ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Η ΕΛΕΝΗ

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013


Στην Ενορία Ισχανάντων
Στην Ενορία Ισχανάντων, πριν έναν αιώνα και κάτι, ζούσαν δύο πεντάρφανες αδελφές, η γεροδεμέ­νη Μαρούλα κι η ντελικάτη Ελένη, η μεγαλύτερη.
Η Μαρούλα δεν αγαπούσε τα γράμματα, αντίθετα η Ε­λένη αρίστευε κάθε χρόνο και γι' αυτό η Δημογεροντία αποφάσισε και την έστειλε στο Παρθεναγωγείο, στην Τραπεζούντα.
Εκεί, παράλληλα με τα γράμμα­τα, έμαθε ράψιμο και κέντημα, ώστε να έχει μια τέ­χνη στα χέρια της. 
Η Ελένη, χάρη στη φιλομάθειά της, δεν άφησε τον χρόνο να κυλά άσκοπα.
Φρόντι­σε να μάθει όσο πιο πολλά μπορούσε, αφού φοιτού­σε στο σπίτι των "Γραμμάτων και των Τεχνών". Το πρόσεξαν οι καθηγητές της Σχολής κι έγραψαν στη Δημογεροντία, πως η Ελένη Ξανθοπούλου έχει δυ­νατότητες να γίνει επιστήμων.
 Η απάντηση της Δημογεροντίας ήταν: "η επιστήμη είναι για τους άνδρες".
Δυο χρόνια έμεινε η Ελένη στο Παρθεναγωγείο κι αφού έμαθε να κόβει, να ράβει και να κεντά με θαυμαστή ευχέρεια, επέστρεψε στη Σάντα. Κι ήταν μια πανέμορφη έφηβη. Ψηλή και λυγερή, με κατά­λευκη επιδερμίδα, με καστανόξανθες κοτσίδες που κατέβαιναν πιο χαμηλά κι από τη μέση της και τα λαδοπράσινα μάτια της καίγανε πολλές νεανικές καρδιές. Ήταν ευγενική, έξυπνη, προσεκτική και λι­γόλογη, προσόντα που και σήμερα κάνουν μια κοπέ­λα αξιοπρόσεχτη.
Οι Σανταίοι, όμως, ήθελαν τη γυναίκα ξωμάχα. Τόσο, που όταν ο Κωνσταντίνος Σοφιανός*, νεαρός δάσκαλος τότε, θέλησε να νυμφευθεί, είπε μια μέρα στη μητέρα του: "Μάνα, ντο λες, να παίρουμε νύφεν την Ελένεν τη Τσαχούρ;".
 Η μάνα τού απάντησε α­μέσως απορριπτικά: "Ντο λες νέπε, ντο λες! Την Ελέ­νεν που τα μέσα τ'ς ειν' έναν βούραν! Νια σαλακ φορτούται, νια θερίζ', νια τσαπίζ'. Τεμιάκ ράφτ' και κε­ντά· και ντο εγέντον;
Με το ράψιμον ζει ταϊφάν; Έπαρ' την αδελφήν ατς, την Μαρούλα. Χοντρέσσα, δυνατέσσα, όλια τη χωρί' τα δουλείας εφτάει. Θερίζ' και με την κερεντίν".
(Τι λες παιδί μου, τι λες! Την Ελένη που η μέση της είναι μια χούφτα! Ούτε ξύλα φορτώνεται, ούτε θερίζει, ούτε σκαλίζει, μόνο που κεντάει και ράβει· και τι έγινε;
Είναι χοντρή, δυνατή και κάνει όλες τις δουλειές του ί γ χωριού, θερίζει και με την κόσα).
Ο δάσκαλος πήρε για γυναίκα του την Μαρούλα, τη δυνατή και ανθεκτική. Την ίδια απάντηση παίρνανε και όλοι οι άλλοι νέοι, όταν μετά από το χορό που κάνανε κάθε Κυριακή στην πλατεία του χωριού κ Ισχανάντων, ξετρελαμένοι από την ομορφιά της Ε­λένης πήγαιναν στις μάνες τους, να τις πουν για την                                                                               Ελένη.


 "Όχι, όχι", τους απαντούσαν. "Ναι, έμορφος και παντέμορφος εν, και καλόν κορίτ'ς. Γνωστικόν και μετρεμένον. Αμα 'σα χωράφια 'κι πάει. Με το ράψιμον τεμιάκ νεται νοικοκυριόν;"
Και οι ξενιτεμένοι ακόμη νέοι, όταν ερχόντουσαν από την ξενιτιά, με τα ζωνάρια τους γεμάτα λίρες και ήσαν έτοιμοι να τις ρίξουν όλες στην ποδιά της Ελένης, έπαιρναν κι εκείνοι την ίδια απάντηση από τις μάνες τους.                                                                             
Όλα αυτά δεν στεναχωρούσαν την Ελένη. Η Ελένη δημιουργούσε. Κεντούσε, έραβε ρούχα γυναικεία, ανδρικά, ακόμη και σκούφους ανδρικούς, κι όλα αυτά στο χέρι, ραπτομηχανή δεν είχε.
Έπαιρνε πολ­λές παραγγελίες κι από άλλα χωριά. Θέλανε όλοι να φορέσουν κάτι ραμμένο από τα χέρια της. Η δουλειά της ήταν πολύ επιμελημένη και κάθε κομμάτι που τελείωνε, εκεί στην τελευταία βελονιά, πριν δέσει την κλωστή της, κεντούσε κι ένα μικρό τριανταφυλλάκι σε βελονιά ροκοκό, κάτι σαν υπογραφή, θα λέ­γαμε.
Καθώς έβγαινε η δεκαεννιάχρονη Ελένη μια Κυ­ριακή από την εκκλησία, μαζί με άλλες γυναίκες, βρέθηκε μπροστά σ' έναν Τούρκο πραματευτή που διαλαλούσε τα εμπορεύματά του στην αυλή της εκ­κλησίας. Μόλις την αντίκρισε, με δέος της είπε:
Αμάν, γιαβρούμ, φτου σου, να μη σε βασκάνω. Ε­σύ είσαι πιο όμορφη κι από τα ουρί του παραδείσου μας. Ποιός είναι ο άρχοντας που σε βλέπει κάθε μέ­ρα;”
Η Ελένη απομακρύνθηκε γρήγορα από κοντά του. Οι γυναίκες τον άκουγαν να συνεχίζει και να λέει:
Σ' Ανατολή και Δύση ταξίδεψα, μα τέτοια ομορ­φιά δεν ξανάδα. Mach Allah, mach Allah!.
Στη Σάντα Τούρκοι δεν ανεβαίνανε συχνά γιατί η περιοχή ήταν δύσβατη και σχεδόν "απαγορευμένη" γι' αυτούς. Ελάχιστοι τολμούσαν να ανεβάσουν τα γεωργικά προϊόντα τους για να τα ανταλλάξουν με τα νοστιμότατα γαλακτοκομικά προϊόντα των Σα- νταίων.
Την άλλη Κυριακή ανέβηκε πάλι ο Τούρκος στη Σάντα. Στην αυλή της εκκλησίας πουλούσε την πραμά­τεια του. Οι Σανταίοι εντυπωσιάστηκαν από την καλοσύνη και τη λεβεντιά του. Ήταν πράγματι καλός            και πολύ προσεκτικός στη συμπεριφορά του. Όμως    κρυφά σιγοψιθύριζαν. "Οι Τουρκάντ' 'κ είναι καλόν μιλέτ!" (Οι Τούρκοι δεν είναι καλό μιλέτι).      
 Ο Μουράτ, ο Τούρκος, μαγεμένος από την Ελένη, πηγαινοέρχεται τακτικά στην ενορία Ισχανάντων τ χωρίς να έχει εμπορικό κέρδος, γιατί οι Σανταίες δεν αγόραζαν φανταχτερά υφάσματα.          
 Έξω από την εκκλησία οι δύο νέοι πάλι συναντήθηκαν.
"Ελένη, με στεφανώνεσαι;" τη ρώτησε δειλά και ... λίγο θαρρετά.  "Αν βαφτιστείς...", του απάντησε η Ελένη.                                                                                            
 "Πες πως έγινε", της είπε ο Μουράτ και συνέχισε.
 "Άκου να σου πω, κι εγώ έχω μια φλέβα ελληνική α­πό την προγιαγιά μου που δεν γνώρισα. Πώς να το κάνουμε, χρόνια και χρόνια ζούμε οι δυο λαοί εδώ.  Αχταρμάς γίναμε, Τούρκοι Μουσουλμάνοι και Έλλη­νες Χριστιανοί. Να 'ρθω στο σπίτι σου;" τη ρώτησε χαρούμενος.
"Όχι, όχι", του απάντησε η Ελένη, "με τον παπά θα συνεννοηθείς πρώτα, μόνο με τον παπά. Θα υπο­γράψεις όμως κι ένα άλλο χαρτί".
"Όλα δεκτά", της απαντά χαρούμενος και με αδη­μονία ο Μουράτ. "Από πότε αρχίζουμε;" την ξανα­ρώτησε.
Πολλές γυναίκες μαζεύτηκαν γύρω τους και πα­ρακολουθούσαν την όμορφη Ελένη, έβλεπαν όμως και τον Μουράτ που ακτινοβολούσε καλοσύνη και νιάτα.
"Μη βιάζεσαι, παιδί μου", του είπε ο ιερέας. "Πολύ βιάζεσαι. Η βάφτιση δεν είναι βιαστική δου­λειά. Εγώ θα ρωτήσω και τους πιο πάνω από εμένα κληρικούς και θα σου πω. Έως τότε όμως εσύ πρώτα πρώτα θα το σκεφτείς καλά, πολύ καλά, κι ύστερα θα διαβάσεις κι αυτά τα βιβλία, θα μάθεις και το Σύμβο­λο της Πίστης μας και θα έρθεις να σε βαφτίσω ".
0 Μουράτ κοντοστάθηκε λίγο.
"Εγώ, παπά μου, λίγο μιλώ τη γλώσσα σας, την έ­μαθα από τη γειτονιά μου κάτω στην Τραπεζούντα, δεν μπορώ όμως να διαβάσω. Να με τα μάθουν προ­φορικά κι εγώ να στα λέω στα τουρκικά;"
"Καλά, καλά", του είπε ο ιερέας. "Πήγαινε και σε τρεις μήνες έλα", πιστεύοντας πως μια νεανική τρέλα είναι και θα περάσει.
"Το άλλο το χαρτί;" ρωτάει ο Μουράτ.
Φώναξαν τότε την Ελένη.
"Το χαρτί θα γράφει πως το όνομά μου θα μείνει Ελένη Ξανθοπούλου", του είπε. "Αν κάνουμε με το καλό παιδιά, όλα θα έχουν ελληνικά ονόματα και το παρόνομά τους θα είναι το δικό μου. Εδώ στη Σάντα θα ζούμε και τούρκικα ρούχα δεν θα με υποχρεώσεις να φορέσω ".
"Κι αυτά όλα δεκτά. Αρχίζουμε λοιπόν;" είπε ο Μουράτ κι έφυγε χαρούμενος.
Πολλά είχε να μάθει ο Μουράτ, πέρασαν οι τρεις μήνες και δεν φάνηκε. Οι χωρικοί άρχισαν να ψιθυ­ρίζουν και λίγο λίγο να φοβούνται μήπως τους ετοι­μάζει κάποιο παιχνίδι.
Και να, ο Μουράτ ανέβηκε στη Σάντα. Μέσα στην εκκλησία, καθαρός, έτοιμος, απαντά σ' όλες τις ερωτήσεις του ιερέα, είπε και το Σύμβολο της Πί­στης στην ελληνική γλώσσα, πολύ προσεκτικά, πολύ σοβαρά ... "και το όνομα αυτού Γεώργιος".
Χριστιανός πλέον ο νεοφώτιστος Γεώργιος είπε και για τον βίο του Αγίου Γεωργίου.
Το ιερό μυστήριο της βάφτισης, το σπουδαίο γε­γονός στην εκκλησία της Αγίας Κυριακής Ισχανάντων το παρακολούθησαν όλοι οι Σανταίοι. Ο "Γι­ώργος" υπέγραψε και το δεύτερο χαρτί, κι έφυγε για την Τραπεζούντα.
Ύστερα από μια εβδομάδα έφτασαν στο σπίτι της Ελένης τρεις χαμάληδες με δώρα του γαμπρού. Με­τάξια, ατλάζια και βελούδα για τα νυφικά, μια χει­ροκίνητη ραπτομηχανή, μεταξωτά παπλώματα, μπουρνούζια κι ό,τι άλλο χρειάζεται ένα σπίτι. Την άλλη μέρα ανέβηκε κι ο ίδιος ο Γιώργος. Πήρε Σανταίους μαστόρους για να διορθώσουν το πολύ πα­λιό σπίτι της Ελένης.
Η Ελένη με τις γειτόνισσες σαστισμένες, παρα­κολουθούσαν κι έλεγαν.
"Ποιος ξέρει τι μας ετοιμάζει αυτός ο ... χριστια­νός;".
Πραγματικά ήταν ν' απορεί κανείς τι να σκεφτό­ταν. Τι να είχε άραγε στο μυαλό του. Ήταν τόσο κα­λός όσο έδειχνε; Αυτά σκεφτόταν η Ελένη και πα­ράλληλα κεντούσε τον γαμπριάτικο σκούφο. Με βε­λούδο βυσσινί και μέσα η φόδρα καφετιά και με χρυσή κλωστή κέντησε μέσα στη φόδρα πολλούς μικρούς σταυρούς. Πιο κάτω κέντησε και το τελευ­ταίο μικρό μικρό τριανταφυλλάκι που συνήθιζε να κεντά στο τέλος.



 Ολγα Νυμφοπουλου











* Ο Κωνστ. Σοφιανός, δάσκαλος στην Ενορία Ισχανάντων από το 1876-1898, νυμφεύθηκε τη Σανταία Μαρούλα. Τη νεαρή νύφη οι Σανταίοι την ονομάτιζαν με το προσωνύμιο "νύφεε".
Και όταν απέκτησε τον πρώτο της γιό, το "λιλλιπούτειο" Μιλ­τιάδη, όλοι οι συγχωριανοί του τον φώναζαν νυφοπούλ' (της νύφης το παιδί). Έτσι τον φώναζαν μέχρι τα εφηβικά του χρόνια.
Στη διάρκεια όμως της φοίτησης του στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, ο νεαρός Μιλτιάδης, άλλαξε το επώνυμο του και από Σοφιανός το έκανε Νυμφόπουλος. Είναι ο κατόπιν εκ­παιδευτικός και ιστορικός της Σάντας, αείμνηστος Μιλτιάδης Νυμφόπουλος.



Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah