Όσο πλησιάζουν οι άγιες μέρες της γέννησης του Χριστού τόσο συχνότερα ο νους μου δεν μπορεί, παρά να καταφύγει με νοσταλγία στα παιδικά μου χρόνια. Τότε, που Χριστούγεννα δε σήμαιναν καλοστρωμένο με χαλιά σπίτι, καλοψημένα από το σούπερ-μάρκετ τσουρέκια, καλοφουρνισμένη γαλοπούλα και στρογγυλοκαθισιό μπροστά στην τηλεόραση. Ούτε βέβαια, ταξίδι έξω από τα σύνορα.
Τα Χριστούγεννα ήταν συνδεδεμένα με τις ολοήμερες προετοιμασίες μέσα κι έξω από το σπίτι, με τον εκκλησιασμό όλης της οικογένειας και με το τριήμερο γλέντι μικρών και μεγάλων.
Σταθερά και χωρίς υποδείξεις κανενός, τα ήθη κι έθιμα άλλαζαν την καθημερινότητα και οι συνήθειες δεν μπορούσαν να αποφύγουν ένα ορισμένο τυπικό στις εφαρμογές τους.
Η πρώτη ημέρα των Χριστουγέννων ήταν αφιερωμένη στους στενούς συγγενείς. Η επίσκεψη στον παππού και τη γιαγιά ένας νόμος απαράβατος. Το τραπέζι (ακριβώς στη μέση της σάλας ) ήταν στρωμένο από το βράδι με όλων των λογιών τους μεζέδες, πάνω στο κάτασπρο τραπεζομάντιλο.
Περίμενε το σόι, τους καλοφαγάδες και μη, μαζί με την κοτόσουπα στη χύτρα πάνω στην πυροστιά, τους καβουρμάδες στα πήλινα δοχεία, τα τουρσιά στους φρεσκοξεσφράγιστους τενεκέδες και τα λουκάνικα σε αρμαθιές, κρεμασμένες στο κελάρι.
Λίγο, πριν από το μεσημέρι, έρχονταν οι συγγενείς για να φιλήσουν το χέρι της γιαγιάς, να δώσουν και να πάρουν ευχές και να καμαρώσουν για τις υπερβολές της, στην περιποίηση των άλλων. Κοριτσόπουλο θαρρείς, πάνω στο άνθος της ηλικίας του, γυρόφερνε από την κουζίνα στη σάλα, (προσθέτοντας μεζέδες στο τραπέζι), παρακινώντας όλους να απλώσουν τα χέρια στα πιάτα. Να μην εντρέπουνταν και κυρίως να μην «ξεναλαέφκουνταν * ».
— Φάτε, θεού καλά πολλά.
— Φάτε περεσκία και κάντε ζακούσκες*
— θα φέρω σας στα στερνά και σούπα.
Φυσικά, πρόλαβε πρωί - πρωί συνωμοτικά με τη νύφη της, να στείλει τσουρέκια, κουλουράκια και φρέσκον ξύγαλαν στους γείτονες, που δεν είχαν το «έχει» τους, αλλά και στους απόμακρους συγχωριανούς, σ' αυτούς που έφερναν πένθος.
Σύμφωνα με τις παραδόσεις, δεν έπρεπε να μαγειρέψουν oι πενθούντες, οτιδήποτε κείνη την πρώτη μέρα τη Χριστουγεννιάτικη, όσοι πρόσφατα στερήθηκαν αγαπημένο πρόσωπο.
Ως και τα ζώα έπρεπε να νιώσουν το ξεχωριστό νόημα της ημέρας. Γι’αυτό και ετοίμαζαν οι νυφάδες, που έμεναν με τη γιαγιά και τον παππού στο ίδιο σπίτι, φαΐ για τα ζώα του στάβλου.
Ξεραμένες κόρες ψωμιού, μουσκεμένες σε χλιαρό νερό, η άχυρα ζεματιστά με μπόλικο πίτουρο περιχυμένα. Έμπαινε η φίλια διάθεση στη μέση; Ή μήπως επρόκειτο για ξεχωριστή αμοιβή και αποπληρωμή των «ζωντανών» του στάβλου, αφού πρώτα τα ζώα ζέσταιναν με τα χνώτα τους το θείο βρέφος;
Ο παππούς καμάρωνε για τα τόσο πολλά και διάφορα που ξέρουν οι γυναίκες, ενώ λοξοκοίταζε τα χοιρινά λουκάνικα, που του απαγόρευε η Κύρα (από το Κύριος) να φάει.
Η δεύτερη μέρα ήταν αφιερωμένη στους συγγενείς. Επισκέψεις επανωτές ανάμεσα στα αδέρφια, (οι μικρότεροι στους μεγαλύτερους), στα ξαδέρφια ( πάλι με την ίδια σειρά) και στους κουμπάρους, με τα δώρα για τα βαφτιστικά.
Η τρίτη μέρα άρχιζε από τα χαράματα, με τα κοκόρια να διαλαλούν το άγγελμα της ημέρας και με τους ήχους της λύρας. Τα παλικάρια του χωριού δεν περίμεναν τα περισσότερα.
Συντρόφευαν τον λυράρη και τον συνόδευαν με το τραγούδι τους, ενώ έβγαζαν στο φανερό τη διάθεσή τους για γλέντι. Στην πρώτη γειτονιά που σταματούσαν, ο κύκλος του χορού μεγάλωνε κι ο χορός πρόδιδε, αθέλητα, τους χορευταράδες και τους γλεντζέδες. Χόρευαν από το πρωί ως το βράδυ και από το ένα σταυροδρόμι στο άλλο. Μαζί τους κουβαλούσαν κι ένα μικρό, χαμηλό και στρογγυλό, τραπέζι, τη σοφρά, για να βάζουν πάνω σε αυτό οι κυράδες του χωριού τα μεζελίκια τους.
Περιέργως πως, σαν από χρόνων εντολές, από το πουθενά δοσμένες, σε κάθε τετράγωνο, όπου και η διασταύρωση των δρόμων, έβγαιναν από τα αντίστοιχα γωνιακά τέσσερα σπίτια οι μεγαλοκυράδες (κοδέσποινες*) και γέμιζαν το τραπέζι με τα «συμφαγίας» και τους λογιών - λογιών μεζέδες.
Κι η λύρα έπαιζε...
Το τραγούδι αντιλαλούσε...
Ο χορός άναβε...
Οι νέοι ποδοπατούσαν τη γη, (με βήματα στο ρυθμό της μελωδίας προσαρμοσμένα), με το νου στου ουρανού το διάσελο στραμένον. «Πέραν του κόσμου τούτου».
Οι κοπέλες άφηναν την ανασηκωμένη κουρτίνα, από όπου κρυφοκοίταζαν, κι έβγαιναν δειλά και ντροπαλά να πλαισιώσουν το χορό. Τότε, γινόταν χαλασμός. Η γη τράνταζε κάτω από τα πόδια τους και τα κορμιά σείονταν σαν φθινοπωρινά ξερόφυλλα. Η σέρα, το κοτς και το ταρνακότς ταρακουνούσαν: Τις πέτρες; Κι αυτές. Αλλά και τα κοιλώματα της γης.
Ο γέρο Κόβλακας (εκατοχρονίτης) κούτσα - κούτσα έμπαινε κι αυτός στο χορό. Λιγότερο για να χορέψει και περισσότερο, για να πιάσει κανένα κοριτσίστικο χέρι. Αθώα, καθώς φαίνεται. Κατά βάθος ήθελε να ενώσει τη χούφτα του με τις χούφτες των άλλων, για να νιώσει τους παλμούς στις φλέβες των νέων, όσο το αίμα κυκλοφορεί και παρέχει ζωή χαρισάμενη στα νέα κορμιά.
Κάποτε οι παρέες έφευγαν. Πήγαιναν σε άλλο σταυροδρόμι, σε άλλη γειτονιά, για να επαναλάβουν την ίδια διαδικασία, με τη θελημένη πρόκληση και την άτυπη πρόσκληση στο πανηγύρι της χαράς. Μόνον που στο σταυροδρόμι, όπου έμενε η εκλεκτή του καλοκέλαδου τραγουδιστή, εκεί πάντα καθυστερούσαν.
Οι μεγάλοι γελούσαν κάτω από τα μουστάκια τους, οι νέοι έδειχναν κατανόηση, κλείνοντας πονηρά το μάτι ο ένας στον άλλο, και οι νέες με τη χαρά να φωτίζει το χαμογέλιο σ' όλο το πρόσωπο τους, σκουντούσαν με τον αγκώνα τους η μία την άλλη. Τόσο μόνον. Τίποτε περισσότερο. Όλοι ήξεραν, και κανένας δεν ήξερε.
Τελευταία έρχονταν στο δικό μας τετράγωνο, των Στεφανάντων. Ήταν, γιατί ήμασταν οι πιο φτωχοί; Ή γιατί είχαμε Στέφανο στην οικογένεια; Ή μήπως έρχονταν να φάνε το μπορτς της μάνας μου, καλομαγείρισσας από της Ρωσίας τα μέρη;
Το σίγουρο είναι ότι έρχονταν σε μας για να πιούν τουρσοζούμι από τα τουρσιά της γιαγιάς, πρώτο αντίδοτο στο μεθύσι των ημερών. Μάταια ο παππούς, ο Στέφανος Στεφανίδης, επέμενε στην προτροπή του:
- Νύφε, ποί'σον καφέν 'ς σα παιδία. Ατό πα ξεμεθά.
- Θείο Στέφανε, την ευχή σ’ Μεθυσμέν' πα 'κ' είμες!...
- Να λελέβω σας. Χριστός γεννάται!
Κάπου εκεί τελείωνε και το γλέντι των ημερών. Ο ήλιος βασίλευε, χαιρετώντας τ' εμέτερα τα παιδία, που αντεύχονταν με μεθυσμένα ευχολόγια:
- Μ' έναν καλόν καρδίαν!
- Έτη πολλά!
Λεξιλόγιο
* ξεναλαέφκουνταν = ρ. ξεναλαέφκουμαι, ή ξεναλεύκουμαι, νιώθω ξένος, όχι οικείος, συστέλλομαι.
* ζακούσκας = ρωσική λέξη που σημαίνει μεζέδες.
*κοδέσποινες και κοδέσπενες = ενικός οικοδέσποινα, κυρία του οίκου.
Νόρα Κωνσταντινίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου