Η περιοχή του Όφεως
φημίζεται για τα ανέκδοτά της. Δεν υπάρχει άνθρωπος στην
Τουρκία που να μη γνωρίζει ανέκδοτα σχετικά με τον Όφι και τους Οφλήδες.
Τα περισσότερα από αυτά είναι πραγματικά γεγονότα.
Συγχρόνως οι
Οφλήδες είναι ετοιμόλογοι. Μάλιστα φημίζονται γι αυτή τους την ιδιότητα που
είναι χαρακτηριστικό των εύστροφων ανθρώπων. Γενικά, ο Οφλής απαντά με ερώτηση
στην ερώτηση και έτσι από την αρχή κιόλας παίρνει "το πάνω χέρι" σε
μια συζήτηση. Όμως όσο έξυπνοι και αν είναι, υπήρξαν
φορές που έπεσαν θύματα της καλοσύνης
και της ευθύτητάς τους. Για αυτό δημιουργήθηκαν πολλές φήμες σχετικά με τους
Οφλήδες.
"Οι κάτοικοι του Όφεως είναι πονηροί άνθρωποι χαλδικής καταγωγής και ενώ αναφέρεται πως κάποτε
ήταν 80.000
οικογένειες, σήμερα υπολογίζονται σε 20.000 νοικοκυριά μόνο. Είναι άνθρωποι
πονηροί, που ενώ παλιά ήταν χριστιανοί, αλλαξοπίστησαν.
Μιλούν κυρίως
ρωμαίικα. Ανάμεσα στους Τούρκους υπάρχουν μορφωμένοι και έξυπνοι άνθρωποι. Οι Οφλήδες είναι ικανοί ακόμη και
πλαστά χαρτονομίσματα να τυπώσουν. Μετά την άλωση από τους Τούρκους ο λαός
υποχρεώθηκε να πληρώνει ένα μικρό φόρο, που λεγόταν imdad-i hezariye.
Η βεντέτα
ήταν ένα έθιμο τόσο διαδεδομένο μεταξύ των Οφλήδων, που οι άνδρες απέφευγαν να
βγαίνουν έξω. Μάλιστα υπήρχαν κάποιοι
που δεν έβγαιναν από το σπίτι, μέχρι τα γεράματα. Γι' αυτό πήγαιναν να δουλέψουν μόνο οι γυναίκες. Παρόλα αυτά,
τούτοι οι άνθρωποι, που έτρεφαν μίσος ο ένας για τον άλλο απέναντι στον εξωτερικό
εχθρό ενώνονταν και πολεμούσαν σαν αδέλφια. Ύστερα κλείνονταν πάλι στα σπίτια
τους αποφεύγοντας ο ένας τον άλλο."
"Υπάρχουν μαρτυρίες ότι ο βαλής της Τραπεζούντας,
Τζανικλί Χατζή Αλή Πασάς, αν και είχε
εκστρατεύσει με δέκα χιλιάδες στρατό, γύρισε άπραγος από τον Όφι, όπου πήγε να καταπνίξει μια εξέγερση,
εξαιτίας των δύσβατων δρόμων αυτής της επαρχίας.
Αντιλαμβανόμαστε πως, αφού τέτοιες εξεγέρσεις ήταν συχνές
στην περιοχή, υπήρχαν πολλά θύματα.
Ο Όφις
σύμφωνα με άλλη πληροφορία ανέθρεψε πολλούς μορφωμένους αλλά και τεχνίτες που
έφτιαχναν ρολόγια από ξύλο (τσιμσίρι). Οι κάτοικοι της επαρχίας μιλούν ακόμη
ρωμαίικα. Σχεδόν διακόσια χρόνια μετά την άλωση, δηλαδή μέχρι το 1661 ήταν στο σύνολο τους χριστιανοί. Τότε
ένα άτομο από τους ουλεμάδες του Μαράς, ονόματι Οσμάν Εφέντης, ήρθε μέσω του Μπαϊμπούρτ, ποιός ξέρει πώς, σε
αυτό το μέρος και, παρά τις αντιδράσεις, με το θέλημα
του Θεού έπεισε τους φτωχούς κληρικούς να τον αφήσουν να κατοικήσει στον Όφι.
Αναφέρεται πως αυτός κατάφερε να εξισλαμίσει το μεγαλύτερο μέρους του λαού και
του κλήρου".
Το πρώτο από τα παραπάνω αποσπάσματα γράφτηκε
ανάμεσα στο 1817 με 1819 και προέρχεται
από τις παρατηρήσεις του Π. Μηνά Μπιζισκιάν,
ο οποίος γεννήθηκε στην Τραπεζούντα το 1777. Το
δεύτερο απόσπασμα είναι από το βιβλίο Ιστορία της Τραπεζούντας, το οποίο
τυπώθηκε το 1878. Συγγραφέας του είναι
ο Τραπεζούντιος Σακίρ Σεβκέτ, που είναι άγνωστη η χρονολογία της γέννησης του.
Δεν ξέρουμε κατά
πόσο είναι ακριβείς αυτές οι παρατηρήσεις ή διαπιστώσεις. Όμως γνωρίζω ότι οι
σημερινοί Οφλήδες είναι έξυπνοι και πονηροί και συγχρόνως δεμένοι με την θρησκεία, τις παραδόσεις και τα έθιμα ίσως
περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Γι' αυτό προτείνω να αφήσουμε να ερμηνεύσει η
ιστορία αυτό το θέμα και παραθέτω
ανέκδοτα που έχουν σχέση με το πρόσφατο παρελθόν.
Οι Οφλήδες λένε τους εξής στίχους για τον
Χατζή Αλή Πασά:
"Αφού ο Αλή Πασάς πήρε τον Όφη
δεν έμεινε ούτε λάχανο, ούτε κοφί
Ο ιμάμης Οσμάνογλου από το Τσορούκ ήταν ο
"Νασρεντίν Χότζας" του χωριού. Ζει ακόμη στο χωριό του και φημίζεται
για τα αστεία του αλλά και επειδή είναι ετοιμόλογος. Του εύχομαι να είναι
πολύχρονος. Τα ανέκδοτα προέρχονται από τον ίδιο.
Μιά μέρα οι μαθητές του θέλοντας να πειράξουν τον Οσμάνογλου τον
ρωτάνε:
"Χότζα που
κρύβεις τα λεφτά σου;"
Κι ο χότζας απαντά:
"Εγώ τα λεφτά
μου τα κρύβω μέσα στο Κοράνι, γιατί δεν το ανοίγει κανένας".
Μιά μέρα πάλι
ρώτησαν τον Οσμάνογλου:
"Χότζα υπάρχει
μέρος που δεν πήγαν οι Οφλήδες;"
"Υπάρχει"
απάντησε ο χότζας
"Ποιό;"
"Η κόλαση".
Ο χότζας ήταν γνωστός για την αδυναμία που είχε
στο φαγητό. Οι χωρικοί του έφερναν κανονικές μερίδες αλλά δεν του έφταναν. Μια
μέρα ένας χωρικός θέλοντας να τον
πειράξει τον ρωτά:
"Χότζα σου
λείπουν δόντια. Γιατί δεν φτιάχνεις καινούρια;"
"Τι να τα
κάνω, κι αυτά που έχω δε μασάνε, είναι αργόσχολα" απάντησε.
Μια μέρα κάλεσαν
τον Οσμάνογλου χότζα σε γεύμα. Όλοι
φάγανε και χόρτασαν αλλά ο χότζας συνέχιζε να τρώει χωρίς να δίνει σημασία. Ένας από τους συνδαιτυμόνες
τον ρωτά:
"Χότζα δεν σε
πειράζει στο στομάχι τόσο φαγητό;"
"Το στομάχι μου το πειράζει εκείνο που δεν
τρώω κι όχι αυτό που τρώω".
Δυο οφλήδες
πηγαίνουν στην Αραβία για να γίνουν χατζήδες. Είναι καλοκαίρι και η σκέψη τους
είναι στον Όφη. Τελικά ο ένας δεν
αντέχει και λέει στο διπλανό του:
"Βρε, έφτασε ο
καιρός του θερισμού στα λιβάδια κι
εμείς τριγυρνάμε σα γουρούνια στα βουνά της Καάμπα .
Ο Κακοσίν Εφέντης, (Μουχαμέντ) από το Σεράχο,
στην εποχή του ήταν ένας από τους μεγαλύτερους σοφούς της περιοχής. Πηγαίνει
στη Καάμπα, για να γίνει χατζής αλλά εκεί αρρωσταίνει. Ο χότζας νομίζει πως θα πεθάνει και παρακαλά τον Θεό:
"Θεέ μου ο
δρόμος για τον παράδεισο περνάει από τον Όφη. Μη με αφήσεις να πεθάνω εδώ στα
ξένα"
Η επιθυμία του εκπληρώνεται και ο χότζας γυρίζει
στον Όφη.
Ένας Οφλής μια μέρα
πάνω στο θυμό του χωρίζει τη γυναίκα του σύμφωνα με τον ιερό νόμο . Την επομένη μετανιώνει για τη πράξη του
αλλά δεν
μπορεί να κάνει τίποτα. Δεν αφήνει χότζα που να μην έχει ζητήσει την συμβουλή
του, για να ξαναπάρει τη γυναίκα του.
Δεν ήθελε βλέπετε
να παντρέψει τη γυναίκα του με έναν άλλο για να μπορέσει να την ξαναπάρει πίσω.
Τελικά του συνιστούν να πάει στον Κακοσίν
Εφέντη από το Σεράχο.
Παίρνει το δρόμο
για το Σεράχο και μόλις φτάνει ρωτά στους χωρικούς που κάθονται στο καφενείο
για τον χότζα. Του λένε ότι δουλεύει στο χωράφι. Πάει και τον βρίσκει. Λέει τον
καημό του στον Κακοσίν εφέντη. Και ο χότζας τον ρωτά:
"Πές μου να
δούμε, όταν έπαιρνες τη νύφη, πώς την πήρες, με τι όργανα;"
"Με τουλούμια και με ζουρνάδες χότζα
μου" απαντά "Αυτό είναι και κακό και καλό" λέει ο χότζας
"Γιατί;"
"Είναι κακό,
γιατί αυτός ο γάμος δε μετράει, αφού έγινε χωρίς κεμετζέ. Μέχρι τώρα
διαπράττατε μοιχεία. Γι' αυτό πήγαινε
τώρα και παντρέψου τη γυναίκα σου με σωστό γάμο. Αυτό είναι το καλό.
Από τότε στην
περιοχή δεν παίζουν τουλούμια και ζουρνάδες. Πιστεύουν ότι μόνο η κεμεντζέ και
η φλογέρα κάνουν έγκυρο το γάμο.
Το χωριό Τσορούκ είχε έναν ακόμη "Νασρεντίν
Χότζα" που σήμερα δε ζει πια, τον Αμπντουλλάχ
Μπαχαντίρ ή αλλιώς Μολλά Αμπντουλλάχ.
Μια μέρα ένας χωρικός που του αρρώστησε η αγελάδα πηγαίνει στον Μολλά Αμπντουλλάχ
χότζα και του ζητά να του γράψει ένα φυλαχτό. Ο
χότζας, για να μη του χαλάσει την καρδιά, γράφει κάτι μέσα στο φυλαχτό και το
δίνει στον χωρικό. Μετά από ένα διάστημα η αγελάδα γίνεται καλά και ο χωρικός
ανοίγει από περιέργεια το φυλαχτό και διαβάζει: "Από κολοκύθα του Χαστικόζ
γίνεται σπουδαίο φελί Βάλτου κι ένα μάτσο χόρτα να δεις τι καλό θα γίνει"138
τι την έχει χωρίσει. Για να μπορέσει να
ξαναπαντρευτεί με την ίδια γυναίκα θα
πρέπει να γίνει hulle, δηλαδή η γυναίκα να παντρευτεί με έναν άλλο και να
χωρίσει.
Ο Μολλά Αμπντουλάχ
και ο Ισάκ Σαλίχ παίρνουν το δρόμο για
τη ξενιτιά. Μπαίνουν στο βαπόρι από την Τραπεζούντα, για να πάνε στην Σαμψούντα.
Καθώς κάθονται στο κατάστρωμα του βαποριού, ο Μολλά Α- μπντουλλάχ
αντιλαμβάνεται ότι δυό Χολαλήδες μιλούν μεταξύ τους ρωμαίικα και στήνει αυτί.
Μετά από λίγο αρχίζει να τους φωνάζει:
"Δηλαδή εσείς
κακολογείτε τον Ατατούρκ ε; Μόλις κατεβούμε, θα
πάμε κατευθείαν στους ζαπτιέδες.
Οι δυό Χολαλήδες
νομίζουν ότι ο Μολλά Αμπντουλλάχ είναι μυστικός αστυνομικός και
προσπαθούν να κρατήσουν χαμηλούς τόνους, για να γλιτώσουν. Παρόλα αυτά δεν
καταφέρνουν να τον πείσουν. Στο τέλος τους συγχωρεί αφού όμως πάρει 250
γρόσια".
Ο Μολλά Αμπντουλλάχ παίρνει δανεικό καλαμπόκι από
έναν Τσορουκλή συντοπίτη του αλλά δεν το επιστρέφει σαν έρθει η ώρα. Μια μέρα
ενώ κάθεται στο παζάρι του Όφεως βλέπει τον δανειστή του να έρχεται από απέναντι.
Ο δανειστής έρχεται και κάθεται κοντά
του.
"Σελάμιν
αλέικιουμ"
"Αλέικιουμ
σελάμ"
"Πώς είσαι Αμπντουλλάχ Εφέντη;" ρωτά ο συντοπίτης
του
"Μη τα ρωτάς,
σκέφτομαι από ποιόν να πάρω βερεσέ καλαμπόκι" λέει
" Και γιατί δεν αγοράζει τοις μετρητοίς;" ρωτά ο χωρικός.
"Α ρε τι εύκολα που μιλά αυτός που έχει χρήμα!"
λέει ο Μολλά Αμπντουλλάχ και κατεβάζοντας το μούτρα σηκώνεται και φεύγει.
Το κοινό παρχάρι των χωριών Τσορούκ, Κιουτσιουκχόλ,
Γερακάρ και Οξοχό είναι το Τσουμαβάνκ. Για το τζαμί του παρχαριού παίρνουν ένα
χότζα από κάθε χωριό με τη σειρά. Φτάνει η σειρά του χότζα από το Οξοχό.
Ο χότζας αρχίζει να κάνει από το βήμα κήρυγμα,
στους πιστούς που ήρθαν για την προσευχή της Παρασκευής, στα ρωμαίικα. Ένας από
τους πιστούς ο Κασίμ Αγάς από το Κιουτσιουκχόλ κατεβάζει τον χότζα από το βήμα
γιατί οι Κιουτσιουχολήδες δεν ξέρουν ρωμαίικα. Έτσι οι πιστοί φεύγουν χωρίς να κάνουν την προσευχή της Κυριακής.
Κάποτε οι χωρικοί
του Τσορούκ κουβαλούσαν το νερό από τις βρύσες. Μετά από ένα διάστημα με
κρατική μεσολάβηση φτάνει στο χωριό το δίκτυο της ύδρευσης και βάζοντας
σωλήνες οι χωρικοί φέρνουν το νερό στα σπίτια τους. Ο Γκιονεσεραλής Χασάν που
ακούει ότι αυτοί οι σωλήνες είναι αμερικάνικοι λέει το εξής τραγούδι:
"Για τα Σούρμενα και τον Όφι
μόλις έβαλα ταπί
Ζήτω η Αμερική
Η τσουρουλέκα ήρθε στην πόρτα"
Ο Μολλά Αμπντουλλάχ
την ώρα που καθόταν στην αυλή του σπιτιού του βλέπει τον Οσμάνογου να 'ρχεται από απέναντι. Υποθέτοντας ότι θα του ζητήσει δανεικά ο Μολλά Αμπντουλλάχ
λέει αμέσως στον Οσμάνογλου που τον πλησιάζει τους εξής στίχους:
"Ήταν τριαντάφυλλο,
είχε αγκάθια κι ας μη τό 'θελε
Όποιος δίνει κώλο βερεσέ,
βρίσκονται πολλοί να τον γ...μήσουν".
Ο Οσμάνογλου γυρίζει πίσω, χωρίς να βγάλει τσιμουδιά.
Στη δεκαετία του 70
στο Τσορούκ γίνεται προεκλογική εκστρατεία. Εκείνη την εποχή συναγωνίζονται
στο χωριό τα κόμματα Δικαιοσύνης, Ρεπουμπλικανικό-Λαϊκό
και Εθνικής Σωτηρίας. Ο Χουσείν Ουζουνλάρ (Θέμπεκα) που εκείνη την περίοδο
δουλεύει για το κόμμα Εθνικής Σωτηρίας πλησιάζει, με σκοπό να ρωτήσει για την
υγεία της, μια ηλικιωμένη γυναίκα από τους Φολεγιαλήδες, που εργαζόταν στο
χωράφι και η οικογένειά της υποστήριζε το Λαϊκό Κόμμα.
"Πώς είσαι θειά; Εύχομαι νά 'χεις
υγεία και σωτηρία"* της λέει.
Κι ηλικιωμένη
γυναίκα απαντά χωρίς να σκεφτεί καθόλου:
"Υγεία έχω
αγόρι μου αλλά με τη Σωτηρία δεν είμαι".
OMER ASAN
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου