Βησσαρίων (1403-1472) |
Στις παραμονές του μεγάλου
κινδύνου, ο Βησσαρίων προσπαθούσε να υποκινήσει τον πάπα της Ρώμης Πίο Β’
(1458-1464), να ετοιμάσει μια σταυροφορία στη Δύση για να σωθεί η πατρίδα του, όπως είχε κάνει και πριν, αλλά και μετά την άλωση της,
για την Κωνσταντινούπολη.
Για το σκοπό αυτό έγραψε λόγους εναντίον των
Τούρκων, μετέφρασε στα λατινικά τον Α' Ολυνθιακό του Δημοσθένη και ανέλαβε
διπλωματικές αποστολές προς τους ηγεμόνες της Δύσης.
Όταν κατάφερε να πείσει τον πάπα, ο οποίος
ανέλαβε αυτοπροσώπως την οργάνωση της σταυροφορίας εναντίον των Τούρκων το 1459, ο Πόντιος
λόγιος πήγε από τη Ρώμη, όπου διέμενε, στην Μάντουα και μίλησε για τον αγώνα
που ανέλαβε ο Πίος Β'.
Το ίδιο έκανε πηγαίνοντας και στη Γερμανία, όπου
έφτασε το Φλεβάρη του 1460, όπως και στη Βιέννη, όπου πήγε το Μάρτη του ίδιου
χρόνου, καθώς και στη Βενετία, όπου κατευθύνθηκε τον Ιούλιο του 1463, όταν
είχε πέσει κιόλας η Τραπεζούντα. Κανένα στράτευμα όμως ή σταυροφορία δεν κινήθηκε
στο μεταξύ από
τη Δύση.
Η μόνη από όλες τις
μακροχρόνιες ενέργειες του Βησσαρίωνα για την Κωνσταντίνουπολη και την
Τραπεζούντα, που είχε ευωδοθεί κάπως, ήταν εκείνη η παλιά που έγινε πριν πέσει ακόμα η
βασιλεύουσα.
Τότε, ο καρδινάλιος
Φραγκίσκος έκανε ναυτική εκστρατεία μαζί με τον βασιλιά της Ουγγαρίας
Λαδισλάβο, που ξεκίνησε από το βορρά,
εναντίον του Μωάμεθ
Β'. Ωστόσο και κείνη η σταυροφορία δεν είχε καλό
τέλος. Το Νοέμβριο του 1444, κοντά ]στη Βάρνα ο ουγγρικός στρατός έπαθε πανωλεθρία.
Έτσι, οι
προσπάθειες για τη σωτηρία του Ελληνισμού έμειναν κυριολεκτικά στα χαρτιά δηλαδή στο στάδιο των λόγων και των υποσχέσεων και, κυρίως, της ανταλλαγής επιστολών ανάμεσα στο Βησσαρίωνα
και τους ηγεμόνες της Δύσης, καθώς και ανάμεσα στον Πάπα
Πίο Β' και τον τελευταίο αυτοκράτορα Δαβίδ Κομνηνό, ή ανάμεσα στον Δαβίδ και τό δούκα της Βουργουνδίας Φίλιππο τον Καλό.
Τελικά ο Δαβίδ, για
να αποτρέψει τον φοβερό κίνδυνο από την πλευρά των Τούρκων, οι οποίοι απειλούσαν το κράτος του, αποφάσισε να συνεχίσει τις προσπάθειες του προκατόχου του αυτοκράτορα Ιωάννη Δ'
για τη συμμαχία της Τραπεζούντας με τους Ασπροπροβατάδες του Τουρκομάνου ηγέτη της Αμίδης (Διάρμπεκιρ) Ουζούν Χασάν.
Και μάλιστα ήθελε να δώσει τέτοια
έκταση στη συμμαχία ώστε να περιλάβει, εκτός από αυτούς, και όλους τους λαούς
από τον Καύκασο κατ τον Τίγρη ποταμό μέχρι τη Βουργουνδία, και από τα Καρπάθια
όρη μέχρι τα νησιά της Μεσογείου. Μόνο έτσι πίστευε ότι θα μπορούσε να αποτραπεί ο τουρκικός
κίνδυνος που απειλούσε την ελευθερία του ανατολικού κόσμου.
Αρχίζοντας την κινητοποίησή του για την
πραγματοποίηση του μεγαλεπήβολου σχεδίου, επισφράγισε πρώτα πρώτα τη συμμαχία του με τους Ασπροπροβατάδες της Αμίδης με έναν
γάμο: τον γάμο του Ουζούν Χασάν με την περίφημη για την ομορφιά της κόρη τού
αυτοκράτορα Ιωάννη Δ', τη Θεοδώρα, την οποία ο πατέρας της, πριν πεθάνει, είχε,
όπως ξέρουμε, αρραβωνιάσει με τον ηγέτη των Ασπροπροβατάδων. Η Θεοδώρα έγινε αργότερα γνωστή με το όνομα Δέσποινα Χατούν.
Κατόπιν ο Δαβίδ προέτρεψε σε
συμμαχία τους ηγεμόνες της Μιγγρελίας, της Ιμερετής, της Αβγαζίας, της Αλανίας, της Αρμενίας στην
Κιλικία, του σουλτάνου της Καραμανίας κατ του άρχοντα της Σινώπης Ισμαήλ. Επίσης, έστειλε επιστολές για συμμαχία, όπως
αναφέραμε πιο
πάνω, στον Πάπα Πιο Β' και στον Φίλιππο τον Καλό, δούκα της Βουργουνδίας.
Αλλά οι τελευταίες ενέργειες προς τη Δύση δεν
απέδωοαν, γιατί
ο Δαβίδ δεν είχε την πνοή κατ το κύρος των παλαιότερων αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας ώστε να εμψυχώσει μια συμμαχία
εναντίον των Τούρκων. Το ίδιο συνέβηκε και με τις άλλες απόπειρές του για
συμμαχία με τους γειτονικούς λαούς. Έτσι, η Τραπεζούντα βρέθηκε τελικά
ολότελα μόνη και ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει τον Μωάμεθ Β' τον Πορθητή με τις
δικές της αποκλειστικά δυνάμεις. Και η κρίσιμη ώρα δεν άργησε να σημάνει.
Ο Πορθητής, μετά
την κατάληψη της Βαλκανικής και της Κωνσταντινούπολης, σχεδίασε την
εκστρατεία για την κατάληψη και του τελευταίου ελληνικού κράτους, της ποντιακής
αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας
Στη Βιθυνία 80.000 πεζοί και 60.000 ιππείς
περίμεναν τη διαταγή του για την πορεία, ενώ 300 πλοία, εκτός από τις
φορτηγίδες, έπλεαν εναντίον της Σινώπης. Όταν τα πλεούμενα αυτά έφτασαν εκεί,
ο αλλοεθνής άρχοντας της πόλης δεν μπόρεσε να αντισταθεί.
Ήρθε αμέσως σε συμφωνία και παραδόθηκε. Τότε, με
νέα διαταγή του σουλτάνου, ο στόλος έπλευσε εναντίον της Τραπεζούντας και την
πολιόρκησε. Ο ίδιος ο Πορθητής, εξάλλου, μπήκε επικεφαλής του πεζικού στρατού
του και πορεύτηκε εναντίον του «εξ αγχιστείας» συγγενή του Δαβίδ Κομνηνού, του
Ουζούν Χασάν.
Ο τελευταίος όμως,
μόλο που είχε δώσει το λόγο του και είχε συνάψει συμφωνία συμμαχίας με τον
Έλληνα αυτοκράτορα, δεν αντιστάθηκε. Δείλιασε και έστειλε τη μητέρα του να
συζητήσει τους όρους της παράδοσής του.
Απ' την άλλη μεριά,
ο βασιλιάς της Τραπεζούντας, νομίζοντας ακόμα πως ο ανατολικός δρόμος που
οδηγούσε στην περιοχή του Πόντου
φυλαγόταν από τον Ουζούν Χασάν, προσπαθούσε με το στρατό και το λαό να αποκρούσει
τους Τούρκους πεζοναύτες που πολιορκούσαν στενά την πρωτεύουσα.
Οι Τραπεζούντιοι
πράγματι διεξήγαγαν τον αμυντικό αγώνα τους γενναία και με αρκετή επιτυχία.
Στο μεταξύ, ο
πρωτοβεστιάριος Γεώργιος Αμηρούτζης, ο οποίος αναφέρεται ότι είχε και τον τίτλο
του Μεγάλου Λογοθέτη, πολιτεύτηκε, όπως γράφει ο Χρύσανθος, δόλια, και προς
τον αυτοκράτορα και προς την πατρίδα του, στις κρίσιμες εκείνες ημέρες, όταν ο τουρκικός στόλος
απειλούσε την πρωτεύουσα του Πόντου
Τα γεγονότα
εξελίχθηκαν ραγδαία. Οι Τούρκοι πεζοναύτες πυρπόλησαν τα προάστια της
Τραπεζούντας και έζωσαν ολούθε το κάστρο της για 32 μέρες.
Στο μεταξύ, ο στρατηγός Μαχμούτ πασάς, που
είχε έρθει με το πεζικό, προελαύνοντας από την Προύσα στην Αμάσεια και το
Ερζιγκιάν, στρατοπέδευσε κοντά στην Τραπεζούντα, στη θέση Σκυλολίμνη
(Γκιολ-τσαΐρ).
Χωρίς να χάσει
καιρό κατόπιν, έστειλε απεσταλμένο στην πόλη, «πρός τον αύτού εξάδελφου πρωτοβεστιάριον, ειπείν τω βασιλεί Δαβίδ ότι εάν μεν αμέσως παραδώση την πόλιν, ό σουλτάνος θά δώση αυτώ χώραν», όπως είχε κάνει και με τον
ηγεμόνα της Πελοποννήσου Δημήτριο.
«Έάν δε, μή πειθόμενος, θελήση ό αυτοκράτωρ Δαβίδ νά άντιστή, και
ή πόλις Τραπεζούς θά εξανδραποδισθή ού πολλώ ύστερον, και αυτός ό Δαβίδ
και πάντες αίσχίστω θανάτω θά παραδοθώσιν».
Έτσι ωμά έθεσε ο
Μαχμούτ το δίλημμα στον Δαβίδ: ή παράδοση της πόλης και σωτηρία του ίδιου και
του λαού η
αντίσταση και θάνατος του ίδιου και των πολιτών του.
Αλλά οι Τραπεζούντιοι, που για 32 μέρες (ή
σαράντα, κατά τον Αμηρούτζη) απέκρουαν γενναία τις επιθέσεις του τουρκικού
στόλου, πίστευαν πως θα αντιστέκονταν για πολύν καιρό και στις επιθέσεις αυτών που θα
εφορμούσαν από τη στεριά.
Ο τάφος της Γκιουλμπαχάρ |
Την πεποίθησή τους
αυτή τη στήριζαν και στο γεγονός ότι οι Τούρκοι στρατιώτες είχαν περάσει τα
απόκρημνα ποντιακά βουνά χωρίς να φέρουν μαζί τους πολιορκητικές μηχανές και
τηλεβόλα, αλλά, σχεδόν, και χωρίς να διαθέτουν ιππικό.
Αντίθετα, η
Τραπεζούντα διέθετε γενναίους πολεμιστές, στρατιώτες και λαό, δυνατά τηλεβόλα
και την οχυρή τοποθεσία με τα ψηλά τείχη, που δεν ήταν εύκολο να κυριευτούν με
έφοδο.
Επιπλέον οι Τραπεζούντιοι έλπιζαν ότι η έλλειψη
ζωοτροφών θα κατέστρεφε τους Τούρκους ή θα τους ανάγκαζε να αποχωρήσουν από τη
χώρα. Οι ιστορικοί Δούκας και Σααεντίν
συμφωνούν ότι ο σουλτάνος Μωάμεθ IV, κατά την κάθοδο του από την Αρμενία στην Τραπεζούντα, είχε αφήσει πίσω του απόρθητα φρούρια και οχυρές θέσεις
και ότι είχε χάσει, στο δρόμο, πολλούς άντρες του από έλλειψη τροφών.
Αλλά και ο ίδιος ο
τουρκικός στόλος, εξαιτίας του χειμώνα που πλησίαζε, και από φόβο για τις άγριες τρικυμίες της Μαύρης
Θάλασσας, πιθανόν να αναγκαζόταν σε λίγον καιρό να λύσει την πολιορκία και να αποπλεύσει.
Όλα τα παραπάνω έχουν οδηγήσει μερικούς στο
συμπέρασμα ότι ο αυτοκράτορας Δαβίδ προδόθηκε από τον πρωτοβεστιάριο Αμηρούτζη, ο οποίος έπεισε, χωρίς
σοβαρό λόγο, τον Κομνηνό, να παραδώσει, χωρίς αντίσταση, την πόλη.
Κι αυτό ίσως είναι πολύ πιθανό, γιατί, όπως
ειπώθηκε, ο Αμηρούτζης ήταν πρώτος ξάδελφος του Μαχμούτ. Οι μητέρες τους ήταν
αδελφές και κατάγονταν από την Τραπεζούντα.
Η μητέρα του
Μαχμούτ είχε ακολουθήσει μια Τραπεζούντια πριγκίπισσα, πήγε στην αυλή του
Δεσπότη της Σερβίας και εκεί παντρεύτηκε έναν από τους μεγιστάνες της χώρας
εκείνης.
0
Αμηρούτζης, λοιπόν, εξαιτίας του μεγάλου αξιώματος του, μπορούσε, υποστηρίζει
ο Χρύσανθος, να εκφοβίσει τον δειλό αυτοκράτορα, να παραλύσει την άμυνα της
χώρας, εμπνέοντας
αποθάρρυνση στους στρατιώτες, και να ετοιμάσει το έδαφος για την παράδοση και
την υποταγή της πρωτεύουσας του Πόντου στον Πορθητή, όπως μπορούσε να κάνει και
τα αντίθετα.
Απ' την άλλη πλευρά, οι μεγάλες τιμές που
«απήλαυσε» ο Αμηρούτζης αργότερα, μετά την άλωση της Τραπεζούντας, από μέρους
του σουλτάνου -ενώ οι υπόλοιποι συνάρχοντές του είχαν θανατωθεί- ενισχύουν την
υπόνοια για την προδοσία του.
Ο μητροπολίτης Χρύσανθος αναφέρει τα παραπάνω
στηριζόμενος στον παθιασμένο εχθρό του πρωτοβεστιάριου Δωρόθεο Μονεμβασίας
αλλά και στον Κωνσταντίνο Σάθα και στον Ιταλό Marini που υποστηρίζουν την άποψη ότι η Τραπεζούντα έπεσε πιο πολύ
με δόλο παρά με τα όπλα.
Όπως μας ιστορούν
οι σύγχρονοι της Άλωσης συγγραφείς: Κριτόβουλος, Χαλκοκονδύλης, Δούκας και
Φραντζής, μόλις παραδόθηκε η πρωτεύουσα του Πόντου στις 2 του Μάρτη, μπήκε μέσα
ο Πορθητής και περιόδευσε στο εσωτερικό της παρατηρώντας τη θέση της, την
οχύρωσή της και τον άλλο εξοπλισμό της, καθώς και τα οικοδομήματα και το
πλήθος του κόσμου.
Κατόπιν ανέβηκε στα
ανάκτορα και θαύμασε την οχύρωση της ακρόπολης, τα διάφορα χτίσματα και τη
λαμπρότητά τους. Με διαταγή του χαράχτηκε στην ανατολική πλευρά του
αυτοκρατορικού πύργου της Ακρόπολης, που βρισκόταν στο ανατολικό φαράγγι, μια
επιγραφή, η οποία αποθανάτισε το γεγονός της νίκης του.
Ύστερα από αυτό,
σύμφωνα με τις περιγραφές των παραπάνω ιστορικών, πρόσταξε στο βασιλιά (Δαβίδ
Κομνηνό) και σε όλους τους αυλικούς του, και μάλιστα αυτούς που είχαν δύναμη
και πλούτο, όπως ο Αμηρούτζης, μαζί με τις γυναίκες, τα παιδιά και τους
θησαυρούς τους, να βγουν έξω από το παλάτι και να μπουν στα πλοία. Ταυτόχρονα
διάλεξε από την πόλη και τα περίχωρα 1.500 περίπου έφηβους και τους έμπασε κι
αυτούς στα πλοία.
Κατόπιν, αφού
χάρισε πολλά δώρα στους αρχηγούς των καραβιών, δηλαδή στους «τριηράρχους και
τους ναυάρχους», όπως τους ονομάζουν οι Βυζαντινοί ιστορικοί, αλλά και στους
κυβερνήτες και τους κελευστές και στους άλλους, πρόσταξε να αποπλεύσουν για
την Κωνσταντινούπολη, όπου θα κατέληγε και ο ίδιος αργότερα.
Φτάνοντας στην
Πόλη, ο Δαβίδ και η οικογένειά του, μαζί με τον Αμηρούτζη, μεταφέρθηκαν στη Στράντζα της
Αδριανούπολης, όπου τους δόθηκαν από το σουλτάνο εκτεταμένοι τόποι για να τους
καλλιεργήσουν, να τους εκμεταλλευτούν και να ζήσουν.
Στο μεταξύ, στην
Τραπεζούντα, αμέσως μετά την αναχώρηση του Δαβίδ, ο Πορθητής ανέθεσε στο
ναύαρχο Κασίμη, διοικητή της Καλλίπολης, τη διακυβέρνηση της πρωτεύουσας των
Κομνηνών, και τοποθέτησε στην Ακρόπολη Γενίτσαρους.
Ύστερα από αυτά,
έστειλε το διοικητή της Αμάσειας Χιτήρη και υπέταξε τους τόπους γύρω από την
Τραπεζούντα, καθώς και το Μεσοχάλδιο, περιοχές που ανήκαν στους άρχοντες
Καβασίτες, στο βασιλιά και στα παιδιά του. Κατά τον ίδιο τρόπο υπέταξε και την
Κερασούντα.
Την Τραπεζούντα,
στη συνέχεια, τη μοίρασε σε κομμάτια και υποδούλωσε τον πληθυσμό της. Από τους
νέους, άλλους τους έκαμε «σιλικτάριους» (ξιφοφόρους, κάτι σαν τάγμα υπασπιστών), άλλους «σπαχογλάνους» (δηλαδή καβαλάρηδες),
άλλους τους κράτησε στην αυλή του για διάφορες υπηρεσίες, άλλους τους χάρισε
στα παιδιά του για δούλους και τους μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, και
άλλους, γύρω στους οχτακόσιους, τους έκανε Γενίτσαρους.
Επίσης, κράτησε για τον εαυτό του μιαν από τις
θυγατέρες του Δαβίδ, την οποία, αργότερα, μετά το σφαγιασμό του πατέρα της,
την έριξε στο χαρέμι του με άλλες νεαρές Τραπεζούντιες.
Σύμφωνα με τον
Τούρκο ιστοριογράφο Σακίρ Σεβκέτ, μια άλλη από τις θυγατέρες του Δαβίδ, τη
Μαρία, που ήταν πολύ όμορφη, γι' αυτό και ονομάστηκε από τους Τούρκους Γκιουλμπαχάρ
(τριαντάφυλλο της άνοιξης), ο Πορθητής την όρισε για γυναίκα του γιου του και διαδόχου Μπαγιαζίτ Β'.Από αυτήν γεννήθηκε
κατόπιν ο Σελίμ Α.
Αργότερα, η Μαρία Γκιουλμπαχάρ, επειδή κατηγορήθηκε ότι
προστάτευε τους χριστιανούς, απομακρύνθηκε, μαζί με το γιο της, από την
Κωνσταντινούπολη και εξορίστηκε στην Τραπεζούντα, όπου και πέθανε το 1505.
Προς τιμήν της χτίστηκε ένα μαυσωλείο στην
Τραπεζούντα και ένα τζαμί, που ονομάστηκε για χάρη της «Χατουνιέ», δηλαδή
τέμενος της αρχόντισσας. 0 ίδιος ιστορικός ωστόσο δεν παραδέχεται τη λαϊκή ελληνική παράδοση,
σύμφωνα με την οποία η πανέμορφη Γκιουλμπαχάρ ήταν κόρη αγροτών από τη Λιβερά
(Δουβερά) της Ματσούκας, καθώς και ότι την ερωτεύτηκε ο σουλτάνος συναντώντας την
σε μια βρύση, όπου σταμάτησε καταϊδρωμένος για να πιει νερό. Κι αυτό γιατί στα φιρμάνια
των προνομίων δεν αναφέρεται το
γεγονός.
Παραδέχεται μονάχα ότι η Γκιουλμπαχάρ ήταν Ελληνίδα αρχόντισσα.
Στο γυναικωνίτη του
ο σουλτάνος έκλεισε και τη γυναίκα του Αλεξάνδρου ή Σκαντάριου, δευτερότοκου γιου του
αυτοκράτορα Αλεξίου Δ', η οποία ήταν θυγατέρα του Φράγκου δούκα της Μυτιλήνης
Γατελούζου.
Η γυναίκα τούτη, που ήταν το ίδιο πολύ
όμορφη, είχε χάσει τον άντρα της, ο οποίος πέθανε στην Τραπεζούντα και είχε
μείνει χήρα μ' ένα παιδί. Και το παιδί αυτό το πήρε ο σουλτάνος στην υπηρεσία
του.
Το ίδιο έκανε και
με το γιο του πρώην βασιλιά της Τραπεζούντας Ιωάννη Δ' του Καλογιάννη
(1446-1458), το «δελφίνο» Αλέξιο Ε' που δεν πρόλαβε να ανέβει στο θρόνο, γιατί,
όπως είδαμε, τον παραγκώνισε άνομα ο θείος του Δαβίδ Κομνηνός.
Επίσης,
τη θυγατέρα του Δαβίδ, την Άννα, που την κράτησε κοντά του ο Πορθητής με διαταγή
του, την έδωσε για γυναίκα στον ύπαρχο της Κάτω Μακεδονίας και συγγενή του στρατηγό
Ζάγανο ή Ζαγανός ή Ζαανός, ο οποίος διακρίθηκε για τη γενναιότητά του κατά την
πολιορκία της Τραπεζούντας.
Για το γεγονός αυτό, άλλωστε, ο σουλτάνος
έδωσε το όνομά του και σε μια πύλη της πόλης, τη Ζάνος-καπουσού (πύλη του Ζαανός). Αργότερα ο
Πορθητής την απέσπασε από το στρατηγό και την ανάγκασε να γίνει μουσουλμάνα.
Το υπόλοιπο, ένα
τρίτο, του πληθυσμού της Τραπεζούντας, ο Μωάμεθ Β' το άφησε να ζήσει στην
πόλη, αλλά όχι μέσα στο κάστρο. Το μετακίνησε έξω από τα τείχη, στις ενορίες
της Αγίας Σοφίας και του Αγίου Φιλίππου. Για πολλά χρόνια κατόπιν δεν επιτρεπόταν στους Έλληνες να
περνάνε τις δυο γέφυρες και να μπαίνουν στην οχυρωμένη πόλη. Τέλος, τις δυο
όμορφες εκκλησίες, τη Χρυσοκέφαλη και τον Άγιο Ευγένιο, τις μετέτρεψε σε τζαμιά.
Ο Πορθητής
παρέμεινε στην Τραπεζούντα όλο το χειμώνα. Την άνοιξη όμως του 1462, αφού είδε
να εκτελούνται όλες οι διαταγές του, να στεριώνει το κράτος του στην πόλη και
να εξαφανίζεται κάθε ίχνος από την τελευταία τούτη ελληνική αυτοκρατορία,
έφυγε.
Αλλά, και μετά την
αναχώρησή του, τόση μεγάλη σημασία και σπουδαιότητα είχε γι' αυτόν η Τραπεζούντα,
ώστε τη διοίκησή της, μαζί και της Αμάσειας, την ανέθεσε στο μεγαλύτερο γιο του
και διάδοχο Μπαγιαζίτ. Και όταν ο τελευταίος έγινε σουλτάνος, τη διοίκηση της
πρώην πρωτεύουσας των Κομνηνών την παραχώρησε κι εκείνος στο δικό του γιο και
διάδοχο, το Σελίμ.
Έτσι, και οι δυο
πρίγκιπες, με τη διακυβέρνηση της πρωτεύουσας της μικρής τούτης ελληνικής
αυτοκρατορίας, προπαιδεύτηκαν στη διοίκηση, ώστε να είναι έτοιμοι να γίνουν
αργότερα σουλτάνοι ολόκληρης της μεγάλης οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Για το λόγο αυτό ο Σελίμ, όταν διοικούσε την
Τραπεζούντα, ένιωθε σαν άμεσος διάδοχος των Κομνηνών, και σε μια επιστολή του
προς τους Βενετούς, αποκάλεσε τον εαυτό του «Βασιλέα του Πόντου και δεσπότη
Τραπεζούντος».
Ωστόσο, ο σουλτάνος
Μωάμεθ Β', παρ' όλο που τακτοποίησε τα πάντα κατά τη θέλησή του, δεν ησύχαζε,
ενόσω ο Δαβίδ ήταν ζωντανός, γιατί αυτός ήταν, έτσι κι αλλιώς, ο τελευταίος
νόμιμος Έλληνας βασιλιάς στον οποίο απέβλεπε ο υπόδουλος ποντιακός ελληνισμός.
Μωάμεθ (Μεχμέτ) Β' ο Πορθητής |
Γι' αυτό, ο
Πορθητής, επιθυμούσε να τον εξαφανίσει το γρηγορότερο. Η αφορμή δόθηκε όταν η
ανεψιά του Δαβίδ, η Θεοδώρα, θυγατέρα του πρώην αυτοκράτορα Ιωάννη Δ' και
γυναίκα του ηγεμόνα των Ασπροπροβατάδων της Αμίδης Χασάν του Μακρού, η
επονομαζόμενη και Δέσποινα Χατούν, έγραψε γράμματα στην Αδριανούπολη με τα
οποία ζητούσε να της στείλουν στη Μεσοποταμία το γιο του Δαβίδ ή τον ανεψιό του Αλέξιο, γιο
του Αλεξάνδρου (Σκαντάριου) και της θυγατέρας του ηγεμόνα της Μυτιλήνης
Γατελούζου.
Τα γράμματα αυτά
τα παρέλαβε ο συνεξόριστος του Δαβίδ Γεώργιος Αμηρούτζης και τα παρέδωσε στο
σουλτάνο, από φόβο μήπως ακουστεί ότι έπεσαν στα χέρια του και δεν του τα
έδωσε, οπότε πιθανόν να πάθαινε κακό. Τα γράμματα όμως αυτά δημιούργησαν την
υπόνοια στον Μωάμεθ Β' ότι ο Δαβίδ εξακολουθούσε να κάνει μυστικές
συνεννοήσεις με το σύμμαχο του Ουζούν Χασάν και ότι ο πρώτος υποκινούσε το
δεύτερο σε πόλεμο εναντίον των Οθωμανών για να εξασφαλίσει τη δική του
απελευθέρωση και την ανόρθωση της βασιλείας του.
Έτσι, με διαταγή
του σουλτάνου, ο Δαβίδ και οι τρεις γιοι του, ανάμεσα στους οποίους και ο
εξισλαμισμένος γιος του Γεώργιος και ο ανεψιός του Αλέξιος Ε', πιάστηκαν και
οδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου θανατώθηκαν όλοι, στις 26 Μαρτίου (ή
1η Νοεμβρίου) του 1463.
Τραγικότερη ήταν η
τύχη της αυτοκράτειρας Ελένης Καντακουζηνής, δεύτερης γυναίκας του Δαβίδ
Κομνηνού, που παραβρέθηκε στην σφαγή του άντρα και των παιδιών της. Και σαν να
μην έφτανε αυτό, ο σουλτάνος διεταξε να μείνουν άταφοι οι νεκροί, για να γίνουν
τροφή στα όρνια.
Η γενναία
αυτοκράτειρα, όμως, σαν άλλη Αντιγόνη, αψηφώντας τη διαταγή, φύλαξε τα πτώματα των αγαπημένων της
προσώπων και τη νύχτα, με τα ίδια της τα χέρια, έσκαψε το χώμα και τα έθαψε. Κατόπιν φόρεσε το μοναχικό
σχήμα και κλείστηκε σε μιαν αχυρένια καλύβα. Η άθλια ζωή της, βουτηγμένη μέσα
στην άφατη θλίψη και τον πόνο, δεν
κράτησε πολύ και έσβησε.
Δυο μονάχα μέλη της
οικογένειας των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας βρήκαν χάρη από το σουλτάνο: η
θυγατέρα του δούκα της Μυτιλήνης και γυναίκα του Αλεξάνδρου (Σκαντάριου)
Κομνηνού και ο μοναχογιός της Αλέξιος. Και αυτό έγινε, όπως λέγεται, εξαιτίας της ομορφιάς
των δυο αυτών προσώπων.
Στο μεταξύ στον
Πόντο, μετά την Άλωση 1 της Τραπεζούντας, πάρα πολλοί κάτοικοι από τα παράλια
και από άλλες γειτονικές περιοχές κατέφυγαν στα απρόσιτα μέρη της Ματσούκας και στα βουνά της Χαλδίας, ενώ πολλές
αρχοντικές οικογένειες έφυγαν ή μεταφέρθηκαν
αναγκαστικά στην Κωνσταντινούπολη.
Η τύχη, ωστόσο, του προδότη, όπως θεωρήθηκε,
Γ. Αμηρούτζη, δεν ήταν αυτή που του ταίριαζε. Από την Αδριανούπολη κιόλας, το
1462, έστειλε ένα γράμμα στο Βησσαρίωνα, στο οποίο, παρασιωπώντας τις δόλιες
ενέργειές του, θρηνούσε για την πτώση της «κοινής πατρίδος» και ανέφερε ότι η
Τραπεζούντα δοκίμασε τα χειρότερα δεινά, μόλο που παραδόθηκε με συμβιβασμό,
γιατί έπαθε παρόμοια με τις πόλεις που κυριεύτηκαν έπειτα από ένοπλη αντίσταση.
Και επειδή, εκτός από τον γαμπρό του, «είχεν εξανδραποδισθεί ύπό των Τούρκων και ό ύιός αύτού Βασίλειος», τον οποίον ο
Βησσαρίων είχε βαφτίσει όταν βρισκόταν στην Τραπεζούντα, ο Αμηρούτζης
παρακαλούσε τον καρδινάλιο να του στείλει χρήματα για να εξαγοράσει το γιο
του.
Αγία Σοφία - Τραπεζούντας |
Στο ίδιο γράμμα ο
πρώην πρωτοβεστιάριος ζητούσε από το Βησσαρίωνα να του αποστέλνει τα χρήματα
είτε στην Αδριανούπολη είτε στην Κωνσταντινούπολη, όπου μπορούσε να κατεβαίνει
εύκολα και να τα παίρνει. Πράγμα που σήμαινε, κατά τον Χρύσανθο, ότι ο Αμηρούτζης
ήταν ο μόνος από τους εξόριστους στην Αδριανούπολη που είχε το δικαίωμα, με εύνοια του
σουλτάνου, να μετακινείται ελεύθερα.
Κι όχι μόνο αυτό.
Αργότερα ο Αμηρούτζης προσκαλέστηκε από τον Πορθητή στην Κωνσταντινούπολη,
όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα. Είχε μάλιστα και συχνές συνομιλίες με το
σουλτάνο, ο οποίος του επέτρεπε να μπαινοβγαίνει στο παλάτι του ελεύθερα και
να συζητάει μαζί του διάφορα θεολογικά και φιλοσοφικά ζητήματα. Στον
Αμηρούτζη άλλωστε ανέθεσε ο Μωάμεθ Β' την έκδοση του γεωγράφου Πτολεμαίου και τη
σύνταξη, σε έναν ενιαίο χάρτη, των χαρτών του αρχαίου γεωγράφου.
Ο Πόντιος λόγιος
δούλεψε ολόκληρο καλοκαίρι και «διέγραψε δέ άριστα και έπιστημονικώτατα πάσαν την της οικουμένης περίοδον έν ενί πέπλω και πίνακι γης και
θαλάσσης όμού, ποταμούς
τε και λίμνας και νήσους και όρη και πόλεις και πάντα απλώς παραδούς εν τούτω και κανόνας και μέτρα
και αποστάσεις... εκτίθεται δε τά ονόματα των χωρών και τόπων και πόλεων αραβικώς έν τω πινάκι», στον
οποίο χρησιμοποίησε ο Αμηρούτζης ως «έρμηνέα τον υίόν αύτού καλώς ήσκημένον την Αράβων
και Ελλήνων (γλώσσα)».
Ο γιος του
Αμηρούτζη είναι γνωστός από το μουσουλμανικό όνομά του Μεχμέτ Βέης. Καρπός,
εξάλλου, των συζητήσεων του Αμηρούτζη με τον Μωάμεθ Β' ήταν το θεολογικό
σύγγραμμά του «Διάλογος περί της εις Χριστόν πίστεως μετά του βασιλέως τών Τούρκων».
Το βιβλίο αυτό μεταφράστηκε και στη λατινική
και σώζεται στον κώδικα Parisinus Latin. 3395 F 83 recto, με τον τίτλο: «Georgii
Ameruzae, Magni Trapezuntis Logothetae, Dialogus de fide in XPVM habitus cum
rege Turcar. Tittulus Dialogi Philosophus vel de fide».
Ο Αμηρούτζης έγραψε
και πέντε ποιήματα, από τα οποία τα τρία είναι αφιερωμένα στο σουλτάνο, ενώ τα
άλλα δύο έχουν ως θέμα τον έρωτά του προς την όμορφη «Μουχλιώτισσα», χήρα του
τελευταίου δούκα των Αθηνών, του
Φράγκου Ατσαγιόλι, που ήταν κόρη του Δημητρίου
Ασάν.
Ο Αμηρούτζης ήθελε να την παντρευτεί κιόλας,
μολονότι ζούσε ακόμα η νόμιμη σύζυγος του. Ο τότε οικουμενικός πατριάρχης,
όμως, ο Ιωάσαφ
Κόκκας (1464- 1466), αρνήθηκε να επιτρέψει τον παραπάνω γάμο, οπότε ο
Αμηρούτζης, για να τον εκδικηθεί, κατάφερε, μέσω του Μωάμεθ Β', να του
«αποκοπεί η γενειάδα».
Για τον
ίδιο λόγο τιμώρησε, μέσω του σουλτάνου πάλι, και τον εκκλησιάρχη Μανουήλ με
«ρινοτομία», δηλαδή με κόψιμο της μύτης του, επειδή δεν είχε καταφέρει να πείσει τον
πατριάρχη να του δώσει την άδεια για τον παράνομο γάμο. Ωστόσο, και χωρίς τη
θέληση του πατριάρχη, ο Αμηρούτζης παντρεύτηκε τη δούκισσα, διώχνοντας
ταυτόχρονα τη νόμιμη γυναίκα του, με την άδεια του πασά.
Η παράδοση λέει, τέλος,
ότι ο πολυπράγμονας τούτος άνθρωπος, μαζί με τους γιους του, τελικά αλλαξοπίστησε και έγινε μουσουλμάνος.
Ο ένας μάλιστα, γιος του, ο Αλέξανδρος, έγινε και υπουργός των οικονομικών της
Τουρκίας με το όνομα Ισκεντέρ βέης.
Χρήστος Σαμουηλίδης