Οκτώβριος 1921
1 - Το πρωί φθάσαμε εις το Χόσιογλη, όπου έμεναν αι οικογένειαι.
2 - Πήγαν μερικοί εις τοΤσουπανόη διά τρόφιμα και ελθόντες μας είπαν ότι μας αντελήφθησαν εκεί ο στρατός και ετοιμάζονται να έλθουν προς καταδίωξίν μας τρία συντάγματα. Προς το βράδυ δέκα ένοπλοι παίρνοντας τας οικογενείας τας κατεβάσαμε εις Λιβεράν διά να κατεβούν από εκεί εις την Τραπεζούντα. Ήτο αδύνατον να σταθούν μαζί μας υποφέροντας το κρύο, την πείναν και τας κακουχίας και ούτω εμείναμε ελεύθεροι μόνοι μας μόνον με τους αόπλους, οίτινες δεν ήσαν εις θέσιν να υποφέρουν διά πολλούς και διαφόρους λόγους.
3 - Οι μείναντες εις το Χόσιογλη ξεκινήσαμε διά την Σάντα κα με χιονοθύελλαν εφθάσαμε εις Κιμισλή, όπου συναντήσαμε μερικούς αόπλους, οίτινες μας επληροφόρησαν ότι εις την Σάντα δεν έμεινε κανείς Τούρκος, έφυγαν όλοι και ότι μερικά παιδιά δικά μας είναι εκεί. Νύχτα εφθάσαμε εις το Ισχανάντων, όπου και εμείναμε.
5 - Έφθασαν και οι δέκα που πήγαν εις την Λιβεράν.
6 - Ήλθε ο φίλος μας Αζίζ εκ Χάρουξας μαζί με δύο άλλους, οίτινες ήθελαν να μάθουν πώς σκοτώσαμε τους επτά, διά να πάρουν τα πτώματά των. Αλλά εμείς τους είπαμε ότι δεν γνωρίζομεν τίποτε και έφυγαν.
Εις μερικά σπίτια, όπου είχαν κρησφύγετα και είχαμε πράγματα κρυμμένα εκεί, σήμερα τα βγάλαμε και τα κουβαλήσαμε στο δάσος, διά να μην καούν και αυτά όπως και πολλά άλλα που κάηκαν.
8 - Κατ' αυτάς ανοίξαμε λάκκους εις το Χαρτοτήν και κουβαλήσαντες πατάτες τους γεμίσαμε, διά να έχωμε όλον τον χειμώνα, διότι ήτο πολύ δύσκολος η προμήθεια τροφίμων τον χειμώνα και εις αυτές εστηριζόμεθα και ετοιμάσαμε αρκετές.
9 - Μανθάνομεν ότι τους Σανταίους τους έστειλαν εξορία εις Βαϊβούρτ, Ερζερούμ και Χούνουζ.
10 - Έφθασε ο Γεώργιος Καλαϊτσίδης από τα Κανλικά και μας πληροφορεί ότι όλαι αι σταλείσαι οικογένειαι εις την Τραπεζούντα και περίχωρα έφθασαν όλαι αισίως και είναι καλά.
Ήλθε και ο Χαρ. Αρτογανίδης φέρων τον πατέρα μας, τον οποίον αφήσαμε εις Γαλίαναν, διά να ησυχάση ολίγον. Φοβούμενος να κατεβή εις την Τραπεζούντα, διότι γενικώς τον εγνώριζαν όλοι οι Τούρκοι μικροί και μεγάλοι, έτσι έμεινε μαζί μας υποφέρων και αυτός.
11 - Γυρίσαμε όλα τα χωριά της Σάντας και βρήκα στους δρόμους πολλούς γέροντας σκοτωμένους καθώς και παιδιά, και γυναίκες, σκοτωμένες και καμένες εντός των οικιών και άλλες κρεουργημένες και πεταμένες εδώ κι εκεί.
Ήτο μεγάλη η αγανάκτησις και η λύσσα μας κατά των Τούρκων και ορκιζόμεθα να τους εκδικηθούμε μέχρι ενός.
12 - Εστάλησαν μερικά παιδιά εις την Ούζην διά τρόφιμα και ειδήσεις. Ήλθε και ο Χαράλ. Αγγελίδης εξ Ούζης, όστις κατέφυγεν εκεί από την ημέραν της καταστροφής της Σάντας. Και μανθάνομεν ότι ο εκ Σαμάρουξας Γεώργ. Βασιλειάδης, όστις τότε ευρίσκετο εις Ούζην, μόλις έμαθε τον ερχομόν του στρατού εις την Σάντα, ξεκίνησε να έλθη με μερικά παιδιά εξ Ούζης προς βοήθειαν. Αλλά άνωθεν του χωρίου Αγρίδ' συμπλακείς με τσετέδες εφονεύθη.
15 - Ήλθε ο Δαμ. Τσιρίπ εκ Δίρχας και λέγει ότι όλα τα ελληνικά χωριά φυλάγονται από τον στρατόν και συλλαμβάνουν όλους τους άνδρας και τους στέλνουν εξορία.
16 - Πήγαμε δέκα τέσσαρες εις ταξίδι, διότι ο χειμώνας άρχιζε και τρόφιμα δεν είχαμε διόλου. Ήτο ανάγκη και θυσία πάσα να τα προμηθευθούμε.
Εφθάσαμε εις το Σπενταμόν της μονής Σουμελά, όπου και εμείναμεν.
17 - Κατέβημεν εις την μονήν, πήραμε ψωμί από τους καλογήρους και φθάσαμε εις το παρχάρι Φτελίδ' διανυκτερεύοντες.
18 - Κατέβημεν εις το ποτάμι Λαραχανή εις την θέσιν Μαρζαλάκ και εκείθεν επήγαμε εις το καλύβι «του παπά» λεγόμενον άνωθεν της Λαραχανής, το απέχον δύο ώρας.
Εμάθαμεν ότι εκείθεν περνούν τα «εμπορικά» πρόβατα από της Βαϊβούρτης διά την Τραπεζούντα σκοπεύοντες να πάρωμεν μερικά να ετοιμάσωμεν καβουρμάδες τον χειμώνα και εμείναμε στο καλύβι «του παπά».
19 - Το πρωί βλέπομε ότι ο καιρός εχάλασε και άρχισε να χιονίζη και εντός ολίγου άσπρισε όλο το μέρος· ως εκ τούτου εμείναμε εντός της καλύβας, λίγο άνωθεν του δρόμου και ανάψαντες πυράν εζεσταινόμεθα, ότε ακούσαμεν ποδοβολητό και χτύπημα στην πόρτα. Και μη έχοντες κανένα έξω, αμέσως σηκωθήκαμε και ετοιμάσαμε τα όπλα, έτοιμοι να βγούμε έξω. Όταν ανοίξαμε την πόρτα, βλέπομε δύο αόπλους να στέκωνται εκεί, μουδιασμένοι και αυτοί από την συνάντησίν μας.
Τους συλλαμβάνομεν και, ανακρίνοντες αυτούς, βλέπομε ότι ο εις ήτο Τούρκος και ο άλλος Έλλην, αμφότεροι εκ Λαραχανής και μας είπαν ότι ήλθαν εκεί να κλέψωσι από ένα πρόβατον από τα κοπάδια που θα περνούσαν σήμερα εκείθεν και τα οποία περιμέναμε κι εμείς.
Τους εδώσαμε θάρρος και τους είπαμε να μη φοβηθούν, διότι κι εμείς δι' αυτήν την δουλειάν είμεθα εκεί προσθέτοντες ότι εμείς θα τους δώσουμε από πέντε πρόβατα, αν αμέσως πάνε στο χωριό τους και μας φέρουν ψωμί, διότι το δικό μας κοντεύει να τελειώση, βεβαίως με την υπόσχεσιν, να μη φανερώσουν εις κανένα τίποτε, διότι είμεθα εις θέσιν αργότερα να τους σκοτώσωμε και να τους κάψωμε και τα σπίτια. Μετά χαράς εδέχθησαν και αμέσως έφυγαν.
Πριν περάση όμως μισή ώρα, ήλθαν και τα πρόβατα πέντε κοπάδια ανά τριακόσια και πλέον πρόβατα, ενώ διαρκώς εχιόνιζε και σιγά σιγά άρχισε να φυσά και ο αέρας. Και διά να μη χάσωμε την ευκαιρίαν, κατεβαίνομε στον δρόμον και παίρνομε εκατόν πενήντα πρόβατα και ψωμιά από τους τσιοπαναραίους και φεύγουμε προς το Μαρζαλάκ, στον ίδιον δρόμον που ήλθαμε.
Ήταν όμως κάτι το αφάνταστον που εγίνετο, διότι από λεπτόν σε λεπτόν ο αέρας περίσσευε και άρχισε μία χιονοθύελλα, όπου δεν μπορούσαμε να ανοίξωμε τα μάτια μας και, πηγαίνοντες ο ένας κατόπιν του άλλου, δεν βλέπαμε τα ίχνη του έμπροσθεν μας· ούτε όμως και τα πρόβατα πια δεν μπορούσαν από τις χιονοστιβάδες να προχωρούν.
Διά της βίας και με κίνδυνον να παγώσωμε όλοι μας τα φέραμε μέχρι το Μαρζαλάκ, αλλά εστάθη αδύνατον πλέον να προχωρήσωμε και άρχισαν πλέον να μας εγκαταλείπουν αι δυνάμεις μας, ενώ είχαμε εμπρός μας ακόμη έξι ώρες δρόμον και μάλιστα θα περνούσαμε τώρα το βουνόν Καμένα άνωθεν της μονής Σουμελά. Και μάλιστα μερικών εκ των συντρόφων μας, που δεν ήσαν συνηθισμένοι σε τέτοιο κρύο, άρχισαν να παγώνουν τα δάκτυλά τους και τα αυτιά τους.
Προ αδυνάτου λοιπόν ευρεθέντες, εγκαταλείψαμε τα πρόβατα επί τόπου, τα οποία στριμώχθηκαν εις ένα ερείπιον εκεί κοντά και γυρίσαμε πίσω, διά να σωθούμε εις το καλύβι του παπά.
Και όταν εφθάσαμε εκεί, ευτυχώς που βρήκαμε την φωτιά μας αναμμένην, ει δε άλλως ούτε θα μπορούσαμε να ανάψωμε, διά να ζεσταθούμε και θα παγώναμε. Ευτυχώς που βρήκαμε και ψωμί από τους τσοπαναραίους και, αφού φάγαμε, κοιμηθήκαμε καλά με φυλάγοντες (φρουρούς), διότι έξω εμαίνετο η χιονοθύελλα και ήτο αδύνατον να έλθη κανείς εκεί, αν και οι τσοπαναραίοι φυσικά θα είχαν ειδοποιήσει τους Τούρκους.
Κατά τα μεσάνυχτα ο καιρός εμαλάκωσε και ο αέρας εσταμάτησε, αλλά πάλιν από το βουνό ήτο αδύνατον να περάσωμε και ως εκ τούτου, διά να μη χάσωμε πολύτιμον καιρόν, εφύγαμε κατά το χωρίον Λαραχανή, όπου νύχτα ακόμη εφθάσαμε με πολλήν προσοχήν. Ποίος όμως τολμούσε με τέτοιον καιρόν να έβγη έξω; Έτσι εμείς μέσον του χωριού περάσαμε και από εκεί γυρίσαμε προς το βουνόν και μάλιστα πρωί.
20 - Εφθάσαμε εις Μέζιρεν Αράλαξα της Λαραχανής, όπου ανάψαμε πυράν και ζεσταθήκαμε. Εφάγαμε και βράδυ κατέβημεν εις το χωρίον Σκαλίτα, όπου εμάθαμε ότι στρατός έφυγε πάλιν διά την Σάντα.
21 - Ανέβημεν εις Σαβέριξαν και εκείθεν εις Τεβόρια μέζιρεν Τσουπανόη της Γαλίαινας.
22 - Βλέπομε αντίκρυ μας τον δρόμον προς την Σάντα, όπου πήγαιναν στρατός και Γαλιανίται άνδρες και γυναίκες φορτωμένοι πολεμοφόδια και τροφάς διά τον στρατόν, διότι το χιόνι ήτο πολύ και ζώα ήτο αδύνατον να πήγαιναν δι' αυτό και ανάγκασαν τους Γαλιανίτας να μεταφέρουν διά της ράχεως τα τρόφιμα και πολεμοφόδια. Ήλθε ο Χαράλ. Διαμαντόπουλος από το Αγρουζενόν και μας είπε ότι εις την Σκαλίτα μας είδαν μερικοί Τούρκοι διαβάται και ειδοποίησαν την κυβέρνησιν.
Το βράδυ κατέβημεν εις την Τσουπανόην και πήγαμε εις την οικίαν του Θεοδώρου Κατσαπελίδου, γέροντος εξήκοντα πέντε ετών με μόνην την γριάν του και του εζητήσαμε να μας παραδώση το όπλον μάουζερ που είχεν και τα φυσίγγια, μίαν κάσα, τα οποία εμείς γνωρίζαμε, και τα οποία προς αυτόν ήσαν άχρηστα. Αλλά ο γέρων ηρνήθη και επ' ουδενί λόγω τα εφανέρωνε, διότι τα είχε καλώς κρυμμένα. Αφού ερευνήσαμε και δεν ευρέθησαν πάλιν τον φοβερίσαμε, αλλά εστάθη αδύνατον.
Και μόλις ο Ευκλείδης του έδωσε ένα χαστούκι, η γριά εφώναξε ότι θα τα δώσουν και χαλάσαντες τον τοίχον τη υποδείξει της πήραμε το όπλον και εξακόσια πενήντα φυσίγγια και φύγαμε. Μόλις όμως βγήκαμε έξω από την πόρτα, ο γέρων βαρέως φέρων την προσβολήν παίρνει ένα δίκανον που είχε και το οποίον δι' εμάς ήτο άχρηστον και σκοπεύσας πίεσε την σκανδάλην. Ευτυχώς που ήτο κάλπικο το καψούλι και γλιτώσαμε. Αμέσως το πήραμε από τα χέρια του και το πετάξαμε λίγο πέρα και εφύγαμε μη πειράξαντες πλέον τον γέρον. Κατέβημεν εις την Σκαμέλιμαν, που είχε λίγους Τούρκους.
Τους πήραμε μίαν δαμάλα και ανέβημεν εις την Ασκέναν, όπου και την κόψαμε.
23 - Ανέβημεν εις το Καρά νταγ, ανάψαμε φωτιά, ψήσαμε κρέας, εφάγαμε και φύγαμε διά το λημέρι Τσιακούλας Σπήλαιον, όπου θα μας περίμεναν οι σύντροφοι μας εκ του χωρίου Ισχανάντων. Μας είδε όμως ο στρατός και βγήκαν έξω εις το Καλαδί ρακάν και εκείθεν μας εκοίταζαν. Εις το λημέρι βρήκαμε όλα τα παιδιά που μας περίμεναν με ανοιχτά μάτια, αλλά γυρίσαμε άπρακτοι κατόπιν πολλών περιπετειών.
24 - Πήγαμε εις το λημέρι Ουζούν σιρτ, διότι εδώ μας είδε ο στρατός.
25 - Μερικά παιδιά πήραν τας υπολοίπους οικογενείας που έμειναν εδώ και τας φέραν εις την Όλασαν, διά να κατέβουν και αυτοί εις την Τραπεζούντα.
26 - Το φυλάκιόν μας από το Παρχάρι Ουζούν σιρτ μας ειδοποίησε ότι έρχεται στρατός κατ' εδώ. Αμέσως ανέβημεν εις Ουζούν σιρτ και παρετάχθημεν να δώσωμε μάχη, διότι τώρα πλέον ήμεθα ελεύθεροι δίχως οικογενείας και την ώραν που θέλαμε φεύγαμε προς το δάσος. Τους είδαμε και έφθασαν εις το Τσιαρτακλή και μας έβλεπαν και εκείνοι, αλλά συσκεφθέντες επί πολύ έφυγαν εν τέλει προς τα κάτω και από το Κιριατοχανέν κατέβηκαν στον δρόμον και έφυγαν κατά το Φτελέν, εμείς δε κατέβημεν εις το Πογιά χανέν «Μίσες ρακάν».
27-0 Ευκλείδης με έξι παιδιά πήγαν στου Αλή, όστις ήλθεν από την Τραπεζούντα και μας είπε ότι ο Γιαγχιάς και ο Ιμάμ Παϊραχτάρογλου μας έγραψαν επιστολή με τον Μαχμούτ Αϊτινλόγλου, όστις την έδωσε εις τον Σπυρίδωνα Σοϊλεμίδη να την φέρη, αλλά στρατιώται τον συνέλαβον εις τον δρόμο και την πήραν και τον έδειραν πολύ να ομολογήση ποίος την έστειλε.
Εις το Φτελέν συνεκρούσθησαν αναμεταξύ τους στρατιώται, οι οποίοι άλλοι μεν κατέβαιναν άλλοι δε ήρχοντο προς αυτούς εξ Ισχάν και ενόμιζον αυτούς ως αντάρτας.
29- Πήγαν μερικά παιδιά εις τα χωρία να δουν αν έμεινε κανείς εκεί.
30 - Ήλθαν και μας είπαν ότι έφυγαν όλοι και αμέσως φύγαμε διά τα χωρία. Την επομένην συνελάβαμε τρεις ζανταρμάδες εις τα Χαντσάρια παρά το χωρίον Ισχανάντων, οίτινες έφεραν ταχυδρομείον εις τους αξιωματικούς μη γνωρίζοντες ότι αυτοί έφυγαν. Από αυτούς εις ήτο ο Χαμιζάς, όστις δύο χρόνια υπηρετούσε εις το καραούλι Σάντας και ήτο καλός τότε, αλλά εμάθαμε ότι κατά την απέλασιν των Σανταίων επείραζε τα γυναικόπαιδα και τους έλεγε «γιατί τώρα δεν σας γλιτώνουν οι αντάρται σας».
Αφού εξυλοκοπήθησαν καλώς, τους βάλαμε μέσα σ' ένα σταύλον όπου είχε χόρτα και ξύλα πολλά και τους κάψαμε.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΝΤΑΡΤΩΝ ΤΗΣ ΣΑΝΤΑΣ (1916-1924)
1 - Το πρωί φθάσαμε εις το Χόσιογλη, όπου έμεναν αι οικογένειαι.
2 - Πήγαν μερικοί εις τοΤσουπανόη διά τρόφιμα και ελθόντες μας είπαν ότι μας αντελήφθησαν εκεί ο στρατός και ετοιμάζονται να έλθουν προς καταδίωξίν μας τρία συντάγματα. Προς το βράδυ δέκα ένοπλοι παίρνοντας τας οικογενείας τας κατεβάσαμε εις Λιβεράν διά να κατεβούν από εκεί εις την Τραπεζούντα. Ήτο αδύνατον να σταθούν μαζί μας υποφέροντας το κρύο, την πείναν και τας κακουχίας και ούτω εμείναμε ελεύθεροι μόνοι μας μόνον με τους αόπλους, οίτινες δεν ήσαν εις θέσιν να υποφέρουν διά πολλούς και διαφόρους λόγους.
3 - Οι μείναντες εις το Χόσιογλη ξεκινήσαμε διά την Σάντα κα με χιονοθύελλαν εφθάσαμε εις Κιμισλή, όπου συναντήσαμε μερικούς αόπλους, οίτινες μας επληροφόρησαν ότι εις την Σάντα δεν έμεινε κανείς Τούρκος, έφυγαν όλοι και ότι μερικά παιδιά δικά μας είναι εκεί. Νύχτα εφθάσαμε εις το Ισχανάντων, όπου και εμείναμε.
5 - Έφθασαν και οι δέκα που πήγαν εις την Λιβεράν.
6 - Ήλθε ο φίλος μας Αζίζ εκ Χάρουξας μαζί με δύο άλλους, οίτινες ήθελαν να μάθουν πώς σκοτώσαμε τους επτά, διά να πάρουν τα πτώματά των. Αλλά εμείς τους είπαμε ότι δεν γνωρίζομεν τίποτε και έφυγαν.
Εις μερικά σπίτια, όπου είχαν κρησφύγετα και είχαμε πράγματα κρυμμένα εκεί, σήμερα τα βγάλαμε και τα κουβαλήσαμε στο δάσος, διά να μην καούν και αυτά όπως και πολλά άλλα που κάηκαν.
8 - Κατ' αυτάς ανοίξαμε λάκκους εις το Χαρτοτήν και κουβαλήσαντες πατάτες τους γεμίσαμε, διά να έχωμε όλον τον χειμώνα, διότι ήτο πολύ δύσκολος η προμήθεια τροφίμων τον χειμώνα και εις αυτές εστηριζόμεθα και ετοιμάσαμε αρκετές.
9 - Μανθάνομεν ότι τους Σανταίους τους έστειλαν εξορία εις Βαϊβούρτ, Ερζερούμ και Χούνουζ.
10 - Έφθασε ο Γεώργιος Καλαϊτσίδης από τα Κανλικά και μας πληροφορεί ότι όλαι αι σταλείσαι οικογένειαι εις την Τραπεζούντα και περίχωρα έφθασαν όλαι αισίως και είναι καλά.
Ήλθε και ο Χαρ. Αρτογανίδης φέρων τον πατέρα μας, τον οποίον αφήσαμε εις Γαλίαναν, διά να ησυχάση ολίγον. Φοβούμενος να κατεβή εις την Τραπεζούντα, διότι γενικώς τον εγνώριζαν όλοι οι Τούρκοι μικροί και μεγάλοι, έτσι έμεινε μαζί μας υποφέρων και αυτός.
11 - Γυρίσαμε όλα τα χωριά της Σάντας και βρήκα στους δρόμους πολλούς γέροντας σκοτωμένους καθώς και παιδιά, και γυναίκες, σκοτωμένες και καμένες εντός των οικιών και άλλες κρεουργημένες και πεταμένες εδώ κι εκεί.
Ήτο μεγάλη η αγανάκτησις και η λύσσα μας κατά των Τούρκων και ορκιζόμεθα να τους εκδικηθούμε μέχρι ενός.
12 - Εστάλησαν μερικά παιδιά εις την Ούζην διά τρόφιμα και ειδήσεις. Ήλθε και ο Χαράλ. Αγγελίδης εξ Ούζης, όστις κατέφυγεν εκεί από την ημέραν της καταστροφής της Σάντας. Και μανθάνομεν ότι ο εκ Σαμάρουξας Γεώργ. Βασιλειάδης, όστις τότε ευρίσκετο εις Ούζην, μόλις έμαθε τον ερχομόν του στρατού εις την Σάντα, ξεκίνησε να έλθη με μερικά παιδιά εξ Ούζης προς βοήθειαν. Αλλά άνωθεν του χωρίου Αγρίδ' συμπλακείς με τσετέδες εφονεύθη.
Γέφυρα σον Γιάμπολη ποταμό |
16 - Πήγαμε δέκα τέσσαρες εις ταξίδι, διότι ο χειμώνας άρχιζε και τρόφιμα δεν είχαμε διόλου. Ήτο ανάγκη και θυσία πάσα να τα προμηθευθούμε.
Εφθάσαμε εις το Σπενταμόν της μονής Σουμελά, όπου και εμείναμεν.
17 - Κατέβημεν εις την μονήν, πήραμε ψωμί από τους καλογήρους και φθάσαμε εις το παρχάρι Φτελίδ' διανυκτερεύοντες.
18 - Κατέβημεν εις το ποτάμι Λαραχανή εις την θέσιν Μαρζαλάκ και εκείθεν επήγαμε εις το καλύβι «του παπά» λεγόμενον άνωθεν της Λαραχανής, το απέχον δύο ώρας.
Εμάθαμεν ότι εκείθεν περνούν τα «εμπορικά» πρόβατα από της Βαϊβούρτης διά την Τραπεζούντα σκοπεύοντες να πάρωμεν μερικά να ετοιμάσωμεν καβουρμάδες τον χειμώνα και εμείναμε στο καλύβι «του παπά».
19 - Το πρωί βλέπομε ότι ο καιρός εχάλασε και άρχισε να χιονίζη και εντός ολίγου άσπρισε όλο το μέρος· ως εκ τούτου εμείναμε εντός της καλύβας, λίγο άνωθεν του δρόμου και ανάψαντες πυράν εζεσταινόμεθα, ότε ακούσαμεν ποδοβολητό και χτύπημα στην πόρτα. Και μη έχοντες κανένα έξω, αμέσως σηκωθήκαμε και ετοιμάσαμε τα όπλα, έτοιμοι να βγούμε έξω. Όταν ανοίξαμε την πόρτα, βλέπομε δύο αόπλους να στέκωνται εκεί, μουδιασμένοι και αυτοί από την συνάντησίν μας.
Τους συλλαμβάνομεν και, ανακρίνοντες αυτούς, βλέπομε ότι ο εις ήτο Τούρκος και ο άλλος Έλλην, αμφότεροι εκ Λαραχανής και μας είπαν ότι ήλθαν εκεί να κλέψωσι από ένα πρόβατον από τα κοπάδια που θα περνούσαν σήμερα εκείθεν και τα οποία περιμέναμε κι εμείς.
Τους εδώσαμε θάρρος και τους είπαμε να μη φοβηθούν, διότι κι εμείς δι' αυτήν την δουλειάν είμεθα εκεί προσθέτοντες ότι εμείς θα τους δώσουμε από πέντε πρόβατα, αν αμέσως πάνε στο χωριό τους και μας φέρουν ψωμί, διότι το δικό μας κοντεύει να τελειώση, βεβαίως με την υπόσχεσιν, να μη φανερώσουν εις κανένα τίποτε, διότι είμεθα εις θέσιν αργότερα να τους σκοτώσωμε και να τους κάψωμε και τα σπίτια. Μετά χαράς εδέχθησαν και αμέσως έφυγαν.
Πριν περάση όμως μισή ώρα, ήλθαν και τα πρόβατα πέντε κοπάδια ανά τριακόσια και πλέον πρόβατα, ενώ διαρκώς εχιόνιζε και σιγά σιγά άρχισε να φυσά και ο αέρας. Και διά να μη χάσωμε την ευκαιρίαν, κατεβαίνομε στον δρόμον και παίρνομε εκατόν πενήντα πρόβατα και ψωμιά από τους τσιοπαναραίους και φεύγουμε προς το Μαρζαλάκ, στον ίδιον δρόμον που ήλθαμε.
Ήταν όμως κάτι το αφάνταστον που εγίνετο, διότι από λεπτόν σε λεπτόν ο αέρας περίσσευε και άρχισε μία χιονοθύελλα, όπου δεν μπορούσαμε να ανοίξωμε τα μάτια μας και, πηγαίνοντες ο ένας κατόπιν του άλλου, δεν βλέπαμε τα ίχνη του έμπροσθεν μας· ούτε όμως και τα πρόβατα πια δεν μπορούσαν από τις χιονοστιβάδες να προχωρούν.
Διά της βίας και με κίνδυνον να παγώσωμε όλοι μας τα φέραμε μέχρι το Μαρζαλάκ, αλλά εστάθη αδύνατον πλέον να προχωρήσωμε και άρχισαν πλέον να μας εγκαταλείπουν αι δυνάμεις μας, ενώ είχαμε εμπρός μας ακόμη έξι ώρες δρόμον και μάλιστα θα περνούσαμε τώρα το βουνόν Καμένα άνωθεν της μονής Σουμελά. Και μάλιστα μερικών εκ των συντρόφων μας, που δεν ήσαν συνηθισμένοι σε τέτοιο κρύο, άρχισαν να παγώνουν τα δάκτυλά τους και τα αυτιά τους.
Προ αδυνάτου λοιπόν ευρεθέντες, εγκαταλείψαμε τα πρόβατα επί τόπου, τα οποία στριμώχθηκαν εις ένα ερείπιον εκεί κοντά και γυρίσαμε πίσω, διά να σωθούμε εις το καλύβι του παπά.
Και όταν εφθάσαμε εκεί, ευτυχώς που βρήκαμε την φωτιά μας αναμμένην, ει δε άλλως ούτε θα μπορούσαμε να ανάψωμε, διά να ζεσταθούμε και θα παγώναμε. Ευτυχώς που βρήκαμε και ψωμί από τους τσοπαναραίους και, αφού φάγαμε, κοιμηθήκαμε καλά με φυλάγοντες (φρουρούς), διότι έξω εμαίνετο η χιονοθύελλα και ήτο αδύνατον να έλθη κανείς εκεί, αν και οι τσοπαναραίοι φυσικά θα είχαν ειδοποιήσει τους Τούρκους.
Κατά τα μεσάνυχτα ο καιρός εμαλάκωσε και ο αέρας εσταμάτησε, αλλά πάλιν από το βουνό ήτο αδύνατον να περάσωμε και ως εκ τούτου, διά να μη χάσωμε πολύτιμον καιρόν, εφύγαμε κατά το χωρίον Λαραχανή, όπου νύχτα ακόμη εφθάσαμε με πολλήν προσοχήν. Ποίος όμως τολμούσε με τέτοιον καιρόν να έβγη έξω; Έτσι εμείς μέσον του χωριού περάσαμε και από εκεί γυρίσαμε προς το βουνόν και μάλιστα πρωί.
20 - Εφθάσαμε εις Μέζιρεν Αράλαξα της Λαραχανής, όπου ανάψαμε πυράν και ζεσταθήκαμε. Εφάγαμε και βράδυ κατέβημεν εις το χωρίον Σκαλίτα, όπου εμάθαμε ότι στρατός έφυγε πάλιν διά την Σάντα.
21 - Ανέβημεν εις Σαβέριξαν και εκείθεν εις Τεβόρια μέζιρεν Τσουπανόη της Γαλίαινας.
Πιστοφάντων |
Το βράδυ κατέβημεν εις την Τσουπανόην και πήγαμε εις την οικίαν του Θεοδώρου Κατσαπελίδου, γέροντος εξήκοντα πέντε ετών με μόνην την γριάν του και του εζητήσαμε να μας παραδώση το όπλον μάουζερ που είχεν και τα φυσίγγια, μίαν κάσα, τα οποία εμείς γνωρίζαμε, και τα οποία προς αυτόν ήσαν άχρηστα. Αλλά ο γέρων ηρνήθη και επ' ουδενί λόγω τα εφανέρωνε, διότι τα είχε καλώς κρυμμένα. Αφού ερευνήσαμε και δεν ευρέθησαν πάλιν τον φοβερίσαμε, αλλά εστάθη αδύνατον.
Και μόλις ο Ευκλείδης του έδωσε ένα χαστούκι, η γριά εφώναξε ότι θα τα δώσουν και χαλάσαντες τον τοίχον τη υποδείξει της πήραμε το όπλον και εξακόσια πενήντα φυσίγγια και φύγαμε. Μόλις όμως βγήκαμε έξω από την πόρτα, ο γέρων βαρέως φέρων την προσβολήν παίρνει ένα δίκανον που είχε και το οποίον δι' εμάς ήτο άχρηστον και σκοπεύσας πίεσε την σκανδάλην. Ευτυχώς που ήτο κάλπικο το καψούλι και γλιτώσαμε. Αμέσως το πήραμε από τα χέρια του και το πετάξαμε λίγο πέρα και εφύγαμε μη πειράξαντες πλέον τον γέρον. Κατέβημεν εις την Σκαμέλιμαν, που είχε λίγους Τούρκους.
Τους πήραμε μίαν δαμάλα και ανέβημεν εις την Ασκέναν, όπου και την κόψαμε.
23 - Ανέβημεν εις το Καρά νταγ, ανάψαμε φωτιά, ψήσαμε κρέας, εφάγαμε και φύγαμε διά το λημέρι Τσιακούλας Σπήλαιον, όπου θα μας περίμεναν οι σύντροφοι μας εκ του χωρίου Ισχανάντων. Μας είδε όμως ο στρατός και βγήκαν έξω εις το Καλαδί ρακάν και εκείθεν μας εκοίταζαν. Εις το λημέρι βρήκαμε όλα τα παιδιά που μας περίμεναν με ανοιχτά μάτια, αλλά γυρίσαμε άπρακτοι κατόπιν πολλών περιπετειών.
24 - Πήγαμε εις το λημέρι Ουζούν σιρτ, διότι εδώ μας είδε ο στρατός.
25 - Μερικά παιδιά πήραν τας υπολοίπους οικογενείας που έμειναν εδώ και τας φέραν εις την Όλασαν, διά να κατέβουν και αυτοί εις την Τραπεζούντα.
26 - Το φυλάκιόν μας από το Παρχάρι Ουζούν σιρτ μας ειδοποίησε ότι έρχεται στρατός κατ' εδώ. Αμέσως ανέβημεν εις Ουζούν σιρτ και παρετάχθημεν να δώσωμε μάχη, διότι τώρα πλέον ήμεθα ελεύθεροι δίχως οικογενείας και την ώραν που θέλαμε φεύγαμε προς το δάσος. Τους είδαμε και έφθασαν εις το Τσιαρτακλή και μας έβλεπαν και εκείνοι, αλλά συσκεφθέντες επί πολύ έφυγαν εν τέλει προς τα κάτω και από το Κιριατοχανέν κατέβηκαν στον δρόμον και έφυγαν κατά το Φτελέν, εμείς δε κατέβημεν εις το Πογιά χανέν «Μίσες ρακάν».
27-0 Ευκλείδης με έξι παιδιά πήγαν στου Αλή, όστις ήλθεν από την Τραπεζούντα και μας είπε ότι ο Γιαγχιάς και ο Ιμάμ Παϊραχτάρογλου μας έγραψαν επιστολή με τον Μαχμούτ Αϊτινλόγλου, όστις την έδωσε εις τον Σπυρίδωνα Σοϊλεμίδη να την φέρη, αλλά στρατιώται τον συνέλαβον εις τον δρόμο και την πήραν και τον έδειραν πολύ να ομολογήση ποίος την έστειλε.
Εις το Φτελέν συνεκρούσθησαν αναμεταξύ τους στρατιώται, οι οποίοι άλλοι μεν κατέβαιναν άλλοι δε ήρχοντο προς αυτούς εξ Ισχάν και ενόμιζον αυτούς ως αντάρτας.
29- Πήγαν μερικά παιδιά εις τα χωρία να δουν αν έμεινε κανείς εκεί.
30 - Ήλθαν και μας είπαν ότι έφυγαν όλοι και αμέσως φύγαμε διά τα χωρία. Την επομένην συνελάβαμε τρεις ζανταρμάδες εις τα Χαντσάρια παρά το χωρίον Ισχανάντων, οίτινες έφεραν ταχυδρομείον εις τους αξιωματικούς μη γνωρίζοντες ότι αυτοί έφυγαν. Από αυτούς εις ήτο ο Χαμιζάς, όστις δύο χρόνια υπηρετούσε εις το καραούλι Σάντας και ήτο καλός τότε, αλλά εμάθαμε ότι κατά την απέλασιν των Σανταίων επείραζε τα γυναικόπαιδα και τους έλεγε «γιατί τώρα δεν σας γλιτώνουν οι αντάρται σας».
Αφού εξυλοκοπήθησαν καλώς, τους βάλαμε μέσα σ' ένα σταύλον όπου είχε χόρτα και ξύλα πολλά και τους κάψαμε.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΝΤΑΡΤΩΝ ΤΗΣ ΣΑΝΤΑΣ (1916-1924)
Κωνσταντίνος Κουρτίδης
(Αδελφός του μετέπειτα γενικού αρχηγού των ανταρτών Ευκλείδη Κουρτίδη)
Σημείωση Σύνταξης : Οφείλουμε να επισημάνουμε ορισμένες γλωσσικές ατέλειες,γιατί παρουσιάζει μια σύνταξη ιδιότυπη, σύμφωνη με τη γλωσσική του κατάρτιση. Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλλονται "επ' ουδενί λόγω"εντούτοις για την ομαλοποίηση του κειμένου , προβήκαμε στις απαραίτητες διορθώσεις, εκείνες που θεωρήσαμε αναγκαίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου