ΟΙ ΔΥΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013



Ο ρούσικος στόλος βομβάρδιζε τα παράλια του Ευξείνου, κι απ' την στεριά ο στρατός προχωρούσε σε δυο λαβίδες. Η μια στρατιά τραβούσε απ' την ενδοχώρα προς το Ερζερούμ κι η άλλη παραλιακά προς την Τραπεζούντα, παίρνοντας την μια μετά την άλλη τις πόλεις, Αθήνα (Άτινα), Ριζούντα, Όφι, Σούρμενα κι όλο ζυγώνοντας προς την πρωτεύουσα.
 Τρομαγμένοι οι τούρκικοι πληθυσμοί ξεσηκώνονταν και φεύγαν προς τα δυτικά, ενώ ο τούρκικος στρατός υποχωρούσε. Ατέλειωτα, ανθρώπινα καραβάνια, κάρα, μουλάρια, άλογα, άντρες, γυναίκες και παιδιά, φορτωμένοι με ό,τι μπόρεσε ο καθένας, τραβούσαν όλο και παραπέρα για να σωθούν απ' τη φωτιά και την αντάρα του πολέμου.
 —Αλλάχ, Αλλάχ!
 —Αμάν, αμάν!
 —Μοσκώφ γκελίορ!
 «Έρχεται ο Μοσχοβίτης» —λέγαν— και τους έπιανε μια τρέλα πανικού γιατί ξέραν ότι στον ρούσικο στρατό υπηρετούσαν πολλοί Αρμένηδες, που διψώντας για εκδίκηση, σίγουρα θα πέφταν  απάνω τους  και  θα  τους  κομμάτιαζαν αν  τους  προλάβαιναν. Τρέχαν  τα  κάρα, τρέχαν τα μουλάρια, τρέχαν τ' ατέλειωτα τρομαγμένα μπουλούκια του τούρκικου λαού που έφευγε για να σώσει τη ζωή του.
 Κι όλο τούτο το φευγιό και το κακό ξεσπούσε πάλι σε βάρος των Ελλήνων, γιατί απ' όπου περνούσαν τούτα τ' ατέλειωτα μπουλούκια ρήμαζαν και αφάνιζαν όσα ελληνικά χωριά βρισκόντουσαν στο πέρασμά τους. Καίγαν τα σπίτια, άρπαζαν ότι μπορούσαν να κουβαλήσουν, ήσαν  κι  οι  τσέτες  που  φεύγοντας κι  αυτοί αποτελείωναν την  συμφορά, σκοτώνοντας τους Ρωμιούς για να βγάλουν το άχτι τους.
 Κι ούτε ήταν μονάχα αυτή η λαχτάρα της Ρωμιοσύνης. Υποχωρώντας ο τούρκικος στρατός, ξεσήκωνε κι έπαιρνε μαζί του όλους τους Έλληνες των χωριών που βρίσκονταν στην ζώνη των  επιχειρήσεων και  τους έσερναν  αιχμαλώτους και  πρόσφυγες στο  άγνωστο. Ολούθε δράματα, ολούθε απελπισία, ολούθε παραφύλαγε τους Έλληνες το άγριο μίσος του Τούρκου, η δίψα της αρπαγής και το μαχαίρι του τσέτη.
 Σε ποιο σημείο αγριότητας φτάναν οι Τούρκοι καθώς ζύγωνε ο ρούσικος στρατός και σε τι είδους εγκλήματα επιδόθηκαν, προ πάντων οι αφηνιασμένοι τσέτες, μας το λένε όλοι οι ντόπιοι συγγραφείς, που ζήσαν τα συνταρακτικά περιστατικά της εποχής. Παίρνω μερικές χαρακτηριστικές σελίδες  απ' τον αρχιμανδρίτη Πανάρετο Τοπαλίδη, που συγκέντρωσε και μας δίνει τις πιο εξακριβωμένες και λεπτομερειακές πληροφορίες, που αναφέρονται, άλλωστε, στην «Μαύρη Βίβλο»:
 «Οι κάτοικοι τριάκοντα χωρίων της επαρχίας Ροδοπόλεως διετάχθησαν την 15 Απριλίου 1916 να εγκαταλείψωσι τας εστίας αυτών και ν' αναχωρήσωσι εις το εσωτερικόν εντός μιας εβδομάδος. Τινές ανεχώρησαν και άλλοι, ληξάσης της προθεσμίας, απηλάθησαν. Πλείστοι, όμως, φοβηθέντες ότι έμελλον να σφαγώσιν καθ' οδόν, καθ' ον τρόπον είδον προ δέκα μηνών σφαζομένους τους Αρμενίους κατά μήκος της δια των χωρίων διερχόμενης αμαξιτής οδού Τραπεζούντος Ερζερούμ, εγκατέλειπον τα χωρία και εισήλθον εις τα περί αυτά βαθύσκια δάση. Εκ τούτων, ανερχομένων εις 4.860, περί τους 650 κατέφυγον εις την ιεράν μονήν του Αγίου Ιωάννου Βαζελώνος, εν η προϋπήρχον και άλλοι 130 εκ Τραπεζούντος και των  περιχώρων  και  1.200  εις  εν  μέγα  σπήλαιον  του  χωρίου  Κουνάκα  εν  τω  βράχω «Αγροτσάλ»,   ελπίζοντες   να   σωθώσι   εκ   ταχείας   τινός   προελάσεως   των   ρωσικών στρατευμάτων, ευρισκομένων εις απόστασιν 2‐5 χιλιομέτρων.
 Οι εν τω σπηλαίω, μετά τετραήμερον αντίστασιν ηναγκάσθησαν να συνθηκολογήσωσι και να παραδοθώσι, λαβόντες την υπόσχεσιν ότι δεν θα εσφάζοντο. Εκ τούτων, απαγομένων εν συνοδεία ισχυράς φρουράς εις το εσωτερικόν, ενώ διήρχοντο την επί του ποταμού Πρυτάνεως παρά τω χωρίω Κουνάκα γέφυραν, 26 παρθέναι και νέαι, προτιμήσασαι τον θάνατον αντί της ατιμίας προς ην υπώπτευον ότι φέρονται, έρριψον εαυτάς εις το ρεύμα και πάρα τας προσπαθείας των άλλων προς διάσωσιν αυτών, επνίγησαν.
  πατέρες της ιεράς μονής Βαζελώνος διετάχθησαν υπό του ταγματάρχου της φρουράς του σταθμού Καλογέρ χανί, κειμένου έναντι της μονής, να εγκαταλείψωσι μεθ' όλων των λοιπών χριστιανών την μονήν εντός τεσσάρων ωρών και ν' αναχωρήσωσι εις το εσωτερικόν της περιφερείας Αργυρουπόλεως. 
Οι κομισταί της διαταγής τσετέδες ήσαν ωρισμένοι και δια την εκτέλεσιν αυτής. Έκπληκτοι οι πατέρες απέστειλαν εις τον ταγματάρχην τον ηγούμενον Γεράσιμον και τον ιερομόναχον Νικόδημον, οίτινες παρεκάλεσαν, προβάλλοντες το δια σουλτανικού φιρμανίου κατωχυρωμένον ακαταπάτητον, ανενόχλητον και ασύδοτον δικαίωμα της μονής, την ακύρωσιν της εκδοθείσης αποφάσεως.
Ο ταγματάρχης απέπεμψεν αυτούς δι' ειρωνικού μειδιάματος δηλώσας, ότι «τα φιρμάνια δεν ισχύουν προ του στομίου των τηλεβόλων» και διέταξε να συνοδεύσει αυτούς νέα φρουρά στρατιωτών και τσετέδων, εις ενίσχυσιν των εν τη μονή αναμενόντων προς αμεσον εκτέλεσιν της διαταγής. Μετά την επάνοδον της επιτροπής, επειδή είχεν ήδη νυκτώσει, παρεκλήθη ο αρχηγός της πολιορκητικής φρουράς ν' αναβάλη δια την πρωίαν την εκτέλεσιν της διαταγής του ταγματάρχου, και συνήνεσε λαβών δεκάλιρον δωρεάν. Την νύχτα συνεκροτήθη μακρόν συμβούλιον των πατέρων εν τω οποίω απεφασίσθη όπως οι νεώτεροι των πατέρων και όσοι εκ των χριστιανών δύνανται, εξερχόμενοι λάθρα, εισέλθωσι εις το περί την μονήν δάσος και κρυβώσι, οι δε λοιποί ακολουθήσωσι την πρωίαν τους απαγωγείς αυτών. Η διχοτόμησις εκρίθη ενδεδειγμένη εκ της απόψεως, ότι οιαδήποτε μερίς ήθελε σωθή, επανερχόμενη ν' ανακατοικήση την μονήν, ήτις ούτω δεν θα ηρημούτο.
 Την νύκτα, λοιπόν, της 22ας προς την 23ην Απριλίου 1916, πάντες οι εν τη μονή πατέρες, πλην του ηγουμένου Γερβασίου και του ιερομονάχου Νικοδήμου και περί τους 300 των εν τη μονή λαϊκών χριστιανών, κατελθόντες δια σχοινιού εξ αποκέντρου μέρους του τείχους της μονής η θύρα και αι λοιπαί πλευραί εφρουρούντο— εισήλθον και εκρύβησαν εις το περί αυτήν δάσος.
 Την πρωίαν, μετά σωματικήν ερευναν επί της εξωθύρας της μονής, μη τις αποκομίση τι εξ αυτής, εξήγαγον πάντας και απήγαγον εις το τρίωρον απέχον χωρίον Χαψή κιοϊ, οπόθεν την επομένην απέστειλαν εις το εσωτερικόν της περιφερείας Αρτάσης και Αργυρουπόλεως
Ευθύς μετά την έξωσιν, πλήθη Τούρκων των παρακειμένων χωρίων Θέρσα, Κουσερά και λοιπών, εκ των προτέρων ειδοποιημένοι, εισώρμησαν εις την μονήν και ήρξαντο λεηλατούντα τα εν αυτή, υπό τα όμματα των εκ του δάσους παρακολουθούντων πατέρων και λοιπών ομογενών
Η λεηλασία παρετάθη επί εβδομάδας, έως ου αφηρέθη παν ό,τι υπήρχεν εν τη μονή, εν τω ναώ, εν τοις αρχειοφυλακείοις και εν ταις κρύπταις αυτής. Τα αντικείμενα άτινα δυσκόλως μετεκομίζοντο συνετρίβησαν εις θρύμματα και το κειμηλιοφυλακείον επυρπολήθη, άγνωστον αν μετά των εν αυτώ αντικειμένων ή μετά την αφαίρεσιν αυτών.
Εις καταδίωξιν των καταφυγόντων εις τα δάση ετέθησαν πολυπληθείς συμμορίαι τσετέδων, οίτινες δι' ανηκούστων ωμοτήτων, άμα και αισχροτήτων, εφόνευσαν όσους συνέλαβον. Εκ τούτων αι περί την μονήν Βαζελώνος δρώσαι υπό τας διαταγάς του εκ Θέρσης Εγιούπ Ζατέ Πιρ αγά ανεδείχθησαν αι αγριώτεραι και χαμερπέστεροι.
Κατά τον τρίμηνον χρόνον της εν τη περιφερεία εκείνη δράσεώς των, έσφαξαν εις τα δάση 531 Έλληνας και 11 ιερείς, κατά τον απανθρωπότερον τρόπον. Μία εκ των συμμοριών τούτων, εννεαμελής, συλλαβούσα εν τω δάσει της μονής τους εκ του χωρίου Θέρσα Παναγιώτην Ιορδάνογλην μετά της συζύγου και των τέκνων αυτών, Γεώργιον Γερίναγλην μετά της συζύγου και των τέκνων, την εκ του χωρίου Πεπάρζα γραίαν Παταλίναν μετά της θυγατρός αυτής Σοφίας και την εκ του αυτού χωρίου Κυριακήν Τσιρονίδου, ετών 22, ωδήγησεν εντός της μονής. Και τους μεν Γεώργιον Γερίναγλην, Παναγιώτην Ιορδάνογλην και Παταλίναν ετουφέκισεν εντός της εσωτερικής αυλής, τας δε συζύγους και τα τέκνα αυτών και την Κυριακήν Τσιρονίδου απεμόνωσαν εντός των δωματίων του δευτέρου πατώματος της μονής.
 Εκεί, διήλθον επί του σώματος της τελευταίας και οι εννέα κτηνάνθρωποι, υπό τα όμματα αλλήλων και των συντρόφων της και των μικρών τέκνων αυτών και εν τέλει απέκοψαν την κεφαλήν αυτής, ενώ εισέτι η ακολασία ωρχείτο περί το τίμιον σώμα της.
Επειδή δε η μέχρι τοιούτου βαθμού πόρωσις των τεράτων επέφερε στιγμιαίαν ληθαργικήν χαύνωσιν εις αυτά, αι παριστάμεναι χήραι των προ μικρού φονευθέντων, επωφεληθείσαι της ευκαιρίας εδραπέτευσαν μετά των τέκνων αυτών πάλιν εις το δάσος και ριφθείσαι απέλπιδες εις τας γραμμάς του μετώπου ηυτύχησαν να διαφύγουν την προσοχήν των τουρκικών στρατευμάτων και ακολουθούσαι τον ρουν του ποταμού Πρυτάνεως, διεπεραιώθησαν εις την  υπό  των  Ρώσων  κατεχομένην ζώνην  και  εκείθεν  κατήλθον εις  Τσεβιζλήκ. Ενταύθα απέθανεν εξ αλλοφροσύνης η χήρα του Παναγιώτου Ιορδάνογλη, η δε σύντροφος αυτής παραλαβούσα και τα ορφανά εκείνης κατήλθεν εις Τραπεζούντα. Η θυγάτηρ της Παταλίνας Σοφία, καθ' ην στιγμήν ετουφεκίζετο η μήτηρ αυτής, διέφυγε ανά τας παρόδους της μονής και ανεγείρασα την επί της βρύσεως αυτής πέτραν εκρύβη, βυθισθείσα εντός του ψυχρού ύδατος, οπόθεν εξήλθε την μεσημβρίαν της επομένης ημιπαγωμένη και αδυνατούσα να βαδίση. Ευτυχώς ανευρέθη υπό των ελθόντων λάθρα εις την μονήν να ίδωσι τα γενόμενα τριών Ελλήνων εκ των εν τω δάσει και εσώθη εκ του θανάτου.
 Εν τω προαυλίω της μονής εσφάγη ο εκ Θέρσας ιερεύς Κωνσταντίνος μετά των τεσσάρων συγγενών αυτού και όπισθεν αυτής περί τους τριάκοντα Έλληνες. Ο ιερεύς του χωρίου Σαχνόι Κωνσταντίνος Καρθίδης συλληφθείς μετά της συζύγου και τινων εκ των ενοριτών αυτού και απαγόμενος προς το επιτελείον του στρατου εσφάγη καθ' οδόν μετά δύο εκ των συντρόφων του. Εσφάγησαν προσέτι οι ιερείς Ιωάν. Χριστοφορίδης εκ του χωρίου Κουνάκα μεθ' όλης της οικογενείας του, Παπα Ιωάννης Χρυσανθίδης εκ του χωρίου Στάμα και παπα  Ιωάννης και Απόστολος εκ του χωρίου Χορτοκόπι».
 Αλλά και στη μονή Σουμελά, όπως και σε άλλες, έγιναν επιθέσεις των Τούρκων: «Από της 9ης  Απριλίου  συνεχίζει  ο  ιστορικός,  μέχρι  της  19ης  του  αυτού  μηνός,  στρατιωτικά αποσπάσματα και ανταρτικά σώματα επανειλημμένως επετέθησαν κατά της ιεράς μονής Σουμελά, απαιτούντα ν' ανοίξωσιν αι πύλαι και να παραδοθή αυτοίς η μονή. Μετά την επίθεσιν της 18 Απριλίου, αποτυχούσαν πάλιν, εφόνευσαν τους αγωγιάτας της μονής και ηπείλησαν ότι θα μεταφέρωσι τηλεβόλα ίνα εκβιάσωσι την είσοδον αυτής. Οι πατέρες της μονής, εγκαταλελειμμένοι και ανυπεράσπιστοι, απηλπίσθησαν και απεφάσισαν να φύγωσι.
 Την  νύκτα  της  19ης  Απριλίου  κρύψαντες,  ως  ηδυνήθησαν, τα  κειμήλια  της  μονής  και παραλαβόντες την ιεράν εικόνα της θεομήτορος, ήτις κατά την παράδοσιν είναι μία των υπό του Αποστόλου Λουκά εζωγραφισμένων, εγκατέλειψαν την μονήν και διήλθον δια μέσου των βαθυσκίων δασών, απαρατήρητοι υπό των εκατέρωθεν αντιμετώπων γραμμών του  μετώπου  και  έφθασαν  εις  την  Λιβεράν,  κατεχομένην  υπό  των  Ρώσων,  παρά  τω μητροπολίτη Ροδοπόλεως. 
Την  επομένην επανήλθον όντως οι  Τούρκοι ενισχυμένοι και ευρόντες την μονήν κενήν κατέλαβον αυτήν, καταστήσαντες έδραν της μεθοριακής φρουράς. Παρά ταύτα η μονή αύτη υπήρξεν ευτυχεστέρα διότι ο εγκατασταθείς εν αυτή διοικητής της φρουράς, Άραψ την εθνικότητα, δεν επέτρεψε την πλήρη λεηλασίαν αυτής... Κατά την αυτήν περίοδον ελεηλατήθησαν και κατεστράφησαν και αι δύο γυναικείαι μοναί, της Παναγίας Κρεμαστής και Αγίου Ιωάννου Κουσπιδή..
Ελεηλατήθησαν προσέτι τα ελληνικά χωρία Παπάργα, Σανογιά, Δανίαχα, Χαμουρή, Σαχνόη, Θέρσα, Κουνάκα, Στάμα, Τσαχαράντων, Μελιανάντων, Φαργανάντων, Ζαβέρα, Κρένασα, Αδολή, Γιαννακάντων, Ποντίλα, Γιαννάντων, Χορτοκόπι, Αγία Κουσπιδή, Σκόπια, Άουρσα, Αουτερνόν, Λαραχανή, Σκαρλίτα και ολόκληρον το τμήμα Σάντας...».

 Η παραλιακή στρατιά των Ρώσων είχε μπει στην Τραπεζούντα —5 του Απρίλη 1916— αφού ο Τούρκος νομάρχης Τζεμάλ Αζμή φεύγοντας παράδωσε την εξουσία στον μητροπολίτη Χρύσανθο.  Αντιλάλησε  από  χαρά  η  ρωμιοσύνη  της  πρωτεύουσας,  έφυγε  ο  βραχνάς, σπάσαν  οι  καμπάνες,  ήλθε  ο  λυτρωμός.  
Κι  ο  αντίλαλος  τούτος  του  πανηγυριού  της λευτεριάς έφτανε ως τα πέρατα του Πόντου, όπου αναγάλιαζε ο ελληνισμός από συγκίνηση και γέμιζε ελπίδες, περιμένοντας με χτυποκάρδι να φτάση η σειρά του.
 Γρήγορα οι Έλληνες της Τραπεζούντας κατάφεραν να συνέλθουν απ' τις οικονομικές τους συμφορές μέσα στην πόλη της Τραπεζούντας το ρήμαγμα των Ελλήνων περιορίστηκε σχεδόν μόνο στον οικονομικό τομέα— άρχισαν οι δουλειές, άνοιξαν οι δρόμοι, ζωντάνεψε το εμπόριο, βρήκε η ζωή και πάλι όλη την άνθιση, το κέφι και την χαρούμενη όψη της.
 Όλοι οι άλλοι Έλληνες στις τουρκοκρατούμενες περιοχές το μαθαίναν και το ξέραν, ότι όπου μπαίναν οι Ρώσοι φέρναν τον λυτρωμό και την χαρά κι ότι στην Τραπεζούντα τώρα πια βασίλευε η ευτυχία κι η σιγουριά καθώς την κυβερνούσε ο Έλληνας μητροπολίτης κι οι Ρώσοι μόνο τον βοηθούσαν. 
Γι' αυτό δεν ήσαν μονάχα οι άλλες πόλεις και τα χωριά που περίμεναν την σειρά τους, αλλά κι όσοι απ' τους Ρωμιούς διώχτηκαν προς τα μεσόγεια κοιτούσαν πώς να λοξοδρομήσουν και να ροβολήσουν κατά κείθε. Κι εκείνοι ακόμα που μπορούσαν να ξεφύγουν απ' τον τούρκικο στρατό στρίβαν κι αυτοί, άλλαζαν δρόμο (με το φευγιό και την αναμπουμπούλα της υποχώρησης των Τούρκων δεν ήταν εύκολη η επίβλεψη)  και  κατέβαιναν  προς  την  Τραπεζούντα.  
Κι  όχι  μόνο  οι  Έλληνες,  αλλά  κι  οι Τούρκοι πρόσφυγες μαθαίνοντας ότι όσοι απ' τους δικούς τους μείναν στην Τραπεζούντα ούτε απ' τους Ρώσους πειράχτηκαν, ούτε απ' τους Ρωμιούς, μετάνοιωσαν πικρά για τη φευγάλα τους και τραγουδούσαν το πασίγνωστο στον Πόντο τραγούδι της προσφυγιάς τους, που έμεινε επί χρόνια στα στόματά τους.
 Ήταν φανερό ότι οι Τούρκοι πρόσφυγες ήξεραν ότι ο νομάρχης τους Τζεμάλ Αζμή είχε παραδώσει την Τραπεζούντα στον Χρύσανθο, γι' αυτό και τώρα καθώς αράδιαζαν τραγουδιστά τα βάσανά τους —Αλλάχ, Αλλάχ, τι κακό τους περίμενε κοντά στην Ελεβή— θυμόντουσαν μέσα στις στροφές του τραγουδιού εκείνου και τούτη την λεπτομέρεια που αφορούσε τον μητροπολίτη:

Μετροπολίτ, βατάν σανά εμανέτ Ελεβιγέ μπαστίμ ντα κοπτού κιαμέτ, κιαμέτ...

Δηλαδή: «Μητροπολίτη, η πατρίδα δόθηκε σε σένα για να την φυλάξης (αμανάτι) κι εγώ μόλις έφτασα στην Ελεβή, μου αρχίσανε συμφορές και συμφορές...».
Θέλαν να γυρίσουν πίσω, αλλά η κυβέρνηση:

Βερμέζ πιζέ ντεσσερέ
Δεν τους έδινε διαβατήριο. Επειδή ήθελε να τους στείλη:
Ασκερέ, ασκερέέέέ...
Στο ασκέρι, στον στρατό. Παρ' όλα αυτά και χιλιάδες από δαύτους, προτιμώντας την βολική ρούσικη κατοχή απ' τις λαχτάρες της προσφυγιάς και τον κίνδυνο του ασκεριού, γύριζαν πίσω και κατέβαιναν προς την Τραπεζούντα, όπου κι ανασαίνανε. 
Γιατί, ευτυχώς, εκείνος ο γκιαούρης ο μητροπολίτ μαζί με τους Έλληνες «προύχοντες» όχι μονάχα πήραν τα μέτρα τους κανείς να μη πειράξη τους Τούρκους, αλλά και φρόντισαν να τους βολέψουν σε σπίτια και να τους δίνουν και φαΐ και χαρτζηλίκι.
 Πλημμύρισε από προσφυγιά η Τραπεζούντα, αλλά κι έκανε θαύματα σωστά η ανθρωπιά και περηφάνεια της ντόπιας ρωμιοσύνης με το φιλανθρωπικό της σωματείο «Φιλόπτωχος Αδελφότης»  βράζαν  γεμάτα  τα  καζάνια  για  τους  χιλιάδες  ξερριζωμένους,  χωρίς  να γίνεται καμιά διάκριση ανάμεσα σε Τούρκους και Ρωμιούς.
Ήταν στ' αλήθεια ένα ωραίο θέαμα να βλέπης στην ουρά μπροστά στα καζάνια τους χτεσινούς άγριους αφεντάδες του τόπου, κουρελιασμένους τώρα και πεινασμένους, ξυπόλυτους, ψειριάρηδες, να παίρνουν το  φαΐ  από  τα  χέρια  εκείνων  που  μόλις  πριν  από  λίγο  βρίζαν  «γκιαούρηδες»  κι επιθυμούσαν τον χαμό τους.
 Άντρακλες, Τουρκαλάδες με  φέσια  και  σαρίκια,  Τουρκάλες  μανάδες  με  τα  μωρά  στην αγκαλιά —βρώμικα, μυξιάρικα— χανουμάκια στραπατσαρισμένα μέσα στα τσαλακωμένα τους «τσαρτσάφια», εφέντηδες, χαμάληδες, ένα ολόκληρο πλήθος τουρκαλάδικο, σακατεμένο και ισοπεδωμένο απ' την προσφυγιά, ευλογούσε την αναπάντεχη τούτη καλωσύνη των Χριστιανών κι ευχαριστούσε όλο ευγνωμοσύνη:
 —Αλλάχ μπιν μπερεκέτ βερσίν.
 «Ο Αλλάχ να σας δίνη χίλια αγαθά». Έρανοι γινόντουσαν για τους πρόσφυγες και τότε ήταν που τα παιδιά του Φροντιστηρίου βγαίναμε να πούμε τα κάλαντα:

Γι' αυτά τ' αδέλφια δόστε μας και σεις τον οβολό σας.
Κι η ευτυχία, του Θεού να μπει στ' αρχοντικό σας...

Το ίδιο έρανοι γινόντουσαν κι ανάμεσα στον ελληνισμό της Ρωσίας —βροχή ερχόντουσαν τα  ρούβλια κι  ακόμα  η  «Φιλόπτωχος  Αδελφότης»  είχε  παρακαλέσει  τη  ρούσικη κυβέρνηση για τους πρόσφυγες, που καθώς ήσαν χιλιάδες χιλιάδων, είχαν ανάγκες πολύ μεγαλύτερες από τις δυνάμεις της λεγόμενης ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Με την μεσολάβηση του  Ρώσου  στρατηγού  Λιάχωβ  η  αίτηση  έγινε  δεκτή  κι  έτσι  βοήθησε  κι  η  ρούσικη κυβέρνηση στο έργο της περίθαλψης που το απολάμβαναν πάντα σε ίση μοίρα Έλληνες και Τούρκοι.
 Η εικόνα που παρουσίαζε τώρα ο Πόντος ήταν χωρισμένη, έλεγες, σε δυο διαφορετικά κομμάτια, το ένα που το χτυπούσε το φως του ήλιου καθώς είχε προβάλει γελαστός μέσ' απ' τα σύννεφα, και τ' άλλο που δεχόταν την μπόρα και την σκοτεινιά ενός κατάμαυρου ουρανού, που όχι μονάχα δεν καθάριζε παρά όλο γινόταν πιο βαρύς κι όλο πιο θεοσκότεινος.
Στα δυο αυτά κομμάτια (το ένα που κατεχόταν απ' τους Ρώσους και τ' άλλο απ' τους Τούρκους) βρισκόντουσαν δυο διαφορετικοί πολιτισμοί, κατάντικρυ ο ένας στον άλλον. Ο αιώνιος ελληνικός πολιτισμός από την μια μεριά, που κρατούσε ψηλά την ανθρωπιά του απέναντι   στους   ξεπεσμένους   χτεσινούς   δυνάστες   κι   από   την   άλλη   ο   τούρκικος «πολιτισμός», που ξέφρενος ξεσπούσε σε βάρος του αθώου κι ανυπεράσπιστου λαού, που η Μοίρα καταδίκασε να μένη κάτω απ' την τούρκικη εξουσία. Μερικές γραμμές απ' το βιβλίο του μητροπολίτη Χρύσανθου δίνουν καλύτερα την διαφορά:
 «Εν μέσω ποικίλων δυσχερειών και αντιδράσεων, γράφει, ανέλαβεν η μητρόπολις παρά των ρωσικών στρατιωτικών αρχών την υπεύθυνον πληρεξουσιότητα προς εγκατάστασιν των μουσουλμάνων προσφύγων εις τας ιδίας αυτών εστίας και ειργάζετο νυκτός και ημέρας να αποκαταστήση με όλα τα έπιπλα και κτήνη αυτών, δεκάδας χιλιάδας μουσουλμάνων προσφύγων εις τα ίδια αυτών χωρία, εν ταις περιφερείαις Ριζαίου, Όφεως, Σουρμένων, Γεμουράς, Ματσούκας και Πλατάνων. 
Άλλας δε δεκάδας χιλιάδας προσφύγων μουσουλμάνων επί διετίαν όλην διέτρεφεν η εν τη μητροπόλει Επιτροπή Προσφύγων, ενώ κατά τον αυτόν χρόνον η τουρκική κυβέρνησις απέσπα από των εστιών αυτών τους Έλληνας του τουρκοκρατουμένου Πόντου και εν καιρώ παγερού χειμώνος και δια μέσου δυσβάτων και χιονοσκεπών ορέων ηνάγκαζε αυτούς να μεταναστεύσωσιν εις την περιφέρειαν Σεβαστείας, ίνα αποθάνωσι καθ' οδόν εκ του ψύχους, των κακουχιών και της πείνης».








Δημήτρης Ψαθάς
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah