέη τής Γιοσγάτης Τσαπάνογλου και να καταρτίσει τις πρώτες οργανωτικές επιτροπές. Κατόπιν συνέχισε τη στρατολογία του με συμ­βουλές, με δολώματα και με απειλές ακόμα. Στούς πιο έμπιστους φίλους του έλεγε: «Σκοτώστε! Σκοτώστε κάθε μη μουσουλμάνο! Σκοτώστε! Αλλά, τώρα, μόνο στα κρυφά, στο σκοτάδι. Αργότερα θα δράσουμε στα φανερά. Στο φως τής ημέρας!»
— Για χάρη της πατρίδας, που το ιερό της χώμα πάτησαν οι προαιώνιοι εχθροί μας, οι Γιουνάνηδες, είπε στο συμ­βούλιο των επιτρόπων του, για χάρη της Σμύρνης και της χώρας μας πού κινδυνεύει, πρέπει να ενωθούμε όλοι μας γύρω από το έθνος, να προσφέρουμε κάθε υλική και ηθική θυσία προς ανόρθωση του καταρρέοντος Τουρκικού Κράτους . Ο Ισλαμισμός κινδυνεύει από το Χριστιανισμό της Ευρώπης! Σηκωθείτε στο πόδι και αγωνιστείτε!. . .
Την άλλη μέρα ήταν Παρασκευή, αργία των μουσουλ­μάνων. Ο Κεμάλ έβαλε το ντελάλη και κάλεσε όλο τον τουρκικό πληθυσμό της Κάβζας να μαζευτεί έξω από τα λουτρά της Αγίας Βαρβάρας. Μετά από μια ώρα, στον ανοιχτό χώρο γύρω από τα ιαματικά λουτρά, οι Τούρκοι της πόλης συγκεντρώθηκαν ν' ακούσουν τι θα τούς έλεγε ό περιβόητος πασάς.
Μα αντί για τον Κεμάλ, είδαν ν' ανεβαίνει σ' έναν τοίχο μια κοπελίτσα δώδεκα χρονών. Ο ίδιος ο πασάς τη βοήθησε ν' ανεβεί, και αυτό έδειχνε πώς κάτι θα έλεγε από μέρους του. Αυτόματα απλώθηκε βαθιά σιγή. Και μέσα στη σιγή ακούστηκε σε λίγο, η λεπτή κοριτσίστικη φωνή να λέει:
—  Πατριώτες μου, έπιασε πυρκαγιά , σ' αύτό το σπίτι! Τι πρέπει νά κάνουμε; Να τρέξουμε να φέρουμε νερό να τη σβήσουμε. Να φέρουμε κιλίμια, να χτυπήσουμε τη φωτιά για να μη προχωρήσει και σ' άλλα σπίτια! Πρέπει να γλυ­τώσουμε την πολιτεία!
Η κοπελίτσα σταμάτησε ν' άνασαίνει. Οι Τούρκοι κοιτιόντουσαν παραξενεμένοι και συγκινημένοι. Δεν καταλά­βαιναν που ήθελε να καταλήξει με την αλληγορία της φωτιάς. Ωστόσο κρέμονταν από τα χείλη της.
— Λοιπόν, πατριώτες μου, συνέχισε η Τουρκοπούλα, στο Μαράς ήρθαν Γάλλοι. Στα Άδανα ήρθαν Γάλλοι! Στην Τραπεζούντα ήρθαν Αγγλοι. Στη Σαμψούντα ήρθαν Αγ­γλοι! Στη Σμύρνη ήρθαν Έλληνες! Πήρε φωτιά ή χώρα μας. Τι πρέπει να κάνουμε; Θα πολεμήσουμε για την τιμή και για την ελευθερία μας. Για την πατρίδα . . .
Πολλοί Τούρκοι αναλύθηκαν σε δάκρυα και μερικοί ξέσπασαν σε γοερά κλάματα. Αλλοι πάλι, πιο ψύχραιμοι και ζωηροί, κραύγασαν:
— Θα πολεμήσουμε για την πατρίδα. Δεν θα αφήσουμε τούς άπιστους να πάρουνε τη χώρα μας!
Το απόγευμα, ο Κεμάλ μάζεψε στην Λέσχη «Καλούμπ» τούς Τούρκους προύχοντες της Κάβζας και τους μίλησε ανοιχτά:
—Όπλα δεν έχουμε για την ανόρθωση του κράτους μας! Στρατό δεν έχουμε. Τι θα προσφέρετε εσείς για το μεγάλο αγώνα;
— Λίρες! Λίρες! φώναξαν οι παρευρισκόμενοι.
Ανοίχτηκε ένα τεφτέρι και γράφτηκαν μέσα οι προσ­φορές, ανάλογες με τη δύναμη του καθενός. Μαζεύτηκε ένα μεγάλο ποσό. Ο Κεμάλ το έδωσε σ' έναν από τους πιο πι­στούς οπαδούς του, τον Παϊράμ έφέντη και, φεύγοντας από τη Λέσχη, του άφησε εντολή να στρατολογήσει μισθοφό­ρους και να εκστρατεύσει εναντίον του τοπικού αντιπάλου του, του μπέη της Γιοσγάτης Τσαπάνογλου.
Ο Παϊράμ εφέντης μόλις πήρε τα χρήματα, την άλλη κιόλας μέρα στρατολόγησε εφτακόσιους άντρες, τους όπλισε, τους πλήρωσε και ξεκίνησε μαζί τους να πολεμήσει το μπέη που έμενε πιστός στο Σουλτάνο και διέθετε ιδιωτικό στρατό.
Η σύγκρουση έγινε κοντά στη Ζήλε και ο Παϊ­ράμ εφέντης νικήθηκε κατά κράτος. Γυρνώντας στην Κάβζα ντροπιασμένος και φουρκισμένος ρίχτηκε με τους τσέτες του κατά πάνω σε δυό ρωμαίικα χωριά, το Καπλάνι και το Ερσαντούκι, και τα έκαψε για να ξεθυμάνει για την αποτυχία της εκστρατείας του εναντίον του Τσαπάνογλου.
Τις κατοπινές μέρες ο Μουσταφά Κεμάλ συγκρότησε ο ίδιος άλλες, αφοσιωμένες σ' αυτόν ομάδες οπλιτών, τις πλή­ρωσε αδρά με λίρες πού είχε φέρει μέσα στις βαλίτσες του από την Πόλη, τις εξόπλισε με μιδραλλιοβόλα και πολυ­βόλα και τις έστειλε εναντίον μιας γειτονικής ρωμαίικης κωμόπολης, του Μεταλλείου Σήμ (Γκιουμούς μαντέν), με την εντολή να την καταστρέψουν, γιατί στα χρόνια του πο­λέμου είχε χρησιμοποιηθεί ως καταφύγιο των Ρωμιών ανταρτών της περιοχής.
Μερζιφούντα (Κολέγιο Ανατόλια)
Τα φανατισμένα μπουλούκια ξεκίνησαν ανυπόμονα για την επιχείρηση κάνοντας μεγάλη φασαρία με τις φωνές, τα νταούλια και τα τραγούδια τους. Άπ' όπου περνούσαν, τούς χαιρετούσαν και τούς εύχονταν καλή επιτυχία. Οταν σίμωσαν στο Μεταλλείο Σήμ, οι κάτοικοι του κατάλαβαν το σκοπό της επιδρομής και μέσα σε λίγα λεπτά σηκώθηκαν και χύθηκαν έξω από τα σπίτια τους, έτοιμοι για τη φυγή στο γειτονικό δάσος.
Κατά καλή τους όμως τύχη, έξω από το Γκιουμούς μαντέν περνούσε ένα απόσπασμα από Άγγλους στρατιώτες με επικεφαλής το λοχαγό μίστερ Κίτς. Μόλις ακούστηκαν οι φωνές και τα κλάματα των γυναικών, τα τσιρίγματα και τα ξεφωνητά των παιδιών, ο Άγγλος αξιωματικός πήρε τούς άντρες του και έτρεξε να ρωτήσει τι συμβαίνει. Μαθαίνον­τας τα καθέκαστα, έφραξε το δρόμο στους άτακτους Τούρ­κους. 
Οι τελευταίοι, όταν έφτασαν στην είσοδο τής κωμό­πολης και είδαν μπροστά τους τούς Άγγλους στρατιώτες, ταράχτηκαν και σταμάτησαν τη θορυβώδικη και θριαμβευ­τική πορεία τους. Ο μίστερ Κίτς πλησίασε τον αρχηγό τους με άγριο ύφος και αφού τον πρόγκηξε με οργή, τον πρόσταξε να πάρει το μπουλούκι του και να φύγει αμέσως! Ο Τούρ­κος διοικητής προσπάθησε να δικαιολογηθεί λέγοντας ότι ενεργεί κατά διαταγή τού Κεμάλ πασά.
— Ποιου Κεμάλ πασά; φρύαξε ο Εγγλέζος. Είναι παρά­νομη η συγκρότηση των ομάδων αυτών και η εκστρατεία σας. Τσακιστείτε γρήγορα από δω. . .
Οι Τούρκοι έβαλαν την ουρά τους κάτω από τα σκέλη και γύρισαν πάλι άπρακτοι στην Κάβζα. Μόλις έμαθε την ταπείνωση τούτη του στρατού του ο Κεμάλ, έγινε θηρίο από την οργή του, μα συγκρατήθηκε. Μάζεψε τις βαλίτσες του και τράβηξε για τα ενδότερα.
Πήγε στη Μερζιφούντα. Ένας φίλος του στρατηγός κάλεσε τούς Ρωμιούς δασκάλους και καθηγητές του αμερικάνικου σχολείου «'Ανατολία Κόλλετζ» και τούς μίλησε μπροστά στον Κεμάλ σε αυστηρό τόνο.
—Εκπαιδευτικοί των ρωμαίικων σχολείων της Μερζιφούντας! Οι πριν από σας δάσκαλοι είχαν δηλητηριάσει τα παιδιά με το ελληνικό πνεύμα, με το μίσος προς τους Τούρ­κους. Αυτά όμως είναι περασμένα και πρέπει να ξεχαστούν. Μια νέα κατάσταση δημιουργήθηκε τώρα. Εδώ και λίγο καιρό, ξένα πόδια πάτησαν το έδαφος μας, το έδαφος τής κοινής πατρίδας. Είναι τα πόδια των  Αγγλογάλλων και των Γιουνάνηδων. Λοιπόν, πρέπει όλοι μαζί, Τούρκοι και Ρω­μιοί, να προσπαθήσουμε να διώξουμε τούς ξένους. Εκείνος πού μεγάλωσε και θράφηκε με δικό μας ψωμί στην Κρήτη, ο Βενιζέλος, είναι σήμερα ο μεγαλύτερος εχθρός μας!...
Από τη Μερζιφούντα ο Κεμάλ πασάς τράβηξε ακόμα πιο πέρα, πιο βαθιά στο εσωτερικό της χώρας, για να μπορεί να κινείται ευκολώτερα, μακριά από το μάτι των συμμαχικών αποστολών.
Φτάνοντας στην Αμάσεια, χρησιμοποίησε όλα τα μέσα πού διέθετε, από τη δόλια διπλωματία και τις ραδιουργίες, μέχρι τις απειλές και τη βία, για να πάρει τους Τούρκους με το μέρος του. Οταν τελικά το κατάφερε κάπως και στε­ρέωσε αρκετά τις θέσεις του στη μεγάλη τούτη πόλη, έστειλε και κάλεσε από την Κάβζα, Μερζιφούντα, Τοκάτη και Νεοκαισάρεια τους πιστούς ανθρώπους του, και σε συνεργασία μαζί τους, κατάρτισε τις πρώτες μονάδες των τσετέδων.
Από την Αμάσεια έφυγε ξεπροβοδισμένος με μεγαλό­πρεπη πομπή, με λάβαρα και ζητωκραυγές! Πλήθος συνερ­γατών και οπαδών του τον συνόδεψε μέχρι τη Σεβάστεια. Στο δρόμο ξεσήκωνε τούς μουσουλμάνους των χωριών και των κωμοπόλεων, ενισχύοντας τις επαναστατικές του δυνά­μεις. 
Στη Σεβάστεια δεν έπαιρνε πια προφυλακτικά μέτρα, ούτε έκρυβε το σκοπό του. Στους λόγους του διακήρυττε φα­νερά ότι στρέφεται, όχι μόνο κατά των Ελλήνων και των Ευρωπαίων συμμάχων τους, αλλά και εναντίον της τουρκι­κής κυβέρνησης της Ισταμπούλ, εναντίον του Σουλτάνου, πού έπρεπε να εκθρονιστεί, γιατί ανέχτηκε το διαμελισμό της χώρας και την απειλή του ελληνικού στρατού!
Μέσα σε λίγες μέρες οργάνωσε ταχτικό στρατό, τον εξό­πλισε και διακήρυξε ότι δεν αναγνωρίζει πια το Σουλτάνο ως μονάρχη τής Τουρκίας και αρχηγό του Χαλιφάτου! 
Στό μεγάλο σχολείο τής πόλης, το παλιό «Σουλτάν μεχτέπ», έγινε ή πρώτη Γενική Συνέλευση των συνεργατών του. 
Πρού­χοντες, πολιτικοί και στρατιωτικοί παράγοντες όλης τής με­σογειακής Τουρκίας, μέσα σε ατμόσφαιρα ενθουσιασμού, κήρυξαν το «Κουβέι Μιλλιγιά», δηλαδή την Εθνική Άμυνα. Συνάμα ίδρυσαν το προσωπικό κόμμα τού Κεμάλ πασά και έστειλαν τον δυναμικό στρατιωτικό ακόλουθο του, τον Τζαλαετίν Άρίφ, στην Άγκυρα. Ο καταπληκτικός αυτός Αντι­πρόσωπος του αρχηγού υπέταξε, μέσα σε λιγοστό χρονικό διάστημα, όλες τις αρχές της πόλης στο κόμμα.
Ο Μουσταφά Κεμάλ πασάς, στηριγμένος τώρα στις δυ­νάμεις που απόχτησε τόσο γρήγορα, έκανε μια μεγάλη εξόρμηση με τούς συνεργάτες του σ' όλη τη χώρα, για να συν­τρίψει με τη βία τούς εσωτερικούς του αντίπαλους και να επικρατήσει τελειωτικά σ' ολόκληρη την Τουρκία. Έπιασε τριακόσιους ογδόντα αγάδες, μπέηδες και χοτζάδες που αντιδρούσαν στο επαναστατικό του έργο και τους θανάτωσε με κρεμάλες! 
Κατόπιν πήγε στην Άγκυρα και την έκαμε έδρα τού επαναστατικού κράτους του. Συγκρότησε αλλεπάλληλα εθνικά συνέδρια και με την ενίσχυση των Τούρκων βου­λευτών πού κατέφυγαν από την Ισταμπούλ στη νέα πρω­τεύουσα, οργάνωσε το νέο δοβλέτι και την άμυνά του. Η κυ­βέρνηση του Σουλτάνου, πού είχαν διορίσει οι Σύμμαχοι στην Πόλη, ήταν πια μια σκιά!
Ό Κεμάλ πασάς επικράτησε! Στό «Μπουγιούκ Μιλλέτ Μετζλισί» (Μεγάλη Εθνοσυνέλευση), από την πρώτη κιό­λας συνεδρίασή του, πρότεινε την εξόντωση των Ρωμιών πού ζούσαν στην Τουρκία και υποχρέωσε τούς βουλευτές του νά ορκιστούν στο Κοράνι το φοβερό όρκο πώς θα φροντίσουν να μη προστατέψει κανένας 'Οθωμανός στο εξής Χριστιανό συμπατριώτη του!


Χρήστος Σαμουηλίδης







Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah