ΣΑΝΤΑΙΟΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ

Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

 Στις 7 Σεπτεμβρίου μάζεψαν τους στρατιώτες των 6 ενοριών και τους έκλεισαν στην εκκλησία των Ισχανάντων, στις 8 μάζεψαν και τούς άλλους άνδρες και περιόρισαν και αυτούς. 
Στις 9 μάζεψαν τα γυναικόπαιδα στην εκκλησία και έπειτα διάταξαν να πάνε στα σπίτια τους να πάρουν o,τι μπορούν χωρίς να χάσουν καιρό. Έσπρωχναν, έδιωχναν, έβριζαν, βλαστημούσαν, ενώ οι γείτονες Τούρκοι ορ­μούσαν ατά σπίτια για να τα λεηλατήσουν. Οι γυναίκες από την ταραχή τους δεν έπαιρναν εκείνα πού έπρεπε, αλλά o,τι έβρισκαν μπροστά τους.  
Χαμελέτε σον Γιάμπολη ποταμό
Μερικές δε πού βρέθηκαν σε άλλη ενορία, έφυγαν χωρίς να πάρουν τίποτε και οδηγήθηκαν στην ενορία Πιστοφάντων. Εκεί έφεραν και τους άνδρες, όταν δε αυτοί αντίκρισαν τα γυναικόπαιδα, δεν μπόρεσαν να κρατηθούν τα κλάματα και οι ολολυγμοί έφθαναν πολύ μακριά και θα είχε κανείς πέ­τρινη καρδιά για να μπορέσει να κρατηθεί. Εκείνο το βράδυ έψησαν πατάτες για το δρόμο, διότι ψωμί δεν υπήρχε.
 Σ' ένα σπίτι ζήτησαν να παρα­βιάσουν την πόρτα αλλά η αντίσταση των γυναικών και οι φωνές τις έσω­σαν. Ο μουχτάρης Πιστοφάντων Χρήστος Βατίκ με ραδιουργίες, ίσως και  φιλοδώρημα κατόρθωσε να πείσει τον αξιωματικό να μην εξοριστεί η ενο­ρία του μαζί με τις άλλες.
Στις 10 έγινε ο εκτοπισμός των 6 ενοριών. Είναι αδύνατο να περι­γραφεί η τρομερή αγωνία και ο σπαραγμός πού ήσαν ζωγραφισμένα στα πρόσωπα τους. Όπως οδηγούνται τα πρόβατα στο σφαγείο, έτσι οδηγούνταν στην εξορία. 
Σκηνές τραγικές. Οι γυναίκες μοιρολογούσαν, τα παιδιά τρομοκρατημένα αλάλιαζαν από τα κλάματα, και οι άνδρες με δυσκολία κρατώντας τα δάκρυα, μάταια προσπαθούσαν με προτροπές και συμβουλές να δώσουν θάρρος και να κατευνάσουν το σπαραχτικό εκείνο θρήνο.
Τέλος δόθηκε η διαταγή του ξεκινήματος μέσα στην απερίγραπτη σύγχυση, με ανείπωτη πικρία, έβλεπες να βαδίζει προς την εξορία, προς το άγνωστο, όλο εκείνο το ετερόκλητο πλήθος, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, γέροι, λαϊκοί, κληρικοί.
Μια γυναίκα φορτωνόταν τα τρία παιδάκια της, όπως φορτώνεται κα­νείς τα ξύλα. Άλλος κουβαλούσε το γέρο πατέρα ή μητέρα- εκείνοι που από γηρατειά ή αρρώστια δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν, σκοτώθηκαν με οποιοδήποτε μέσο.
Είσοδος σον Πιστοφάντων

Σε λίγο η ηρωική Σαντά, το Σούλι τού Πόντου, και η Νέα Σπάρτη, θα ήταν ένα δράμα χαμένο στην ομίχλη του χρόνου.
Όταν έφθασαν στου Γαζουχλού και κάθισαν να ξεκουραστούν ο επικεφαλής αξιωματικός τούς είπε μερικά ενθαρρυντικά λόγια: Η πατρίδα σας έγινε χουρσούζ γιαταγού (καταφύγιο ληστών), γι' αυτό σας εκτοπίζει το κράτος· εγώ δε είμαι ο διορισμένος να σάς οδηγήσω και να σας παρα­δώσω εκεί ποτ πρέπει.
 Ίσως νομίζετε ότι το κράτος μας έχει κακούς σκο­πούς. Όχι, σε λίγο θα πεισθείτε γι' αυτά που σας λέγω. Μη φοβάστε, κι' αν έχετε παράπονα πέστε τα, κι' εγώ θα τα ακούσω με συμπάθεια.
Λέγουν πως ο ίδιος αυτός αξιωματικός, όταν έβλεπε το σπαραγμό και άκουε τούς ολολυγμούς των γυναικόπαιδων, είπε μια και δυο φορές: Επί τέλους αυτοί οι άνθρωποι (εννοούσε τούς αντάρτες) δεν έχουν συνείδηση και δεν λυπούνται «πού τσοτσουκλαρί βέ καγιανακλαρί» τα παιδιά και το αδύνατο φύλο. 
Νύχτα έφθασαν στην Κρώμνη· οι Κρωμναίοι ή διότι δεν εί­χαν και αυτοί μπόλικο ψωμί, ή διότι φοβούνταν από το στρατό, ή διότι οι αξιωματικοί δεν τούς επέτρεψαν, δεν τούς έδωσαν τίποτε, εκτός από κεριά, διότι λάμπες δεν είχαν. 
Έτσι μερικοί έφαγαν μερικές πατάτες πού έφεραν μαζί τους, και άλλοι κοιμήθηκαν πεινασμένοι. Την άλλη μέρα πέρασαν από την Ίμερα, αλλά δεν τούς έδωσαν και αυτοί ψωμί. Στην Ίμερα γέννησε ­πάνω στο δρόμο η γυναίκα του Ατέσογλη- άνοιξαν λάκκο στον άμμο όπου έθαψαν το νεογέννητο! εκείνη σηκώθηκε, φορτώθηκε τ' άλλα παιδιά της και ακολούθησε το λαό!
Το βράδυ έμειναν στη Χάκαξα όπου τους έδωσαν ψωμί και τους περι­ποιήθηκαν όπως μπορούσαν. Έκαμαν ωραίο μνημόσυνο για τους πεθαμέ­νους τους.
Την άλλη μέρα έφθασαν στο Ταλταπάν. Εκεί τους άφησαν ελεύθερους κι' αυτοί σκόρπισαν στα γύρω χωριά και άρχισαν να δουλεύουν για να ζή­σουν και να ετοιμάσουν κάτι για το χειμώνα.
Μια μέρα ύστερα από τον εκτοπισμό των 6 ενοριών ξεκίνησαν και οι Πιστοφάντ αυτοί πήραν μαζί τους και τα γελάδια τους. Στην Κρώμνη έμειναν. Την άλλη μέρα τους έπιασε βροχή και ίσως θα περίμεναν να περά­σει ή βροχή αλλά δυστυχώς. . . Τό βράδυ έφτασαν στη Χάκαξα- πρωτοστα­τούντος τού ιερέως τούς ζέσταναν, τους στέγνωσαν και τους έδωκαν ψωμί, μπορεί κανείς να λησμονήσει την πράξη τους αυτή;
Μερικοί από την πρώτη και την δεύτερη αποστολή κρύφτηκαν στην Κρώμνη, στα μοναστήρια και όπου αλλού μπόρεσαν, και από εκεί με τους Μουζενίτας και τους άλλους κατέφυγαν στην Τραπεζούντα.

Φαίνεται ότι ως τόπος εξορίας τους είχε ορισθεί η Αργυρούπολη, αλλά νέο αιματηρό γεγονός ανάγκασε το κράτος να πάρει σκληρότερα μέτρα. Όπως έχω πει, οι αντάρτες σκότωσαν 32 από τους γύρω Τούρκους, οι οποί­οι έρχονταν στη Σαντά για λεηλασία, μόλις όμως έγινε αυτό γνωστό στις Αρχές, μάζεψαν όσους βρήκαν στην Αργυρούπολη καί στα κοντινά χωριά καί τούς έστειλαν στο Χουνούζ. 
Πιστοφάντων

Κατόπιν μάζεψαν και τούς άλλους πού ή­σαν σε μακρινά χωριά και τούς έστειλαν στο Ερζερούμ όσοι είχαν γελάδια τα πούλησαν στην Αργυρούπολη. 
Οι κάτοικοι του Κοτύλια όχι μόνο βοήθησαν τους Σανταίους πού κατέφυγαν εκεί, αλλά και όταν ήρθε η είδη­ση του εκτοπισμού συνόδευσαν τους εξόριστους ως το δημόσιο δρόμο, για να μη τούς κακοποιήσουν οι χωροφύλακες.
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah