Το Μπασκόι ιδρύθηκε το 1830 από τους μετανάστες του ελληνικού χωριού Μπασκόι της περιοχής Πασέν του Αρζρούμ. Η περιοχή, όπου βρισκόταν αυτό το χωριό, ονομαζόταν «Γκρο». Είναι όνομα μιας κάστας του κουρδικού πληθυσμού, που έμενε σ' αυτήν την περιοχή. Οι Έλληνες όμως δεν είχαν καμία σχέση με τους Κούρδους.
Οι Έλληνες πρόσφυγες, που ήρθαν στην περιοχή Τσάλκας και εγκαταστάθηκαν στο παραπάνω αναφερόμενο χωριό, αποφάσισαν να το ονομάσουν με το όνομα του πρώην χωριού τους, όπου έμεναν επί αιώνες.
Οι κάτοικοι του χωριού δεν είχαν δυνατότητες να χτίσουν εκκλησία, γι' αυτό ο ιερέας Ιωάννης Σαχπάζοβ τελούσε τη λειτουργία στα ερείπια παλιάς γεωργιανής εκκλησίας.
Αυτό συνεχιζόταν μέχρι το 1835. Αυτό το χρόνο άρχισε η κατασκευή του ναού στα θεμέλια της παλιάς γεωργιανής εκκλησίας. Η έλλειψη χρημάτων δεν έδωσε τη δυνατότητα να τελειώσουν την κατασκευή της εκκλησίας, γι' αυτό την ολοκλήρωσαν με πρόχειρα υλικά π. χ. ξύλο.
Η λειτουργία σ' αυτήν την εκκλησία συνεχιζόταν μέχρι το 1845. Ο ιερέας Ιωάννης Σαχπάζοβ πολλές φορές ενοχλούσε τη γραμματεία του Έξαρχου της Γεωργίας με επίσημες αναφορές ζητώντας βοήθεια για την αποπεράτωση της νέας ελληνικής εκκλησίας. Οι αιτήσεις του όμως έμεναν χωρίς απάντηση.
Οι Έλληνες, ξέροντας την οικονομική κατάσταση της Αυτοκρατορίας και βλέποντας τη στάση των τοπικών αρχών σ' αυτό το θέμα, προσπαθούσαν να μαζέψουν δωρεές από πιστούς. Έτσι έκανε και ο ιερέας ο Ιωάννης Σαχπάζοβ το 1835.
Μάζεψε το απαιτούμενο ποσό και το 1845 στη γενική συνέλευση έθεσε το ζήτημα της κατασκευής της πέτρινης εκκλησίας. Οι πιστοί του χωριού Μπασκόι υποστήριζαν αυτή την πρόταση. Αποφάσισαν ο κάθε άντρας να ετοιμάσει μια συγκεκριμένη ποσότητα των οικοδομικών υλικών (κυρίως τις πέτρες) στα πετροκοπεία. Ο Ιωάννης Σαχπάζοβ ασχολήθηκε με την ανεύρεση καλών μαστόρων - κτιστών, με τους οποίους έκλεισε επίσημη συμφωνία για την κατασκευή της νέας πέτρινης εκκλησίας.
Οι προπαρασκευαστικές εργασίες τελείωσαν την άνοιξη του 1846 και τότε οι μάστορες άρχισαν την κατασκευή. Εξαιτίας της καλής οργάνωσης και της βοήθειας των πιστών η κατασκευή τελείωσε στο τέλος αυτού του χρόνου.
Η όψη της Εκκλησίας των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων |
Μετά το τέλος των εργασιών ο ιερέας I. Σαχπάζοβ εγκαινίασε την εκκλησία και την αφιέρωσε στη μνήμη των Αγίων Σαράντα Μαρτύρων. Έτσι τελείωσε η κατασκευή ακόμα ενός ναού στην περιοχή της Τσάλκας με χρήματα των ίδιων των Ελλήνων πιστών.
Οι κάτοικοι του χωριού ήρθαν σε αντιπαράθεση με τη γραμματεία του Έξαρχου της Γεωργίας για ένα νέο θέμα, για το διορισμό του ιερέα στην εκκλησία τους. Τελικά ιερέας διορίστηκε ο Ιωάννης Σαχπάζοβ.
Ο αριθμός όμως των πιστών, που προσέρχονταν στην εκκλησία, αυξανόταν. Έτσι ο ιερέας χρειαζόταν ένα βοηθό. Άρχισε να ζητάει το βοηθό από τον έξαρχο.
Το 1849 ήρθε η επίσημη διαβεβαίωση για το διορισμό διακόνου στην εκκλησία του Μπασκόι. Διάκονος έγινε ο Σάββας Ζώσημοβ. Η γενιά του κατάγεται ή προέρχεται από το Αρζρούμ. Στη Μικρά Ασία η γενιά του ήταν γνωστή για τις παλιές ρίζες της και για τους μορφωμένους ιερείς που προέρχονταν απ' αυτή.
Ο Σάββα Ζώσημοβ γεννήθηκε το 1821 στην πόλη Αρζρούμ. Σε ηλικία 10 χρόνων αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του και να μεταναστεύσει στην περιοχή της Τσάλκας. Εδώ έμαθε τα πρώτα γράμματα στο σπίτι του και αργότερα συνέχισε τις σπουδές του στο εκκλησιαστικό σχολείο της Τιφλίδας.
Μετά την αποφοίτησή του διορίστηκε πρώτος διάκονος στην εκκλησία του χωριού του. Το 1854 αυτή τη θέση πήρε ο 19χρονος Αζάριος Καραγκιόζοβ, κάτοικος αυτού του χωριού.
Τον καιρό που χτιζόταν η εκκλησία, το 1845, η γραμματεία του Έξαρχου της Γεωργίας έλαβε ένα γράμμα από τον Έλληνα ιερέα Κωνσταντίνο Ματσουκάτοβ, που μετανάστευσε από τη Μικρά Ασία, και στο οποίο έγραφε:
«Από νωρίς υπηρετούσα στην εκκλησία την εποχή του Μητροπολίτη Θεόκλητου στο Αρζρούμ και πήρα τίτλο διακόνου. Όταν τα ρωσικά στρατεύματα κυρίευσαν την πόλη, μετά από εντολή των αρχών, οι Έλληνες και οι Αρμένιοι πήραν άδεια για την εγκατάσταση στο νομό Ιμερέτια της Γεωργίας.
Οι συγγενείς μου μετανάστευσαν στο χωριό Ρεχά της περιφέρειας Τσάλκας. Εγώ υπηρετούσα τότε κοντά στο Μητροπολίτη και τελικά πήρα το βαθμό ιερέα.
Αυτός μου πρότεινε την υπηρεσία στην πόλη Αρζρούμ. Επειδή οι γονείς μου ήταν στο χωριό Ρεχά, ήθελα και εγώ να πάω κοντά τους. Τελικά ο Μητροπολίτης μου έδωσε την άδεια να πάω στους γονείς μου στην περιοχή Τσάλκας.
Ήρθα στην Τσάλκα με συστατικό γράμμα του Μητροπολίτη «για την καλή υπηρεσία». Τώρα επιθυμώ να υπηρετήσω σαν ιερέας στην εκκλησία των Αγίων Σαράντα Μαρτύρων στο χωριό Μπασκόι».
Αυτή η αίτηση του Κωνσταντίνου Ματσουκάτοβ εξετάσθηκε από τη γραμματεία του Έξαρχου της Γεωργίας και με την άδειά του ο Ματσουκάτοβ στις 25 Ιουνίου του 1845 διορίστηκε ιερέας στην εκκλησία του χωριού Μπασκόι.
Αυτή την περίοδο οι ιερείς έπαιρναν μισθό από τις δωρεές των πιστών και όχι από το κράτος. Ο νέος ιερέας Κ. Ματσουκάτοβ προσπαθώντας να δικαιώσει την εμπιστοσύνη των πιστών έκανε τα πάντα για το καλό του λαού και της Ορθοδοξίας. Ξέροντας καλά την ελληνική και τουρκική γλώσσα πρότεινε στον ιερέα I.Σαχπάζοβ να μαθαίνουν τα παιδιά των πιστών την ελληνική γλώσσα και γραμματική.
Αρχισαν οι συζητήσεις μεταξύ των δύο ιερέων για την ίδρυση σχολείου στο χωριό Μπασκόι. Συμφώνησαν το σχολείο να το διατηρεί η τοπική εκκλησία και τη συμφωνία αυτή την ανακοίνωσαν στους κατοίκους του χωριού. Στη γενική συνέλευση οι πιστοί ενέκριναν το σχέδιο των ιερέων για την ίδρυση του σχολείου.
Οι κάτοικοι του χωριού Μπασκόι είχαν κλίση προς τη μόρφωση, επειδή στη Μικρά Ασία προέρχονταν από τάξεις του αστικού πληθυσμού. Κατασκεύασαν μια καλή πέτρινη εκκλησία στο κέντρο του χωριού και αποφάσισαν να ανοίξουν το σχολείο για τα παιδιά τους.
Αυτή την υπόθεση ανέλαβαν ο παλιός ιερέας I.Σαχπάζοβ και ο νέος Κωνσταντίνος Ματσουκάτοβ. Έτσι λοιπόν το 1847 τα παιδιά των πιστών για πρώτη φορά πήγαν στο σχολείο, όπου διδάσκονταν τη μητρική τους γλώσσα, τις αρχές της Ορθοδοξίας και ζωγραφική. Πρώτοι δάσκαλοι σ' αυτό το σχολείο ήταν οι ίδιοι οι ιερείς της εκκλησίας των Αγίων Σαράντα Μαρτύρων.
Όσον αφορά τη γλώσσα των μεταναστών στο χωριό Μπασκόι θα σημειώσουμε ότι ο μισός πληθυσμός (οι μεγάλοι) ήξερε την ελληνική γλώσσα και ο άλλος μισός την ήξερε παθητικά (τη γνώριζαν, αλλά δεν τη μιλούσαν).
Η νεολαία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγκαστικά πήγαινε στα τουρκικά σχολεία ή δεν ασχολούνταν καθόλου με τα γράμματα. Αυτοί οι νέοι, αφού στην περιοχή της Τσάλκας συνάντησαν τους Τατάρους, καθιέρωσαν τη διάλεκτο της τουρκικής γλώσσας. Και γενικά οι Έλληνες ακόμα και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ξεχνούσαν τη μητρική τους γλώσσα, αφού ήξεραν την τουρκική. Στην περιοχή της Τσάλκας όμως η ίδρυση και λειτουργία των σχολείων, η εκμάθηση της μητρικής γλώσσας, οι κατασκευές εκκλησιών, όπου η λειτουργία γινόταν στην ελληνική γλώσσα, απάλλαξαν αυτή τη γενιά από τα δεσμά της τούρκικης γλώσσας.
Η εκκλησία και οι ιερείς σ' αυτό το χωριό ανέπτυξαν τα συναισθήματα του πατριωτισμού και της αγάπης στην Ελλάδα και στην Ορθοδοξία. Αυτός ήταν εξάλλου και ο ρόλος τους. Συγκεκριμένα η εκκλησία και οι ιερείς ήταν οι πρωτεργάτες της ίδρυσης των σχολείων, όπου η νέα γενιά των Ελλήνων διδασκόταν τη μητρική γλώσσα και την Ορθοδοξία. Εξαιτίας της εκκλησίας πολλοί νέοι μορφώθηκαν και μπόρεσαν να φύγουν από την Τσάλκα, η οποία έδειξε στους γειτονικούς λαούς τη ζωντανή ύπαρξη εκεί του ελληνικού πληθυσμού.
Σωκράτης Αγγελίδης
Διδάκτορας Ιστορίας-Ανατολικολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου