Ο Σάββας Παυλίδης, από το Λερί Αργυρούπολης, μέσω Καυκάσου, στο Ανατολικό Πτολεμαΐδας

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

Ορφανός και από τους δύο γονείς, μικρό παιδί ο Σάββας I. Παυλίδης, έφτασε με την ανταλλαγή, από τον Καύκασο στον Πειραιά, όπου κλαίγοντας αντίκρισε τους άλλους Έλληνες.
Γιος μεγαλεμπόρου καπνού, του Ιωάννη Παυλίδη, ο Σάββας γεννήθηκε το 1906 στο χωριό Λερί, της ενορίας Κυριακάντων, της Αργυργούπολης. Μητέρα του ήταν η Δέσποινα Ραμπίδου.
Όταν τον επισκεφθήκαμε τον Μάρτιο του 2010 στο Ανατολικό, πρόσχαρος και υπερήφανος, μας έδειξε τον κήπο του και τα δέντρα και τα φυτά που καλλιεργεί μόνος του, καθώς και μια μεγάλη κληματαριά.

Μεγαλοεπιχειρηματίας ο πατέρας του Ιωάννης

Όταν ήταν παιδί ο ίδιος, ο πατέρας του μετανάστευ­σε στο Κουμπάν, στη νότια Ρωσία, όπου ασχολήθηκε με τα καπνά και έγινε τσιφλικάς και μεγάλος καπνέμπορος. Καλλιεργούσε 2.000 στρέμματα με καπνά. Για εργάτριες έφερνε κορίτσια από τον Πόντο. Οι εργάτριες απασχο­λούνταν ολόκληρο τον χρόνο και διέμεναν σε σπίτια που είχε χτίσει.
Για τον έλεγχο των εργασιών είχε επιστάτες και προϊστάμενους. Συνολικά, απασχολούσε στις δου­λειές του ο πατέρας του γύρω στα εξακόσια άτομα, που έκαναν τη σπορά των καπνών, τις άλλες εργασίες, μέχρι και το παστάλιασμα. Τα καπνά τα έστελναν στη Γερμανία και στην Αμερική. Ήταν από τους μεγάλους εμπόρους.
Οι εργαζόμενοι στα καπνά έτρωγαν από κοινό συσσί­τιο, που γινόταν σε μεγάλα καζάνια. Όλοι σέβονταν τον πατέρα του και τη μητέρα του, που ήταν πολύ όμορφη. Ανάμεσα στους γνωστούς της οικογένειας ήταν και αξιωματούχοι της τσαρικής κυβέρνησης.
Ανάμεσα στους γνω­στούς του ήταν και αξιωματικοί του ρωσικού στρατού, κάποιοι από τους οποίους, κατά την οπισθοχώρησή τους από την Τουρκία, το 1917, φρόντισαν να πάρουν την οι­κογένεια του Ιωάννη Παυλίδη στη Ρωσία.

Σάββας Παυλίδης με την γυναίκα του Δέσποινα
Στην αναμπουμπούλα, σκότωσαν τους γονείς του

«Θυμάμαι», λέει ο Σάββας I. Παυλίδης, «ότι μας πήρε ένας Ρώσος αξιωματικός και μας πήγε στο Μπακού και από εκεί πήγαμε στον Καύκασο, στον πατέρα μου.
Τότε όλοι οι δρόμοι είχαν κλείσει, γιατί ο τσάρος ήθελε να διαλύσει τους Σοβιετικούς. 
Έκανε, όμως, το λάθος να μην δώσει στους μουζίκους, τους φτωχούς αγρότες και εργάτες, τίποτε.
 Οι Μπολσεβίκοι επικράτησαν και σκότωσαν τον τσάρο. Στην αναμπουμπούλα επάνω σκό­τωσαν και τους γονείς μου, γιατί ήταν πλούσιοι. Έμεινα ορφανός. Σχολείο δεν πήγα. Τότε έφευγαν για την Ελ­λάδα. Με πήραν και με πήγαν στο λιμάνι. Εισιτήριο δεν είχα ούτε και διαβατήριο.
 Έκλαιγα σε μια γωνιά, μην ξέροντας τι να κάνω. Εκεί που ήμουν απογοητευμένος, ήρθαν τρεις πατριώτες, Σανταίοι, πλούσιοι, που έφευγαν για την Ελλάδα. Με ρώτησαν γιατί κλαίω. Τους είπα ότι είμαι ορφανός και δεν έχω κανέναν. Ένας από αυτούς είπε σε έναν άλλο, που λεγόταν Χρήστος, να με πάρει και να με πάει στο ελληνικό προξενείο, να βγάλω διαβα­τήριο και να φύγω.
Οι ίδιοι με έβαλαν στο καράβι, που μας έφερε στον Πειραιά. Έμεινα στο λιμάνι μόνος και κλαίγοντας. Με ρώτησαν οι χωροφύλακες, γιατί κλαίω. Τους είπα ότι είμαι ορφανός, δεν έχω κανέναν και δεν ξέρω γράμματα».

Συνάντηση με την προϊσταμένη του πατέρα του
Τον πήγαν οι χωροφύλακες στον Άγιο Γεώργιο, όπου είχε πολλούς πρόσφυγες, χιλιάδες κόσμο. Εκεί που τον άφησαν ήταν άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους. Είχε κρύο. Έμεινε δύο βραδιές έξω και έπαθε παράτυφο. Δί­πλα στις παράγκες, όπου διέμεναν οι πρόσφυγες, είχε ένα μαγειρείο, στο οποίο ένας πατριώτης έδινε ένα πιάτο φα­γητό, χωρίς να τους παίρνει χρήματα.
«Πήγα κι εγώ», λέει ο Σάββας I. Παυλίδης. «Μου έδωσε να φάω και με ρώτησε πώς λέγομαι. Του είπα το όνομά μου και ότι είμαι ορφανός και δεν έχω κανέναν. Μου έφερνε κάθε μέρα ένα πιάτο φαγητό. Μια μέρα τον είδε κάποια γυναίκα και τον ρώτησε πού το πάει το φα­γητό κάθε μέρα. Όταν άκουσε το όνομά μου η γυναίκα, έτρεξε και με βρήκε. Ήταν μια από τις προϊσταμένες του πατέρα μου. Επειδή ήταν πολύ ευχαριστημένη από τους γονείς μου, μας αγαπούσε πολύ. Όταν με βρήκε, με αγκά­λιασε σαν συγγενή της. Πήγαμε και μου αγόρασε ρούχα.
Τι να σας πω, ξαφνιάστηκα! Χόρτασα φαγητό και ντύθη­κα. Αμέσως γέλασε το πρόσωπο μου».

Ο ερχομός στη Μακεδονία και οι νέες περιπέτειες
Μετά από μερικές μέρες, ένα αντρόγυνο ζήτησε να τον υιοθετήσει. Ο άντρας ήταν έμπορος ειδών υγιεινής. Βρέθηκαν, όμως, κάποιοι συγγενείς του, που θέλησαν να τον φέρουν στη Μακεδονία, όπου υπήρχαν πολλοί πατρι­ώτες. Η γυναίκα που τον περιποιήθηκε, δεν ήθελε να τον πάρουν. Έλεγε ότι στη Μακεδονία δεν έχει τίποτε παρά
μόνον μαύρες κάργες.
«Τελικά», λέει ο Σάββας I. Παυλίδης, «με πήραν και με έφεραν εδώ. Κάποιος συγγενής του πατέρα μου με πήρε και με κράτησε να εργάζομαι μέρα — νύχτα στα χωράφια, στα αλώνια, στα οργώματα. Αυτό κράτησε δεκατρία χρό­νια. Τράβηξα του Χριστού τα πάθη! Ήμουν σαν σκλάβος. Μόνον με τάιζαν, τίποτε άλλο, ούτε έξω έβγαινα.

«Μας έβαλαν στα αντίσκηνα»
»Όταν ήρθαμε εδώ, την περιοχή την εκμεταλλεύονταν δύο μπέηδες. Τη δική μας ο Χαμίλ και του Αγίου Χρι­στόφορου ένας άλλος. Έμειναν λίγο καιρό μαζί μας και μετά φοβήθηκαν και έφυγαν.
 Ήρθαν πολλοί πρόσφυγες από τον Πόντο που μιλούσαν ποντιακά και από την περιοχή της Άγκυρας, που μιλούσαν τουρκικά. Τα σπίτια που βρήκαν εδώ οι πρόσφυγες ήταν όλα χαλασμένα. Υπήρχε και ένα τζαμί, που τα πρώτα χρόνια το έκαναν σχολείο . Στους πρόσφυγες έδωσαν αντίσκηνα, που κάλυψαν μεγάλη έκταση. Όταν φυσούσε ο αέρας, έπαιρνε τα αντίσκηνα.
«Εμείς χτίσαμε χαμηλά σπίτια με πέτρες, λάσπη και άλλα υλικά που πήραμε από τα χαλάσματα. Από μπρο­στά ήταν ψηλά και πίσω χαμηλότερα, για οικονομία, αλλά και για να γλυστράνε τα χιόνια. Με τον καιρό χτίσαμε και στο πλάι βοηθητικούς χώρους. Τον χειμώνα, όλα τα σπί­τια ήταν παγωμένα. Το καλοκαίρι, με τις ζέστες, έλιωναν τα παγωμένα πλιθιά και έτρεχε υγρασία από τους τοίχους. Οι τοίχοι πάθαιναν ζημιές.

«Απελευθέρωση» και γάμος με τη Δέσποινα
«Τραβήξαμε πολλά. Εγώ απελευθερώθηκα από τους συγγενείς, όταν πήγαν κάποιοι Μικρασιάτες στην αστυ­νομία και τους κατάγγειλαν τους συγγενείς μου ότι με εκ­μεταλλεύονται. Τότε γνώρισα τη Δέσποινα Αγγελανίδου, την κατοπινή γυναίκα μου, της οποίας ο πατέρας έπινε πολλή μπύρα. Η οικογένειά της ήρθε από την περιοχή της Άγκυρας. Μιλούσαν μόνον τουρκικά. Αυτούς που ήρ­θαν από την Άγκυρα, τους έλεγαν Αγκυραγλίδες. Φυσικά, ήταν Έλληνες.
»Με τη γυναίκα μου, τη Δέσποινα, δεν είχαμε τίποτε για να ζήσουμε. Ο θείος της πεθεράς μου, που ήταν ερ­γολάβος, είπε και στους άλλους συγγενείς και μας βοήθη­σαν. Με τη βοήθεια τους, κάναμε μία παράγκα και μείνα­με μέσα. Ήταν λίγο πριν από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Το 1940 πήγα στρατιώτης και πολέμησα στο αλβανικό μέτωπο. Όταν γύρισα από τον πόλεμο, παρά τις κακουχί­ες και τις ελλείψεις, κάναμε κανονικό σπίτι.


Το θαύμα της ... αποκατάστασης!
Οι πρόσφυγες δεν είχαν υποστήριξη από το κράτος όσο έπρεπε, γιατί το κράτος ήταν φτωχό. Όι κάναμε, μόνοι μας το κάναμε. Οι καιρικές συνθήκες εδώ στην πε­ριοχή Πτολεμαΐδας ήταν πολύ δύσκολες. Όταν φυσούσε αέρας, έπαιρνε τις σκηνές και τις σκεπές των σπιτιών μας.
Ο χειμώνας ήταν βαρύς, έπεφτε πολύ χιόνι. Οι Πόντιοι μόνοι τους κάναν τους δρόμους, χώρισαν το χωριό μας, το Ανατολικό, σε τετράγωνα, για να υπάρχουν δρόμοι παντού και να χτυπάει παντού ο ήλιος. Όταν ήρθε η επι­τροπή Αποκατάστασης, μας είπαν, "εσείς αγράμματοι, κάνατε πιο καλή δουλειά από εμάς".
Οι πρόσφυγες, παρά την ανέχεια, είχαν διχόνοια μεταξύ τους, λες και τους χώ­ριζε η περιουσία που δεν είχαν. Υπήρχαν πρόσφυγες που ήρθαν από την περιοχή της Άγκυρας, που ήταν πιο σκλη­ροί, Μικρασιάτες πονόψυχους και Πόντιους φιλόξενους. Εμένα με εκτιμούσαν πολύ και έλεγαν τα καλύτερα λόγια. Οι Πόντιοι γενικά ήταν καλοί, είχαμε, όμως και λίγους πολύ κακούς».

Μέχρι τελευταία νοιάζεται για τους ανθρώπους
Ο Σάββας Παυλίδης, 105 ετών (έτος 2010) ζει με τη γυναίκα του Δέσποινα (100 ετών) 81 χρόνια. Έχουν παιδιά και εγγόνια. Οι γιατροί από το Κέντρο Υγείας τους επισκέπτονται συχνά και τους δίνουν φάρμακα. Ο ίδιος φρο­ντίζει τον κήπο του και τα λαχανικά και τα φρούτα που βγάζει τα μοιράζει στους γείτονες.






Νικος  Τελιδης


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah