Αναστάσιος Αρ. Μικρόπουλος

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012


 Στις 30 Μαρτίου 2007, που μίλησε στον Νίκο Τελίδη ο Ανα­στάσιος Αριστ. Μικρόπουλος, ήταν 101 ετών. Τώρα είναι, ήδη, 104 ετών(σ.σ Μαρτης ’10).
Στην αρχή ήταν πολύ διστακτικός, αλλά με τη συζήτηση και με τη συμβολή και του γιου του Αριστείδη, άρχισε να μιλά τόσο ζω­ηρά, που μας ξάφνιασε. Η συζήτηση έγινε στο σαλόνι του σπιτιού του, στη Νέα Τραπεζούντα Πιερίας, όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του το 1923.
Αναστάσιος Μακρόπουλος με τον γιο του Αριστείδη

Οι λεπτομέρειες της εγκατάστασης είναι ενδιαφέρουσες, όπως τις αναφέρει ο ίδιος.
-Αδακά 'ς σην αποθήκην έσαν τα καπνά. Οι ανθρώπ' αφκά σα καλύβας. Εγώ επέρα έναν σανίδ' τέσσερα μέτρα και εποίκα έναν πόρταν. Μετά την δουλείαν, έρχουμες το βράδον, έτρωγαμε και εκοιμούμνες ατουκά.
Το πρωί, εκλείδωνα και εκρέμανα το κλειδίν οξουκά, σο καρφίν. Ατό έτον όλεν τον καιρόν. Επέθανεν και η μάνα μ' και ο κακόν άνθρωπος ατότε εφάνθεν. Επέρα μερικά καρφόπα, εντώκα 'τα 'ς σο τουβάρ' και εκρέμανα το κλειδόπον με έναν ραφίδ'. Εκεί εκρέμανα και το σακάκι μ'. Όταν επέρα το σακάκι μ' να φορώ, εκρεμίεν το κλειδίν απέσ' 'ς σα χοχόλα».
Ο παπάς, που ήταν συγγενής του μικρού και που είχε δεύτερο κλειδί, δεν του το έδινε να ανοίξει την πόρτα για να κοιμηθεί. Η παπαδιά τον παρακαλούσε να δώσει το κλειδί στο παιδί και εκείνος απαντούσε «να πάει να βρει το κλειδί που έχασε!». Τότε, ο πατέρας του μικρού Αναστάσιου Μικρόπουλου, του είπε «πάμε να φύγουμε, με αυτόν δεν βγαίνει άκρη».
Πατέρας και γιος αναγκάστηκαν να κόψουν ξύλα από το δά­σος και με αυτά να φτιάξουν μια παράγκα, την οποία, μέσα σε μια εβδομάδα τη σοβάτησαν με λάσπη και άχυρα. Αγόρασαν μια μικρή σόμπα και όταν την άναψαν άρχισε να βγαίνει η υγρασία, η οποία ξεράθηκε μετά από μερικές ημέρες και τότε μπήκαν να ζήσουν στην παράγκα.

Όταν εργάστηκε αρκετά στου παπά, ζήτησε τριάντα χιλιάδες. Τότε η λίρα έκανε 145 δραχμές. Είπε ότι δεν έχει, ότι όσα είχε, τα ξόδεψε. Ο μικρός είχε θείο στην Κατερίνη, τον αδελφό της μητέ­ρας του. Πήγε και τον βρήκε. Τον συμβούλεψε να κάνει μήνυση. Αλλά δεν γινόταν να μηνύσει συγγενή του. Έτσι, δούλεψε από τον έναν Οκτώβριο ως τον άλλον, δηλαδή έναν ολόκληρο χρόνο, και δεν πήρε δραχμή.
Από την Κορομηλιά του Κιλκίς ήρθαν οι οικογένειες Μαυρόπουλου και Βασιλειάδη και αγόρασαν ένα μεγάλο μέρος και το χώ­ρισαν. Οι περισσότεροι ήταν Τραπεζούντιοι εκεί.
Ήταν και Οφλί­δες.  Κάποιος Βασιλειάδης, που ήταν δικαστικός στην Τραπεζούντα, όταν ήρθε  πρόσφυγας, αγόρασε σπίτι στη Θεσσαλονίκη. Πήγαν και τον βρή­καν εκεί ο Ανέστης Σεϊτάρης και ο Γιώργος Μαυρόπουλος και του είπαν να αγοράσουν το τσιφλίκι, που είχε βγει στην πώληση. 
Μετά, οι τρεις βρήκαν τον ιδιοκτήτη του τσιφλικιού και τον ρώτη­σαν αν το πουλάει. Εκείνος πήγε και τους έδειξε το τσιφλίκι, που ήταν δάσος, περίπου εφτά χιλιάδων στρεμμάτων. Μερικά από τα στρέμματα αυτά θα τα απαλλοτρίωνε το κράτος. Το υπόλοιπο θα πουλιόταν προς 300 δραχμές το στρέμμα.

Στο μεταξύ, συγκεντρώθηκαν στο χωριό πολλοί. Πολλοί έπαιρ­ναν τους συγγενείς και φίλους να εγκατασταθούν εκεί. Οι Οφλίδες, όταν ήρθαν πρόσφυγες στην περιοχή της Κατερίνης, δημιούρ­γησαν μερικά μικρά χωριά, με δέκα και δεκαπέντε σπίτια. Όλοι αυτοί, σιγά σιγά, εγκαταστάθηκαν στο χωριό, που το ονόμασαν Κάτω Γιάννη Όφις.
Το όνομα πήρε το χωριό Νέα Τραπεζούντα ως εξής:
Μια τριμελής επιτροπή από την Κατερίνη πήγαινε στα χω­ριά και συζητούσαν με τους κατοίκους για το όνομα του χωριού — ακόμη τα περισσότερα χωριά είχαν τουρκικά ονόματα. 
Πήγε η επιτροπή και στο χωριό του Αναστάσιου Μικρόπουλου. Στο κα­φενείο ήταν μόνον κάποιος Γιάννης, που είχε έρθει από την Αργυρούπολη του Πόντου.
Όταν τον ρώτησαν για το όνομα, είπε να το βγάλουμε Τραπεζούντα. Η επιτροπή δέχτηκε το όνομα και έφυγε. Οι Οφλίδες, που ήταν στα χωράφια τους, όταν γύρισαν και έμαθαν τι συνέβη, συγκρότησαν μετά από δέκα μέρες μια επιτροπή και πήγαν στην Κατερίνη να διαμαρτυρηθούν και να αλλάξουν το όνο­μα.
Τους απάντησαν ότι είναι αργά και ότι τα χαρτιά με το όνομα στάλθηκαν στην Αθήνα. Έτσι παρέμεινε το όνομα Τραπεζούντα, που έγινε μετά Νέα Τραπεζούντα.

Όταν ζήτησαν χρήματα από το κράτος για σχολείο και εκκλησία, τους έδωσαν μόνον 20.000 δραχμές. Άλλο τίποτε. Την ανέγερση σχολείου και εκκλησίας ανέλαβαν οι ίδιοι οι κάτοικοι. Τα σχέδια τα έκανε ο εργολάβος Παναγιώτης Αδαμίδης, που φρόντισε και για την άδεια. Όλα τα άλλα έγιναν με προσωπική εργασία των κατοίκων. Εργά­στηκαν 70 άτομα, που έφεραν πέτρες και άμμο από τα ρέματα, και έριξαν τα μπετά.
 Κάθε νοικοκυρά έφερνε φαγητό, πίτες και καφέδες για τους ερ­γάτες, που δούλευαν χωρίς μηχανήματα. Έφτιαξαν το σχολείο και την εκκλησία. Δύσκολα χρόνια!

Πώς έφτιαξε οικογένεια στη Νέα Τραπεζούντα
Η γυναίκα του Αναστάσιου Μικρόπουλου ήταν από τον Φιλώτα Αμυνταίου, όπου ο τόπος ήταν άγονος, γιατί στο υπέδαφος υπήρχε λιγνί­της. Μόνον γύρω από τη λίμνη του Αμύνταιου υπήρχαν γόνιμα χωράφια.
 Κυρίως έβγαιναν πολλά καλάμια, με τα οποία έφτιαχναν καλάθια, που τα πουλούσαν στα παζάρια. Στο Αμύνταιο υπήρχε εμπορική κίνηση, γιατί είχε και τον σταθμό του τρένου. Στην Κατερίνη υπήρχαν στάρια πολλά και καλών ποικιλιών.
Τη γυναίκα του τη γνώρισε πηγαίνοντας δύο φορές στο σπίτι της με τον πατέρα του. Μέσα σε τρεις τέσσερις μήνες έκαναν και τον γάμο, γιατί το κορίτσι άρεσε και τον πατέρα του. Απόκτησαν με τη γυναίκα του τρία κορίτσια και ένα αγόρι, που μένει μαζί του, γιατί τα κορίτσια παντρεύτηκαν στη Λάρισα, στην Κατερίνη και στη Σίνδο.
Συγγενείς του Μικροπουλαίοι υπάρχουν στην Καλαμαριά (ένας Μικρόπουλος έπαιζε ποδόσφαιρο στον (Απόλλωνα»), στον Λαγκαδά (Κολχικό) και στη Φλώρινα.

Άλλαξαν όλα σήμερα στο χωριό και παντού
Παλιά έκαναν πολλά γλέντια, μόνον, όμως, στις γιορτές. Μια φορά, του Αγίου Γεωργίου, πήγαν στα Σάλωνα, κοντά στη Σφενδάμη. Έφαγαν και ήπιαν και είπαν να πάνε στη Σφενδάμη, όπου είχε θείο.
 Όταν πήγαν εκεί, βρήκαν όλα τα σόγια και τα τραπέζια έτοιμα. Γλέντησαν με τη λύρα και το βράδυ σηκώθηκαν να φύγουν, αλλά ο θείος του Γιώργος, που γιόρταζε, δεν τους άφηνε να φύγουν με τα πόδια δυο και τρεις ώρες δρόμο. Κατέληξαν στο καφενείο, όπου μαζεύτηκε όλο το χωριό για διασκέ­δαση. Τελικά, μετά από άλλη διασκέδαση στην Κατερίνη με γλυκόπιοτο κρασί, πήγαν στα Σάλωνα πεζοί.
Εκείνον τον καιρό, τα σπί­τια ήταν ανοιχτά και παντού ήταν οι νέοι καλοδεχούμενοι για γλέντια, χωρίς καμιά προ­ειδοποίηση.
Ο Αναστάσιος Μικρόπουλος λέει ότι έφυγαν νωρίς από την Τουρκία και πήγαν στο Αικατερινοντάρ (Κρασνοντάρ). Από εκεί ήρθαν το 1925 στην Ελλάδα. Ο ίδιος ήταν μικρός και δεν θυμάται πολλά. Άκουσε, όμως, αρκετά από τον συμπέθερό τους, από την Κορομηλιά του Κιλκίς. Αυτός του είπε πώς σώθηκαν από τους Τούρκους.






Νικος Τελιδης
Συγγραφέας-Συλλέκτης


Πηγη: Περιοδικό "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah