Ο γάμος
Το σπίτι επισκευάστηκε και στη συνέχεια στολίστηκε
με τα πολύ ωραία κεντήματα της Ελένης.
Τα νυφικά ράφτηκαν,
ήρθαν και τα γαμπριάτικα. Την Κυριακή ο γάμος. Κι άλλο σπουδαίο γεγονός στην
ενορία Ισχανάντων που το περίμεναν οι χωρικοί πώς και πώς να γίνει.
"Νυμφεύεται ο δούλος του θεού, Γεώργιος, τη δούλη του θεού, Ελένη, στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου
Πνεύματος, αμήν", ήταν τα λόγια του ιερέα.
Η κοινή ζωή των δύο αυτών ανθρώπων ήταν πολύ
ευλογημένη, πολύ όμορφη. Αγάπη, κατανόηση, συνεννόηση, αλληλοβοήθεια και
αλληλοεκτίμηση επικρατεί στο σπιτικό τους. Πανευτυχείς απολαμβάνουν όλα τα
καλά που απλόχερα τους χαρίζει ο Θεός.
Ο Γιώργος λατρεύει τη γυναίκα του, τους συγγενείς της κι όλους τους
Σανταίους. Κι οι Σανταίοι αγαπούν τον Γιώργο, ιδιαίτερα για την ευγένειά του και την προθυμία του να προσφέρει τη
βοήθειά του σ' όποιον τη ζητούσε.
Πρώτος πήγαινε πάντα όταν η εκκλησία ζητούσε την προσωπική εργασία του πολίτη.
Ο αείμνηστος πεθερός μου, ο δάσκαλος Μιλτιάδης
Νυμφόπουλος, όταν μιλούσε για τον Γιώργο τον Μουράτ, έλεγε πως ήταν πολύ
λεβέντης, φρόνιμος και λογικός και πάνω απ'
όλα πολύ καλός άνθρωπος. Όλοι στο Ισχανάντων
τον αγαπούσανε για την ευγένειά του.
Η Ελένη προσεκτική, μετρημένη, λιγόλογη και πάντα
χαμογελαστή στέκεται δίπλα στον άνδρα της. Κατά διαστήματα αποκτούν παιδιά.
Πρώτη γεννήθηκε η κατάξανθη Όλγα, μετά ο γαλανομάτης Λεωνίδας και τρίτος ο
μικρός Μιχάλης που έμοιαζε στον πατέρα του.
Η Ελένη, πολύ άξια νοικοκυρά, αναπτύσσει δραστηριότητες
που παραξενεύουν τους Σανταίους. Την αυλή της την έχει γεμίσει με κότες. Έχει
και αγελάδες και με το γάλα φτιάχνει νοστιμότατες μυζήθρες.
Έχει φούρνο να
ψήνει ψωμί, ράβει, και πολλές φορές βοηθάει τον άνδρα της στο μικρό του
μαγαζάκι με υφάσματα, που έχτισε μέσα στην αυλή του σπιτιού τους. Πάντα
γελαστή, πάντα έχει έναν καλό λόγο να πει στον καθένα, καλή σύζυγος, καλή
μητέρα, καλή νοικοκυρά και πολύ προσεκτική σ'
όλες της τις εκδηλώσεις. Όπου χρειάζεται να βοηθήσει, βοηθάει. Δεν ξεχνάει την
ορφάνια της, δεν ξεχνάει τους φτωχούς. Και τα παιδιά της, πάντα τριγύρω της
παίζοντας, καταγράφουν τα χαρίσματα της μητέρας τους.
Μοίρα όμως βάσκανη
ζήλεψε την ευτυχία της οικογένειας, όπως και την ευημερία όλων των Ελλήνων
του Πόντου και της Μικράς Ασίας.
Σαντά-Ισχανάντων (pontos-patridamou.blogspot.com) |
Σύννεφα πολέμου
Η Ελένη από τη Σάντα στην Κωνσταντινούπολη
1910. Οι Έλληνες του Πόντου χαίρονται αλλά και
ανησυχούν. Φοβούνται το ρόλο των Νεότουρκων. Ο
Γιώργος κάθεται δίπλα στη γυναίκα του.
"Κυρά μου", της λέει. "Πρέπει να φύγουμε από εδώ. Αυτοί αν έρθουν, πρώτα πρώτα
το δικό μου το κεφάλι θα πάρουν, επειδή
αλλαξοπίστησα. Μήπως κινδυνέψετε κι
εσείς".
"Μα, αυτός ο τόπος είναι δικός μας, του είπε με πόνο
η Ελένη, είναι η πατρίδα μας. Αιώνες ζούμε εδώ επάνω. Τον ημερώσαμε, τον
αγιάσαμε, τον αγαπήσαμε".
Αλίμονο! Η οικογένεια έβαλε το νοικοκυριό της σε
μποχτσάδες και πήραν τον δρόμο της φυγής. Την ώρα του αποχωρισμού έκλαιγε η
οικογένεια, κλαίγανε κι οι συγχωριανοί για το κακό που ερχόταν. Η οικογένεια κατέβηκε στην Τραπεζούντα κι από
εκεί με καράβι έφυγε στην Κωνσταντινούπολη.
Στο Φανάρι μείνανε.
Η Ελένη έραβε και κεντούσε κι ο Γιώργος δούλευε μαζί με έναν φίλο του. Με λαχτάρα περίμεναν την ευκαιρία να ηρεμήσει η κατάσταση από τους δύο βαλκανικούς πολέμους, για να φύγουν στην Ελλάδα. Ο Γιώργος είχε φίλους στη Μακεδονία. Εκεί θα πηγαίνανε να εγκατασταθούν. Περίμενε να καταλαγιάσουν λίγο τα πράγματα για να ταξιδέψουν. Θα πήγαιναν στο Δεμίρ Χισάρ, στο σημερινό Σιδηρόκαστρο, όπου είχε καλούς φίλους και συναδέλφους πραματευτάδες.
Η Ελένη έραβε και κεντούσε κι ο Γιώργος δούλευε μαζί με έναν φίλο του. Με λαχτάρα περίμεναν την ευκαιρία να ηρεμήσει η κατάσταση από τους δύο βαλκανικούς πολέμους, για να φύγουν στην Ελλάδα. Ο Γιώργος είχε φίλους στη Μακεδονία. Εκεί θα πηγαίνανε να εγκατασταθούν. Περίμενε να καταλαγιάσουν λίγο τα πράγματα για να ταξιδέψουν. Θα πήγαιναν στο Δεμίρ Χισάρ, στο σημερινό Σιδηρόκαστρο, όπου είχε καλούς φίλους και συναδέλφους πραματευτάδες.
Τρία χρόνια μείνανε
στην ΓΙόλη.
Ζούσαν καλά. Τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο. Μα τα τελευταία βράδια, καθώς
επέστρεφε ο Γιώργος από τη δουλειά ίου,
σαν κάποιες σκιές να τον ακολουθούσαν. Έμαθε πως τον παρακολουθούν και γι' αυτό έπρεπε να φύγει με την οικογένειά του
όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Από την Κωνσταντινούπολη στο Δεμίρ-Χισάρ
1913. Ήρθε η μέρα της αναχώρησης.
Φόρτωσαν το
νοικοκυριό τους στο τρένο και κάθισαν στις θέσεις
τους. Καθώς έτρεχε το τρένο, τα τρία παιδιά, ενθουσιασμένα που για πρώτη φορά
ταξιδεύανε με τρένο, διαρκώς ρωτούσαν για το κάθε τι.
Κι ο δύστυχος πατέρας απαντούσε χαμογελαστός,
κερνώντας τους καραμέλες και λουκούμια. Τα παιδιά όλο χαρά απολάμβαναν τη
διαδρομή. Ο Γιώργος ψιθυριστά είπε στην
Ελένη πως πλησιάζανε προς τα καινούργια, τα νέα σύνορα, που τελευταία χαράχτηκαν.
Πίστευαν πως είχαν γλιτώσει. Και οι δυο τους πήραν κρυφές ανάσες ανακούφισης.
Τη στιγμή που το τρένο άλλαζε μηχανή και έβγαινε εκτός οθωμανικής Τουρκίας, ο
Γιώργος είπε στην Ελένη σιγανά.
"Στα σύνορα είμαστε, γλιτώσαμε
...".
Μα, ξαφνικά, Θεέ μου!
Άνοιξε η πόρτα και χύμηξαν επάνω στον Γιώργο Τούρκοι αστυνομικοί. Σε
δευτερόλεπτα ο Γιώργος έλειπε από τη θέση του. Χάθηκε.
Τα παιδιά άρχισαν
να κλαίνε. Η Ελένη φώναζε, παρακαλούσε,
έκλαιγε και έλεγε:
"Σταματήστε το τρένο, έχασα τον άντρα μου, σας
παρακαλώ, βοηθήστε με. Σταματήστε το τρένο, να κατέβω με τα παιδιά μου, να τον
ψάξω, ο άνθρωπος μου κινδυνεύει".
Ένας υπάλληλος
συνοδείας του τρένου την πλησίασε και χαμηλόφωνα της είπε.
"Μη μιλάς, κυρά, μη ...!".
"Πού ακούστηκε αυτό",
φώναξε αναστατωμένη η Ελένη, "ο άντρας μου κινδυνεύει κι εγώ θα κάθομαι αμίλητη! Ήμαρτον, Παναγία μου".
"Κοίταξε τα παιδιά σου κυρά, μη πάθουν κανένα κακό. Το τι βλέπουν τα μάτια μας εδώ τον τελευταίο
καιρό, δε λέγεται. Το τρένο δεν
σταματά, κατάλαβέ το. Σύρε, κυρά μου, στη θέση
σου και μη μιλάς. Ο βαλκανικός πόλεμος δεν καλοτελείωσε ακόμη ...".
"Πού να πάω", του λέει
ταραγμένη η Ελένη. "Στο Δεμίρ Χισάρ
θα πηγαίναμε. Μα, να τι πάθαμε!".
"0 Θεός να
σας έχει καλά, κυρά, και πρόσεχε τα παιδιά σου. Τα παιδιά σου, κυρά!".
Η Ελένη τρομαγμένη, φοβισμένη, με μια κουβέρτα
σκεπάζει τα τρία της παιδιά κι εκείνη κουρνιάζει δίπλα τους. Κι ύστερα από
πολλές πολλές ώρες, καθώς ήταν χαμένη στους λογισμούς της, το τρένο πέρασε
από τις Σέρρες και έφθασε στο Δεμίρ Ισάρ.
Ακούστηκαν φωνές. "Γιώργο, Ελένη,
Όλγα, Λεωνίδα, Μιχάλη". Η Ελένη δεν βγάζει τσιμουδιά. Φοβάται για τα
παιδιά της. Ο Λεωνίδας βγάζει το κεφάλι
του από την κουβέρτα.
"Μητέρα, για εμάς φωνάζουν".
Η μητέρα τον ξανασκεπάζει. Ήρθε ο υπάλληλος του τρένου.
"Σήκω κυρά μου, φτάσατε. Κι αυτοί που φωνάζουν
είναι φίλοι του άνδρα σου. Τα πράγματά σου τα κατεβάσαμε".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου