ΤΑΜΑΜΑ Μερος 7ο

Σάββατο 30 Μαρτίου 2013



Στο σπίτι του παπά, η Μαρικούλα, η Συμέλα η Ταμάμα και ο Αλέξανδρος μεγάλωναν, χωρίς να έχουν καμμία υποψία, διότι δεν καταλάβαιναν τα όσα συνέβαιναν. Και τι να καταλάβουν τα αμέριμνα παιδιά, την ώρα, που οι μεγάλοι, ζούσαν μέσα σε μια σύγχυση, πλημμυρισμένη με άγνοια.
Η παπαδιά αισθανόταν κάπως ανακουφισμένη, γιατί οι κορούλες της μεγάλωσαν. Η Συμέλα, με την Ταμάμα, φρό­ντιζαν τον Αλέξανδρο και η Μαρικούλα έφερνε βόλτα τις δουλειές του σπιτιού. Μια χαρά τα κατάφερνε και με το μαγείρεμα, και ας ήταν μόλις 12 χρόνων. Εξάλλου τα χρόνια εκείνα, ένα κορίτσι 12 χρονών, έπρεπε να ψηθεί καλά με τις δουλειές του σπιτιού, γιατί όχι σπάνια, στα 14 μπορούσε να παντρευτεί και να δημιουργήσει δική του οικογένεια.

Έτσι η Παπαδιά, ελεύθερη από τις έννοιες του μωρού και του σπιτιού, βοηθούσε στα ζώα και στα χωράφια τον παπά. Είχε κουραστεί ο Παπαγιάννης, τα προηγούμενα χρόνια να τα αντιμετωπίζει όλα σχεδόν μόνος του, γιατί η παπαδιά, ή θα ήταν έγκυος, ή θα είχε να φροντίσει μωρά
παιδιά. Μεγάλη βοήθεια ήταν η συννυφάδα της, η Ελένη, που σαν αδελφή, πάντοτε ήταν παρούσα. Εξάλλου και η ίδια άτεκνη, μοναδική χαρά της, ήταν τα παιδιά του παπά, που τα είχε σαν δικά της.
Πλησίαζε η γιορτή του Ευαγγελισμού -25 Μαρτίου 1915- και ενώ οι Εσπιελήδες περίμεναν την μεγάλη γιορτή, που θα έφερνε μαζί της το τέλος του χειμώνα και την αρχή της Άνοιξης, ένα πολύ άσχημο γεγονός ήρθε να συννεφιάσει πάνω από όλο το χωριό. Μια εβδομάδα πριν από την γιορτή και ενώ ο Παπαγιάννης και άλλοι Χριστιανοί πήγαιναν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, να προσευ­χηθούν στον όρθρο, όλοι με έκπληξη είδαν πάνω στις σκάλες της εκκλησίας, μπροστά στην είσοδο, κάποιος την προηγούμενη νύκτα είχε αποπατήσει. Στην θέα της ακαθαρσίας, ο Παπαγιάννης αισθάνθηκε σεισμό μέσα του και του ήρθε λιγοθυμιά.
Αυτό δεν είχε γίνει καμία φορά στην Έσπιε, αλλά ούτε και πουθενά αλλού στην Μαύρη Θάλασσα. Εάν είχε ξαναγίνει κάτι, θα είχαν να διηγηθούν γι' αυτό οι παππού­δες. Κανείς, ποτέ δεν είπε, ότι κάτι τέτοιο έγινε σε εκκλησία, ή τζαμί. Σαν αστραπή η είδηση διαδόθηκε σε όλη την Έσπιε. Μαζεύτηκαν πολλοί και Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. 
Δύο γέροι Μουσουλμάνοι, τραβούσαν τις γενειάδες τους, για την ιεροσυλία, που είδαν. Όλους κατέλαβε ο φόβος, ότι οργή θεού προμηνύεται να έλθει επάνω τους, για την πράξη αυτή. Γρήγορα, με βραστά νερά έπλυναν τον τόπο και αφού το καθάρισαν, ο Παπαγιάννης έκαμε αγιασμό και έχυσαν τον Αγιασμό πάνω στις σκάλες, για να ξεπλύνουν το κακό που έγινε. Και ναι μεν οι σκάλες καθάρισαν, αλλά ο φόβος παρέμεινε σε όλους τους Εσπιελήδες, ότι θεία τιμωρία τους περίμενε, γι' αυτό που είχε γίνει. Τον φόβο αυτό είχαν και οι Μουσουλμάνοι. Με αγανάκτηση έψαχναν όλοι να βρουν τον ένοχο. Οπωσδήποτε όλοι συμφωνούσαν, ότι αποκλειό­ταν ο ένοχος να είναι Χριστιανός. Η υποψία έπεφτε στην ράχη των Μουσουλμάνων. 
Ο φανατισμός των τελευταίων καιρών, μήπως οδήγησε κανένα νέο, στην απρεπή αυτή πράξη. Οι πρόκριτοι Μουσουλμάνοι έψαχναν την υπόθεση και την έψαχναν χωρίς υποκρισία. Η μόνη τους ελπίδα να απαλλαγούν από την θεία οργή, ήταν να βρουν τον ένοχο.
Ο Μουχτάρης Ισμαήλ υποπτευόταν τον Ρεφήκ. Ο Ρεφήκ ήταν Εσπιελής νέος. Είχε φύγει μικρός ακόμη για την Σαμψούντα, όπου έζησε περίπου 6 χρόνια και αφού παντρεύτηκε ξαναγύρισε στην Έσπιε. Μήπως εκεί στην Σαμψούντα, επηρεασμένος από τα γεγονότα και τις δια­δόσεις, ήθελε με τον τρόπο αυτό, να εκδικηθεί τους Γκιαούρηδες; Αλλά πάλι όταν έφυγε για Σαμψούντα ήταν ήδη 15 χρόνων. 
Δεν μπορούσε να πετάξει από πάνω του, τις παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα της Έσπιε, με τα οποία μεγά­λωσαν όλοι. Ο Ιμπραχήμ, όταν άκουσε την υποψία του Ισμαήλ, πρότεινε να μαζευτούν όλοι και να φωνάξουν τον Ρεφήκ. Έτσι και έγινε. Όταν ο Ρεφήκ άκουσε από το στόμα του Μουχτάρη Ισμαήλ, την υποψία, λες και τον κτύπησε κεραυνός. Έπεσε καταγής, προσευχήθηκε και φώναζε για την αθωότητά του. Όλοι τον πίστεψαν. Τότε επενέβη ο Ιμπραχήμ και είπε: Αποκλείεται να έκαμε την δουλειά αυτή συγχωριανός μας.
Κάποιος απ' αυτούς τους μουαζίρηδες (εννοούσε τους πρόσφυγες) πρέπει να έχει κάμει την πράξη αυτή. Όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, σαν να συμφωνούσαν. Ο Μουχτάρης Ισμαήλ μάλιστα είπε την τούρκικη παροιμία: Μπιζέ γκελέν μπιζδέν μπετέρ (Σε εμάς όποιος έρχεται από εμάς χειρότερος είναι) Η ατμόσφαιρα στους προκρίτους είχε ηλεκτρισθεί και όλοι σκεφτόταν, πως πρέπει να τιμωρηθούν οι πρόσφυγες. Αλλος έλεγε να τους διώξουν όλους. Αλλος έλεγε να τους φωνάξουν και να τους αναγκάσουν να ομολογήσουν, ποιος το έκαμε και να τιμωρήσουν μόνον αυτόν, που έκαμε την βέβηλη πράξη.
Τελικά μπήκε στη μέση ο Μουχτάρης Ισμαήλ και πρότεινε να πάνε όλοι σπίτι τους και την άλλη μέρα να συγκεντρωθούν πάλι, για να πάρουν ήρεμοι απόφαση. Η είδηση όμως διέρρευσε σε όλη την Έσπιε. Ένοχοι οι πρό­σφυγες! Ένοχοι προτού να κατηγορηθούν και προτού να απολογηθούν. Όλοι περίμεναν την άλλη μέρα, για να δουν την βέβαιη τιμωρία τους.
Την άλλη μέρα όμως, τα ξημερώματα, έμπαιναν στην Έσπιε 10 πάνοπλοι έφιπποι Ζιπκαλήδες. Ήσαν τσετέδες του Τοπάλ Οσμάν. Πήγαν κατευθείαν στο σπίτι του Μουχτάρη Ισμαήλ. Τρόμαξε μέσα στον πρωινό ύπνο του, ο Ισμαήλ. Η αγριωπή φάτσα των καβαλάρηδων πρόδιδε, ότι δεν ήρθαν για καλό σκοπό.
Με τις πιτζάμες του, άνοιξε την πόρτα του και τους φώναξε να μπουν μέσα. Μόνον ένας ξεπέζεψε από το άλογο του, ήρθε μπροστά στον φοβισμένο Ισμαήλ, του έδωσε μια καμτσικιά στα πόδια, ενώ πάνω από τα άλογα, ένας, που φαινόταν σαν αρχηγός τους, με βροντερή φωνή του είπε:
-Ισμαήλ, αυτό είναι απλά μια προειδοποίηση. Αν συνεχίσεις να είσαι φίλος των γκιαούρηδων, θα κάψουμε το σπίτι σου, και το δικό σου και του καθένα, που θα θελήσει να αντισταθεί, ή θα θελήσει να ενοχλήσει τους πρόσφυγές μας. Η Τουρκία στους Τούρκους.
Αυτό είπε ο αρχηγός και μ' ένα νόημά του, καβάλησε στο άλογο και ο δικός του, που είχε κατέβει με το καμπτσίκι του. Στην πόρτα έμεινε εμβρόντητος ο Ισμαήλ και δεν ήξερε αν έβλεπε όνειρο κακό, ή αν είναι πραγματικά, τα όσα είδε και άκουσε. Ο φόβος ήταν μεγαλύτερος, από τον πόνο του καμτσικιού στα πόδια του.
 Ήταν 60 χρονών ο Ισμαήλ και τέτοια προσβολή δεν του είχε γίνει ποτέ στην ζωή του. Ο κόσμος χάλασε. Μόλις άρχισε να συνέρχεται, έμμονη του έγινε η σκέψη, ότι η επίσκεψη αυτή δεν ήταν τυχαία. Άρα κάποιος από το χωριό τους, ειδοποίησε στην Τρίπολη, τι είχε γίνει και τους ενημέρωσε για την συνεδρίαση, που θα είχαν την ημέρα εκείνη. Την σκηνή είδε μέσα από το σπίτι και η γυναίκα του. Η Νουράν Χανούμ έσυρε τον άνδρα της μέσα, τον κάθισε σαν ρομπότ και έτρεξε να του φέρει καφέ και νερό, για να τον συνεφέρει. Μόλις ηπιε δύο γρήγορες ρουφηξιές καφέ και νερό ο Ισμαήλ, η Νουράν του είπε. 
Τι θέλεις και ανακατεύεσαι με τους Γκιαούρηδες; 
Δεν βλέπεις και δεν ακούς, τι κακά κάνουν αυτοί στους δικούς μας και τί μας νοιάζει εμάς, εάν κάποιος άφησε τις ακαθαρσίες του στα σκαλιά της εκκλησιάς τους; Κοίταξε το σπίτι μας και τα παιδιά μας. Μακρυά από τους Γκαιούρηδες. Δεν ακούς ότι είναι φίδια ανάμεσά μας;






Γιώργος Ανδρεάδης
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah