Η άλωση της Τραπεζούντας
από τους Τούρκους σήμανε βέβαια για τον ελληνισμό του Πόντου
το τέλος της πολιτικής ελευθερίας και ανεξαρτησίας του, αλλά όχι και της
εθνικής συνείδησης.
Χρήστος Σαμουηλίδης
Η
τελευταία δε χάθηκε, δεν έσβησε,
γι' αυτό και ο ποντιακός ελληνισμός δεν εξαφανίστηκε, όπως συνέβηκε με δεκάδες
φυλές και εθνότητες της Μικρασίας, που τούρκεψαν, που εξισλαμίστηκαν και έλειψαν για πάντα από το πρόσωπο της ιστορίας.
Οι Έλληνες του Πόντου, συντηρώντας τη λαϊκή και λόγια παράδοση τους, μόλο που είχαν
χάσει την εθνική τους ανεξαρτησία, συνέχισαν να διατηρούν, κάτω από την
οθωμανική κατοχή, τη συνείδηση της ελληνικότητας τους.
Διατήρησαν πρώτα
πρώτα τη θρησκεία και τη γλώσσα τους: Στον Ανατολικό και στον Κεντρικό Πόντο, ιδίως στον
παραλιακό, φύλαξαν,
στη μεγάλη
πλειοψηφία τους, την ορθόδοξη πίστη τους.
Τη διαφύλαξαν είτε,
κατά το πλείστον, θαρραλέα και φανερά είτε, σε μικρή σχετική κλίμακα, στα
κρυφά, με την προσποίηση του διπλού θρησκευτικού προσώπου.
Το δεύτερο το
έκαναν σε δύσκολες καταστάσεις και περιόδους, οπότε, στα φανερά παρίσταναν το
μουσουλμάνο, ενώ στα κρυφά παρέμεναν χριστιανοί. Κι αυτό το πετύχαιναν έχοντας
δυο ονόματα: ένα μουσουλμανικό (το ψεύτικο) φανερά, κι ένα χριστιανικό (το βαφτιστικό
τους) κρυφά.
Επίσης, βαφτίζονταν, παντρεύονταν και
κηδεύονταν με δυο τελετές: μια φανερή, μουσουλμανική, και μια χριστιανική,
κρυφή. Κι αυτό για δυο και παραπάνω αιώνες, διατηρώντας κρυφές εκκλησίες, κρυφά
εικονίσματα, μυστικούς παπάδες και κρυμμένα ευαγγέλια.
Ώσπου κάποτε, όταν ήρθαν πιο ελεύθεροι καιροί,
φανερώθηκαν ομαδικά. Οι Κρυφοχριστιανοί, όπως ονομάστηκαν, πήραν τότε το όνομα «κλωστοί» (γυρισμένοι) ή,
τουρκικά, «τενεσούρ», που σήμαινε αυτούς οι οποίοι άλλαξαν, αλλαξοπίστησαν,
επειδή θεωρήθηκαν από τους Τούρκους ότι άλλαξαν πίστη κατ από Μωαμεθανοί
έγιναν Χριστιανοί, ενώ ποτέ δεν υπήρξαν πραγματικοί Μουσουλμάνοι.
Νικόπολη-Sebin-Karahisar |
Οι
Κρυφοχριστιανοί
ονομάστηκαν και Σταυριώτες, παίρνοντας το όνομα αυτό από το κατεξοχήν κρυφοχριστιανικό χωριό, το Σταυρίν
της Αργυρούπολης.
Στο Δυτικό Πόντο,
τον παραλιακό και το μεσογειακό, ένα μεγάλο μέρος του Ελληνισμού δεν άντεξε στη
βία και την καταπίεση ή στον πειρασμό του συμφέροντος, και εξισλαμίστηκε, εκτός από μερικές νησίδες, στις πόλεις και τα
μεγάλα χωριά, προπάντων της παραλίας δηλ. τα λιμάνια.
Έτσι, οι μεγάλοι πληθυσμό που σώθηκαν ήταν
αυτοί του Ανατολικού Πόντου, παραλιακού και μεσογειακού. Κι αυτό γιατί συγκεντρώθηκαν γύρω στα μεγάλα μοναστήρια,
όπως της Παναγίας Σουμελά, το Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα και του Aγίου Ιωάννη Βαζελών, και, κυρίως, γύρω από τα μεγάλα
μεταλλεία, όπως της Αργυρούπολης (Γκιουμουσχανέ) και της Νικόπολης (Σεμπίν-Καραχισάρ), στα οποία
ο σουλτάνος έδωσε
ειδικά προνόμια για να μπορούν να χρησιμοποιούνται οι μοναδικοί και
αναντικατάστατοι Πόντιοι μεταλλουργοί και τεχνικοί στην εξόρυξη των πολύτιμων
μεταλλευμάτων.
Σε μια περιφέρεια
του Δυτικού Πόντου, τη Πάφρα, οι Έλληνες κάτοικοι της έχασαν τη γλώσσα τους και
μίλησαν την τουρκική, ενώ κράτησαν με φανατισμό τη θρησκεία και τη εθνικότητά
τους.
Αντίθετα, σε χωριά
του Ανατολικού
Πόντου, στον Όφι και στην Τόνια, έγινε το αντίθετο: Οι κάτοικοί τους έχασαν τη θρησκεία
τους αλλά κράτησαν τη γλώσσα τους
Γενικά, ο
Ελληνισμός του Πόντου, διατήρησε τις παραδόσεις του, τους θρύλους του,τα
παραμύθια του, τα τραγούδια του, τους χορούς του, τα ήθη και έθιμα του.
Διατήρησε την έφεση για μάθηση και παιδεία, ιδρύοντας σχολεία και γυμνάσια, διατήρησε την
κοινοτική του αυτοδιοίκηση.
Όλα αυτά, μαζί με
τα διάφορα προνόμια που παραχώρησαν οι κατά καιρούς σουλτάνοι, με βάση τις διεθνείς συνθήκες και την πίεση της ομόδοξης Ρωσίας, επέτρεψαν στον Ελληνισμό
του Πόντου να επιβιώσει και αργότερα να προοδεύσει κιόλας.
Συγκεκριμένα, όπως ο Πατριάρχης, έτσι και οι
κατά τόπους μητροπολίτες αναγνωρίστηκαν από τους Τούρκους, από τα πρώτα κιόλας χρόνια ύστερα από την άλωση της
Τραπεζούντας, ως εθνάρχες (τουρκικά: μιλέτ-μπασί), με την έννοια αρχηγών
θρησκευτικού έθνους, του έθνους των
Ρούμ ή Ρωμαίων,
όπως ονομάζονταν όλοι οι ορθόδοξοι Χριστιανοί στην Ανατολή. Στους εθνάρχες αυτούς δόθηκαν
από τους Τούρκους αρκετά και, πολλές φορές, τα ίδια δικαιώματα και προνόμια που
είχαν κατά την περίοδο του Βυζαντίου.
Έτσι, μετά την
κατάλυση του ελληνικού κράτους της Τραπεζούντας, απέμεινε η θρησκεία να συγκρατεί
την ενότητα των ορθόδοξων Ελλήνων και να διατηρεί την ελπίδα για την εθνική
τους επιβίωση, ενώ τα μεγάλα μεταλλεία της Αργυρούπολης και η γύρω από τον Κάνη
ποταμό περιοχή, όπως και τα μεταλλεία της Νικόπολης, αποτέλεσαν τα μεγάλα καταφύγια, όπου συγκεντρώθηκαν οι κατατρεγμένοι του Πόντου για να
βρουν σωτηρία, δουλειά και προνόμια.
Προνόμια και ατέλειες απολάμβαναν και τα χωριά της
Ματσούκας, όσα ασχολούνταν με τον καθαρισμό του μεταλλεύματος των ορυχείων της
Αργυρούπολης, το οποίο επεξεργάζονταν
στα μεταλλουργικά καμίνια τους.
Άγιος Ιωάννης Βαζελώνος |
Αλλά και στη Σινώπη
δόθηκαν προνόμια, γιατί η ανάγκη για τη ναυπήγηση πολεμικών πλοίων υποχρέωσε τους
Τούρκους να καλοπιάσουν τους Έλληνες τεχνίτες της περιοχής, όπως είχε συμβεί,
άλλωστε, και σε
άλλες παραλιακές περιοχές της Μικρασίας και των νησιών του Αιγαίου, όπου οι
κάτοικοι τους ήξεραν να ναυπηγούν σκάφη.
Όλοι, λοιπόν, οι
κατασκευαστές πλοίων του Δυτικού Πόντου μαζεύονταν στη Σινώπη για να βρουν
ανάλογη δουλειά και να επιβιώσουν.
Τέλος, και στα
Κόραλλα (Γκιόρελε) και στην Τρίπολη και στην Κερασούντα και στην Οινόη διατηρήθηκε
ένα μέρος του Χριστιανισμού, γιατί οι άρχοντες των παραθαλάσσιων αυτών πόλεων
-είτε ντερεμπέηδες (γαιοκτήμονες των κοιλάδων) ήταν αυτοί είτε άλλου είδους
τιμαριούχοι- διατηρούσαν μεγάλες βάρκες για διασκέδαση ή για επίθεση ο ένας
εναντίον του άλλου και χρησιμοποιούσαν τους έμπειρους
Έλληνες ναυτικούς για πλήρωμα.
Οι βάρκες αυτές, πολλές φορές ήταν εικοσαθέσιες,
όπως εκείνες που λέγονταν «κοντζαμπάσια», στις οποίες κυβερνήτες ήταν Έλληνες,
γιατί μόνο αυτοί ήταν επαγγελματίες θαλασσινοί.
Με αυτόν τον τρόπο,
οι κατακτημένοι Ρωμιοί έβρισκαν δουλειά και προστασία κοντά στους
τιμαριούχους, όσο κι αν αυτή η δουλειά ήταν σκληρή και οι αφέντες τους τυραννικοί.
Το γεγονός όμως ότι έτσι γλίτωναν από την καταδυνάστευση των άλλων αρχόντων,
των ξένων, τους ανακούφιζε και τους έσωζε.
Το τουρκικό
τιμαριωτικό σύστημα, όμως, είχε εγκαθιδρυθεί, προπάντων, στα μεσογειακά μέρη του Πόντου από τις αρχές ακόμα του 16ου αιώνα. Οι Έλληνες κάτοικοι των
περιοχών αυτών που ζούσαν κάτω από τους γαιοκτήμονες, περνούσαν πολύ άσχημα,
σχεδόν αφόρητα, προπάντων κατά την περίοδο της εξουσίας
των ντερεμπέηδων, των σκληρών φεουδαρχών του 17ου αι., οι οποίοι διοικούσαν τα χωριά των μεγάλων κοιλάδων
(ντερέδων) του Ανατολικού Πόντου.
Τότε εξισλαμίστηκαν πολλοί Έλληνες ή έγιναν
Κρυφοχριστιανοί. Ένας πασίγνωστος ντερέμπεης ήταν ο Εγιουπλή Απτή αγάς της
Ματσούκας, γιος του Εγιούπ. Ο τελευταίος ήταν εγγονός του εξωμότη Εγιούπ ή Συμεών Κουλίνογλη από το
χωριό Μουλάκα, ο οποίος στην αρχή, μαζί με τον αδελφό του, εξαιτίας του
ομαδικού εξισλαμισμού ενός μέρους του πληθυσμού των ορεινών χωριών Μουλάκας,
Πόπαρας, Πογατσιού, Γερής και Παπάρτζας, κατέφυγαν στο χωριό Σπέλια για να διατηρήσουν
τη θρησκεία των πατέρων τους, όπως έκαναν και άλλοι συγχωριανοί τους, που
είχαν καταφύγει σε άλλα χωριά της Ματσούκας.
Εκεί
όμως, στη Σπέλια, ήρθαν σε διάσταση τα δυο αδέλφια για ασήμαντη αφορμή και ο Συμεών, θυμωμένος, αρνήθηκε τη χριστιανική θρησκεία, αλλάζοντας και το
όνομά του σε Εγιούπ.
Ύστερα από αυτό, ο Συμεών-Εγιούπ, τιμήθηκε ιδιαίτερα και
αμείφθηκε από την τουρκική εξουσία. Κατόπιν παντρεύτηκε μια τσιγγάνα και έγινε ο γενάρχης της φερώνυμης οικογένειας των
Εγιουπλήδων.
Αξίζει να υπογραμμιστεί,
όμως, ότι, γενικά, όπως προαναφέραμε, τη θρησκευτική και κοινοτική οργάνωση,
που υπήρχε επί Βυζαντίου, την αναγνώρισε τώρα και ο Μωάμεθ Β', που παραχώρησε στις ελληνικές κοινότητες και
στην ορθόδοξη εκκλησία προνόμια και δικαιώματα. Κι αυτά δεν τα έδωσε ο
Πορθητής από μεγαλοψυχία ή από ευλάβεια, όπως μας εξηγεί ο ιστορικός της άλωσης Γεώργιος Φραντζής,
αλλά για να προσελκύσει μ' αυτά τοις φυγάδες Έλληνες, ώστε να έρθουν και να κατοικήσουν
μέσα στις ερημωμένες
από τον πόλεμο πόλεις.
Επιπλέον,
προσθέτει ο μητροπολίτης Χρύσανθος, τα προνόμια και τα δικαιώματα στην
ελληνική εκκλησία οφείλονταν και στη διαφορά της χριστιανικής από την μουσουλμανική θρησκεία, η οποία
διαφορά επέβαλλε σε καθένα από τα δυο έθνη ιδιαίτερη διοικητική και δικαστική
νομοθεσία, πράγματα απαραίτητα για την υπόσταση τους
Έτσι, η ορθόδοξη
εκκλησία με την οργάνωσή της έγινε κράτος εν κράτει, και μάλιστα με την ανοχή του σουλτάνου.
Τα προνόμια της εκκλησιαστικής αυτονομίας επέτρεπαν στους ιεράρχες και στα μέλη
της εκκλησίας την απόλυτη ελευθερία στη διοργάνωση του πολιτεύματος της
εκκλησίας καθώς και στη διοίκηση και την ανεξέλεγκτη διαχείριση της εκκλησιαστικής
περιουσίας.
Τα προνόμια πάλι
της θρησκευτικής αυτονομίας, επέτρεπαν στην εκκλησία την πλήρη ελευθερία στην
άσκηση της λατρείας και της σχετικής μ' αυτή φιλανθρωπίας. Επίσης, επέτρεπαν
την ελεύθερη χρήση και καλλιέργεια της γλώσσας και της παιδείας, καθώς και τη
δικαστική αυτονομία: οι κατά τόπους μητροπολίτες, όπως συνέβαινε και με το
Οικουμενικό Πατριαρχείο, είχαν το δικαίωμα να δικάζουν τις προσωπικές υποθέσεις των ομοεθνών τους, όσες
σχετίζονταν με το γάμο, τα διαζύγια, τη διατροφή, την προίκα, την κληρονομιά,
αλλά και να ερμηνεύουν το θρησκευτικό νόμο που τα ρύθμιζε όλα αυτά. Και ο οποίος νόμος ήταν το βυζαντινό δίκαιο.
Απ'την άλλη μεριά οι
Χριστιανοί, σύμφωνα με την παράδοση που κληρονόμησαν από το Βυζάντιο,
αναφέρονταν στους
αρχιερείς για όλες τις υποθέσεις του ενοχικού δικαίου, ακόμα και του ποινικού. Τέλος, η
εκκλησία είχε το δικαίωμα και της φυλάκισης του ενόχου, γι' αυτό μέσα σε κάθε μητρόπολη υπήρχαν
και φυλακές.
Και συνέβαινε και
τούτο το παράξενο. Όσοι Χριστιανοί φοβούνταν τη δικαιοσύνη του εκκλησιαστικού δικαστηρίου και προσέφευγαν
στον Τούρκο καδή και στα «πολιτικά» ή δημόσια δικαστήρια των Τούρκων,
τιμωρούνταν από την εκκλησία με «εξωεκκλησιασμό», δηλαδή με αποκλεισμό από την εκκλησία.
Πράγματι, λοιπόν, η εκκλησία, στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, με τη δικαστική και διοικητική εξουσία των ιεραρχών της,
έγινε σωστό κράτος μέσα στο τουρκικό κράτος.
Αργυρούπολη |
Κάποτε μάλιστα, συνέβαινε και το ακόμα πιο
παράδοξο: Μουσουλμάνοι και Αρμένιοι της Τραπεζούντας, όταν είχαν διαφορές με
Έλληνες, προσέφευγαν στο ορθόδοξο χριστιανικό εκκλησιαστικό δικαστήριο της
μητρόπολης και όχι στο τούρκικο πολιτικό, και συμμορφώνονταν με τις αποφάσεις του. Αλλά και στις
εκκλησιαστικές επαρχίες συνέβαινε το ίδιο: τα δικαστήρια τα αποτελούσαν
μητροπολίτες, παπάδες και αιρετά μέλη της δημογεροντίας.
Ως εφετείο και Άρειος
πάγος για τις υποθέσεις που είχαν δικαστεί στις μητροπόλεις, χρησιμοποιούνταν
το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο ήταν και το κέντρο κάθε κίνησης και ζωής
του υπόδουλου ελληνισμού.
Όμως, και η
κοινοτική αυτοδιοίκηση έπαιξε τον εθνικό συσπειρωτικό ρόλο της. Γιατί, όπως
τον καιρό του Βυζαντίου, έτσι και στην Τουρκοκρατία, τα χωριά της κάθε εκκλησιαστικής
επαρχίας, οι κωμοπόλεις
και οι πόλεις είχαν τους προϊσταμένους τους, τους «πρωτόγερους» ή
«δημογέροντες».
Είχαν τα συμβούλια της δημογεροντίας, που τα αποτελούσαν ο μουχτάρης (πρόεδρος
του χωριού) και οι σύμβουλοι
(αζάδες), οι οποίοι ήταν όλοι αιρετά πρόσωπα. Εξάλλου, οι «χωρίτες» πλήρωναν
τους φόρους είτε άμεσα στο δημόσιο εισπράκτορα (ταχσιλντάρ) είτε, το πιο
συχνά, με τη μεσολάβηση των δημογερόντων. Στο επαρχιακό διοικητικό συμβούλιο
που ασχολούνταν με τους φόρους, συμμετείχε και ο μητροπολίτης ή ένας
αρχιερατικός επίτροπος.
Για τα
εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά πράγματα της κοινότητας κάθε χωριού, υπεύθυνοι
ήταν οι επίτροποι της εκκλησίας, οι έφοροι του σχολείου και ο παπάς, οι οποίοι
ενισχύονταν και από τους δημογέροντες.
Και αυτοί όλοι ήταν επίσης αιρετοί.
Ανώτατος άρχοντας και στη διοίκηση των κοινοτήτων και στην υπηρεσία των
επιτρόπων ήταν ο μητροπολίτης της επαρχίας, ο οποίος και έκανε έλεγχο, έδινε
οδηγίες και συμβίβαζε τις διαφορές επιτόπου, κάνοντας ετήσιες περιοδείες στα
χωριά.
Το ίδιο γινόταν και
στις πόλεις, με συνθετότερη όμως μορφή. Κάθε πόλη χωριζόταν σε ενορίες, οι
οποίες, με τους επιτρόπους τους, διαλεγμένους από το λαό, διαχειρίζονταν τα οικονομικά
των εκκλησιών και έδιναν λόγο πάλι στο λαό.
Τις γενικές υποθέσεις της πόλης τις φρόντιζε η
δημογεροντία, που εκλεγόταν κι αυτή από τους Χριστιανούς πολίτες και προοδρευόταν
από το μητροπολίτη.
Αυτή ήταν το συμβουλευτικό σώμα για τις
εθνικές υποθέσεις της ίδιας της μητρόπολης αλλά αποτελούσε και το δικαστικό
σώμα.
Η διοίκηση εξάλλου
των σχολείων της πόλης ήταν ανατεθειμένη σ' ένα συμβούλιο από τα μέλη του
οποίου οριζόταν η εφορεία. Την προεδρία του συμβουλίου των σχολείων και την
ευθύνη τους απέναντι στην τουρκική κυβέρνηση την είχε πάλι ο μητροπολίτης.
Τέλος, σύμφωνα με τους νεότερους κοινοτικούς κανονισμούς, το ανώτατο κοινοτικό σώμα το αποτελούσε μια
αντιπροσωπεία που την εξέλεγε ο λαός για μια τετραετία.
Η αντιπροσωπεία προοδρευόταν
από το μητροπολίτη και ήταν ένα είδος βουλής της κοινότητας. Αυτή
νομοθετούσε, συνέτασσε ή αναθεωρούσε τους κοινοτικούς κανονισμούς, ενέκρινε
τον προϋπολογισμό των σχολείων, έλεγχε όλη τη διοίκηση και τη διαχείριση της δημογεροντίας και του
συμβουλίου των σχολείων και, επιπλέον, αυτή εξέλεγε τα δύο τελευταία κοινοτικά
όργανα.
Η μητρόπολη της
Τραπεζούντας μάλιστα προχώρησε, το 1826, μαζί με την ελληνική κοινότητα, σε
ένα σύστημα είσπραξης των δημόσιων φόρων που απέβλεπε στην απαλλαγή των
φτωχότερων τάξεων από τη δυσκολία της πληρωμής των οφειλών τους και από την
καταπίεση των δημόσιων εισπρακτόρων και κλητήρων.
Το σύστημα αυτό
ονομάστηκε «πολιτική κάσσα». Σύμφωνα με αυτό, βάση της κατανομής του φόρου στους πολίτες,
ήταν, όχι ο αριθμός των οικογενειών της κοινότητας, αλλά η περιουσία του
καθενός, η δουλειά του και επομένως η δυνατότητά του να πληρώσει ή όχι το
φόρο.
Όποιος δεν είχε καμιά περιουσία ή δεν κέρδιζε
τίποτε από τη δουλειά του, απαλλασσόταν από κάθε υποχρέωση. Ο εργατικός κόσμος
πλήρωνε ελάχιστο φόρο, ενώ το ποσό που του αναλογούσε από το συνολικό της κοινότητας,
όσο απαιτούσε το τουρκικό δημόσιο, το πλήρωναν οι πλουσιότεροι.
Έτσι, οι υπεύθυνοι παράγοντες της εκκλησίας
και της κοινότητας, εφάρμοζαν το βυζαντινό φορολογικό δίκαιο που επικρατούσε
στα προαναφερμένα
ποντιακά «ελευθερικά χωρία». Την είσπραξη των φόρων, που μοιράζονταν μ' αυτόν
τον τρόπο, την αναλάμβανε η ίδια η κοινότητα. Με τη σύσταση της «πολιτικής κάσσας»
καθιερώθηκε ο
αφορισμός εναντίον εκείνου που έκρυβε τα περιουσιακά στοιχεία ή τα κέρδη από τη δουλειά
του.
Η απειλή του αφορισμού
συγκρατούσε τους πολίτες από κάθε κατάχρηση ή ξεγλίστρημα. Κάθε Κυριακή στήνονταν
στο νάρθηκα της εκκλησίας κάσσες («κάλπες»), μέσα στις οποίες, μετά την απόλυση,
έριχναν οι πολίτες το ποσό που αναλογούσε στον καθένα από την περιουσία ή τη
δουλειά του, χωρίς
να τον ελέγχει κανείς, παρά μόνο η συνείδησή του.
Αργότερα, όταν η
φωνή της συνείδησης δεν είχε αρκετή δύναμη και ο φόβος του αφορισμού δεν ήταν
αρκετός να αποτρέψει τις καταχρήσεις, συστάθηκαν τακτικά βιβλία, όπου
καταγράφονταν όλοι οι φορολογούμενοι. Μ' αυτό τον τρόπο γινόταν συχνά έλεγχος
της περιουσίας και της δουλειάς του καθενός, και εισπράτοταν ανάλογα ο φόρος.
Η πολιτική κάσσα λειτούργησε μέχρι το 1844, κι
όταν διαλύθηκε, άφησε περίσσευμα που δαπανήθηκε για την ανέγερση του νέου
κτιρίου του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας.
Έτσι,
λίγον καιρό μετά την άλωση και το σταμάτημα
των απελευθερωτικών
αγώνων, οι Έλληνες του Πόντου άρχισαν να ανασυντάσσονται, να ανασυγκροτούνται και να οργανώνονται. Άρχισαν να επιδίδονται
στα ειρηνικά και δημιουργικά τους έργα, τη γεωργία, την κτηνοτροφία, το
εμπόριο, τη ναυτιλία, την αλιεία, την κηπουρική, τη βιοτεχνία και τη μεταλλευτική. Άρχισαν να δουλεύουν
σκληρά και να προοδεύουν.
"ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου