ΤΑΜΑΜΑ Μέρος 14ο

Τρίτη 30 Απριλίου 2013


Μετά τις ταλαιπωρίες και την πείνα δύο εβδομάδων, η Γαράσαρη φάνηκε σαν παράδεισος σε όλους. Η Γαράσαρη είχε παλιά και Αρμενίους, οι οποίοι είχαν σφαγεί ένα χρόνο πριν. Τα σπίτια τους είχαν λεηλατηθεί και ερειπωθεί. Πολλοί έφυγαν κρυφά από τον στρατώνα και έκατσαν σε τέτοια ερειπωμένα σπίτια. Ήδη πέρασαν δεκαοκτώ ημέρες, που έφυγαν από την Έσπιε. 
Ο Παπαγιάννης ζούσε την μεγάλη θλίψη και ήταν ακόμη απαρηγόρητος για τον χαμό του αγαπημένου παιδιού του. Αδικα η Κερεκή, η Ελένη και τα κορίτσια του, τον παρακαλούσαν κάτι να φάει. Κόμπος θλίψης καθόταν στο λαρύγγι του και τίποτε δεν μπορούσε να καταπιεί.
Όταν ξεκίνησαν από την Γαράσαρη, ο καιρός συνέχιζε να είναι καλός. Βέβαια οι νύκτες ήσαν κρύες, αλλά την ημέρα, ο λαμπρός ήλιος, έδινε κουράγιο στους δυστυχισμένους. Στην πορεία διαπιστώθηκε ότι λείπανε οικογένειες. Ήσαν αυτοί που προτίμησαν να μείνουν, κρυφά στην Γαράσαρη, στα σπίτια των Αρμενίων, για να γλυτώσουν το άγνωστο της πορείας και της εξορίας.
Τα πενήντα χιλιόμετρα της διαταγής είχαν προπολλού ξεπεραστεί και κανείς δεν έλεγε, πόσο ακόμη θα πάνε και που πρόκειται να καταλήξουν. Η πορεία συνεχίσθηκε προς το Σου Σεχίρ, την αρχαία Κολωνία. Ο κόσμος διανυκτέρευσε στην ύπαιθρο, μέσα σε σκηνές, που έστησαν οι στρατιώτες συνοδοί. Ο αέρας όμως, μανιασμένα πολλές φορές, έριχνε κάτω τις σκηνές. Ευτυχώς, που δεν έβρεχε και δεν χιόνιζε.
Χιόνισε όμως μετά. Και τι χιόνι; Κατά την διάρκεια της πορείας τους, μέχρι το πρώην αρμενικό χωριό Μπίρκ, το χιόνι δεν σταμάτησε. Μέσα στο Μπίρκ, 500 οικογένειες, είχαν χάσει την ζωή τους, ένα χρόνο πριν. Το χωριό ήταν καθαρά αρμενικό. Τώρα έστεκε έρημο και ερειπωμένο σαν φάντασμα, που πάλευε στον χιονιά, που ακατάπαυστα το κτυπούσε.
Τα σπίτια ήσαν απλά χωριάτικα, φτιαγμένα με πηλό. Την οροφή την κρατούσαν από μέσα χονδροί κορμοί από δέντρα. Παράθυρα δεν υπήρχαν. Τοίχοι, ταβάνι και πάτωμα από το ίδιο χώμα. Και όμως από μακριά φάνηκε σαν όαση στους εξορίστους. Ευτυχώς θα έφταναν μέσα σε σπίτια, να κρυφτούν από την ακάθεκτη ορμή του χιονιά. Όλοι έφτασαν στο Μπίρκ, εκτός από τον Παπα- γιάννη. Μισή ώρα έξω από το Μπίρκ, ο Παπαγιάννης εξαντλημένος και παγωμένος, έπεσε για πάντα πάνω στα χιόνια. Όσες προσπάθειες έκαμε η Κερεκή και η Ελένη, να τον συνεφέρουν, ήσαν μάταιες.
Τί να κάμουν οι δύο γυναίκες, τί να κάμουν οι κόρες του; Με τα πόδια και τα χέρια άνοιξαν λίγο το χιόνι και εκεί μέσα έσυραν τον άμοιρο Παπαγιάννη. Μετά τον σκέπασαν πάλι με χιόνια. Και συνέχισαν τον δρόμο, για να μη αποκοπούν από τους υπολοίπους Εσ- πιελήδες. Έτσι αυτός, που τόσα χρόνια έψελνε και έθαβε τους Χριστιανούς, έμελλε να θαφτεί χωρίς ούτε ένα τρισάγιο. Και τι τάφο; Με τις πρώτες ηλιαχτίδες της Ανοιξης, που αναζωογονούν όλη την φύση, τα χιόνια θα έλιωναν, για να αποκαλύψουν πάλι το άτυχο λείψανο του Παπαγιάννη, βορά στα αγρίμια της έρημης και στοιχειωμένης εκείνης γης.
Το Μπίρκ ήταν καταχαλασμένο. Οι εξόριστοι χάλασαν ό,τι ακόμη χρειαζόντουσαν, για να θερμανθούν, σε σπίτια, που ήσαν κάπως καλύτερα. Όσοι δεν βρήκανε κατάλληλα σπίτια, έφυγαν και πήγαν στο διπλανό χωριό Μισεχνίς. Το Μισεχνίς, ήταν επίσης αρμενικό χωριό, άδειο εδώ και ένα χρόνο. Αλλοι πήγαν πιο πέρα, στο άδειο πια ελληνοχώρι Κιόσκιοϊ.
Έτσι πέρασαν τις δύσκολες μέρες και νύκτες του χιονιά. Μετά από πέντε ημέρες, με εντολή του αρχιστράτηγου Βεχίπ Πασά, έδωσαν στους ταλαίπωρους, μικρές χρηματικές βοήθειες, για να μπορούν να αγοράσουν ό,τι αναγκαίο ήταν, μόλις έμπαιναν σε κατοικημένη πόλη, ή χωριό. Αργότερα φανερώθηκε, ότι αυτή η φιλανθρωπία ήταν αποτέλεσμα της επέμβασης του Μητροπολίτη Αμασείας Γερμανού, που ήταν από παλιά φίλος με τον Βεχήπ Πασά.
Στο Σου Σεχίρ έφτασαν μέσα σε αφάνταστη κακοκαιρία. Τρεις μέρες κράτησε ο βαρύς χιονιάς. Μόλις ο καιρός καλυτέρεψε, άγνωστο γιατί, δόθηκε πάλι διαταγή να επι­στρέψουν όλοι στο Μπίρκ. Μπρος πίσω τα καράβια.
Η επιστροφή όμως στο Μπίρκ συνοδεύτηκε από μεγάλο κακό. Επιδημία απλώθηκε πάνω από όλους. Τα κρούσματα ήσαν βαριά και έδειχναν ότι πρόκειται για τύφο. Κανείς δεν γνώριζε, τι ήταν και πώς να το αντιμετωπίσουν. Μέσα σ' όλα άρχισε και η σύγχυση. Αλλοι έλεγαν το κλίμα φταίει και άλλοι διέδιδαν, ότι οι Τούρκοι μόλυναν το νερό, για να τους εξοντώσουν. Όταν όμως ανάμεσα στα κρούσματα, άρχισαν να πέφτουν και συνοδοί στρατιώτες τούρκοι, αυτή η διάδοση έπαψε να λέγεται. Δεν υπήρχε ούτε γιατρός, αλλά εάν υπήρχε, τί θα έκαμε; Καμμιά οικογένεια δεν έμεινε μακριά από τα κρούσματα του Τύφου. Μόλις έπεφτε ο ένας, από πίσω ακολουθούσαν και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Η ψειρίαση θέριεψε και ίσως επιτάχυνε περισσότερο την
διάδοση του τύφου. Η άγνοια του κόσμου, του πως θα αντιμετωπίσει το κακό του τύφου, επέδρασε στην μεγαλύ­τερη διάδοση του. Ο ένας άρρωστος κοίταγε τον άλλο, χωρίς να μπορεί να απλώσει χέρι βοηθείας. Σωρηδόν πέθαιναν οι άνθρωποι και πεθαμένοι έμεναν εκεί, δίπλα στους ζωντα­νούς, γιατί κανείς δεν είχε την δύναμη και το κουράγιο να τους απομακρύνει, ή να απομακρυνθεί ο ίδιος. Πολλοί έχα­σαν εκεί την ζωή τους και άφησαν τα ταλαίπωρα σώματά τους, στην έρημη εκείνη γη. Ανάμεσα στους πολλούς και η Κερεκή, η παπαδιά. Δεν άντεξε τα κρούσματα του τύφου και αφού παιδεύτηκε λίγες μέρες, ήρθε και έσβησε, σα κερί, εκεί στο Μπίρκ, στο έρημο αρμενοχώρι.
Όταν πέρασε η λαίλαπα και ο κόσμος μπόρεσε να σηκωθεί στο πόδι, ήρθε πάλι διαταγή, να συνεχίσουν την πορεία. Προορισμός όλων η Σεβάστεια. Τελική απόσταση, από Έσπιε μέχρι Σεβάστεια, περισσότερα από 200 χλμ. Η Ελένη μάζεψε τα ορφανά του Παπαγιάννη και της Κερεκής, την Μαρικούλα, την Συμέλα και την Ταμάμα. Τα παιδιά ήσαν σκέτα σκιάχτρα του εαυτού τους, μετά την ταλαιπωρία του τύφου, που πέρασαν. Οι νεκροί πολλοί, κανείς δεν έκλαιγε πια. Έγινε συνήθεια. Κανείς δεν τους μάζεψε τους νεκρούς, κανείς δεν νοιάστηκε να τους θάψει. Η απόγνωση και η αδυναμία είχαν ξεπεράσει κάθε όριο ανθρώπινης αντοχής. Η Ταμάμα ήταν τότε μόλις 7 ετών.
Την ίδια τύχη είχαν και όλοι οι άλλοι εξόριστοι του Δυτικού Πόντου. Ιστορικοί ισχυρίζονται, ότι η εξορία αυτή ήταν σχέδιο-πρόταση των Γερμανών στρατιωτικών συμβού­λων, που τότε υπήρχαν στον Τουρκικό Στρατό, για τον εκσυγχρονισμό δήθεν του Στρατού. Το σχέδιο αυτό ονομάστηκε "Λευκός Θάνατος" και είχε σκοπό, με τις ταλαιπωρίες και τις κακουχίες, στα μέσα πολύ βαρύ χειμώνα, να εξαφανίσει τους Χριστιανούς, για να μπορέσει η Τουρκία να απαλλαγεί απ' αυτούς και να γίνει καθαρά Τουρκική. Με το σχέδιο αυτό ήλπιζαν να αποφύγουν την λύση της σφαγής, που είχε εφαρμοσθεί ένα χρόνο πριν στους αρμενίους και τόσο πολύ είχε εκθέσει την Τουρκία στην Ανθρωπότητα.
Λόγοι ασφαλείας, ανάγκασαν να δοθεί διαταγή μεταφοράς των Χριστιανών, από το μέτωπο στα μετόπισθεν. Καλόπιστη και καλοπροαίρετη απόφαση. Αθώα και ανώδυνη στα μάτια όλου του κόσμου και ο στόχος πέτυχε.. Έτσι ταλαιπωρήθηκαν και έχασαν την ζωή τους, πάρα πολλοί άνθρωποι, χωρίς να ματώσει μαχαίρι. Εξαί­ρεση μόνον στην Σαμψούντα, στο Καβάκ και την Χάβζα. Εκεί το μίσος και η μανία των τουρκικών συμμοριών, δεν καταλάβαιναν από σχέδια λευκού θανάτου. Διψούσαν για αίμα. Έτσι μπήκαν μέσα στην Χάβζα και μέσα στο Καβάκ, τσετέδες συμμορίτες, έσφαξαν και έκαψαν τα δύο χωριά. Ελάχιστοι πρόλαβαν και δια της φυγής στα βουνά έσωσαν την ζωή τους.





Γιώργος  Ανδρεάδης
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah