Από την Αργυρούπολη έκαμαν επίταξη 5 κάρων για τη μεταφορά των γερόντων, των αρρώστων και των νηπίων, όταν έφθαναν σ' ένα χωριό αγγάρευαν άλλα και τα πρώτα τα έστελναν πίσω.
Σε κάθε σταθμό για περισσότερη ασφάλεια τους έκλειναν σε ένα χάνι, το κλείδωναν, έπαιρναν το κλειδί κι αυτοί οι καημένοι ήσαν υποχρεωμένοι να κάμουν εκεί μέσα το ψιλό και το χοντρό τους- μερικοί το έκαμναν μέσα σε χαλκοπούλια, με τη σκέψη όταν θα φθάσουν στον τόπο της εξορίας θα γανώσουν το χαλκοπούλ', θα το πουλήσουν και αυτοί θ' αγοράσουν άλλο.
Κατά την πορεία υπέφεραν προ πάντων οι βραδυπορούντες, τους έβριζαν, τους έσπρωχναν, ή τους χτυπούσαν με τους υποκόπανους. Ο Χαρ. Ι. Τουϊσούζ πέθανε από τους ξυλοδαρμούς. Οταν ο αξιωματικός ήταν μαζί τους οι βιαιοπραγίες περιορίζονταν αλλά συνήθως αυτός προπορευόταν για να ετοιμάσει κατάλυμα, και οι χωροφύλακες έβρισκαν την ευκαιρία να δείξουν τα ένστικτα τους.
Η Λυμπιάνα γριά άρρωστη, έπεσε και ψυχομαχούσε, την τράβηξαν στην άκρη του δρόμου, έβαλαν επάνω της μερικές πέτρες (εργαλεία δεν είχαν για να την σκεπάσουν με χώμα) κι αυτοί εξακολούθησαν το δρόμο τους.
Η Κερεκή τη Ταμιρτσή τη Πολυχρόν' δεν μπορούσε να βαδίσει από αρρώστια, αν και δυο γυναίκες την κρατούσαν από τις μασχάλες· ένας χωροφύλακας την έσπρωξε με τον υποκόπανο- τρικλίζοντας έκαμε μερικά βήματα και σταμάτησε της έδωσε και άλλη μια και άλλη· Τότε κάποια πού ήξερε τούρκικα του είπε: «Δεν έχεις εσύ θεό και δεν τον φοβάσαι; δεν βλέπεις ότι ψυχομαχεί όρθια;». Μόλις τότε ο χωροφύλακας συνήλθε και είπε στους άλλους: «Εσείς παραχωρείστε, κι΄ αυτοί θα έρθουν σιγά - σιγά».
Κάπου που κάθισαν να ξεκουραστούν, έδεσαν στους ώμους και στη μέση του Νικόλα Χαλαϊτσόγλη (απάνω από 70 χρονών) φυσιγγιοθήκες, του έδωσαν όπλο στο ένα και στο άλλο χέρι και του είπαν να χορέψει, αλλά ήταν δυνατό να χορέψει; του έδωσαν μια μαστιγιά και ο Νικόλας αναγκάσθηκε να αλλάξει μερικά βήματα.
Μερικοί για να διαθέσουν με το μέρος τους τους χωροφύλακες, τους έδωσαν όρτάρια, πετσέτες και η Κ.Χ. ένα χρυσό δαχτυλίδι.
Τις νύχτες ζητούσαν κορίτσια και γυναίκες· Να πώς το περιγράφει με στίχους η Αγάπη Κουφατσή.
Νύχταν έρθαμε σή Κρώμ' και οι Κρωμέτ' σιασεύνε
Θέ μ' εσύ άδά πρόφτασον, κορίτσια ψαλαφούνε.
Η Χονάρα παλήκαρος και κορίτσια κι' έδέκεν,
άπάν' σήν πόρταν έστάθεν, μέ τον Τούρκον έντώκεν.
Άπό μακρά έτέρνανε το σεΐρ οι Κρεμέτ',
ντο τρανόν -κακόν έπαθαν αβουτείν οι Σαντέτ'.
Ετσι σε 13 μέρες έφθασαν στο Ερζερούμ, κι αφού ξεκουράστηκαν 3 μέρες ξεκίνησαν για το Χουνούζ.
Στο δρόμο οι χωροφύλακες έσπρωχναν κι έβριζαν τους τελευταίους, προπάντων κάποιος Μουσταφάς. Κάποια Βανιατικίνα βαρέθηκε τόσο, ώστε ανταπέδωσε τις βρισιές γι αυτό και την έδειραν. Οταν έφθασαν στο Χουνούζ ο διευθυντής της αστυνομίας τους ενεθάρρυνε και τους ρώτησε αν είχαν παράπονα, η Βιανιατικίνα του είπε τα βάσανα τους και ο διευθυντής έδειρε το Μουσταφά.
Στον τελευταίο σταθμό, στο κούρδικο χωριό γινόταν γάμος.
Ο αξιωματικός έκλεισε τα γυναικόπαιδα σ' ένα χάνι, κλείδωσε την πόρτα κι έδωσε το κλειδί σ' ένα χωροφύλακα. Οι άλλοι χωροφύλακες πήγαν στο γάμο, μέθυσαν, γύρισαν στο χάνι,, άνοιξαν την πόρτα και ζήτησαν κορίτσια. Ενώ ή Σιονάρα κι άλλες ανδρογυναίκες έπιασαν την πόρτα και με ξύλα στα χέρια εμπόδιζαν την είσοδο, οι άλλοι έβγαλαν τόσο άγριες φωνές ώστε ξύπνησε ο αξιωματικός, έτρεξε, ξύλισε το χωροφύλακα, καθησύχασε τα γυναικόπαιδα, έκλεισε την πόρτα, όρισε άλλο φύλακα και έφυγε.
Με τα βάσανα αυτά βαδίζοντας έφθασαν σε 7 μέρες στο Χουνούζ 360 περίπου άτομα.
Το Χουνούζ ήταν αρμενική κωμόπολη, σταθμός καραβανιών και έδρα στρατού. Μετά την σφαγή των Αρμενίων οικειοποιήθηκαν την απέραντη έκταση μερικοί μπέηδες, πού με υποτακτικούς καλλιεργούσαν όσο μπορούσαν, ή χρησιμοποιούσαν για βοσκή.
Πριν από τους Σανταίους είχαν εκτοπισθεί στο Χουνούζ 150 πάνω - κάτω Ελληνες από την Τραπεζούντα και την περιφέρεια. Πολλοί από αυτούς άνοιξαν καταστήματα: εστιατόρια, παντοπωλεία, καφενεία, κρεοπωλεία καθώς και 3 χρυσοχοεία. Κατά τη διήγηση του Εύρ. Χειμωνίδη, όταν έφθασαν εκεί οι Σανταίοι τοποθετήθηκαν σ' ένα μεγάλο οίκημα πού το επισκεύασαν-κατόπι σκόρπισαν στ' Αρμενικά σπίτια και στο σχολείο, ένα δωμάτιο χρησιμοποιούσαν για εκκλησία κι εκεί λειτουργούνταν διότι μαζί τους ήταν και ο Παπαθεόδωρος Δρεπανίδης, ο γιος του Παπα- Αναστάσιος και ο Παπαναστάσιος Χαλαϊτσόγλης.
Μερικοί από τους Σανταίους δούλευαν στα ελληνικά καταστήματα, άλλοι στην ανέγερση οικημάτων, άλλοι έκαμναν θελήματα στα κουρδικά σπίτια και άλλοι δούλευαν στα χωριά, διότι οι Κούρδοι στο ζήτημα του σεβασμού της γυναίκας είναι αμίμητοι. Με την πρωτοβουλία του Μιχαήλ Μισαηλίδη, και τη συμπαράσταση του Γαβριηλίδη και του Ούστά-παση του Λάμπου και γενικά των Τραπεζούντιων, κάθε μεσημέρι γινόταν διανομή σούπας από σιτάρι με λίγο βούτυρο στους Σανταίους. Εκαμαν και κάποιο υποτυπώδες απολυμαντήριο υπό την επιστασία του Ουστά-παση του Λάμπου: κατασκεύασαν μια κάσσα μέσα στην οποία τοποθετούσαν τα ρούχα τους. Την τοποθετούσαν πάνω από ένα καζάνι πού έβραζε και έτσι απολυμαίνονταν. Απ' ευθείας δε πολλοί βοήθησαν με χρήματα και είδη ρουχισμού πού έπαιρναν από τις οικογένειες τους.
Ο καϊμακάμης βλέποντας ότι οι μεν Τραπεζούντιοι εργαζόντουσαν και προόδευαν, οι δε Σανταίοι δεν πέθαιναν από την πείνα, με την δικαιολογία ότι έρχεται στρατός να μείνει εκεί, ζήτησε να τους σκορπίσει. Έστειλε μάλιστα και την πρώτη αποστολή στο Μούς- τότε οι Τραπεζούντιοι τον φιλοδώρησαν (300 παγκανότες) και ανακάλεσε όχι μόνο τη διαταγή αλλά και την πρώτη αποστολή ακόμα πού είχε φθάσει στον προορισμό της και διέταξε να επιστρέψει.
Σε κάθε σταθμό για περισσότερη ασφάλεια τους έκλειναν σε ένα χάνι, το κλείδωναν, έπαιρναν το κλειδί κι αυτοί οι καημένοι ήσαν υποχρεωμένοι να κάμουν εκεί μέσα το ψιλό και το χοντρό τους- μερικοί το έκαμναν μέσα σε χαλκοπούλια, με τη σκέψη όταν θα φθάσουν στον τόπο της εξορίας θα γανώσουν το χαλκοπούλ', θα το πουλήσουν και αυτοί θ' αγοράσουν άλλο.
Κατά την πορεία υπέφεραν προ πάντων οι βραδυπορούντες, τους έβριζαν, τους έσπρωχναν, ή τους χτυπούσαν με τους υποκόπανους. Ο Χαρ. Ι. Τουϊσούζ πέθανε από τους ξυλοδαρμούς. Οταν ο αξιωματικός ήταν μαζί τους οι βιαιοπραγίες περιορίζονταν αλλά συνήθως αυτός προπορευόταν για να ετοιμάσει κατάλυμα, και οι χωροφύλακες έβρισκαν την ευκαιρία να δείξουν τα ένστικτα τους.
Η Λυμπιάνα γριά άρρωστη, έπεσε και ψυχομαχούσε, την τράβηξαν στην άκρη του δρόμου, έβαλαν επάνω της μερικές πέτρες (εργαλεία δεν είχαν για να την σκεπάσουν με χώμα) κι αυτοί εξακολούθησαν το δρόμο τους.
Η Κερεκή τη Ταμιρτσή τη Πολυχρόν' δεν μπορούσε να βαδίσει από αρρώστια, αν και δυο γυναίκες την κρατούσαν από τις μασχάλες· ένας χωροφύλακας την έσπρωξε με τον υποκόπανο- τρικλίζοντας έκαμε μερικά βήματα και σταμάτησε της έδωσε και άλλη μια και άλλη· Τότε κάποια πού ήξερε τούρκικα του είπε: «Δεν έχεις εσύ θεό και δεν τον φοβάσαι; δεν βλέπεις ότι ψυχομαχεί όρθια;». Μόλις τότε ο χωροφύλακας συνήλθε και είπε στους άλλους: «Εσείς παραχωρείστε, κι΄ αυτοί θα έρθουν σιγά - σιγά».
Κάπου που κάθισαν να ξεκουραστούν, έδεσαν στους ώμους και στη μέση του Νικόλα Χαλαϊτσόγλη (απάνω από 70 χρονών) φυσιγγιοθήκες, του έδωσαν όπλο στο ένα και στο άλλο χέρι και του είπαν να χορέψει, αλλά ήταν δυνατό να χορέψει; του έδωσαν μια μαστιγιά και ο Νικόλας αναγκάσθηκε να αλλάξει μερικά βήματα.
Μερικοί για να διαθέσουν με το μέρος τους τους χωροφύλακες, τους έδωσαν όρτάρια, πετσέτες και η Κ.Χ. ένα χρυσό δαχτυλίδι.
Τις νύχτες ζητούσαν κορίτσια και γυναίκες· Να πώς το περιγράφει με στίχους η Αγάπη Κουφατσή.
Νύχταν έρθαμε σή Κρώμ' και οι Κρωμέτ' σιασεύνε
Θέ μ' εσύ άδά πρόφτασον, κορίτσια ψαλαφούνε.
Η Χονάρα παλήκαρος και κορίτσια κι' έδέκεν,
άπάν' σήν πόρταν έστάθεν, μέ τον Τούρκον έντώκεν.
Άπό μακρά έτέρνανε το σεΐρ οι Κρεμέτ',
ντο τρανόν -κακόν έπαθαν αβουτείν οι Σαντέτ'.
Σανταίοι σε εξορία : Προς το Χουνούζ και το Ερζερούμ |
Ετσι σε 13 μέρες έφθασαν στο Ερζερούμ, κι αφού ξεκουράστηκαν 3 μέρες ξεκίνησαν για το Χουνούζ.
Στο δρόμο οι χωροφύλακες έσπρωχναν κι έβριζαν τους τελευταίους, προπάντων κάποιος Μουσταφάς. Κάποια Βανιατικίνα βαρέθηκε τόσο, ώστε ανταπέδωσε τις βρισιές γι αυτό και την έδειραν. Οταν έφθασαν στο Χουνούζ ο διευθυντής της αστυνομίας τους ενεθάρρυνε και τους ρώτησε αν είχαν παράπονα, η Βιανιατικίνα του είπε τα βάσανα τους και ο διευθυντής έδειρε το Μουσταφά.
Στον τελευταίο σταθμό, στο κούρδικο χωριό γινόταν γάμος.
Ο αξιωματικός έκλεισε τα γυναικόπαιδα σ' ένα χάνι, κλείδωσε την πόρτα κι έδωσε το κλειδί σ' ένα χωροφύλακα. Οι άλλοι χωροφύλακες πήγαν στο γάμο, μέθυσαν, γύρισαν στο χάνι,, άνοιξαν την πόρτα και ζήτησαν κορίτσια. Ενώ ή Σιονάρα κι άλλες ανδρογυναίκες έπιασαν την πόρτα και με ξύλα στα χέρια εμπόδιζαν την είσοδο, οι άλλοι έβγαλαν τόσο άγριες φωνές ώστε ξύπνησε ο αξιωματικός, έτρεξε, ξύλισε το χωροφύλακα, καθησύχασε τα γυναικόπαιδα, έκλεισε την πόρτα, όρισε άλλο φύλακα και έφυγε.
Με τα βάσανα αυτά βαδίζοντας έφθασαν σε 7 μέρες στο Χουνούζ 360 περίπου άτομα.
Το Χουνούζ ήταν αρμενική κωμόπολη, σταθμός καραβανιών και έδρα στρατού. Μετά την σφαγή των Αρμενίων οικειοποιήθηκαν την απέραντη έκταση μερικοί μπέηδες, πού με υποτακτικούς καλλιεργούσαν όσο μπορούσαν, ή χρησιμοποιούσαν για βοσκή.
Πριν από τους Σανταίους είχαν εκτοπισθεί στο Χουνούζ 150 πάνω - κάτω Ελληνες από την Τραπεζούντα και την περιφέρεια. Πολλοί από αυτούς άνοιξαν καταστήματα: εστιατόρια, παντοπωλεία, καφενεία, κρεοπωλεία καθώς και 3 χρυσοχοεία. Κατά τη διήγηση του Εύρ. Χειμωνίδη, όταν έφθασαν εκεί οι Σανταίοι τοποθετήθηκαν σ' ένα μεγάλο οίκημα πού το επισκεύασαν-κατόπι σκόρπισαν στ' Αρμενικά σπίτια και στο σχολείο, ένα δωμάτιο χρησιμοποιούσαν για εκκλησία κι εκεί λειτουργούνταν διότι μαζί τους ήταν και ο Παπαθεόδωρος Δρεπανίδης, ο γιος του Παπα- Αναστάσιος και ο Παπαναστάσιος Χαλαϊτσόγλης.
Μερικοί από τους Σανταίους δούλευαν στα ελληνικά καταστήματα, άλλοι στην ανέγερση οικημάτων, άλλοι έκαμναν θελήματα στα κουρδικά σπίτια και άλλοι δούλευαν στα χωριά, διότι οι Κούρδοι στο ζήτημα του σεβασμού της γυναίκας είναι αμίμητοι. Με την πρωτοβουλία του Μιχαήλ Μισαηλίδη, και τη συμπαράσταση του Γαβριηλίδη και του Ούστά-παση του Λάμπου και γενικά των Τραπεζούντιων, κάθε μεσημέρι γινόταν διανομή σούπας από σιτάρι με λίγο βούτυρο στους Σανταίους. Εκαμαν και κάποιο υποτυπώδες απολυμαντήριο υπό την επιστασία του Ουστά-παση του Λάμπου: κατασκεύασαν μια κάσσα μέσα στην οποία τοποθετούσαν τα ρούχα τους. Την τοποθετούσαν πάνω από ένα καζάνι πού έβραζε και έτσι απολυμαίνονταν. Απ' ευθείας δε πολλοί βοήθησαν με χρήματα και είδη ρουχισμού πού έπαιρναν από τις οικογένειες τους.
Dumanli (Σαντά) |
Αλλά και κατά την παλιννόστηση οι Τραπεζούντιοι φάνηκαν χρήσιμοι· για την ευκολότερη εύρεση καταλυμάτων είχαν διαιρεθεί σε δυο ομάδες . Την καθεμιά συνόδευαν και μερικοί από αυτούς- αυτοί προπορευόμενοι άνοιγαν δρόμο στο χιόνι πού απάντησαν στο Κόπ - ταγουν και αλλού. Κάποτε μάλιστα φιλοδωρούσαν τους χωροφύλακες για να μη κακομεταχειρίζονται τα γυναικόπαιδα. Εμείς οι Σανταίοι δεν βρίσκουμε στο λεξιλόγιο μας τις κατάλληλες λέξεις για να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη πού τους χρωστάμε· Ας είναι ευλογημένο το όνομα τους. Στα μνημόσυνα πού κάνουμε για τους δικούς μας δεν θα παραλείψουμε να τους μνημονεύσουμε.
Για να φθάσουν στο Ερζερούμ, έπρεπε σ' ένα σημείο να περάσουν τον Ευφράτη· Χειμώνας, ξεροβόρι και το νερό ως τη μέση Τότε ο επί κεφαλής είπε στο πλήθος· αν θέλετε να μην περάσετε το ποτάμι εγώ ξέρω να σας οδηγήσω από άλλο δρόμο, αλλά θα γίνει ανάγκη να περάσουμε από βουνό, όπου πολύ συχνά γίνεται θύελλα από την οποία δύσκολα γλυτώνει κανείς. Προτίμησαν το βουνό και το πέρασαν ευτυχώς μόνο κάποιος τρελός που ακολουθούσε έπαθε, αλλά κι' αυτόν οι χωροφύλακες τον έφεραν χαμηλότερα όπου τον άφησαν. Η δεύτερη αποστολή τον βρήκε πεθαμένο και τον σκέπασε με λίγο χώμα.
Όταν έφθασαν στο Ερζερούμ έμειναν μια μέρα να ξεκουραστούν και να φύγουν οι εκεί εξόριστοι, και την άλλη μέρα πήραν κι' αυτοί το δρόμο προς την Τραπεζούντα. Και κατά την επιστροφή είχαν επιταχθεί για τους γέρους και τα παιδιά, όχι πιά κάρα αλλά έλκηθρα, διότι η γη ήταν παγωμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου