Ο Ευκλείδης, ένας
νέος από το χωριό Πιστοφάντων, ήταν φαίνεται όμορφος, λεβέντης και περιζήτητος
γαμπρός. Όλα τα κορίτσια τον συμπαθούσαν και κάθε μια ονειρεύονταν να τον
παντρευτεί.
Ο Ευκλείδης όμως
ερωτεύθηκε και παντρεύτηκε μια νέα από το χωριό Ζουρνατσάντων, χωριό μικρότερο
και φτωχότερο.
Αυτό εξόργισε τις
"Πιστοφανταίες" και για να τον εκδικηθούν, τον έκαναν τραγούδι με στίχους
μειωτικούς:
Ευκλείδης 'κ' εμυρίσκουτον ραχί' μανουσακόπα
ατώρα
θa μυρίσκεται τσιφινί' τσιτσακόπα".
(Ο Ευκλείδης, που δεν μύριζε τις βουνίσιες
βιολέτες,
τώρα θα πάει να μυρίσει λουλούδια
πικροδάφνης).
Αυτές ήταν οι
βιολέτες και η καημένη η "Ζουρνατσέτ'σα ήταν το πικρολούλουδο.
Και η γυναικεία
ζήλια συνεχίζεται:
“Η
νύφε τηνάν έγκανε και άσ' ση Ζουρνατσάντων
θέατρον έγκαν κ' έκρέμ' σαν απέσ' 'ς ση Πιστοφάντων”
(Η νύφη
που μας φέρανε από του Ζουρνατσάντων
θέατρο φέραν κ' έριξαν μέσα στου Πιστοφάντων).
Το θέατρο εδώ έχει
την σημασία της θεατρικής κωμωδίας. Ήταν δήθεν πολύ άσχημη που προκαλούσε
γέλιο, όπως η κωμωδία στο θέατρο.
“H νύφε τηνάν έγκανε, ατέ η Ζουρνατσέτ'σα,
να άσπρεσσα, να κόκκινος κι άμον αλευρομέντσα".
(Η νύφη που μας φέρανε από του Ζουρνατσάντων
ούτ' άσπρη, ούτε κόκκινη, μα σαν αλευρωμένη).
Από τις περιγραφές
που μου έκαναν οι πληροφοριοδότριες, φαίνεται πως η νέα είχε
"λεύκη", γι' αυτό την είπαν αλευρωμένη.
Κάποτε, σ' έναν
γάμο που έγινε στο χωριό "Πιστοφάντων", παρευρέθηκε κι ένας νέος από
άλλο χωριό, από το "Φτελέν".
Από την πρώτη
στιγμή τα μάτια του καρφώθηκαν σε μια όμορφη κοπέλα και δεν σταμάτησε να την
κοιτάζει και να τραγουδάει τα μάτια της τα γαλανά, τα μαλλιά της... ώσπου η
κοπέλα αναγκάστηκε να βγει από το χορό, για να μη γίνει αντιληπτό το γεγονός.
Την άλλη Κυριακή ο
νέος πήρε έναν θείο του και πήγαν στο σπίτι της νέας να τη ζητήσει σε γάμο.
Οι γονείς της που
τον είδαν, τον άκουσαν, αρχικά τον ενέκριναν, αλλά μόλις άκουσαν ότι είναι από
το "Φτελέν", χωριό που θεωρούσαν παρακατιανό και δεν ήθελαν να ζήσει
εκεί η κόρη τους, άρχισαν να μασάνε τα λόγια τους και τελικά... αρνήθηκαν.
Η νέα η καημενούλα
που τον συμπάθησε, στο σύντομο διάστημα που τον είδε, λυπήθηκε, και την άλλη
μέρα, όταν πήγε με τις φίλες της στο θερισμό, τραγούδησε κάπως μελαγχολικά:
"Αρχινά τα μασχαρίας και άλλο 'κί τελένει,
κρίμαν 'ς αΐκον παλληκάρ', πώς εν' άς' σό Φτελέν-ι".
(Σαν αρχίζει τ' αστεία του δεν λέει να τελειώσει,
κρίμα
σε τέτοιο παλικάρι να είναι απ' το Φτελέν).
Ήταν χωρατατζής,
ήταν ωραίος, όμως ήταν από παρακατιανό χωριό, και έπειτα, αφού οι γονείς είπαν
όχι, δεν είχε γνώμη η κοπέλα. Έτσι με το τραγούδι ξεπερνούσαν τη στενοχώρια
τους.
Και άλλος έγινε τραγούδι.
Ένας Αδάμ, σιδεράς, από το χωριό "Ισχανάντων", άφησε την γυναίκα του
και ζούσε με μιαν άλλη, χωρίς να την έχει στεφανωθεί.
Αμαρτία μεγάλη και
ντροπή μαζί, αλλά και μεγάλη πρόκληση για την εποχή εκείνη, γύρω στο 1910.
Πληροφοριοδότρια: Μαρία Φωτιάδου, Γιαννιτσά, η κόρη του Αδάμ.
Αδάμ'ς έκρέμ'σεν τη Ζωήν κ' επέρεν ταβγαλήσσαν
σόουντα ας έτον έμορφος μ' έτον κι αλατσαλήσσα".
(Ο Αδάμ
άφησε τη Ζωή και πήρε μια παράνομη,
νάταν τουλάχιστο όμορφη και να μην ήταν
δίχρωμη).
Δίχρωμη γιατί είχε ένα μάτι γαλανό και ένα
καστανό.
“Aδάμ'ς ευτάει ταμιρτσηλούχ'
και Ισχανάντ'
μανούνταν,
κλώσκουν τη μάισσας το λιθάρ και για να
στεφανούνταν".
(Ο Αδάμ είναι σιδεράς και οι Ισχανάντ'
μουντζουρώνονται
γυρίζουν γύρω από τον βράχο της μάγισσας για
να στεφανωθούν).
Η ντροπή του Αδάμ
ήταν ντροπή για όλο το χωριό. Όμως πώς να στεφανωθεί; Δεν δικαιούται. Μόνο με
σατανικό τρόπο θα μπορούσε. Να γυρίζει δηλ. γύρω από τον βράχο της μάγισσας.
Έτσι του έπρεπε κατά την γνώμη των γυναικών.
Ήταν ένας τρόπος
τιμωρίας, σάτιρας, κοινωνικής κριτικής, τα τραγούδια αυτού του είδους και είναι
πολλά, δεν μπορώ να τα αναφέρω όλα.
Οι Σανταίες είπαμε
τραγουδούσαν όλα τα γεγονότα, ερωτικά, κοινωνικά ακόμη και θρησκευτικά.
Μια τέτοια
περίπτωση ήταν η εκδίωξη του ηγούμενου της Ιεράς Μονής Παναγίας Σουμελά
Χατζηπαρθένιου (Δοξόπουλου).
Το 1895 το
Πατριαρχείο Κων/πόλεως ανέθεσε στον Μητροπολίτη Τραπεζούντας να κάνει έλεγχο
στα οικονομικά της Μονής Παναγίας Σουμελά, επειδή έγιναν πολλές καταγγελίες σε
βάρος του ηγούμενου της Μονής.
Ο Μητροπολίτης διαπίστωσε,
ύστερα από τον έλεγχο της ειδικής επιτροπής, τις ατασθαλίες του ηγούμενου
Χατζηπαρθένιου, γι' αυτό, και τον καθήρεσε και διόρισε ηγούμενο της Μονής τον
Σανταίο Γεράσιμο Μωυσιάδη.
Ο Χατζηπαρθένιος
όμως, αρνήθηκε πεισματικά να εγκαταλείψει την Μονή και τότε οι Σανταίοι
αποφάσισαν να τον διώξουν βίαια.
Πήραν τα όπλα τους
και ξεκίνησαν για το Μοναστήρι. Για να πετύχουν τον σκοπό τους οι Σανταίοι,
έστειλαν πρώτα μερικές γυναίκες.
Άφοβες οι γυναίκες,
χτύπησαν την εξώπορτα της Μονής μια και δυο και τρεις φορές, γιατί οι καλόγεροι
από μέσα ήσαν διστακτικοί.
Όταν όμως, οι
καλόγεροι είδαν πως ήσαν μόνο λίγες γυναίκες, ανέβηκαν και τις άνοιξαν και τότε
όρμησαν οι
άνδρες, μπήκαν στο Μοναστήρι, άρπαξαν τον ηγούμενο και σέρνοντάς τον, τον
κατέβασαν από τις σκάλες και τον πέταξαν έξω.
Ο Χατζηπαρθένιος σε
κακά χάλια πήγε στην Τραπεζούντα και διαμαρτυρήθηκε στον Δεσπότη για τις
βιαιότητες των Σανταίων.
Δεν έπεισε όμως τον
Δεσπότη, αν και ήταν δεινός ομιλητής. Αρκέστηκε μόνο να ακούσει τις συμβουλές
του Δεσπότη με κατεβασμένο κεφάλι.
Αυτό ικανοποίησε
τους Σανταίους γιατί φάνηκε πως ο Δεσπότης τους δικαίωσε.
Αυτό το θρησκευτικό
γεγονός έγινε τραγούδι από τις γυναίκες:
"Ύναίκ' έσαν άμον αγούρ' και ς' σην πόρταν εντώκαν,
οι καλοέρ' έσαν απέσ' και ατείν'ς χαπάρ' εδέκαν.
Από πίσ' έρθαν οι αγούρ', έπαν' άπ' έναν ρόμι,
οι Σαντέτ' κι_εφοέθανε να Ματσούκαν να Κρώμη.
Ο Παρθένιον έλεεν τ' όσπίτα 'σουν
βεράνα,
εγλούπ'σετεν
τον κόλο μου απάν
'ς' σα μαρτιβάνα.
Και-ν-ο Χατζηπαρθένιον, ο πρώτον αφουκάτον
αρ' ο Δεσπότ'ς εδάσκευεν κι εκείνος εφουκράτον".
(Γυναίκες αντρογυναίκες χτυπήσανε την πόρτα,
ν' ακούσουν οι καλόγεροι που ήσαν εκεί μέσα.
Οι άνδρες ήρθαν ύστερα, ήπιαν και από ένα
ρούμι
εκείνοι δεν φοβήθηκαν, ούτε Ματσούκα ούτε
Κρώμνη.
Ο Παρθένιος έλεγε τα σπίτια σας ρημάδια
μου γδάρατε τον πισινό πάνω στα σκαλοπάτια.
Και ο Χατζηπαρθένιος, ο πρώτος δικηγόρος
Ο Δεσπότης συμβούλευε κι αυτός αφουγκραζόταν).
Πόπη Τσακμακίδου-Κωτίδου
Φιλόλογος-Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου