- Έλα, Ισαάκ Αϊδινίδη, να σηκώσεις ψηλά το παιδί
σου, κορίτσι είναι, ακούστηκε από μέσα η φωνή της
μαμής.
Ο Ισαάκ μπήκε στο φτωχικό του και, υψώνοντας τα χέρια και το βλέμμα του στον ουρανό, είπε:
- Σ'
ευχαριστώ, Θεέ μου, που και σήμερα ήρθες για μια ακόμη φορά στο σπιτικό μου.
Πλησίασε τη μαμή και με τις δυο ροζιασμένες
παλάμες του κράτησε απαλά την φασκιωμένη νεογέννητη. Την σήκωσε ψηλά και είπε:
-Τσόφα (Σοφία), καλώς
όρισες στο σπίτι μας. Να είσαι ευλογημένη παιδί μου!
Μια γειτόνισσα, που ήρθε και παραστάθηκε στη
γέννα, ετοιμάστηκε να φύγει.
- Μείνε, της είπε η μαμή, θα αρραβωνιάσω τη
νεογέννητη.
Ναι, ήταν συνήθεια στη Σάντα, όταν γεννιόταν
κορίτσι η μαμή να το αρραβωνιάζει
αμέσως, κατά την παράδοση.
-Μα αυτό το τόσο
φτωχό κοριτσάκι σε ποιον θα το αρραβώνιαζε η μαμή, αναρωτήθηκε η γειτόνισσα.
Η μαμή πήρε από το σακούλι, όπου
είχε τα λιγοστά εργαλεία της γέννας, ένα μαχαιράκι και χάραξε πάνω στην ξύλινη και φτωχική κούνια
της νεογέννητης έναν σταυρό, λέγοντας:
-Εγώ η μαμή, α σ’ Άνθεν* το
χωρίον, αρραβωνιάζω την Τσόφαν Αϊδινίδου σο βαφτιστικό μ',
τον Παντελήν Πολιτίδην, που εν ατώρα δέκα χρονών, πάει σο σχολείον,
ζει με την μάναν ατ’ την Ελένην, τον τρανόν τον αδελφόν ατ’ και την μικρέσσαν την αδελφήν
ατ’, την Μαρίαν. Ο κυρ'
ς ατ’, ο κουμπάρο μ'
ο Αβραάμς, ζει σην ξενητείαν, ση Ρουσίαν.
(Εγώ, η μαμή από το Άνθεν το χωρίον,
αρραβωνιάζω τη Σοφία Αϊδινίδου στο βαφτιστικό μου, τον Παντελή Πολιτίδη, που είναι τώρα δέκα
χρονών, πηγαίνει στο σχολείο, ζει με τη μητέρα
του, την Ελένη, το μεγαλύτερο αδελφό
του και τη μικρή του αδελφή, τη Μαρία. Ο πατέρας του, ο κουμπάρος μου ο Αβραάμ,
ζει στην ξενιτιά, στη Ρωσία.)
Φαίνεται πως στο
άκουσμα του ονόματος του Παντελή Πολιτίδη όλοι και όλα ξαφνιάστηκαν μέσα στο
μικρό φτωχικό. Ακόμη και αυτό το μικρό λυχναράκι
του σπιτιού, καθώς τελείωνε το λίπος
του, ξαφνιάστηκε και τρομαγμένο με δυσκολία συγκρατούσε, τρεμοσβήνοντας, το λιγοστό του φως!
- Αΐκον σουμάδεμαν (τέτοιος αρραβώνας), μονολογούσε
με δικαιολογημένη απορία η γειτόνισσα.
Τα σφιγμένα από τις
οδύνες του τοκετού χείλη τής λεχώνας χαλάρωσαν και μια λάμψη
χαράς απλώθηκε στο κουρασμένο πρόσωπο της. «Μα τέτοιος αρραβώνας» αναρωτιόταν.
Μόνο ο Ισαάκ με
δυνατή φωνή είπε:
- Ντο λες, μαμή ντο λες! Ο
Αβραάμς ο Πολιτίδης, ο εσεμένον τη Σαντάς, θα
καταδέχκεται και θα παίρ'
νύφεν σον υιόν ατ’
τα’ εμόν το κορίτσ’, το κορίτσ' τ’ εφτωχού τη
Ισαάκ; Όχι, μαμή, ατό σον κόσμον κι'
ίνεται!
(Τι
λες, μαμή, τι λες! Ο Αβραάμ ο Πολιτίδης, ο πλούσιος
της Σάντας, θα καταδεχθεί να πάρει νύφη για τον γιο του τη δική
μου θυγατέρα, τη θυγατέρα του φτωχού Ισαάκ; Όχι, μαμή, αυτό δε γίνεται με τίποτα.)
- Εγώ όνταν λέγω κατ',
λέ'ατο, απάντησε η μαμή. Τα ημ'σά χαρίσματα τη μάνας
ατς να εχ', κανίνταν (εγώ όταν λέω
κάτι, ξέρω και το λέω. Τα μισά χαρίσματα της μάνας της να έχει, φθάνουν), και
έφυγε αφήνοντας σαστισμένους τη γειτόνισσα, τον Ισαάκ και τη λεχώνα.
- Ισαάκ Αϊδινίδη, είπε ύστερα από λίγο η γειτόνισσα, η μαμή όλα εξέρ', για τ' ατό ήντιαν λέει εν’ σωστόν. Α'
ετσ’ εύραμ' ατα, α'
ατσ’ θα
συνεχίζομ' ατα.
(Η μαμή τα ξέρει όλα, γιαυτό ό,τι
λέει είναι σωστό. Έτσι τα βρήκαμε, έτσι θα
τα συνεχίσουμε.)
Κι όλα αυτά το 1890, επάνω ψηλά στη Σάντα, στην
Επτάκωμη Σάντα, γιατί επτά ήσαν τα χωριά της, οι ενορίες της. Κι ήσαν ψηλά,
πολύ ψηλά, χίλια οκτακόσια με δυο χιλιάδες περίπου μέτρα υψόμετρο πάνω από τα παράλια του Εύξεινου Πόντου.
Τόπος ορεινός,
φτωχός και απρόσιτος, σαράντα χιλιόμετρα Ν.Α. της Τραπεζούντας.
Γη λίγη, άγονη και κακοτράχαλη. Κι όμως οι κάτοικοι της Σάντας κάνανε θαύματα εκεί επάνω, μεγαλούργησαν θα λέγαμε, όπως τόσοι και τόσοι Έλληνες που
ζούσαν στα παράλια του Εύξεινου Πόντου.
Εφτά χωριά σκαρφαλωμένα πάνω σε πλαγιές
πανύψηλων βουνών, με το ένα χωριό πολύ κοντά στο άλλο, σαν αετοφωλιές, ήταν ο
τόπος τους. Οκτώ με δέκα ώρες έπρεπε να βαδίσουν, κατηφορικά μονοπάτια, για να
πάνε στην Τραπεζούντα, την πρωτεύουσα του Πόντου. Κι όμως οι Σανταίοι αγάπησαν
αυτόν τον τόπο.
Είχανε και ένα
χαρτί, Φιρμάνι από τον Σουλτάνο, που έγραφε: «Οι Σανταίοι τεχνίτες μάς βοήθησαν και λιώσαμε στα μεταλλεία αργύρου,
το δύσκολο αυτό μέταλλο που το έχουμε άφθονο στον τόπο μας, αλλά που έμενε
ανεκμετάλλευτο μέχρι τώρα. Ως αντάλλαγμα δεν ζήτησαν τίποτε άλλο, παρά η
πατρίδα τους, η Σάντα, να ζει ελεύθερη, να είναι δική τους και να μην τους ενοχλεί
κανείς. Για το λόγο αυτό κανένας Τούρκος
ή άλλος ξένος δεν θα ανεβαίνει στη
Σάντα για κακό σκοπό». Το Φιρμάνι
το φυλάγανε οι Δημογέροντες της Σάντας.
Τη Σάντα τη
διοικούσε η Δημογεροντία των Εφτά Ενοριών** της σωστά και συνετά μέχρι την καταστροφή της, το
1921.
Οι Σανταίοι από τα
πρώτα ακόμη χρόνια των διωγμών κράτησαν πιστά τον χριστιανισμό, την ελληνική
παράδοση, τα ήθη και τα έθιμά τους.
Αγάπησαν τον τόπο τους που τον ένιωθαν σαν τόπο άγιο, ιερό, τόπο ευλογημένο και
ας ήταν φτωχός.
Σαν καλοί τεχνίτες
που ήσαν, χτίσανε μεγάλα και άνετα διώροφα και τριώροφα σπίτια, πανέμορφες
εκκλησίες με ψηλά καμπαναριά και δίπλα σ'
αυτές δημοτικά σχολεία.
Λιθόκτιστες βρύσες,
με στέρνες, πεζούλια και στέγαστρα φτιάξανε σε κάθε γειτονιά και φέρνανε το γάργαρο νερό από τις κρυσταλλένιες
πηγές του τόπου τους. Γέφυρες και γεφυρούλες φτιάξανε
με πολύ μεράκι
και πάντα, μα πάντα, ήσαν πρόθυμοι να προσφέρουν την προσωπική τους εργασία
όποτε την χρειαζόταν ο τόπος τους.
Κάθε Χωριό-Ενορία είχε τη δική του διοίκηση, τη δική
του εκκλησία, το δικό του σχολείο. Τις εκκλησίες και τα σχολεία τα φρόντιζαν
και τα συντηρούσαν οι κάτοικοι με την
προσωπική τους εργασία.
Αρκετοί ξένοι,
συνήθως Γάλλοι και Γερμανοί, ανέβαιναν επάνω στη Σάντα να δουν από κοντά τους
λίγους Έλληνες που κατάφεραν να φτιάξουν τόσα πολλά κτίσματα σε απόμακρο και δύσβατο τόπο, με ελάχιστα μέσα που διέθεταν. Ε, όταν μάθαιναν πως όλα τα υλικά τα
μετέφεραν με την πλάτη τους και αυτή τη δουλειά την κάνανε κυρίως οι γυναίκες,
τα θαυμαστικά ήσαν πολλά.
Θαύμαζαν και απορούσαν
όταν έβλεπαν τις ακριβοστολισμένες εκκλησίες
με τα επιβλητικά καμπαναριά, τα σχολεία εξοπλισμένα με εποπτικά όργανα για την
καλύτερη εκπαίδευση των μαθητών και περισσότερο
όταν αντίκριζαν στους τοίχους των σχολείων τα γνωμικά των σοφών της αρχαίας
αθάνατης Ελλάδας και τα πορτραίτα των Ελλήνων ηρώων του 1821!
- Α, αυτά μας τα φέρνουν οι ξενιτεμένοι μας,
ήταν η απάντηση των Σανταίων. Και όχι μόνο αυτά·
όταν έρχονται από την ξενιτιά να δουν τις οικογένειές τους δεν ξεχνούν ν' αφήσουν και τη δεκάτη τους στην εκκλησία!
Πώς αλλιώς θα τα
φτιάχναμε; Ο τόπος μας είναι φτωχός, λίγη και κακοτράχαλη η γη μας, άγονη. Με
δυσκολία εξασφαλίζουμε το λιγοστό ψωμί μας, κι εκείνο από σίκαλη και λίγο
καλαμπόκι. Αυτά μόνο ευδοκιμούν εδώ επάνω.
Γιαυτό οι περισσότεροι άνδρες με πόνο
αποχωρίζονται πατρίδα και οικογένεια για να ξενιτευτούν. Συνήθως πηγαίνουν στη
Ρωσία γιατί είναι κοντά. Κι όταν έρχονται, αφήνουν χρήματα στην εκκλησία,
επειδή ξέρουν πως η εκκλησία, εκτός των άλλων, πληρώνει τους μισθούς των
δασκάλων και αναλαμβάνει να πληρώνει και τα έξοδα των φτωχών καλών μαθητών που
θέλουν να σπουδάσουν στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας απ' όπου βγαίνουν δάσκαλοι, ιερείς, ψάλτες. Η εκκλησία βοηθάει ακόμη και αυτούς που θέλουν
να κάνουν πανεπιστημιακές σπουδές σε πανεπιστήμια της Ρωσίας, της Ευρώπης και
της Ελλάδας.
Γιατί οι Σανταίοι αγαπούμε πολύ τα γράμματα. Γιαυτό έχουμε
και καμαρώνουμε πολλούς γιατρούς, μηχανικούς,
καθηγητές, δασκάλους, δικηγόρους, οι οποίοι κάνουν καριέρα στη Ρωσία και στην
Τραπεζούντα.
Και αφού ξοφλήσουν το χρέος τους στην εκκλησία, συνεχίζουν κι αυτοί την
παράδοση και στέλνουν χρήματα, όσα μπορούν,
στο ταμείο της εκκλησίας. Μεταξύ των
επιστημόνων έχουμε και λίγες γυναίκες.
Οι Δημογέροντες και
οι κάτοικοι του κάθε χωρίου της Σάντας έκαναν ό,τι μπορούσαν για να είναι πιο όμορφο το δικό τους χωριό, οι
δικές τους γέφυρες, ακόμη και τα δικά τους χωράφια. Μετρούσαν πόσους
περισσότερους επιστήμονες έβγαλε το δικό τους χωριό και πόσους καλούς μαθητές
έχουν στο δικό τους σχολείο. «Ευγενική άμιλλα» το είπαν οι ξένοι επισκέπτες.
Όταν καμιά φορά
συναντιόντουσαν στο καφενείο του χωριού οι ξενιτεμένοι και οι επιστήμονες που
έρχονταν από τα ξένα και λέγανε για τις όμορφες πόλεις που είδανε στα άλλα
μέρη, οι γέροι της Σάντας, που γεννήθηκαν και έζησαν όλη τους τη ζωή εκεί
επάνω, και που υπερβολικά αγαπούσαν τον τόπο τους, γιατί ήταν μακριά από τα
τουρκοχώρια και ελεύθερα μπορούσαν να
ζουν και να λατρεύουν το Θεό τους, τους απαντούσαν: «Εί!
ση Σαντάν ποίος κ’ έζησεν τιδέν κ’ εγροίξεν!» (Στη Σάντα όποιος δεν έζησε, τίποτε
δεν κατάλαβε.)
Σ' αυτόν λοιπόν τον τόπο με τους ολιγαρκείς
αλλά περήφανους ανθρώπους ζούσε κι ο Ισαάκ Αϊδινίδης
με την όμορφη και λιγόλογη γυναίκα του, τους δύο γιους του και τη μικρή Τσόφα.
Ήταν χαρούμενος γιατί εισακούστηκε η προσευχή
του κι ο καλός Θεός έφερε κοντά τους την Τσόφα να βοηθάει τη μάνα στις
δουλειές, γιατί η μάνα ήταν φιλάσθενη. Αυτός ήταν κι ο λόγος που ο Ισαάκ δεν
ξενιτεύθηκε: «Όταν με το καλό», έλεγε,
«μεγαλώσουν τα παιδιά μου και μπορέσουν να βοηθήσουν τη νοικοκυρά μου, θα ξενιτευτώ για να δούμε κι εμείς Θεού
πρόσωπο. Όμορφη η Σάντα μας, αλλά φτωχή.»
Για την ώρα ο
ξωμάχος μας δούλευε από την ανατολή του ήλιου μέχρι
τη δύση. Άροτρο δεν είχε. Με το σκαλιστήρι δούλευε τη λιγοστή γη του. Με υπομονή την
σκάλιζε, την ξεβοτάνιζε, την ξανασκάλιζε και την έσπερνε σίκαλη και καλαμπόκι. Αργότερα τα θέριζε με
το δρεπάνι, χούφτα χούφτα.
Νωρίς το φθινόπωρο,
πριν πέσουν τα χιόνια, έφερνε τα ξύλα
της χρονιάς. Πολλά ξύλα, γιατί ο χειμώνας στη Σάντα ήταν βαρύς. Μήνες ο τόπος
ήταν σκεπασμένος με χιόνια. Έπρεπε να αποθηκεύσει και χόρτα για τα ζώα. Σ' αυτές τις δουλειές βοηθούσαν πολύ οι
γυναίκες στις άλλες οικογένειες. Μα η γυναίκα του Ισαάκ ήταν φιλάσθενη, αυτή
φυσικά ήταν και η αιτία της φτώχειας τους.
Στο Φτελέν*** ζούσε η οικογένεια. Στην
άκρη του χωριού, «σο Τρανόν το
Φτελέν»,
ήταν κτισμένο το σπίτι της, χωμένο μέσα σε καταπράσινα δένδρα και θάμνους. Η
φιλάσθενη μάνα φρόντιζε όσο μπορούσε το σπίτι, μαζί και τις λιγοστές κότες που
είχανε στην αυλή, γιατί το αυγό ήταν το καλύτερο μέσο καθημερινής συναλλαγής.
Είχανε και μια
αγελάδα που με το γάλα της η μάνα έφτιαχνε βούτυρο και διάφορες μυζήθρες, που
προσπαθούσε να μην τα διαθέτει όλα για τη διατροφή της οικογένειας, αλλά να
περισσέψουν αρκετά, να τα πουλήσει στον μπακάλη για να αγοράσει ζάχαρη για τα
παιδιά, αλάτι για την οικογένεια και τα ζώα και λίγο χάσικο αλεύρι, να κάνει τηγανίτες που τις αγαπούσαν τόσο πολύ.
Τα προϊόντα της
Σάντας ο μπακάλης τα μετέφερε στην αγορά τής Τραπεζούντας, όπου γινόντουσαν
ανάρπαστα για τη νοστιμιά τους. Και ανέβαζε στη Σάντα άλλα αγαθά να τα
εμπορευτεί.
Χρήματα δεν είχε
την τύχη να δει η μικρή μας Τσόφα στο πατρικό της. Χρήματα είχανε μόνο οι
οικογένειες των ξενιτεμένων ή τα σπίτια που οι γυναίκες τους δουλεύανε σκληρά
και είχανε πολλές αγελάδες και πολλές κότες.
Με δυσκολία η μάνα
της Τσόφας αγόραζε άπλυτο μαλλί, που, αφού το έπλενε, το λανάριζε, το έκλωθε και με την κλωστή που έφτιαχνε
έπλεκε κάλτσες, φανέλες, ζακέτες. Από ακατέργαστο δέρμα ζώων, που σφάζανε,
έφτιαχνε τσαρούχια για την οικογένειά
της. Λίγοι ήσαν οι Σανταίοι που
φορούσαν παπούτσια. Οι περισσότεροι με τσαρούχια ήσαν χειμώνα καλοκαίρι, όπως
και η οικογένεια της Τσόφας.
Κι όμως τους
Σανταίους δεν τους ενοχλούσε καθόλου η
φτωχική τους εμφάνιση. Την καθαριότητα
την αγαπούσαν. Φρόντιζαν να είναι
καθαρά τα σπίτια τους, τα χωριά τους. Την πολυτέλεια
φρόντιζαν να την έχει η εκκλησία και το σχολείο. Καμάρωναν τις μαλαματοκαπνισμένες καντήλες, τ' αστραφτερά μανουάλια,
τη μεγάλη μπρούτζινη κο- λυμβήθρα όπου
βάφτιζαν τα παιδιά τους στο όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Η χαρά τους ήταν μεγάλη όταν οι ξενιτεμένοι φέρνανε εικόνες αγίων και όταν κοινωνούσαν των Αχράντων
Μυστηρίων από το ασημένιο δισκοπότηρο με το ασημένιο κουταλάκι. Έπρεπε,
λέγανε, τα σκεύη της εκκλησίας να είναι τα καλύτερα.
Η εκκλησία έπαιζε σπουδαίο ρόλο στην ζωή των
Σανταίων. Γαλούχησε και ανέθρεψε χριστιανικές ψυχές και φρόντιζε πάντα να τις
κρατά στην αγκαλιά της. Από το Σάββατο το βράδυ η οικογένεια ετοιμαζόταν.
Λούζονταν όλοι για να είναι καθαροί στη Θεία Λειτουργία της Κυριακής.
Για τα παλιά τους
ρούχα δεν τους ένοιαζε, μα ούτε και για τα τσαρούχια που φορούσαν. Την Κυριακή,
όταν χαρμόσυνα χτυπούσαν οι καμπάνες και των Εφτά Ενοριών (ναι, στην Σάντα
χτυπούσαν οι καμπάνες), η εικόνα που παρουσίαζε η Σάντα ήταν βιβλική.
Όλοι οι άνθρωποι με
ευλάβεια ανηφορίζανε ή κατηφορίζανε
προς τις εκκλησίες. Η Τσόφα θυμάται
ορισμένα κυριακάτικα πρωινά τις καμπάνες να χτυπούν χαρμόσυνα και ο κόσμος να
ανηφορίζει μέσα από πυκνή ομίχλη. Θυμάται τον αδελφό της, τον μεγάλο, που,
νυσταγμένος ακόμη καθώς ήταν, ρωτούσε με απορία τη μάνα: «Μάνα, πού ανεβαίνουμε, σον ουρανόν θα
πάμε;»
Άνδρες, γυναίκες,
νέοι, γέροι και μάνες βρεφοκρατούσες παρακολουθούσαν
τη Θεία Λειτουργία. Και τους αρρώστους φέρνανε τυλιγμένους με σκεπάσματα.
Πίστευαν πως αν ο άρρωστος άκουγε τα Θεία Γράμματα θα γινόταν καλά. Πολλές
φορές γινόταν το θαύμα. Και για να κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων, ω! τότε
όλοι, ακόμη και τα παιδιά, έπρεπε να νηστέψουν όλες τις μέρες της νηστείας. Δεν
ήταν καθόλου εύκολο, μα έπρεπε.
Γέφυρα σον Γιάμπολη που ένωνε τις ενορίες Ζουρνατσάντων και Πιστοφάντων |
Κάθε πρώτη του
μηνός η μάνα περίμενε τον ιερέα να αγιάσει το σπίτι, την οικογένεια, τα ζώα,
τον μπαχτσέ. Έβαζε δε πάντοτε κι ένα αυγό παραπάνω στο καλάθι του, για να πάει να αγιάσει
και τον καλό τους ποταμό τον Γιάμπολη,
που κυλούσε
ορμητικά τα γάργαρα νερά του κάτω στην βαθύσκιωτη
χαράδρα κι απλόχερα τους χάριζε τα μικρά και μεγάλα ψάρια του, τροφή που την είχανε ανάγκη οι Σανταίοι εκεί ψηλά
που ζούσαν.
Η οικογένεια της Τσόφας θεωρούσε
τον Γιάμπολη ευεργέτη της, γιατί πολλές φορές γέμισε το φτωχικό της τραπέζι
και η Τσόφα αγαπά το Γιάμπολη.
Η μάνα στον μπαχτσέ καλλιεργούσε φασολάκια,
μελιτζάνες, πιπεριές. Τα στέγνωνε σε σκιά, για να τα μαγειρέψει τον χειμώνα.
Καλλιεργούσε και πατάτες, κολοκύθια, λάχανα, πολλά λάχανα, συνήθως μαύρα,
γιατί αυτά αντέχανε στις παγερές ημέρες
του χειμώνα. Όπως καταλαβαίνετε, η κουζίνα της Σάντας δεν είχε να παρουσιάσει
καταπληκτικές συνταγές.
Απλά και λιτά ήταν
τα φαγητά, όπως απλή και λιτή ήταν και η ζωή τους η ίδια. Αυτό όμως δεν χαλούσε
το κέφι των Σανταίων. Αντίθετα, ευχαριστούσαν τον Θεό για την καλή τους υγεία,
την ησυχία και την δυνατότητα που είχαν να ζουν και να κινούνται ελεύθερα στον
τόπο τους, όχι μόνο με την παλικαριά τους, αλλά και με το Φιρμάνι του
Σουλτάνου.
Τα χρόνια περνούσαν
και η μικρή Τσόφα μεγάλωνε χαρούμενη κι ευτυχισμένη. Αγαπούσε πολύ τον κύρη
της, τον θαυμάσιο Ισαάκ, που όλη την ημέρα στο χωράφι καθώς δούλευε σκάρωνε
δίστιχα αγάπης για τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Το βράδυ, ύστερα από το φτωχικό φαγητό, ο Ισαάκ
τραγουδούσε τα δίστιχά του και τα παιδιά χορεύανε χαρούμενα κι ευτυχισμένα γύρω
του.
Η Τσόφα αγαπούσε πολύ τ' αδέλφια της, ποτέ δεν γκρίνιαζε ακόμα κι όταν εκείνα τρώγανε
το λιγοστό φαγητό της. Λάτρευε όμως τη μάνα. Πάντα πιασμένη από την ποδιά της,
την ακολουθούσε. Ειρήνη και αγάπη βασίλευε στο φτωχικό σπίτι του Ισαάκ και της
γυναίκας του με τους δύο όμορφους γιους και τη μελαχρινούλα Τσόφα.
Μαύρα σγουρά μαλλιά
στόλιζαν το μικρό της προσωπάκι και με τη βελούδινη ματιά της κέρδιζε την αγάπη
και τη συμπάθεια των γειτόνων. Ήταν προικισμένη με πολλά πολλά παιδικά
χαρίσματα.
Σ' αυτό βοήθησε πολύ η μάνα που μετέδωσε στα
παιδιά της την ευλάβεια στα θεία, την αγάπη στην πατρίδα, στους ανθρώπους, στα ζώα, την υπομονή
και την αντοχή στις δυσκολίες της ζωής. Τα αγόρια της καμιά φορά αντιδρούσαν στις συμβουλές της, η Τσόφα όμως όλα τα κατέγραψε, όλα τα αφομοίωνε, όλα τα έκανε πράξη στη ζωή της.
Ολγα Νυμφοπούλου
Απόσπασμα απο το βιβλιο "Η ΓΙΑΓΙΑ MOY H ΤΣΟΦΑ"
Εκδοσεις: Αδελφών ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου