Εκείνα τα
χρόνια έλειπαν τα μέσα αναψυχής·
τα μόνα μέσα χαράς και διασκέδασης
ήσαν τα πανηγύρια. Στα πανηγύρια όχι μόνο έβλεπαν συγγενείς και
φίλους με τους όποιους διασκέδαζαν, αλλά και χόρευαν γι' αυτό πήγαινε πολύς
κόσμος, όχι μόνο δικοί μας αλλά και αρκετοί ξένοι.
Από
τη Γαλλίανα έρχονταν εκείνοι πού κατασκεύαζαν ξύλινα σύνεργα γαλακτοκομίας·
Καρσάνια, κοβλάκια, κενέσια, βαρέλια, κουτάλια και χουλάρια. Από τα Τούρκικα χωριά έφερναν φρούτα
διάφορα.
Μερικοί γυρολόγοι έφερναν παιγνίδια και άλλα μικροπράγματα. Άλλοι
Τούρκοι έφερναν κάτι να πουλήσουν και να χορτάσουν από φαί. Τό πρώτο καθήκον
των προσκυνητών ήταν να
λειτουργηθούν, να γράφτνε ονέματα, δηλ. γράφουν τούς νεκρούς
τους για να μνημονευθούν και τους ζώντας για να ευχηθεί ο
παπάς υπέρ μακροημερεύσεως και
σωτηρίας αυτών.
Κατά τα
πανηγύρια γινόταν μονοκκλησία δηλ. όλες οι
άλλες εκκλησίες ήταν κλειστές.
Μετά την απόλυση ο
λαός ξεχυνόταν στην αυλή της
εκκλησίας και γύρω από αυτή να δει τι πουλούσαν οι
γυρολόγοι, να αγοράσουν
φρούτα ή παιγνιδάκια για
τα παιδιά τους.
Κατόπι, όσοι
είχαν συγγενείς ή φίλους πήγαιναν στα σπίτια τους να τους φιλέψουν όσοι
δεν είχαν συγγενείς κάθονταν στα
κοινά τραπέζια όπου παρέθεταν ψωμί και
τανωμένον σoρβάν.
Στο πανηγύρι του Αγίου Θεοδώρου Τερζάντων επειδή ήταν
σαρακοστή παρέθεταν φασόλια τιναχτά (στεγνά καβουρδισμένα με λάδι) και ατάνωτον
σορβάν. Τα υλικά τα μάζευαν από τα σπίτια της ενορίας και τα μαγείρευαν σε
μεγάλα δίλαβα καζάνια. Για
καθίσματα και τραπέζια
έκαμναν πάγκους από σανίδια.
Πιάτα ξύλινα και κουτάλια είχε κάθε εκκλησία.
Μετά το φαγί άλλοι κάθονταν στα υπαίθρια καφενεία και
διασκέδαζαν και άλλοι χόρευαν με λύρα, αγγείον
(γκάιντα), ζουρνά
(πνευστόν όργανον), και ταούλ (τύμπανον).
Σχεδόν ανεξαιρέτως σέ
κάθε πανηγύρι μερικοί γνωστοί γιά τούς παλληκαρισμούς τους (Γλιτζάντ',
Κουφατζάντ' καί Ζουρνατζάντ') είτε διότι είχαν προηγούμενα, είτε γιά να δείξουν
τήν παλληκαριά τους προκαλούσαν γαλμαγάλια, δηλ. μαλώματα, ξυλοδαρμούς, ακόμα
καί μαχαιρώματα.
0ι
Τούρκοι ζανταρμάδες αν τύχαινε νά παρευρίσκονται κοίταζαν από μακριά, γιατί ήξεραν ότι αν
έπαιζαν ρόλο μεσολαβητή θα τις έτρωγαν.
Στά πανηγύρια έρχονταν και Τούρκοι γιά διασκέδαση· μερικοί ή
διότι ήσαν
μεθυσμένοι, η διότι ήθελαν να δείξουν την παλληκαριά τους και δεν ήξεραν τον
χαρακτήρα του Σανταίου, λογάριαζαν τη σύνεση και την ανοχή σαν αδυναμία, γίνονταν θρασείς και απαιτητικοί και επέμεναν να μας θεωρούν σαν καταφρονεμένους υποτελείς.
Αφού πρώτα τους υπεδείκνυαν
ότι οι προκλήσεις δεν είχαν πέραση και δεν συμμαζεύονταν, τους ξυλοκοπούσαν
και τους απέπεμπαν κακήν κακώς, με
την συμβουλή να μην ξαναπατήσουν για να μην πάθουν χειρότερα.Μεγάλο πανηγύρι αλλά μακρινό ήταν της Παναγίας Σουμελά.
Επειδή η Σαντά πνευματικώς ήταν
εξαρτημένη από τη Σουμελά,
γι' αυτό τή θεωρούσε δική της
και μολονότι απείχε 4 ώρες, εκατοντάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά κάθε χρόνο
την επισκέπτονταν στις 15 Αυγούστου.
Κατά τον Λαμπριανό
Τσιρίδη στα 1904 μαζί μέ το Γερβάσιο πήγαν 700 στη Σουμελά. Οι άνδρες ήσαν οπλισμένοι με πολεμικά όπλα, και όταν
αντίκρυζαν το μοναστήρι θέλοντας να το χαιρετίσουν αλλά και να ειδοποιήσουν ότι έρχονται οι
Σανταίοι άρχιζαν πυκνούς πυροβολισμούς.
Οι καλόγηροι τό ήξεραν και είχαν
ορισμένα δωμάτια προορισμένα για τους Σανταίους.
Μερικοί πήγαιναν σην
Σουμελά κατά το εννεαήμερον (23
Αυγούστου) οπότε ο κόσμος δεν
ήταν πολύς και μπορούσε
κανείς να φιλοξενηθεί
και να δει τα διάφορα μέρη του μοναστηριού και τα
Ασκηταρειά ( καλύβες των ασκητών).
Στάθης Αθανασιάδης
(Γεροστάθης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου