Ο Ιωακείμ Σαλτσής,
του Δημητρίου και της Μαγδαληνής, γεννήθηκε το 1893 στα Κοτύωρα του Πόντου. Στα
μαθητικά του χρόνια ήταν πολύ επιμελής μαθητής στην Ψωμιάδεια Αστική Σχολή,
όπου είχε καλούς δασκάλους.
Τελειώνοντας την
αστική σχολή Κοτυώρων, έφυγε για το γυμνάσιο Αμισού, από όπου αποφοίτησε
αριστούχος. Εκεί δεν υπήρχε πρόβλημα, που να μην το λύσει. Για ένα χρονικό
διάστημα πήγε στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, επειδή στην Αμισό είχε
επιδημία χολέρας.
Γνωριμία με τον Νίκο Καπετανίδη
Στο Φροντιστήριο γνώρισε
τον Νίκο Καπετανίδη, αργότερα δημοσιογράφο και εκδότη εφημερίδας, της οποίας ο
Ιωακείμ Σαλτσής ήταν ανταποκριτής στα Κοτύωρα. Γνωρίστηκε, επίσης, και με
καθηγητές, τους οποίους αγαπούσε και εκτιμούσε πάρα πολύ, όπως και εκείνοι τον
εκτιμούσαν.
Μόλις πέρασε η
επιδημία χολέρας, επέστρεψε στην Αμισό και τελείωσε τις γυμνασιακές του
σπουδές. Στις αρχές Ιουλίου 1914 επέστρεψε στα Κοτύωρα. Ήταν μεγάλη τύχη για τη
νεολαία που σπούδαζε στην Ψωμιάδειο Αστική Σχολή.
Ως πατριώτης και θερμός λάτρης των γραμμάτων,
δίδασκε με μεγάλο πάθος και συνετέλεσε σημαντικά στην ανάπτυξη των παιδιών. Οι
μαθητές όλων των τάξεων τον αγαπούσαν και τον σέβονταν, όπως και οι γονείς
τους.
Διευθυντής της
σχολής ήταν τότε ο Νικόλαος Σουμελίδης, γυμνασιάρχης, κατόπιν, στην Άρτα. Ο
Σουμελίδης, εκτιμώντας τις ικανότητες και τον ζήλο του Σαλτσή, του ανέθεσε τα
δυσκολότερα μαθήματα, όπως μαθηματικά και φυσική στις ανώτερες τάξεις, και
άλλα.
Ανέπτυξε θαυμάσια κοινωνική δράση
Μαζί με τη μεγάλη
εκπαιδευτική του προσπάθεια, που δεν την ξέχασαν ποτέ οι μαθητές του, ο Ιωακείμ
Σαλτσής ανέπτυξε, μαζί με άλλους νέους της ηλικίας του, θαυμάσια κοινωνική
δράση και με τη βοήθεια και υποστήριξη των προοδευτικών στοιχείων των
Κοτυώρων, φιλοδοξούσε να φέρει σε σημείο ζηλευτό την ελληνική κοινότητα της πόλης.
Αλλά, επάνω,
ακριβώς, στην προσπάθεια αυτή, κηρύχθηκε ο Α' παγκόσμιος πόλεμος, που
αναποδογύρισε τα πάντα. Άρχισαν οι διωγμοί των χριστιανών. Για όλους τους
Έλληνες υπήρχε μεγάλος κίνδυνος και για μερικούς ο κίνδυνος ήταν μεγαλύτερος.
Ένας από αυτούς ήταν ο θεολόγος Σουμελίδης,
δάσκαλος της τουρκικής και της γαλλικής γλώσσας, τον οποίο ο Ιωακείμ Σαλτσής
φρόντισε να φυγαδέψει από την Τραπεζούντα στη Ρωσία.
Γέμιζε με ενθουσιασμό τους
μαθητές του
Παρά την τρομακτική
κατάσταση, όμως, ο Σαλτσής δεν σταμάτησε να διδάσκει, ακόμη και την ιστορία της
Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ανάμεσα στους άλλους ήρωες, μεγάλη εντύπωση
του έκανε η παλικαριά του Παπαφλέσσα. Φυσικά, δίδασκε την πολεμική δράση όλων
των καπεταναίων του 1821.
Με τη διδασκαλία
του, γέμιζε με ενθουσιασμό και πατριωτική υπερηφάνεια τους μαθητές του σε όλες
τις τάξεις, όπου δίδασκε την Επανάσταση του 1821. Οι μαθητές, ακούγοντας τα κατορθώματα των ηρώων,
έτσι παραστατικά, όπως τα διηγόταν ο Ιωακείμ Σαλτσής,
φανέρωναν με πολλούς τρόπους την αγάπη που είχαν για τον δάσκαλο τους.
Με πολύ ενθουσιασμό, επίσης, δίδασκε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και
έκανε αναλύσεις έργων ξένων συγγραφέων, όπως των "Αθλίων" του Βίκτορα Ουγκώ.
Ο βομβαρδισμός από τον ρωσικό στόλο
Το 1917, στα μέσα Σεπτεμβρίου, ύστερα από έναν βομβαρδισμό των
Κοτυώρων από τον ρωσικό στόλο και την παραμονή των Ρώσων στην πόλη επί ένα
οχτάωρο, ο Ιωακείμ Σαλτσής έφυγε, μαζί με άλλους, στην Τραπεζούντα,
ταξιδεύοντας με τα ρωσικά πολεμικά πλοία. Οι άλλοι Έλληνες Κοτυωρίτες
εξορίστηκαν από τους Τούρκους στην περιοχή της Σεβάστειας.
Στην Τραπεζούντα οι κάτοικοι υποδέχτηκαν με αγάπη τους Κοτυωρίτες και
φρόντισαν γι' αυτούς. Ο Σαλτσής πρωτοστατούσε στην οργάνωση συσσιτίων και χώρων
διαμονής των προσφύγων Κοτυωριτών.
Ο Ιωακείμ Σαλτσής δάσκαλος
στο Σοχούμ
Από την Τραπεζούντα
έφυγε ο Σαλτσής για το Σοχούμ, όταν αποχώρησαν οι Ρώσοι, το 1917, από τον
Πόντο, λόγω της επανάστασης των μπολσεβίκων. Στη Γεωργία -όπως και σε ολόκληρη
τη Ρωσία - τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα, επειδή μαζεύτηκαν εκεί πολλοί
Έλληνες από την Τουρκία. Για μικρό διάστημα ήταν δάσκαλος στο χωριό Ανάπα και
μετά πήγε στο Σοχούμ, όπου ήταν διαρκώς απασχολημένος με προσφυγικά θέματα.
Επιστροφή
στην πατρίδα μετά τον πόλεμο
Το 1918, όταν
τελείωσε ο πόλεμος, οι εξόριστοι Κοτυωρίτες γύρισαν στην πόλη τους. Μολονότι
είχε λήξει η σχολική χρονιά, η κοινότητα δεν αδράνησε και άνοιξε αμέσως τα
σχολεία.
Ο Ιωακείμ Σαλτσής, ωστόσο, δεν μπορούσε να
επιστρέψει στα Κοτύωρα από το Σοχούμ λόγω έλλειψης συγκοινωνιών.
Πλοία μεγάλα δεν υπήρχαν
και έπρεπε να το διακινδυνέψει να γυρίσει με βάρκα στον Πόντο, που θα
καθυστερούσε, όμως, πολύ. Έτσι, έμεινε στο Σοχούμ μέχρι το 1919, οπότε
χαλάρωσαν κάπως οι πιέσεις των Τούρκων και με ένα καραβάκι με μοτέρ γύρισε στα
Κοτύωρα, όπου τον υποδέχτηκαν με χαρά οι μαθητές και οι συντοπίτες του.
Ουσιαστικός διευθυντής ο
Ιωακείμ Σαλτσής
Στην Ψωμιάδεια
Σχολή Κοτυώρων η κοινότητα έφερε δασκάλους από την Κωνσταντινούπολη. Ο
διευθυντής ήταν απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής Χάλκης. Στην πραγματικότητα,
όμως, τη σχολή τη διεύθυνε ο Σαλτσής, που ήταν και η ψυχή της.
Εκείνη την εποχή,
οι γονείς των κοριτσιών δεν ήθελαν να τα στείλουν στο σχολείο, για να ... μην
βγει το όνομά τους. Ο Σαλτσής καταφέρνει να πείσει τους γονείς να στείλουν τα
κορίτσια τους στο σχολείο, τονίζοντάς τους ότι οι γυναίκες πρέπει να
μορφωθούν, για να γίνουν καλύτερες μητέρες.
Αγωνιστής δημοτικιστής από το
1919
Ήταν αγωνιστής δημοτικιστής ο διακεκριμένος
δάσκαλος. Σε κάποια συζήτηση στη σχολική επιτροπή για την επιλογή αναγνωστικών,
ο Ιωακείμ Σαλτσής κατάφερε να επιβάλει την άποψή του που ήταν αντίθετη με
εκείνη της επιτροπής, που ήθελε να επιβάλει καθαρευουσιάνικα αναγνωστικά για
όλες τις τάξεις, από αυτά που έδινε το Πατριαρχείο. Έτσι, για τις μικρές τάξεις
έφεραν από την Αθήνα βιβλία στη δημοτική γλώσσα, την οποία καταλάβαιναν οι
μαθητές όλων των τάξεων. Εκτός αυτού, είχαν και ευχάριστο περιεχόμενο.
Όλοι τον εκτιμούσαν και τον
σέβονταν ως δάσκαλο
Ο Ιωακείμ Σαλτσής
διηγιόταν τόσο ωραία και συναρπαστικά, που όλοι τον άκουγαν με μεγάλη
ευχαρίστηση. Έπρεπε να είναι κανείς πολύ «ξύλο απελέκητο», για να μην καταλαβαίνει
το μάθημά του.
Βλέποντας, λοιπόν, οι γονείς και οι μαθητές την πρόοδο που
σημείωναν, τον αγαπούσαν όλοι και τον εκτιμούσαν. Δεν φαινόταν ποτέ
κουρασμένος. Όλο τον καιρό διάβαζε και διόρθωνε τα γραφτά των μαθητών και έλυνε
τις απορίες τους με υπομονή.
Κάποια μέρα έβαλε
τους μαθητές να γράψουν έκθεση με ελεύθερο θέμα. Ένας μαθητής, επηρεασμένος από
τις συχνές αναφορές του Ιωακείμ Σαλτσή στην Ελλάδα, έγραψε στην έκθεσή του ότι
είδε στο όνειρο του πως ο ελληνικός στόλος, πλέοντας στη Μαύρη Θάλασσα, άραξε
στο λιμάνι των Κοτυώρων και αποβίβασε στρατό, που απελευθέρωσε τον Πόντο από
τους Τούρκους.
Ο μαθητής
συμπλήρωσε μέσα σε παρένθεση και στην ποντιακή διάλεκτο την παροιμία: «Ο
πεινασμένον σ' όρωμαν ατ' κότερα
ελέπ'». Φυσικό ήταν να γελάσει στο τέλος όλη η τάξη, και ο δάσκαλος μαζί.
Ήταν τόση η
εκτίμηση στο πρόσωπο του ως δασκάλου, που και ο Τούρκος ανώτερος υπάλληλος του
γαλλικού μονοπωλείου καπνού «Ρεζί» του ανέθεσε να παραδίδει μαθήματα ελληνικής
γλώσσας στον γιο του.
Ενεργητικότητα και
πρωτοβουλία των παιδιών
Μεγάλη σημασία
έδινε ο Ιωακείμ Σαλτσής στην ενεργητικότητα και την πρωτοβουλία των παιδιών.
Έλεγε:
«Γονείς που δεν
αφήνουν το παιδί τους να βάζει μόνο του νερό να πιει από τη στάμνα, μην τυχόν
και σπάσουν το ποτήρι, κάνουν μεγάλο κακό στο παιδί τους, μεγάλη ζημιά.
Είναι πολύ καλύτερα
να αφήσουν το παιδί να σπάσει 5 — 6 ποτήρια, για να αποκτήσει θάρρος και
πρωτοβουλία στο καθετί. Με το μη! και με το μη! του σκοτώνουν κάθε
δραστηριότητα και επιδεξιότητα».
Ο δάσκαλος μιλούσε
συχνά με τους γονείς, συμβουλεύοντάς τους για τη συμπεριφορά τους προς τα
παιδιά και την οικογενειακή στοργή για αυτά. Όταν έβλεπε κανένα παιδί να μην
παίζει στο διάλειμμα, το ρωτούσε τι συμβαίνει και το πήγαινε να παίξει με τα
άλλα παιδιά. Τόση σημασία έδινε στο παιχνίδι!
Σημαντική
η πολιτιστική προσφορά του
Η δράση του στα
Κοτύωρα δεν περιοριζόταν στο δασκαλίκι. Οργάνωσε τον μαθητικό σύλλογο «Νέα
Γενιά», για να δώσει θεατρικές παραστάσεις για την οικονομική ενίσχυση των
απόρων μαθητών. Επίσης, ίδρυσε και τον εξωσχολικό Σύλλογο Νέων Κοτυώρων, που
προλαβαίνει και δίνει, με μεγάλη επιτυχία, μερικές θεατρικές παραστάσεις, πριν
ματαιωθούν όλες οι προσπάθειες του από τις νέες πολεμικές εξελίξεις.
Απτόητος
συνέχισε το διδασκαλικό του έργο
Κατά την κεμαλική
περίοδο, την τρομακτική και καταστροφική, ο Ιωακείμ Σαλτσής δεν δείλιασε
καθόλου. Μελετούσε και κατέβαλε προσπάθειες για την πρόοδο των μαθητών,
διατηρώντας την ψυχραιμία και το θάρρος του, που το μετέδιδε σε κάθε πατριώτη,
για να αντιμετωπίσει την άθλια κατάσταση.
Εκείνη την εποχή,
λόγω της κατάστασης, στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας είχαν καταργήσει μερικές τάξεις.
Στα Κοτύωρα, ο δάσκαλος δεν ήθελε να καταργηθεί καμία τάξη, αν και είχαν
φύγει, στο διάστημα αυτό, οι δάσκαλοι της γαλλικής γλώσσας και των εμπορικών.
Έτσι, διατήρησε την όγδοη τάξη της Αστικής
Σχολής μέχρι το τέλος της σχολικής περιόδου 1921, δηλαδή μέχρι το τέλος
Ιουνίου.
Φυγόστρατος, καταζητείται από τους Τούρκους
Κάποια μέρα, οι
Τούρκοι συγκέντρωσαν τον ελληνικό πληθυσμό των Κοτυώρων, από 14 έως 60 ετών, για να
τους εξορίσουν. Ανάμεσά τους και ο Ιωακείμ Σαλτσής. Άλλους από αυτούς τους
έστελναν εξορία στο Ντιαρμπεκίρ, στο Κουρδιστάν, και άλλους για στράτευση στο
Ερζερούμ, στην Αρμενία.
Από τους εξόριστους γύρισε μόνον το 20%. Ο
Ιωακείμ Σαλτσής στάλθηκε στο στρατό. Από το Ερζερούμ δραπέτευσε μαζί με έξι
άλλους. Έφτασαν στο χωριό Οβατσούκ της Νικόπολης, όπου ο Σαλτσής φιλοξενήθηκε,
κρυφά πάντα, στο σπίτι του ιερέα Ιωακείμ.
Μόλις βρήκε λίγη
ησυχία, άρχισε να παραδίδει μαθήματα στα παιδιά. Στη συνέχεια κατέφυγε στην
κωμόπολη Μεσουντιέ της Άγκυρας, όπου βρήκε καταφύγιο στο σπίτι του φούρναρη
Νικηφόρου. Έμεινε εκεί μόνον μερικές ημέρες. Βρήκε Τούρκους αγωγιάτες, τους
ακριβοπλήρωσε και ως αγωγιάτης και ο ίδιος, έφτασε στα Κοτύωρα.
Ανοίγει
και πάλι το σχολείο στα Κοτύωρα
Ενώ εκκρεμούσε η αποστολή στα Κοτύωρα του εγγράφου
της λιποταξίας του από τον τουρκικό στρατό στο Ερζερούμ, ο Ιωακείμ Σαλτσής δεν
έμεινε αδρανής. Συνεννοήθηκε με τον ιερέα Θεόδωρο και τον μοναδικό δάσκαλο που
είχε απομείνει, τον ηλικίας 74 ετών Σάββα Παπαδόπουλο και κατέστρωσαν σχέδιο
για το άνοιγμα του σχολείου για τα παιδιά που έμεναν στους δρόμους. Παρουσίασαν
στον Τούρκο επόπτη παιδείας το σχολικό πρόγραμμα, όπου, στη θέση που έγραφε
«ελληνικά», ο Σαλτσής έβαλε τη λέξη «ανάγνωση». Πήραν δύο δασκάλες και έναν παιδονόμο
και άρχισε η λειτουργία του σχολείου.
Όταν έφτασε το
έγγραφο της λιποταξίας του, οι συγγενείς του τον φυγάδεψαν στο Σοχούμ της
Γεωργίας, όπου δίδαξε και πάλι.
Το 1925 ήρθε στην
Ελλάδα, όπου παντρεύτηκε, στο Κιλκίς, την αρραβωνιαστικιά του στα Κοτύωρα, που
είχε έρθει στην Ελλάδα νωρίτερα, και ταυτοχρόνως γράφτηκε στη φιλοσοφική σχολή
του πανεπιστημίου Αθηνών, όπου, όμως, διέκοψε, γιατί δεν μπορούσε να
αντεπεξέλθει στα μεγάλα έξοδα.
Παρέμεινε στη
Θεσσαλονίκη, όπου ο Λεωνίδας Ιασονίδης τον έβαλε να εργαστεί στη νεοϊδρυόμενη
Αγροτική Τράπεζα, στο τμήμα ανταλλαξίμων κτημάτων. Διορίστηκε στην τράπεζα,
αλλά με βαριά καρδιά που άφησε το αγαπημένο του διδασκαλικό έργο.
Μελετούσε εντατικά την
-ποντιακή παράδοση
Στη Θεσσαλονίκη,
όπου εγκαταστάθηκε, μελετούσε και καταγινόταν με την ποντιακή γλωσσολογία και
λαογραφία. Συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού «Ποντιακή Εστία» με τον
Φίλωνα Κτενίδη όλα τα χρόνια.
Επίσης, στην έκδοση του περιοδικού «Χρονικά
του Πόντου», του Συλλόγου «Αργοναύται — Κομνηνοί» Αθηνών, με τη διεύθυνση του
συμπατριώτη και φίλου του Ξενοφώντα Άκογλου.
Με τον Χαράλαμπο
Κιαγχίδη, πρόεδρο της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης, συνεργάστηκε, ως
γραμματέας, στην ανιστόρηση του μοναστηριού του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα,
στο Ροδοχώρι Νάουσας
Κλήμης
Ευθυμιάδης
ήταν
γυναικάδελφος του Ιωακείμ Σαλτσή. Έγραφε σε πολύ κακή καθαρεύουσα, γιαυτό
διορθώσαμε το κείμενο ορθογραφικά και συντακτικά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου