Η Δέσποινα Πολυχρονίδου γεννήθηκε στην Αξιούπολη Κιλκίς, όπου τέλειωσε και το δημοτικό σχολείο. Στη συνέχεια, για να συνεχίσει τις σπουδές της στο γυμνάσιο, έφυγε για την Αθήνα, κοντά στην αδελφή της μητέρας της, την Ευανθία Μουρατίδου - Λουκά, γυναίκα του Δημήτρη Λουκά.
Το επόμενο σχολικό έτος, παρακολούθησε τα μαθήματα της δεύτερης τάξης στο μικτό γυμνάσιο Καλαμαριάς. Αλλά και πάλι υποχρεώνεται από τις περιστάσεις να γυρίσει για συνέχιση των σπουδών της στην Αθήνα.
Ήταν μια εποχή δύσκολη, οικονομικά, για την οικογένειά της. Στο σχολείο, ο αριθμός των μαθητριών ήταν μεγάλος και η ίδια, στην αρχή, κάπως απροσάρμοστη. Διακρίνεται, όμως, για τις επιδόσεις της και ιδίως στην ελληνική γλώσσα — αρχαία και νέα — στην έκθεση, αλλά και στην ιστορία. Με την ανάγνωση και την απαγγελία σε παρέες, γρήγορα κάνει πολλές φίλες.
Τα δύσκολα οικονομικά χρόνια που ακολούθησαν, την ανάγκασαν να γυρίσει στην Αξιούπολη, στην τελευταία τάξη, και εκεί να τελειώσει το γυμνάσιο. Εξοικειωμένη, όπως ήταν, με άλλα περιβάλλοντα, ένιωσε, κατά την επιστροφή της, ξένη στην ίδια της τη γενέτειρα.
Η προσαρμογή της στο περιβάλλον της ιδιαίτερής της πατρίδας έγινε σύντομα και η Δέσποινα Πολυχρονίδου απόκτησε νέες φίλες, ανάμεσα στις συμμαθήτριές της.
Κατόπιν σπούδασε θέατρο στη Δραματική Σχολή Ελευθέρου Θεάτρου του Κυριαζή Χαρατσάρη, στη Θεσσαλονίκη, και ταυτόχρονα εργαζόταν στο Αγροτικό Ιατρείο Αξιούπολης.
Πήρε το πτυχίο της δραματικής σχολής το 1964 και το 1965 έφυγε για την Αθήνα, με σκοπό να δουλέψει στο θέατρο. Πίστευε ακλόνητα στον θεσμό των εταιρικών θιάσων και στα κρατικά θέατρα, για τα οποία είχε τη βεβαιότητα ότι υπηρετούν σωστά τον πολιτισμό.
Αλλά η μεγάλη της αγάπη υπήρξε πάντα η λογοτεχνία. Από μικρή την είχε βάλει ως στόχο ζωής, ως στάση ζωής. Δόθηκε στη λογοτεχνία, υπηρετώντας και την άλλη της αγάπη, το θέατρο, ως ηθοποιός, και τελευταία και ως συγγραφέας. «Εγκλωβισμμένη» στον χώρο της λογοτεχνίας, μέσα στο θέατρο, δεν πήρε είδηση τι γίνεται έξω στον κόσμο και κάπου χαμογελούσε μέσα της, βλέποντας κάποιους συγγραφείς να επιδιώκουν με κάθε μέσο την προβολή.
«Βέβαια, ο δικός μου δρόμος είναι ο λάθος δρόμος, αλλά εξακολουθώ να τον προτιμώ, αν κι εγώ κάπου άρχισα να μην του μένω πιστή», λέει. "Ας όψονται οι άλλοι".
Γιαυτό δεν σταμάτησε η ποίηση, γενικά η λογοτεχνία, από τη στιγμή που εμφανίστηκαν και έφυγαν για πάντα, ο Όμηρος και ο Ησίοδος ή ο Διονύσιος Σολωμός, ο Κωστής Παλαμάς, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γεώργιος Κωστοπράβ, ο Φίλων Κτενίδης, ο Νίκος Καπετανίδης, ο Γιάγκος Κανονίδης, ο Γιάγκος Φωτιάδης κ. ά.
Το επόμενο σχολικό έτος, παρακολούθησε τα μαθήματα της δεύτερης τάξης στο μικτό γυμνάσιο Καλαμαριάς. Αλλά και πάλι υποχρεώνεται από τις περιστάσεις να γυρίσει για συνέχιση των σπουδών της στην Αθήνα.
Ήταν μια εποχή δύσκολη, οικονομικά, για την οικογένειά της. Στο σχολείο, ο αριθμός των μαθητριών ήταν μεγάλος και η ίδια, στην αρχή, κάπως απροσάρμοστη. Διακρίνεται, όμως, για τις επιδόσεις της και ιδίως στην ελληνική γλώσσα — αρχαία και νέα — στην έκθεση, αλλά και στην ιστορία. Με την ανάγνωση και την απαγγελία σε παρέες, γρήγορα κάνει πολλές φίλες.
Τα δύσκολα οικονομικά χρόνια που ακολούθησαν, την ανάγκασαν να γυρίσει στην Αξιούπολη, στην τελευταία τάξη, και εκεί να τελειώσει το γυμνάσιο. Εξοικειωμένη, όπως ήταν, με άλλα περιβάλλοντα, ένιωσε, κατά την επιστροφή της, ξένη στην ίδια της τη γενέτειρα.
Η προσαρμογή της στο περιβάλλον της ιδιαίτερής της πατρίδας έγινε σύντομα και η Δέσποινα Πολυχρονίδου απόκτησε νέες φίλες, ανάμεσα στις συμμαθήτριές της.
Κατόπιν σπούδασε θέατρο στη Δραματική Σχολή Ελευθέρου Θεάτρου του Κυριαζή Χαρατσάρη, στη Θεσσαλονίκη, και ταυτόχρονα εργαζόταν στο Αγροτικό Ιατρείο Αξιούπολης.
Πήρε το πτυχίο της δραματικής σχολής το 1964 και το 1965 έφυγε για την Αθήνα, με σκοπό να δουλέψει στο θέατρο. Πίστευε ακλόνητα στον θεσμό των εταιρικών θιάσων και στα κρατικά θέατρα, για τα οποία είχε τη βεβαιότητα ότι υπηρετούν σωστά τον πολιτισμό.
Αλλά η μεγάλη της αγάπη υπήρξε πάντα η λογοτεχνία. Από μικρή την είχε βάλει ως στόχο ζωής, ως στάση ζωής. Δόθηκε στη λογοτεχνία, υπηρετώντας και την άλλη της αγάπη, το θέατρο, ως ηθοποιός, και τελευταία και ως συγγραφέας. «Εγκλωβισμμένη» στον χώρο της λογοτεχνίας, μέσα στο θέατρο, δεν πήρε είδηση τι γίνεται έξω στον κόσμο και κάπου χαμογελούσε μέσα της, βλέποντας κάποιους συγγραφείς να επιδιώκουν με κάθε μέσο την προβολή.
«Βέβαια, ο δικός μου δρόμος είναι ο λάθος δρόμος, αλλά εξακολουθώ να τον προτιμώ, αν κι εγώ κάπου άρχισα να μην του μένω πιστή», λέει. "Ας όψονται οι άλλοι".
Το έως τώρα έργο της
Εφοδιασμένη με τους μύθους, τους θρύλους, τις παραδόσεις, αλλά έχοντας και τις προσωπικές της εμπειρίες και τα βιώματα, η Δέσποινα Πολυχρονίδου εμπνέεται στίχους λυρικούς, μερικές φορές ελεγείες, όταν, προπάντων, επισκέπτεται την προγονική γη, τον Πόντο, για να προσκυνήσει, να γνωρίσει, να τραγουδήσει στους σκοπούς που τη συνόδεψαν από τη νηπιακή ηλικία και που, με το πέρασμα του χρόνου, συνέχισαν πολλές φορές να χαϊδεύουν τα αφτιιά της.
Στην επίσκεψή της στον Πόντο, αλλά και στην «επίσκεψη» στη ζωή, έχει μαζί της μια αρκετά μακρόχρονη σπουδή στα λογοτεχνικά θέματα, σε θέματα γλώσσας, γενικότερη καλλιέργεια, κοινωνική αφύπνιση, προσφορά σε γραφή, από τις αρχές ήδη της δεκαετίας του 1950, όταν πολύ μικρή, τότε, εμφανίζεται με γραφτά της ως «Παιόνα», από την εφημερίδα (Αγωνιστής του Κιλκίς», διευθυντής της οποίας ήταν ο αξέχαστος δημοσιογράφος Πόλυς Ιωαννίδης, διευθυντής της εφημερίδας «Ελληνικός Βορράς».
Από τότε και από την πρώτη εμφάνισή της, το 1966, με βιβλίο της, με τις «Σκιές», η Δέσποινα Πολυχρονίδου, καλλιεργημένη η ίδια, υπηρετεί με συνέπεια την αλήθεια στην τέχνη, εκφρασμένη μέσα από στίχους που δονούνται από προσωπικά βιώματα, αγκαλιάζοντας, ταυτόχρονα, όλους τους ανθρώπους, που, όπως και να είναι, έχουν ίδια ή παρόμοια βιώματα, αλλά δεν μπορούν ή δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να τα εκφράσουν.
Αν δεν έχει ο άνθρωπος την ανάλογη καλλιέργεια, πώς θα πλησιάσει τον κόσμο γύρω του; Η ποίηση που αποκαλύπτει την αλήθεια, είναι η αλήθεια, δεν μπορεί παρά να είναι ολοφάνερη, να μην «κρύβεται» πίσω από βαρύγδουπες λέξεις και εκφράσεις, να είναι και ωραία, να έχει γλυκό λόγο, όπως λέει ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική» του.
Για να αποδώσει κανείς στη λογοτεχνία —και σε πολλούς άλλους τομείς — χρειάζεται να συνδυάζει γλώσσα και πείρα, ενδιαφέρον και αγάπη. Δεν αρκούν, όπως νομίζουν μερικοί, το χαρτί και το μολύβι και κάποιες σκέψεις, κάποια βιώματα, όπως δεν αρκούν στον αγρότη το υνί και ο σπόρος, αλλά είναι εντελώς απαραίτητα στοιχεία για την καλλιέργεια, η γη και η βροχή και ο ήλιος και ο αέρας.
Θα βγει καλός λογοτεχνικός καρπός από τον λογοτέχνη που ευτύχησε να έχει καλούς δασκάλους, που διάβασε βιβλία με ενδιαφέρουσες απόψεις και σωστό ύφος, που καταρχήν γνωρίζει να χειρίζεται σωστά τη γλώσσα, στην οποία γράφει.
Και όπως στον αγρότη η κατάχρηση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων θα βλάψει, με μια μεγάλη βεβαιότητα, και την καλλιέργεια και τον ίδιο, δηλητηριάζοντάς τον, έτσι και στον λογοτέχνη, η χρήση σπουδαιοφανών εκφράσεων, εντυπωσιακών λέξεων, των οποίων, μάλιστα, αρκετές φορές, του είναι άγνωστη και η σημασία, φέρνει, ίσως, αποτέλεσμα εντυπωσιακό, που είναι, όμως, ανούσιο.
Σε μερικούς στίχους της, η Δέσποινα Πολυχρονίδου δείχνει να παρασύρεται από τη μόδα της μεγαλόστομης ποίησης, αλλά τα ιδεώδη της ζωής της, οι δάσκαλοι της, τα αληθινά βιώματά της, γρήγορα την προσγειώνουν στο ουσιαστικό, στο ανθρώπινο και όχι στο ενοραματικό, το πέρα από αυτόν τον κόσμο, το ψεύτικο.
Ύστερα, είναι και εκείνα που παίρνει κανείς από άλλους. Όχι η μίμηση, αλλά η προσέγγιση στο έργο άλλων, που μπορεί να αποτελέσει αφετηρία, ξεκίνημα, έναυσμα, για έναν άλλον τρόπο γραφής, για ένα προσωπικό ύφος, για ανάπτυξη άλλων απόψεων, ως συνέχεια εκείνων που πήρε από το έργο άλλων.
Και στην αφομοίωση εκείνων που γνώρισε, η Δέσποινα Πολυχρονίδου δείχνει ότι υπήρξε ουσιαστική, ότι κατάφερε να κερδίσει στην προσπάθεια για προσωπικό ύφος, για δική της γραφή, από τις πρώτες της «Σκιές» μέχρι και τον «Πόντο» του «ταξιδιού στο χρόνο — στον τόπο του χθες και του σήμερα».
Δεν μπορεί κανείς να γκρεμίσει ένα κτίριο, ένα δημιούργημα ή να του κάνει βελτιώσεις, αν αυτό δεν υπάρχει. Με δημιούργημα που υπάρχει θα ξεκινήσει. Θα το δει ως σύνολο και στη συνέχεια θα ερευνήσει τις λεπτομέρειές του.
Και αν θα βρει λάθη ή κακοτεχνίες, θα είναι μόνον τότε στις λεπτομέρειες. Μετά την ανάλυση αυτή, του όλου και των λεπτομερειών — των επιμέρους — θα δει τι βελτιώσεις μπορεί να γίνουν. Και αυτές οι βελτιώσεις δεν θα είναι τελικές, αφού θα αναζητούνται μέσα στους αιώνες, ανάλογα με τις εμπειρίες και τις γνώσεις που θα προκύπτουν κάθε φορά.
Γνωστός δημοσιογράφος της ΕΡΤ3, ποντιακής καταγωγής, από άγνοια, πιστεύει ότι η λογοτεχνία σταμάτησε στον Οδυσσέα Ελύτη!
Με τις γραμμές, τις αφιερωμένες στον Πόντο, η Δέσποινα Πολυχρονίδου αναπλάθει μνημεία και μορφές και γεγονότα, που εγκαταλείφθηκαν εκεί, και εκφράζει τα συναισθήματα που προκάλεσε αυτή η ανάπλαση, αυτή η ανάμνηση, αυτή η νοσταλγία, που είναι στενά δεμένη και με όσα ακούσματα έχει από τους παλαιότερους, τους πιο κοντινούς, αλλά και άλλους, που έγραψαν, διηγήθηκαν, υπηρετώντας τη μακραίωνη παράδοση.
Τραγουδάει την αγάπη της για τις ρίζες της, επιθυμώντας, προφανώς, να την ακούσουν οι σύγχρονοι και να ευαισθητοποιηθούν, μαζί και οι μεταγενέστεροι, αυτοί που θα έρθουν και που θα ακούν, ίσως, ονομασίες περιοχών του Πόντου, και δεν θα έχουν καμία άλλη σημασία, παρά μόνον θα σημαίνουν γεωγραφικούς όρους και τίποτε άλλο. Και όμως, τα ονόματα, που συνδέονται με κάποια γεγονότα, συγκλονίζουν σήμερα την ίδια, αλλά και πολλούς άλλους.
Τα έως τώρα βιβλία της
Η Δέσποινα Πολυχρονίδου κυκλοφόρησε, μέχρι το 2011, τα εξής έργα της:
«Σκιές», ποιητική σύνθεση, 1966,
«Εν σοφία», διηγήματα, 1968,
«Η Υπερώρα», ποίηση, 1977,
«Στάλες», ποίηση, 1983,
«Λαζαρίνες», μυθιστόρημα, 1986,
«Συμπαντικά», ποίηση, 1987,
«Έλεγος», ποίηση, 1991,
«Στην Πιερία του Ορφά», νουβέλα, 1996,
«Η τελευταία Κυριακή», μυθιστόρημα, 2002,
«Πυράκανθοι έρωτες», διηγήματα, 2004,
«Πόντος, ταξίδι στον χρόνο — τόπο του χθες και του σήμερα», οδοιπορικό, 2009,
«Της δόξας και του ελέγου», ποίηση, 2009,
«Άμα υπάρχουνε Ρωμαίοι», θεατρικό 2011.
Έχει έτοιμα για έκδοση: «Ο θυμός της Πολυάνθης», μυθιστόρημα, «Η μαριονέτα», μονόπρακτο θεατρικό, «Το κομπολόι», μονόπρακτο θεατρικό, «Το εργαστήρι μας», θέατρο για παιδιά, «Ανέμων οι ωδές», ποίηση.
Αναγνώρισε την προσφορά της η Αξιούπολη
Δύο φορές τίμησαν τη Δέσποινα Πολυχρονίδου, για την προσφορά της στον πολιτισμό, οι συμπατριώτες της Αξιουπολίτες, καταρρίπτοντας, έτσι, το γνωστότατο γνωμικό «Ουδείς προφήτης εν τη πατρίδι αυτού».
Η Φιλοπρόοδος Εταιρεία Αξιούπολης, με πρόεδρο τον στρατηγό — γιατρό Βασίλη Τσακρακλίδη και γενικό γραμματέα τον επί χρόνια γραμματέα του δήμου Αξιούπολης, τον αξέχαστο Θεόδωρο Τογκελίδη, της απένειμε το 1979 τιμητική πλακέτα για το σύνολο του έργου της.
Τιμητική πλακέτα της απένειμε και ο δήμος Αξιούπολης, τον Αύγουστο του 1991, με την ευκαιρία των εκδηλώσεων «ΙΓ' Αξιουπολίτικα», για την προσφορά της στη λογοτεχνία και το θέατρο.
Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας
Πηγη: Περιοδικο "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας
Πηγη: Περιοδικο "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"
Πολὺ χάρηκα ποὺ βρῆκα αὐτὸ τὸ δημοσίευμα γιὰ τὴν συμπαθέστατή μου Δέσποινα. Τὴν ἤξερα ἀπὸ τὴν Ἕνωση τῶν Νέων Ἑλλήνων Λογοτεχνῶν, ὅπου ἡ παρουσία της γινόταν αἰσθητὴ κάθε φορὰ γεμάτη χάρη, σὰν κορίτσι ἀπολαυστικό. Ἔχουμε παίξει καὶ στὸ θέατρο μαζύ: οἱ σκηνές μας "ἔδεναν" καλλίτερα ἀπ' ὅλες τὶς ἆλλες. Εἶναι θεατρίνα. Ἰδιαίτερη φιλία δυστυχῶς δὲν εἴχαμε ἀλλὰ κάθε φορὰ τὴν ἔβλεπα μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ πᾶντα τὴν σκέφτομαι μὲ συγκίνηση, γιατί ἔχει καὶ καλὸ χαρακτήρα σὰν ἄτομο. Τῆς στέλνω θερμότατες εὐχές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΙάνη Λο Σκόκκο μου διάβασα τους "επαίνους" σου, με συγκίνησες πολύ.Σε ευχαριστώ πάρα πολύ.Ιάνη σε θυμάμαι με αγάπη εύχομαι να είσαι πάντα καλα.
ΑπάντησηΔιαγραφή