Ο Σταύρος Παρασκευόπουλος μιλά για τις πρώτες μεγάλες δυσκολίες

Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Οικογένεια Σταύρου Παπαδόπουλου
Ο Σταύρος Παρασκευόπουλος, γεννημένος το 1906 στο χωριό Πολίτα της Τραπεζούντας, διηγείται ότι την παραμονή των Χριστουγέννων του 1922, μετά την ήττα των Ελλήνων στον Σαγγάριο και την κατάρρευση του μετώπου, ξεκίνησαν με το πρώτο καράβι, που πήγαινε από τον Εύξεινο Πόντο στον Πειραιά, με τους πρόσφυγες που είχε έρθει να παραλάβει.
Ταλαιπωρίες σε διάφορα μέρη

«Φτάσαμε στον Άγιο Γεώργιο Κερατσινίου, σε άθλια κατάσταση. Κάναμε είκοσι οχτώ μέρες επάνω στο καράβι. Ήμασταν περίπου 3.600 άτομα. Μετά μας προώθησαν στον Βόλο και τη Λάρισα, όπου, όμως, δεν μείναμε, γιατί δεν μας άρεσε ο τόπος, αν και είχαμε γνωστό τον διευθυντή της Γεωργικής Σχολής στη Λάρισα, τον Τσιτιριάδη, που κατέβαλε κάθε προσπάθεια να μας αποκαταστήσει. Εμείς θέλαμε θάλασσα και στη Λάρισα δεν υπήρχε.
»Ένας απόστρατος στρατηγός, μας συμβούλεψε να πάμε στη Θεσσαλονίκη. Ήρθαμε και ανεβήκαμε στο Πανόραμα (Αρσακλί, τότε), όπου ήταν εγκατεστημένη η Μεραρχία Κρητών, με μέραρχο τον Γεώργιο Κονδύλη, που έγινε αργότερα πρωθυπουργός και αντιβασιλέας.
 Ο στρατός έμενε σε αντίσκηνα. Εγώ άνοιξα μια καντίνα κοντά τους και πουλούσα διάφορα ποτά, μπισκότα, λουκούμια, ούζο, τσιγάρα, καπνό, τσιγαρόχαρτα, τσακμάκια με φυτίλι και τσακμακόπετρες.

Μια κλοπή και παρέμβαση του Κονδύλη

»Μια μέρα που κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη για ψώνια για την καντίνα, ο έμπορος με ρώτησε πού τα πουλάω. Του είπα για την καντίνα στο Πανόραμα, κοντά στα αντίσκηνα του στρατού. Εκείνος με συμβούλεψε να πάρω κάτι δαχτυλίδια που πουλούσε. Μου εξήγησε ότι τα άσπρα δαχτυλίδια τα παίρνουν οι βενιζελικοί και τα μαύρα οι βασιλικοί. Πήρα άσπρα και μαύρα δαχτυλίδια, από τα οποία, τα άσπρα τα πούλησα αμέσως. Έμειναν τα μαύρα των βασιλικών. Ένας στρατιώτης, που ήταν, μάλλον, βασιλικός, με ρώτησε γιατί δεν πουλούσα και τα μαύρα. Με απείλησε, μάλιστα, ότι αν δεν τα πουλήσω, θα με δείρει. Και, πραγματικά, κόντεψε να το κάνει. Τον στρατιώτη τον έλεγαν Μαρουλή. Τους είχα μάθει καλά και γνώριζα και τα ονόματά τους.
»Ένα βράδυ με έκλεψαν. Στην αρχή νόμισα ότι ήταν δικοί μας, κάποιοι που ήταν πολύ ζωηροί. Ο νους μου πήγε και στον στρατιώτη, τον Μαρουλή. Έλεγα ότι μάλλον αυτός θα ήταν. Βεβαιώθηκα όταν κατάγγειλα την κλοπή στον μέραρχο Γεώργιο Κονδύλη. Αυτός κάλεσε τους πιο άτακτους να τους ανακρίνει μπροστά μου. Όταν ήρθε η σειρά του Μαρουλή, αυτός με κοίταξε με τέτοιο τρόπο, που κατάλαβα ότι αυτός ήταν ο κλέφτης.
Δεν το ομολόγησα, όμως, Για αποζημίωση, ο μέραρχος μου έδωσε τρία ζευγάρια μπότες και τέσσερις κουβέρτες.

Παταγώδης αποτυχία με τα καπνά

»Στο μεταξύ, γνωρίστηκα με τους πατριώτες μας Ποντίους από τη Γεωργία και όλοι μαζί αποφασίσαμε να μείνουμε στο Πανόραμα, που ήταν κοντά στη Θεσσαλονίκη. Τα σπίτια ήταν πολύ μικρά και τα αποχωρητήρια στο ύπαιθρο, γι' αυτό είχαν για το βράδυ τσουκάλια (δοχεία) κοντά στα κρεβάτια τους, για να μην βγαίνουν έξω τη νύχτα. Τα σπίτια ήταν, αρχικά, χτισμένα με κερπίτσια (πλιθιά από λάσπη και άχυρο). Οι Μικρασιάτες και οι Θρακιώτες, που είχαν έρθει αρκετά νωρίτερα στην Ελλάδα (το 1914), έμεναν στις παράγκες και είχαν όλη την περιοχή δική τους και την εκμεταλλεύονταν.
»Κάναμε πολλές προσπάθειες να βελτιώσουμε τις συνθήκες της ζωής μας. Μας είπαν να κάνουμε καπνά. Εμείς διαθέσαμε ό,τι είχε ο καθένας και όλοι ασχοληθήκαμε με τα καπνά. Την πρώτη χρονιά δεν πήγαν καλά, τη δεύτερη έμειναν τα καπνά απούλητα, τα μάζεψαν και τα έκαψαν. Καταστραφήκαμε όλοι. Καπνά, λοιπόν, ξανά κανείς. Αυτό έγινε για κάποιους που είχαν τον σκοπό τους και είχαν και την κυβερνητική υποστήριξη, ενώ εμείς χρησιμοποιούσαμε μόνον τις δικές μας δυνάμεις. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε μετά την καταστροφή από τα καπνά. Στη συνέχεια μας βοήθησε ο Εποικισμός και έτσι, άλλος πήρε αγελάδα, άλλος γαϊδουράκι, μουλάρι, άλογο ή και βόδια. Έτσι, και πάλι από την αρχή.

Βοήθεια από τον Λεωνίδα Ιασονίδη

»Εμείς οι νέοι κάναμε ό,τι μπορούσαμε, για να βελτιώσουμε τις συνθήκες της ζωής μας στο χωριό. Εγώ ήμουν, την εποχή εκείνη, αντιπρόεδρος της νεολαίας. Όταν μάθαμε, κάποια μέρα, ότι θα ερχόταν ο υπουργός Λεωνίδας Ιασονίδης, μαζί με τον προϊστάμενο της Πρόνοιας Καραμάνο, πήγαμε στο καφενείο του Λαζάρ', μαζί με τον Μιχάλη Κομματίδη, τον Λάζαρο Λαζαρίδη, τον Χαρίλαο Βαφειάδη, τον Νίκο Παναγιωτίδη και τον Γιάννη Παναγιωτίδη.
Πήρα τον λόγο και ζήτησα να μας δώσουν φυντάνια.δέντρων, να φυτέψουμε και να γλιτώσουμε από τον αδυσώπητο Βαρδάρη (τοπικός άνεμος σε όλο το μήκος του Αξιού ποταμού). Φαντασθείτε ότι, όταν έπιανε ο Βαρδάρης, έπαιρνε, πολλές φορές, τις στέγες των σπιτιών, τους αχυρώνες, τα μαντριά, και τα μαζεύαμε σε απόσταση εκατό και εκατόν πενήντα μέτρων μακριά.
Ήταν τυράννια να τα μαζεύεις. Όταν τελείωσα, ο Καραμάνος λέει: «Μου κάνει πολλή εντύπωση η επιμονή αυτού του νεαρού για να επιτύχει τη βοήθεια. Έτσι, μας βοήθησαν σε αυτό που ζητούσαμε. Στο Πανόραμα δεν υπήρχαν δέντρα, ο τόπος ήταν γυμνός και άγονος. Ό,τι υπάρχει γύρω, έγινε από τους κατοίκους με μεγάλες προσπάθειες και πολλές θυσίες.
Δουλειά στον Φλόκα και μετά σε δομήσιμα υλικά
»Μετά την καντίνα, που είχα, έπιασα δουλειά στο εργοστάσιο σοκολατοποιΐας του Φλόκα. Μαζί μου δούλευαν ο Ανδρέας Παναγιωτίδης, ο Θωμάς Πηλείδης, που σπούδασε νομικά, και ο Κώστας Παναγιωτίδης.
 Ήταν και άλλα παιδιά από το Πανόραμα. Πηγαινοερχόμασταν στη Θεσσαλονίκη με τα πόδια. Όταν έβρεχε ή χιόνιζε, μέναμε σε ένα δωμάτιο κοντά στην Καμάρα, που το νοικιάζαμε για αυτές τις περιπτώσεις.
 Το ψωμί, που το παίρναμε από τα σπίτια μας και μας πήγαινε μια εβδομάδα, περίπου, το καρφώναμε στον τοίχο, να μην το φάνε τα ποντίκια!
»Το 1934, με σύσταση της Σερεμέτη - γυναίκας του δημάρχου Θεσσαλονίκης -, προσλήφθηκα στο μεγάλο εμπορικό του Ρούση, που πουλούσε σίδερα, τσιμέντα, τούβλα, κεραμίδια και πλακάκια. Κάθε βράδυ που γυρνούσα στο σπίτι, στο Πανόραμα, έβαζα στην τσάντα μου 10-15 πλακάκια. Μάζεψα, έτσι, 450 πλακάκια. Άμμο και πέτρες φέρναμε με τα γαϊδούρια τις Κυριακές από το ποτάμι, κάτω. Έτσι φτιάχναμε το σπίτι και προσθέταμε δίπλα και ένα μαντρί για τα ζώα ή μια κουζίνα.
»Το 1935, ο Γιάννης Γούσης με έβαλε να δουλέψω στον δήμο Θεσσαλονίκης. Ήμουν φύλακας στο αντλιοστάσιο, κοντά στον Λευκό Πύργο. Δούλεψα εκεί μέχρι το 1949, στην αρχή ως φύλακας και κατόπιν ως συντηρητής. Στη γερμανική Κατοχή (1941-1944) έμεινα οικογενειακώς σε ένα ημιυπόγειο, στην οδό Τσιμισκή, στο πίσω μέρος της οικοδομής, όπου είχε πολλή υγρασία.
Ο Σταύρος Παρασκευόπουλος πέθανε στο Πανόραμα το 1999.

Στοιχεία για τη ζωή του Σταύρου Παρασκευόπουλου συμπληρώνει η κόρη του Ευαγγελία:

«Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1906 στο χωριό Πολίτα της Τραπεζούντας. Ήρθε στην Ελλάδα, μαζί με τους γονείς του, το 1922 και εγκαταστάθηκε στο Πανόραμα. Για πολλές τετραετίες διετέλεσε σύμβουλος της κοινότητας. Από το 1954 ήταν πρόεδρος του ΚΤΕΛ Νομού Θεσσαλονίκης. Τη θέση αυτή είχε μέχρι τη συνταξιοδότηση του. Ως πρόεδρος του ΚΤΕΛ προσπάθησε να αναδείξει το Πανόραμα, καθιερώνοντας τακτική συγκοινωνία με τη Θεσσαλονίκη. Έτσι έγινε το Πανόραμα για τους Θεσσαλονικείς τόπος για περιπάτους, για καθαρό αέρα και παραθερισμό. Το 1980 συνέβαλε στο να αποκτήσει το Πανόραμα αστική συγκοινωνία.
Άνοιξε κινηματογράφο και έδωσε έτσι την ευκαιρία στους παραθεριστές να ψυχαγωγούνται. Τότε ήταν δύσκολες οι μετακινήσεις, γιατί δεν υπήρχαν μέσα συγκοινωνίας και επικοινωνίας. Πολύ σωστά έλεγαν οι Πανοραμίτες ηθοποιοί Ελένη Γερασιμίδου και Μιχάλης Μητρούσης ότι τα πρώτα ερεθίσματα τα πήραν από το «Σινέ Πανόραμα».
Το 1949 αγόρασε το πρώτο φορτηγό και ακολούθησε μετά ένα λεωφορείο, με τα οποία έκανε τη γραμμή Πανόραμα - Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας μου υπήρξε και συνέταιρος σε αστικό λεωφορείο.
Ξεκίνησε τη ζωή του από το μηδέν και τα κατάφερε. Πέτυχε σε καθετί, με το οποίο ασχολήθηκε. Αυτό, βέβαια, το όφειλε και στην πιστή και ακούραστη σύντροφό του Ιφιγένεια, τη μητέρα μου, που του στάθηκε στο πλευρό σε όλες του τις προσπάθειες.
Οι γονείς μου Σταύρος και Ιφιγένεια Παρασκευοπούλου απέκτησαν τέσσερα παιδιά: τον Γιάννη, την Ευαγγελία, την Ειρήνη και τη Στέλλα.
 Ο πατέρας μου ήταν πάντα πρώτος στα κοινά του Πανοράματος, το οποίο υπηρέτησε με πάθος και ανιδιοτέλεια. Τίμησε με το ήθος και την εργατικότητά του, αλλά και με τον χαρακτήρα του, τον Πόντο και το χωριό του Πολίτα, και ακόμη το Πανόραμα και όλη την οικογένειά του, τα παιδιά και τα εγγόνια του.
 Ήταν υπερήφανος για την καταγωγή του, για τον εαυτό του και για όσα δημιούργησε. Σύμβολο του Πόντου, πρόσφυγας από μικρή ηλικία, πάλεψε όλες τις δυσκολίες. Οι προσωπικές του ιστορίες και τα βιώματά του ατελείωτα. Ατελείωτες και οι συναρπαστικές και γραφικότατες διηγήσεις του. Ως πρόεδρος του ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης, τακτοποίησε πολλά παιδιά και οικογενειάρχες, κάνοντάς τους διοικητικούς υπαλλήλους, εισπράκτορες και οδηγούς στα λεωφορεία.




Νίκος Τελίδης 
Καταγραφέας ζωντανών μαρτυριών των προσφύγων της πρώτης γενιάς και συλλέκτης παραδοσιακών αντικειμένων



Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah