Είναι σίγουρο ότι η ζωντανή, εκνευριστική και αποπνικτική μεγαλούπολη που είναι η σημερινή Ισταμπούλ θα άφηνε άναυδο κάποιον που την είδε για τελευταία φορά στις αρχές του 1923 όταν ήταν η συρρικνωμένη και ρημαγμένη από τον πόλεμο πρωτεύουσα μιας πεθαμένης αυτοκρατορίας. Καθώς περνούσαν οι μήνες μέχρι να λήξει η κατοχή των Συμμάχων, που είχε οριστεί για τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, οι Τούρκοι εθνικιστές διαμαρτύρονταν για τις βρετανικές, γαλλικές και ιταλικές δυνάμεις που πηγαινοέρχονταν στην Μεγάλη Οδό του Πέρα, γνωστή σήμερα ως Ιστικλάλ Τσαντεσί (Λεωφόρο Ανεξαρτησίας). Τα νυχτερινά κέντρα ήταν γεμάτα και οι προσφυγικοί καταυλισμοί ξέχειλοι από ανθρώπους που προσπαθούσαν να γλιτώσουν από Τούρκους, Έλληνες και μπολσεβίκους.
Από τότε, ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε κατακόρυφα. Έχει ανακτήσει την παλιά της θέση ως το πιο ραγδαία αναπτυσσόμενο αστικό κέντρο του νοτιοανατολικού άκρου της Ευρώπης, με 15 εκατομμύρια κατοίκους που απλώνονται προς κάθε κατεύθυνση ζώντας ως επί το πλείστο μέσα σε τσιμεντένια συγκροτήματα κατοικιών που δείχνουν έτοιμα να σωριαστούν όταν κάποτε έλθει ο μεγάλος σεισμός που όλοι φαίνεται να περιμένουν. Συγχρόνως με την παρακμή και τον ηδονισμό που δεν έλειψαν ποτέ, πνέει ένας νέος άνεμος επαρχιακού συντηρητισμού. Ευλαβείς άνδρες με μούσι και γυναίκες που φορούν στο κεφάλι μαντίλα κυκλοφορούν στο δρόμο μαζί με μία νεολαία που ακολουθεί την τελευταία λέξη της μόδας.
Φυσικά τα βασικά χαρακτηριστικά δεν έχουν αλλάξει. Καθώς το πλοίο προσέγγιζει το Βόσπορο, το μάτι του ταξιδιώτη ξεχωρίζει ένα επιβλητικό τετράγωνο κτίριο με πέτρινους τοίχους, μικρά παράθυρα και φυλάκια σε κάθε γωνία.
Είναι ο στρατώνας του Σελιμιέ που δεσπόζει πάνω σε ένα ακρωτήρι της ασιατικής ακτής. Στις αρχές του 1923 αυτό το απειλητικό κτίσμα αποτέλεσε κρίκο μιας αλυσίδας ανθρώπινης απόγνωσης που συνέδεσε τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας Σαμψούντα και Τραπεζούντα με τα υπερχειλισμένα λιμάνια του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης. Το Σελιμιέ τράβηξε για πρώτη φορά την προσοχή του δυτικού κόσμου την εποχή του πολέμου της Κριμαίας, όταν μετατράπηκε σε πρόχειρο νοσοκομείο για Βρετανούς στρατιώτες. Εκεί η ιστορική νοσοκόμα Φλόρενς Ναϊτινγκέιλ εφάρμοσε πρώτη τις σύγχρονες μεθόδους νοσηλείας κυκλοφορώντας τις νύχτες με μία λάμπα πετρελαίου κατά μήκος πολλών χιλιομέτρων καλυμμένων με κρεβάτια, και εξαναγκάζοντας τη διοίκηση να βελτιώσει τις συνθήκες υγιεινής για τα πληγωμένα φανταράκια.
Ως το Μάρτιο του 1923 οι συνθήκες στο Σελιμιέ ήταν χειρότερες και από εκείνες που επικρατούσαν στις πιο τραγικές φάσεις του πολέμου της Κριμαίας. Ένας ακόμα μεγαλύτερος αριθμός άρρωστων και απελπισμένων ανθρώπων -ορθόδοξων αυτή τη φορά- στριμώχνονταν στους ατελείωτους διαδρόμους περιμένοντας βοήθεια. Κάποια στιγμή μαζεύτηκαν περισσότεροι από 8.000 άνθρωποι, από τους οποίους εκατοντάδες πέθαιναν καθημερινά. Δεν υπήρχαν κρεβάτια, ούτε και κάποιος υπεύθυνος με τις ικανότητες πειθούς της Φλόρενς Ναϊτινγκέιλ και για ένα διάστημα φάνηκε ότι οι ελπίδες αντιμετώπισης των επιδημιών ευλογιάς και τύφου που, λόγω και της υγρασίας του φρουρίου, θέριζαν ακόμα και τους γιατρούς και τις νοσοκόμες, ήταν ελάχιστες.
Το Σελιμιέ είχε μετατραπεί σε στρατόπεδο θανάτου όσο καθυστερούσε η διαδικασία μεταφοράς των ανεπιθύμητων χριστιανών από την Τουρκία στην Ελλάδα. Ήδη από τα μέσα Δεκεμβρίου, οι τουρκικές αρχές υποχρέωναν τα πλοία που ήταν υπερφορτωμένα με χριστιανούς από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας να κατευθύνονται προς τα δυτικά. Ως τον Ιανουάριο στα κύρια λιμάνια της Ελλάδας είχε δημιουργηθεί το αδιαχώρητο, κάτι που ανάγκασε την κυβέρνηση της Αθήνας να δηλώσει ότι δεν μπορούσε να δεχτεί άλλες αφίξεις, λόγω και του φόβου των επιδημιών. Αυτό οδήγησε σε συσσώρευση προσφύγων στην κατεχόμενη από τους Συμμάχους Κωνσταντινούπολη, όπου η τοπική ελληνική κοινότητα, παρά τις ανησυχίες για το μέλλον της, αναγκάστηκε να καταφύγει σε δικά της μέσα προκειμένου να περιθάλψει τους νεοφερμένους όσο μπορούσε.
Κάθε χώρος ελληνικής ιδιοκτησίας μέσα και γύρω από την πόλη επιτάχθηκε και γέμισε ασφυκτικά από παραδαρμένους ανθρώπους - η σχολή στη Χάλκη και τα μοναστήρια στα Πριγκιπονήσια, όλα τα ελληνικά σχολεία και το πρότυπο ελληνικό νοσοκομείο στο Μπαλουκλί, αλλά ούτε αυτό έλυσε το πρόβλημα. Υπήρξαν περιπτώσεις που πλοία φορτωμένα με άρρωστους επιβάτες περίμεναν επί μέρες αγκυροβολημένα έξω από το λιμάνι μέχρι να βρεθεί τρόπος να αποβιβαστούν οι άνθρωποι χωρίς να μεταδοθούν οι ασθένειες στους κατοίκους της πόλης.
Όταν γέμισε ασφυκτικά κάθε δυνατός χώρος, οι συμμαχικές αρχές αποφάσισαν να ανοίξει το Σελιμιέ τις πόρτες του στους πρόσφυγες, αλλά για πολλούς από αυτούς το στρατόπεδο αποδείχθηκε περισσότερο παγίδα παρά καταφύγιο. Στις 6 Μαρτίου η εφημερίδα Manchester Guardian περιέγραψε με σκληρά λόγια την κατάσταση:
Εκατό νεκροί μετρήθηκαν στο στρατόπεδο (Σελιμιέ), τα δύο τρίτα των οποίων παρέμεναν επί μέρες μαζί με τους ζωντανούς. Πενήντα πέθαναν σε ένα μόνο δωμάτιο. Οι πρόσφυγες που είχαν επιφορτιστεί με το καθήκον να τους θάψουν, οι μόνοι που είχαν το δικαίωμα να βγουν από το στρατόπεδο, το εγκατέλειψαν με αποστροφή και το έβαλαν στα πόδια.
Στις 31 Ιανουαρίου, μία μέρα αφού συμφωνήθηκε στη Λωζάνη η ανταλλαγή πληθυσμών, ο Βενιζέλος κατήγγειλε ότι οι τουρκικές αρχές καταστρατηγούσαν το πνεύμα της συμφωνίας προχωρώντας σε μονομερείς απελάσεις (πρόσφατο παράδειγμα ήταν εκδίωξη 3.000 ανθρώπων από την Τραπεζούντα) αντί να περιμένουν μέχρι το Μάιο, όταν υποτίθεται ότι θα ξεκινούσε επίσημα η ανταλλαγή. Η τουρκική αντιπροσωπεία επέμενε ότι όσοι εγκατέλειπαν τα λιμάνια της πατρίδας τους το έκαναν εθελοντικά, ενώ, αντιθέτως, η Ελλάδα καταδίωκε τους Τούρκους από την δυτική Θράκη και απειλούσε τους μουσουλμάνους της Κρήτης.
Το διπλωματικό κλίμα είχε αρχίσει να χαλάει. Το Φεβρουάριο, όταν η ελληνική κυβέρνηση είχε και επισήμως κλείσει τα λιμάνια της σε νέες αφίξεις, οι πρεσβείες της Δύσης της έκαναν αθόρυβες αλλά αυστηρές επιπλήξεις.
Υπολόγισαν, σωστά όπως αποδείχτηκε, ότι η Τουρκία θα προχωρούσε σε αντίποινα επιβάλλοντας ακόμα πιο απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης στους περίπου 100.000 Έλληνες άνδρες και νεαρούς που ήταν στα τάγματα εργασίας.
Στο παρασκήνιο υπήρχε επίσης δυσαρέσκεια όχι μόνο ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους αλλά και στις ευρύτερες ειρηνευτικές συνομιλίες της Τουρκίας με τους τέως αντιπάλους της. Στις 3 Φεβρουαρίου οι διαπραγματεύσεις στη Λωζάννη σταμάτησαν όταν η Τουρκία απόρριψε το προσχέδιο για ένα διεθνές σύμφωνο που παρουσίασε ο λόρδος Κούρζον με ύφος τελεσιγραφικό.
Ύστερα από αυτό οι εκπρόσωποι της Ελλάδας, της Τουρκίας και των άλλων βαλκανικών κρατών επέστρεψαν στην πυρετώδη ατμόσφαιρα των πατρίδων τους χωρίς να γνωρίζουν αν θα ξανάρχιζαν οι εχθροπραξίες ή αν είχε επιτευχθεί μία εύθραυστη ειρήνη. Η αλήθεια είναι ότι οι πιο δυναμικές μορφές στον τουρκικό και τον ελληνικό κόσμο, ο Κεμάλ και ο Βενιζέλος, διατήρησαν την πολιτική τους διορατικότητα και ψυχραιμία χάρη στις οποίες μπορούσαν να σχεδιάζουν μακροπρόθεσμες στρατηγικές.
Αλλά στις πατρίδες τους υπήρχε ακόμα αναβρασμός. Σε καμία από τις δύο χώρες δεν ίσχυαν πλήρως οι κυβερνητικές οδηγίες και σε κανένα από τα δύο έθνη δεν είχε υποχωρήσει ο πυρετός του πολέμου.
Όταν η τουρκική αντιπροσωπεία επέστρεψε στην Αγκυρα έπιασε αμέσως την υπερπατριωτική ατμόσφαιρα που ήταν διάχυτη.
Ενώ στη Λωζάνη φάνηκαν πεισματάρηδες και άτεγκτοι στα μάτια των δυτικών συνομιλητών τους, η εντύπωση που επικρατούσε στην Εθνοσυνέλευση της Αγκυρας ήταν ότι είχαν δείξει υποχωρητικότητα. Οι βουλευτές είχαν σοβαρές επιφυλάξεις για τους όρους της ανταλλαγής πληθυσμών που είχαν συμφωνηθεί λίγες μέρες νωρίτερα.
Η αντιπροσωπεία της Λωζάννης ήταν ευχαριστημένη που είχε εξασφαλίσει «δικαίωμα παραμονής» στους μουσουλμάνους της δυτικής Θράκης, αλλά υπήρχαν πολλοί πολιτικοί στην Αγκυρα που θεωρούσαν ότι η χώρα τους θα έπρεπε να απαιτήσει περισσότερα, με λίγα λόγια να επιμείνει στην προσάρτηση ολόκληρης της περιοχής στα τούρκικα εδάφη. Σε αυτό όπως και σε άλλα ζητήματα ο Μουσταφά Κεμάλ έπρεπε να βρει τρόπους να συγκρατήσει το ισχυρό εθνικιστικό φρόνημα και συγχρόνως να δημιουργήσει μία ρεαλιστική βάση για περαιτέρω συνομιλίες με τους Συμμάχους.
Κωνσταντινούπολη |
Από τότε, ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε κατακόρυφα. Έχει ανακτήσει την παλιά της θέση ως το πιο ραγδαία αναπτυσσόμενο αστικό κέντρο του νοτιοανατολικού άκρου της Ευρώπης, με 15 εκατομμύρια κατοίκους που απλώνονται προς κάθε κατεύθυνση ζώντας ως επί το πλείστο μέσα σε τσιμεντένια συγκροτήματα κατοικιών που δείχνουν έτοιμα να σωριαστούν όταν κάποτε έλθει ο μεγάλος σεισμός που όλοι φαίνεται να περιμένουν. Συγχρόνως με την παρακμή και τον ηδονισμό που δεν έλειψαν ποτέ, πνέει ένας νέος άνεμος επαρχιακού συντηρητισμού. Ευλαβείς άνδρες με μούσι και γυναίκες που φορούν στο κεφάλι μαντίλα κυκλοφορούν στο δρόμο μαζί με μία νεολαία που ακολουθεί την τελευταία λέξη της μόδας.
Φυσικά τα βασικά χαρακτηριστικά δεν έχουν αλλάξει. Καθώς το πλοίο προσέγγιζει το Βόσπορο, το μάτι του ταξιδιώτη ξεχωρίζει ένα επιβλητικό τετράγωνο κτίριο με πέτρινους τοίχους, μικρά παράθυρα και φυλάκια σε κάθε γωνία.
Είναι ο στρατώνας του Σελιμιέ που δεσπόζει πάνω σε ένα ακρωτήρι της ασιατικής ακτής. Στις αρχές του 1923 αυτό το απειλητικό κτίσμα αποτέλεσε κρίκο μιας αλυσίδας ανθρώπινης απόγνωσης που συνέδεσε τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας Σαμψούντα και Τραπεζούντα με τα υπερχειλισμένα λιμάνια του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης. Το Σελιμιέ τράβηξε για πρώτη φορά την προσοχή του δυτικού κόσμου την εποχή του πολέμου της Κριμαίας, όταν μετατράπηκε σε πρόχειρο νοσοκομείο για Βρετανούς στρατιώτες. Εκεί η ιστορική νοσοκόμα Φλόρενς Ναϊτινγκέιλ εφάρμοσε πρώτη τις σύγχρονες μεθόδους νοσηλείας κυκλοφορώντας τις νύχτες με μία λάμπα πετρελαίου κατά μήκος πολλών χιλιομέτρων καλυμμένων με κρεβάτια, και εξαναγκάζοντας τη διοίκηση να βελτιώσει τις συνθήκες υγιεινής για τα πληγωμένα φανταράκια.
Ως το Μάρτιο του 1923 οι συνθήκες στο Σελιμιέ ήταν χειρότερες και από εκείνες που επικρατούσαν στις πιο τραγικές φάσεις του πολέμου της Κριμαίας. Ένας ακόμα μεγαλύτερος αριθμός άρρωστων και απελπισμένων ανθρώπων -ορθόδοξων αυτή τη φορά- στριμώχνονταν στους ατελείωτους διαδρόμους περιμένοντας βοήθεια. Κάποια στιγμή μαζεύτηκαν περισσότεροι από 8.000 άνθρωποι, από τους οποίους εκατοντάδες πέθαιναν καθημερινά. Δεν υπήρχαν κρεβάτια, ούτε και κάποιος υπεύθυνος με τις ικανότητες πειθούς της Φλόρενς Ναϊτινγκέιλ και για ένα διάστημα φάνηκε ότι οι ελπίδες αντιμετώπισης των επιδημιών ευλογιάς και τύφου που, λόγω και της υγρασίας του φρουρίου, θέριζαν ακόμα και τους γιατρούς και τις νοσοκόμες, ήταν ελάχιστες.
Το Σελιμιέ είχε μετατραπεί σε στρατόπεδο θανάτου όσο καθυστερούσε η διαδικασία μεταφοράς των ανεπιθύμητων χριστιανών από την Τουρκία στην Ελλάδα. Ήδη από τα μέσα Δεκεμβρίου, οι τουρκικές αρχές υποχρέωναν τα πλοία που ήταν υπερφορτωμένα με χριστιανούς από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας να κατευθύνονται προς τα δυτικά. Ως τον Ιανουάριο στα κύρια λιμάνια της Ελλάδας είχε δημιουργηθεί το αδιαχώρητο, κάτι που ανάγκασε την κυβέρνηση της Αθήνας να δηλώσει ότι δεν μπορούσε να δεχτεί άλλες αφίξεις, λόγω και του φόβου των επιδημιών. Αυτό οδήγησε σε συσσώρευση προσφύγων στην κατεχόμενη από τους Συμμάχους Κωνσταντινούπολη, όπου η τοπική ελληνική κοινότητα, παρά τις ανησυχίες για το μέλλον της, αναγκάστηκε να καταφύγει σε δικά της μέσα προκειμένου να περιθάλψει τους νεοφερμένους όσο μπορούσε.
Πρίγκηπος-Buyukada |
Κάθε χώρος ελληνικής ιδιοκτησίας μέσα και γύρω από την πόλη επιτάχθηκε και γέμισε ασφυκτικά από παραδαρμένους ανθρώπους - η σχολή στη Χάλκη και τα μοναστήρια στα Πριγκιπονήσια, όλα τα ελληνικά σχολεία και το πρότυπο ελληνικό νοσοκομείο στο Μπαλουκλί, αλλά ούτε αυτό έλυσε το πρόβλημα. Υπήρξαν περιπτώσεις που πλοία φορτωμένα με άρρωστους επιβάτες περίμεναν επί μέρες αγκυροβολημένα έξω από το λιμάνι μέχρι να βρεθεί τρόπος να αποβιβαστούν οι άνθρωποι χωρίς να μεταδοθούν οι ασθένειες στους κατοίκους της πόλης.
Όταν γέμισε ασφυκτικά κάθε δυνατός χώρος, οι συμμαχικές αρχές αποφάσισαν να ανοίξει το Σελιμιέ τις πόρτες του στους πρόσφυγες, αλλά για πολλούς από αυτούς το στρατόπεδο αποδείχθηκε περισσότερο παγίδα παρά καταφύγιο. Στις 6 Μαρτίου η εφημερίδα Manchester Guardian περιέγραψε με σκληρά λόγια την κατάσταση:
Εκατό νεκροί μετρήθηκαν στο στρατόπεδο (Σελιμιέ), τα δύο τρίτα των οποίων παρέμεναν επί μέρες μαζί με τους ζωντανούς. Πενήντα πέθαναν σε ένα μόνο δωμάτιο. Οι πρόσφυγες που είχαν επιφορτιστεί με το καθήκον να τους θάψουν, οι μόνοι που είχαν το δικαίωμα να βγουν από το στρατόπεδο, το εγκατέλειψαν με αποστροφή και το έβαλαν στα πόδια.
Στις 31 Ιανουαρίου, μία μέρα αφού συμφωνήθηκε στη Λωζάνη η ανταλλαγή πληθυσμών, ο Βενιζέλος κατήγγειλε ότι οι τουρκικές αρχές καταστρατηγούσαν το πνεύμα της συμφωνίας προχωρώντας σε μονομερείς απελάσεις (πρόσφατο παράδειγμα ήταν εκδίωξη 3.000 ανθρώπων από την Τραπεζούντα) αντί να περιμένουν μέχρι το Μάιο, όταν υποτίθεται ότι θα ξεκινούσε επίσημα η ανταλλαγή. Η τουρκική αντιπροσωπεία επέμενε ότι όσοι εγκατέλειπαν τα λιμάνια της πατρίδας τους το έκαναν εθελοντικά, ενώ, αντιθέτως, η Ελλάδα καταδίωκε τους Τούρκους από την δυτική Θράκη και απειλούσε τους μουσουλμάνους της Κρήτης.
Το διπλωματικό κλίμα είχε αρχίσει να χαλάει. Το Φεβρουάριο, όταν η ελληνική κυβέρνηση είχε και επισήμως κλείσει τα λιμάνια της σε νέες αφίξεις, οι πρεσβείες της Δύσης της έκαναν αθόρυβες αλλά αυστηρές επιπλήξεις.
Υπολόγισαν, σωστά όπως αποδείχτηκε, ότι η Τουρκία θα προχωρούσε σε αντίποινα επιβάλλοντας ακόμα πιο απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης στους περίπου 100.000 Έλληνες άνδρες και νεαρούς που ήταν στα τάγματα εργασίας.
Στο παρασκήνιο υπήρχε επίσης δυσαρέσκεια όχι μόνο ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους αλλά και στις ευρύτερες ειρηνευτικές συνομιλίες της Τουρκίας με τους τέως αντιπάλους της. Στις 3 Φεβρουαρίου οι διαπραγματεύσεις στη Λωζάννη σταμάτησαν όταν η Τουρκία απόρριψε το προσχέδιο για ένα διεθνές σύμφωνο που παρουσίασε ο λόρδος Κούρζον με ύφος τελεσιγραφικό.
Ύστερα από αυτό οι εκπρόσωποι της Ελλάδας, της Τουρκίας και των άλλων βαλκανικών κρατών επέστρεψαν στην πυρετώδη ατμόσφαιρα των πατρίδων τους χωρίς να γνωρίζουν αν θα ξανάρχιζαν οι εχθροπραξίες ή αν είχε επιτευχθεί μία εύθραυστη ειρήνη. Η αλήθεια είναι ότι οι πιο δυναμικές μορφές στον τουρκικό και τον ελληνικό κόσμο, ο Κεμάλ και ο Βενιζέλος, διατήρησαν την πολιτική τους διορατικότητα και ψυχραιμία χάρη στις οποίες μπορούσαν να σχεδιάζουν μακροπρόθεσμες στρατηγικές.
Αλλά στις πατρίδες τους υπήρχε ακόμα αναβρασμός. Σε καμία από τις δύο χώρες δεν ίσχυαν πλήρως οι κυβερνητικές οδηγίες και σε κανένα από τα δύο έθνη δεν είχε υποχωρήσει ο πυρετός του πολέμου.
Όταν η τουρκική αντιπροσωπεία επέστρεψε στην Αγκυρα έπιασε αμέσως την υπερπατριωτική ατμόσφαιρα που ήταν διάχυτη.
Ενώ στη Λωζάνη φάνηκαν πεισματάρηδες και άτεγκτοι στα μάτια των δυτικών συνομιλητών τους, η εντύπωση που επικρατούσε στην Εθνοσυνέλευση της Αγκυρας ήταν ότι είχαν δείξει υποχωρητικότητα. Οι βουλευτές είχαν σοβαρές επιφυλάξεις για τους όρους της ανταλλαγής πληθυσμών που είχαν συμφωνηθεί λίγες μέρες νωρίτερα.
Μουσταφά Κεμάλ |
Οι ελληνικές αρχές εν τω μεταξύ αντιμετώπιζαν κάποιου άλλου είδους πίεση. Την προσφυγική κρίση που είχε φέρει το συντετριμμένο ελληνικό κράτος και την ελληνικη κοινωνία στο χείλος του γκρεμού. Τελικά η κατάσταση αντιμετωπίστηκε σχεδόν την τελευταία στιγμή από μία διεθνή πρωτοβουλία.
Ούτως ή άλλως, χιλιάδες προσφυγες που είχαν φτάσει στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του 1923 είχαν πεθάνει πρόωρα από τις επιδημίες, τον υποσιτισμό και την εξάντληση που προκάλεσε η τραυματική εμπειρία του ταξιδιού.
Ο αριθμός θα έφτανε τις εκατοντάδες χιλιάδες αν δεν είχε υπάρξει σημαντική εξωτερική βοήθεια. Αυτή όμως η βοήθεια θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματική και θα είχαν αποφευχθεί πρόσθετες σκληρές δοκιμασίες αν τα κράτη της δύσης είχαν δράσει πιο οργανωμένα και αν δεν υπήρχε μεταξύ τους σκληρός ανταγωνισμός στην προσπάθεια τους να εξασφαλίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην νέα τάξη πραγμάτων στα Βαλκάνια.
BGRUCE CLARK
"ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΞΕΝΟΣ"
BGRUCE CLARK
"ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΞΕΝΟΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου