ΤΑΜΑΜΑ Μέρος 8ο

Σάββατο 30 Μαρτίου 2013



Ο Ισμαήλ κοίταξε αμίλητος την γυναίκα του, από πάνω μέχρι κάτω. Η γυναίκα του δεν ήταν Εσπιελού. Γεννήθηκε και μεγάλωσε σ' ένα χωριό της Κερασούντας και ήρθε στην Έσπιε, μετά τον γάμο της, με τον Ισμαήλ. Τι να πει ο Ισμαήλ, στην γυναίκα του; Προτίμησε να μη μιλήσει.
Στην συνεδρίαση μαζεύτηκαν οι πρόκριτοι Μουσουλ­μάνοι. Ο Ισμαήλ αργούσε να έλθει. Σε λίγο ένα παιδί, τους ειδοποίησε, ότι κάτι συνέβει και ο Ισμαήλ δεν μπορούσε να έλθει και ότι τους παρακαλούσε να πάνε σπίτι. του. 
Μόλις ήρθαν οι πρόκριτοι στο σπίτι του Ισμαήλ, κάθισαν στον μουζαφίρ οντά και σε λίγο ήρθε μπροστά τους ο καθιε­ρωμένος καφές. Αμέσωςμετά τον καφέ, εμφανίστηκε στον μουζαφίρ οντά, ο Ισμαήλ. Ήταν χλωμός, σαν το πανί. Οι φίλοι του ανησύχησαν και τον ρώτησαν τι έπαθε.
 Όταν τους διηγήθηκε, όλα όσα συνέβηκαν εκείνα τα ξημερώματα, ανησύχησαν πιο πολύ. Τον λόγο πήρε ο Ασμή. Φίλοι, είπε, να μην κάνουμε τίποτε, διότι ο κίνδυνος για όλους μας είναι πολύ μεγάλος. Θυμήθηκε να τους διηγηθεί, ότι άνθρωποι του Τοπάλ Οσμάν, έκαψαν ένα χωριό ολόκληρο, κοντά στην Κερασούντα, για τον ίδιο λόγο και δεν δεί­λιασαν να κάψουν και σπίτια Μουσουλμάνων. Ο Τουργκούτ, πιο νέος, δεν εύρισκε λογικό, να ρισκάρουν το βιός τους, για χάρη των Γκιαούρηδων.
Πρώτη φορά οι Εσπιελήδες, μιλούσαν για τους Χριστιανούς συμπατριώτες τους και τους αποκαλούσαν Γκιαούρηδες. Ο κόσμος χάλασε. Δεν χάλασε εκείνη την ημέρα, γιατί η συνεδρίαση έληξε με απόφαση, να μην κάμουν τίποτε και σιωπή διαδέχθηκε όλα αυτά τα επεισόδια. Χάλασε όμως η τάξη σχέσεων, που υπήρχε μέσα στην Έσπιε, εδώ και αιώνες. Αυτό δεν μπορούσε να είναι καλός οιωνός. Κάτι κακό προμήνυμα αιωρείτο πάνω από όλους. 
Το καλοκαίρι εκείνο πέρασε με ψυχρότητα, ανάμεσα στους δύο μαχαλάδες. Επισκέψεις μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών αραίωσαν και περιορίστηκαν σε όσες ήσαν πραγματικά αναγκαίες. Τα βράδια, όλοι διπλαμπάρωναν τις πόρτες τους. Αφηναν τα σκυλιά τους στην αυλή ελεύθερα. Οι Μουσουλμάνοι δεν είχαν ανέκαθεν ιδιαίτερη συμπάθεια στα σκυλιά. Τώρα απέκτησαν και αυτοί σκυλιά στις αυλές τους. Όλοι εφοβούντο.
Ο Τοπάλ Οσμάν ήταν ένας άνθρωπος, που έπαιξε μεγάλο ρόλο στους μετέπειτα χρόνους, πάνω στην τύχη των Ρωμιών του Δυτικού Πόντου. Γεννημένος στην Κερασούντα, άνθρω­πος του λιμανιού και της μαφίας, εκβιαστής και τυχοδιώκτης, βρέθηκε εθελοντής στο Μακεδονικό Μέτωπο. 
Λέγεται μάλιστα, ότι εκεί στην Μακεδονία, τραυματίστηκε και έγινε κουτσός, που τούρκικα λέγεται Τοπάλ, όνομα με το οποίο πέρασε στην Ιστορία. Ιδιαίτερα, μετά τον τραυματισμό, αυτό το μίσος του, εναντίον των Ελλήνων, έγινε θανάσιμο.
 Πολύ αίμα κόστισε στον άμαχο πληθυσμό αυτός ο τυχοδιώκτης. Όταν επέστρεψε στην Κερασούντα, αυτοπροβλήθηκε σαν ήρωας, ενώ πολλά λέγονται για δειλίες, που έδειξε στο μέτωπο.

 Οργάνωσε γύρω του μια ολόκληρη συμμορία, η οποία εξεβίαζε τους πάντες και είχε θησαυρίσει. Στόχος του στην αρχή ήσαν οι πλούσιοι. Όλοι είχαν κάποιο πρόβλημα. Ο Νόμος γενικής στράτευσης και των Χριστιανών ήταν το όπλο του. Παντού υπήρχαν ανυπότακτοι, γιατί οι Χριστιανοί είχαν φόβο να στείλουν τα παιδιά τους, στον Τουρκικό στρατό. Η επιχείρηση αυτή τον έκαμε πλούσιο. 

Πήγαινε στα σπίτια των ανυπότακτων με απειλές και κηρύγματα περί πατρίδος και προδοσίας, σταματούσε όμως μόλις έπαιρνε τα λύτρα. Αυτό γινόταν στην αρχή. Αργότερα και όποιος αντιδρούσε, έπρεπε να πεθάνει, για να φοβούνται οι υπό­λοιποι. Έμπαινε σε χωριά χριστιανικά και έκαιγε σπίτια και σταματούσε μόλις οι προύχοντες του έδιναν λύτρα.
Τέτοιοι τυχοδιώκτες έδρασαν τα χρόνια εκείνα ελεύθερα στην Ανατολή και έβλαψαν πολύ το χριστιανικό στοιχείο. Όποιος δε Τούρκος προύχοντας τόλμησε να αντιδράσει βρήκε και αυτός τον μπελά του και πολλές φορές τον θάνατο. Η Τουρκία τα χρόνια εκείνα, άρχισε μέσα στην παρακμή της, να παρουσιάζει κενά εξουσίας. Ο Σουλτάνος με όλη την Οθωμανική Διοίκηση, σε πολλά μέρη ήταν υπό αμφισβήτηση.
 Οι Νεότουρκοι, αντίπαλοι του Σουλτανικού Καθεστώτος και εθνικιστές, προσπαθούσαν να τον ρίξουν. Οι συνωμοσίες διαδέχονταν η μία την άλλη. Στην επαρχία, για να πετύχεις κάτι, έπρεπε να έχεις την έγκριση του επισήμου κράτους, αλλά και του Κομιτάτου των Νεότουρκων.
Έτσι μέσα στα κενά εξουσίας, βρήκαν εύκολο πεδίο δράσης, οι τυχοδιώκτες. Με τις συμμορίες τους, λήστευαν τον κόσμο. Οι δύο εξουσίες δεν τους πείραζαν, τουναντίον
προσπαθούσαν να τους κερδίσουν, για να τους χρησιμο­ποιήσουν, εν καιρώ, στις μεταξύ τους διαφορές.
 Που να διαμαρτυρηθεί ο Χριστιανός, για το βιός του και για το καμένο χωριό του; Η ζωή του και η τιμή του, ήταν στα χέρια του οποιουδήποτε Τοπάλ Οσμάν. Αργότερα ο Τοπάλ Οσμάν προσχώρησε στο κεμαλικό κίνημα εθνικής σωτηρίας και τιμήθηκε σαν μέλος της Εθνοσυνέλευσης, στην Αγκυρα. Όμως ο Κεμάλ προσπάθησε αργότερα να μεταρρυθμίσει το κράτος και να καθιερώσει την τάξη και νομιμότητα. Πώς μπορούσε όμως επί δέκα χρόνια να ληστεύει ολόκληρο τον Πόντο; 
Στην προσπάθεια του να κάμει συνωμοσία και να βλάψει τον Κεμάλ Ατατούρκ, θανατώθηκε το τέρας. Η λεπτομέρεια αυτή πέρασε στα ψιλά γράμματα της τουρκικής Ιστορίας, για να παραμείνει η ιστορική μνήμη του ήρωα του Μακεδονικού αγώνα και του αγώνα Εθνικής Σωτηρίας. Οι Τσετέδες του, τιμήθηκαν με παράσημα, τα οποία φορούσαν
μέχρι τα βαθιά γεράματά τους, με καμάρι. Ο γιος του κατάφερε να διορισθεί αργότερα δήμαρχος Κερασούντος και πάνω στον λόφο να κτίσει τάφο-μνημείο στον πατέρα του. Και σαν ήρωας τιμάται μέχρι σήμερα από τους Κερασουνταίους. Χάλασε τον τάφο του Δημάρχου Καπετάν Γιώργη, για να μπει ο τάφος του πατέρα του.
 Στην Έσπιε, ήταν πρώτη φορά που παρουσιάστηκαν οι Τσετέδες του Τοπάλ Οσμάν. Λίγες ώρες έμειναν, εκεί, αλλά φεύγοντας άφησαν τον φόβο, σε όλο το χωριό.
Αργότερα ήρθε και μια μεγάλη οικογένεια Τούρκων από την Μακεδονία και εγκαταστάθηκε στην Έσπιε. Ήταν η οικογένεια του Εμίρ Αγά. Φαινόταν πλούσια οικογένεια τσιφλικάδων. Η καταγωγή τους ήταν από τις Σέρρες της Μακεδονίας. 
Έκτισαν ένα μεγάλο σπιτικό στην Έσπιε και με εντολή του κράτους καταπάτησαν όλα τα χωράφια των απόντων Χριστιανών στην Ρωσσία.
Μια νέα εποχή άρχιζε στην Έσπιε, που όμοια της δεν είχαν γνωρίσει οι κάτοικοι, όσο καιρό ζούσαν εκεί οι ίδιοι και οι πρόγονοί τους. Η έννοια της φεουδαρχίας ήταν
άγνωστη μέχρι τότε στην Έσπιε. Όταν το καλοκαίρι, εκεί στο τέλος Μαΐου με αρχές Ιουνίου, ο ήλιος και οι βροχές έδωσαν ζωή και ύψος στα χόρτα, βγήκε ντελάλης ένα πρωινό σε όλη την Έσπιε και φώναζε: Εμίρ αγανίν σαπί καλκατσάκ Εβ Μπασί μπιρ αντάμ γκελετσέκ.
(Του Εμίρ αγά τα χόρτα ψηλώσανε. Από κάθε σπίτι να έλθει ένας άντρας). Έπρεπε να κόψουν τα χόρτα του Εμίρ αγά, με αγγαρεία. 
Αυτό ήταν η αρχή.





Γιώργος Ανδρεάδης
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah