Η ξενιτιά στην ποντιακή ποίηση

Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

 «'Σ σην ξενιτάν π' αχπάσκεται ν' αϊλί και βάι το χάλ'ν ατ' 

το σάβανον ας ετοιμάζ' αφκά 'ς σο μαξιλάρ'ν ατ'»
Επιστροφή Αργοναυτών (Κων/νος Βολανάκης)
Αν η ξενιτιά είναι βαριά για τους υγιείς, πολύ πιο βαριά είναι για κείνους που θα είχαν την κακή τύχη ν' αρρωστήσουν:

'Σ σην ξενιτιάν πη αρρωσταίν' Θεός να ελεεί τον
ιατρός 'κι λαρών' ατον Αέρτς να βοηθά 'τον.

Γιατροί και φάρμακα του είναι ανώφελα ένας μόνον είναι ο σωτήρας του, ο Άγιος Γεώργιος.
Το δίστιχο είναι κι ένα τεκμήριο της θρησκευτικότητας που διακρίνει τον ποντιακό λαό.
Βαριά η αρρώστια στην ξενιτιά μόνος στο κρεβάτι του πόνου ο ασθενής. Κανείς δεν του ανοίγει την πόρτα για να του προσφέρει ένα ποτήρι νερό, να του πει δυο λόγια που θα σκορπίσουν τη θλίψη του, θα του δροσίσουν την ψυχή. Διπλός ο πόνος, πόνος ψυχικός και σωματικός, πόνος αγιάτρευτος.
Μα αν η αρρώστια στην ξενιτιά είναι βαριά, ακόμη πιο βαρύς είναι ο θάνατος κι ο τάφος πιο βαθύς!

'Σ σην ξενιτιάν ο θάνατον τρία φοράς βαρύν έν'
και το ταφίν το θάφτ'νε σε τρία φοράς βαθύν έν'!

Δυστυχής ο ξενιτεμένος' μόνος κι έρημος στον ξένο τόπο. Κανένας φίλος, στον οποίο ν' ανοίξει την καρδιά του, να ζητήσει τη γνώμη του, τη βοήθειά του. Αποφεύγει τους ξένους, είναι πάντα μόνος.
 Γυρίζει σαν το πουλί που αποκόπηκε από το κοπάδι. Όλοι στρέφουν και τον κοιτάζουν είναι ξένος, το ξέρουν πολύ καλά. Τολμάνε από κάποτε να τον πλησιάσουν για να μάθουν από πού είναι, πώς είναι η πατρίδα του, αν έχει μάνα και αδέλφια, ερωτήσεις φυσικά που τον τραυματίζουν.
Του θυμίζουν πράγματα που του ήταν τόσο αγαπητά και τα στερήθηκε και που η θύμισή τους του αυξάνει τον πόνο. Όχι, δεν θέλει να του τα υπενθυμίζουν και γι' αυτό σηκώνεται και φεύγει μακριά, όπου δεν θα είχανε το θράσος να τον πληγώσουν με τις ερωτήσεις τους.
Αυτόν δεν τον γέννησε μάνα' η κουρούνα τον εξεμέσησε στα ξένα. Χρόνια πέρασαν από τότε που έφυγε από την αγκαλιά της μάνας' τόσα χρόνια που ούτε καν θυμάται αν είχε ποτέ μάνα που τον νανούρισε, που του έμαθε να ψελλίζει τις πρώτες λέξεις.
 Δεν υπάρχει κανείς που να τον σκέπτεται, που να επιθυμεί να τον ξαναδεί, να τον σφίξει στην αγκαλιά του. Είναι μόνος κι έρημος' καλαμιά στον κάμπο.
Όλες όμως αυτές οι σκέψεις του είναι επίπλαστες, ψεύτικες, ρομαντικές. Τα λέει όλα αυτά, για να παρηγορήσει τον εαυτό του. Κατά βάθος πιστεύει πως έχει μάνα, πατρίδα, φίλους' ποθεί το νόστιμον ήμαρ, το ξαναγύρισμα στην πατρική καλοδούλευτη σκέπη.

Πάω, να πάω 'κ' επορώ κι απάν' 'ς σον πάγον πάω
εγώ αδά 'κι γίνουμαι 'ς σ' εμέτερα θα πάω.


Ο αιώνιος Οδυσσέας. Ανώφελα τα ξένα' κρύα κι άψυχα. Μόνη λύση για ν' απαλλαγεί απ' όλα αυτά είναι να γυρίσει πίσω στη γλυκιά του πατρίδα, κοντά στη γερόντισσα μάνα που κρατούσε χρόνια ολάκερα άσβηστο το καντήλι της Παναγιάς παρακαλώντας την μερόνυχτα να την αξιώσει να ξαναδεί το λεβέντη της, το φως των ματιών της, αυτόν που θα της δώσει μια κουταλιά νερό, που θα της κλείσει τα μάτια.





Γ. Κ. Χατζόπουλος
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah