Στην Ιερή σκιά του θείου μου Γιώργου Φωτιάδη)
Ό πόνος γεννά τον ήχο κι ο ήχος το μοιρολόγι
(Μανιάτικο μοιρολόγι)
Ποιος δεν θρηνεί το λούλουδο που την αυγή γλυκάνοιξε
και που πικρή κι αγέλαστη το μάρανε η βραδιά
Και ποια καρδιά στης γης αυτής σαν να μείνε απλήγωτη
απ' τη πικρή κι αγιάτρευτη του χάρου σαϊτιά;
Ποια μέρα είν' πού ξύπνησε στον κόσμο αυτόν τον άχαρο,
δίχως κατόπι της ν' αρθή κι η θλιβερή νυχτιά;
Ή τάχα πέρασ' άνοιξη στον κόσμο τον αγήρατο
δίχως να την ακολούθησε κι η μαύρη χειμωνιά;
Μα εγώ θρηνώ ατέλειωτα τη μέσ' τα μάγια σου, άνοιξη,
μαράθηκε το λούλουδο το πολυπόθητο μου.
Μά 'γώ θρηνώ ατέλειωτα τι στης αυγής το μάγεμα
ξεφύλλισε το λούλουδο το γλυκοχαϊδευτό μου.
"Ετσι σαν τώρα, ρόδα μου, το χάιδευα και τώφραζα
και στου ξανθού του δειλινού το πότιζα το νάμα.
Κι ώ μοίρα! πλανά η μυρωδιά κι η ηδονή με μέθυσε
το βραδινό ήταν τώραμα και της αυγής το θάμα.
Να τα! λουλούδια φέρνω σου λουσμένα στη δροσιά
με το πεντάγλυκο φιλί του σγουρομάλλη Απρίλη.
Πάρτα τ' αγαπημένα σου, κι η θεία μυρουδιά
ας είναι βάλσαμο εκεί που δεν ξυπνούνε ήλιοι.
Πάρτα, ζωές χιλιόλπιδες κι αυτά λαχταριστές
όμοια με σε σκορπούσανε το θεϊκό άρωμα τους,
μα άγριοι θεριστές,
τα χέρια μου, τάπόκοψαν κι έμάρανε η θωριά τους.
"Ω! τι θείε μου, τι βαριά του πόνου τη νυχτιά,
το βλέμμα το μαρτυρικό στου θανάτου τη κλίνη
και την αυγή που σώπασαν τα μαύρα βογκητά
κι απλώθηκε στην όψη σου ασάλευτη η γαλήνη
και το ταξίδι το γοργό στη γη της αρνησιάς
στο φτερωμένο άλογο τού μαύρου Καβαλάρη
στην απαρνήτρα αγύριστη του τάφου ξενιτιά
την κάθε αχτίδα της χαράς μαζί σου είχε πάρει.
Πικρά αν ηχούν στον ύπνο σου της άρπας μου οι χορδές
Βαριά αν ηχούν οι στεναγμοί στου τάφου τη σιγή
Συχώρα! Κι αν ξεχνιένται εκεί οι πόνοι κι οι χαρές
Σαν την οχιά ζώνει ο καημός εκείνον όπου ζή...
*Ημερολόγιο «Ακτίς του Πόντου», 1914.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου