Μ' έπιασε ρίγος και τρομάρα! Ναι μεν, δέν είχαμε μερικά χρόνια σχολείο στο χωριό μας, και δεν είδαμε τίποτε, μα είχαμε ακουστά πώς τυραννούσαν οι δάσκαλοι τα παιδιά για να μάθουν γράμματα δέρνοντας και υποβάλλοντάς τα σε χίλιους εξευτελισμούς, γι' αυτό και μακαρίζαμε το χωριό μας πού μερικά χρόνια δέν είχε σχολείο!
Μόλις λοιπόν άκουσα σχολείο βγήκα έξω για να φέρω τη δυσάρεστη είδηση στους συνομηλίκους μου που στην αυλή έχτιζαν καλυβίτσες.
Δίνω μια κλωτσιά τη δική μου και την γκρεμίζω.
—Γιατί το γκρέμισες; με ρώτησαν.
—Γιατί θα πάμε σχολείο από τη Δευτέρα.
Ολα τα παιδιά που ήσαν εκεί σταμάτησαν, φαρμακώθηκαν στο άκουσμα του νέου που τους έφερα γκρέμισαν κι' αυτά τις καλυβίτσες τους και στάθηκαν μελαγχολικά, σα να μας βρήκε μεγάλη συμφορά.
Τότε ο πιο μεγάλος, (Γεώργιος Ποταμόπουλος) μας τράβηξε προς την άκρη του χωριού (Κοιλάδ') εκεί που γίνεται πιο απότομος ο κατήφορος και μας είπε:
«Ελάτε να χορτάζετε τη λιθαρί το κύλιγμαν, θα μπονεστάζετε». Από κει αρχίσαμε να κυλάμε πέτρες και να κάνομε διαγωνισμό ποιανού λιθάρι θα πάει πιο μακριά, κι' όταν κουραστήκαμε — είχε βραδιάσει κι' όλα— γυρίσαμε στο χωριό.
Τη Δευτέρα πρωί μαζί με άλλα μεγαλύτερα παιδιά πήγα στο σχολείο. Ο δάσκαλος, θεός σχωρέσ' τον, γιά όσα κι' άν έκανε, γνήσιος δάσκαλος εκείνου του καιρού, χωρίς νάναι καλύτερος ή χειρότερος από κανένα συνάδελφο του, ούτε στα γράμματα ούτε στην παιδαγωγική μόρφωση, ήταν ένα είδος τύραννος.
Είχε εξορισμένο το γέλιο από τα χείλη και το χαμόγελο από το πρόσωπο κι' έδερνε αλύπητα και τιμωρούσε ασυνείδητα, ακόμα και αυτό το παιδί του. Νόμιζε με τα σωστά του αυτός και όλοι πώς οι προπηλακισμοί και οι διάφορες τιμωρίες κι' ο άγριος δασκαλικός τρόπος ήταν αναγκαία για να μπορέσουμε να μάθομε τα έρημα τα γράμματα.
Κι' αν έδερνε το παιδί του πιο πολύ από τ' άλλα μαθητούδια, το έδερνε από ενδιαφέρον και πατρική στοργή, γιατί νόμιζε πως με τις τιμωρίες θα μπορούσε να μάθει το παιδί του γράμματα, όπως συνήθιζαν άλλοτε να δέρνουν τους τρελούς για να επαναφέρουν τα χαμένα λογικά τους, ενώ έτσι απομακρύνονταν όλο και περισσότερο από τη θεραπεία πού χρειάζονταν.
Σανταίοι μαθητές στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας !910-11 |
Το ξύλο πιο σπλαχνικό από το δάσκαλο, χτύπησε επάνω στο γραφείο του θρανίου ανάμεσά μας κι' έκαμε μια γούβα. Ο δάσκαλος δε συνήλθε από τη πράξη του. Άρπαξε τη βέργα, έτρεξε κοντά κι' άρχισε να κατεβάζει στα χέρια, στο κεφάλι, όπου τύχαινε. Τσιμουδιά ο Γιώργος, έτσι τον έλεγαν, ούτε κλάματα ούτε τίποτε. Ήταν αναίσθητος; ήταν βλάκας; Οχι, ούτε το ένα ούτε το άλλο αλλά στο διάστημα των 5 ετών είχε αποκτηνωθεί προσωρινά απ' αυτή τη βάρβαρη παιδαγωγική και έχασε τη φιλοτιμία του, όπως και όλοι οι άλλοι.
Όταν απομακρύνθηκε ο δάσκαλος από κοντά μας άκουσα το Γιώργο να λέει συγκρατημένα: Ανάθεμα τα γράμματα κι' έκείνον π' έξέγκαν άτα. Πιο δίκαιος διπλός αναθεματισμός δε μπορούσε να γίνει.
Μπροστά στην πρωτοφανή (για μένα) τιμωρία του Γιώργου άρχισα να τρέμω και μόνο που δεν κατουρήθηκα, κι' όταν το μεσημέρι βγήκαμε να φάμε, (φοίτησα σε ξένο σχολείο), εγώ δρόμο για το χωριό μου και δεν ξαναπάτησα στο σχολείο αυτό μ' όλες τις προσπάθειες των σπιτικών μου, έχασα το χρόνο εκείνο και τον ερχόμενο φοίτησα στο σχολείο του χωριού μου, που άρχισε να λειτουργεί.
Σας διαβεβαιώνω πώς καμιά μνησικακία δεν μ' έσπρωξε για να ζωγραφίσω με τόσο μαύρα χρώματα το δάσκαλο αυτό. Αυτός και οι άλλοι συνάδελφοι του δεν ήσαν παρά ασυνείδητα όργανα της παιδαγωγικής του καιρού εκείνου, πού νόμιζαν πώς εκτελούσαν πιστά κι' ευσυνείδητα την υψηλή και μάλιστα και Ιερή αποστολή τους!
Ας μάθει ο σημερινός και ο αυριανός μαθητικός κόσμος, που θα διαβάσει τις γραμμές αυτές, με πόσα βάσανα και πίκρες και τυραννίες έμαθαν οι καημένοι οι πατέρες τους γράμματα, και με πόση άνεση και ελευθερία μαθαίνει αυτός σήμερα, με πόσες διασκεδάσεις, με πόσα χάδια και πόσες ευκολίες, έχουν δασκάλους όχι κακομαθημένους τυραννίσκους κι' αγράμματους τους περισσότερους, αλλά ήμερους και μορφωμένους φίλους.
Στάθης Αθανασιάδης
(Γεροστάθης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου