0I ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ ΤΟΥ 1917 ο καπετάν Παπούλας σήκωσε τα γυναικόπαιδα πού προστάτευε και τα κουβάλησε ψηλότερα, στο λημέρι τού καπετάν Στύλου και τού καπετάν Δημήτρη, στο βουνό Αγιούτεπε, όπου είχαν μαζευτεί στο μεταξύ τα κατατρεγμένα γυναικόπαιδα των καμπίσιων χω­ριών.
Σα συντρίμμια από ένα μεγάλο ναυάγιο, οι γυναίκες, τα παιδιά και οι γέροι, πλανιόταν μέσα στα δάση τού Άγιούτεπε, ανάμεσα στις πυκνές φουντουκιές, στις πανύψηλες οξιές, στα αιωνόβια πεύκα και στα θεόρατα καραγάτσια. Στην κο­ρυφή τού βουνού, πού έμοιαζε με όρθιo αυγό, και στις μαλα­κές πλαγιές του, βρίσκονταν ριζωμένοι κάτι μεγάλοι βράχοι, σωστοί τιτανόβραχοι, ριγμένοι ό ένας πάνω στον άλλο, ά­ταχτα και ασύμμετρα, σα νά τούς πέταξε εκεί πέρα κανένας αρχαίος τρελός θεός. 'Ωστόσο, κάτω από τούς σωρούς των ογκολίθων, σχηματίζονταν πολλοί ανοιχτοί χώροι και βαθιές σπηλιές, πού χρησίμευαν για καταφύγια.
Οι καπετάνιοι, με κεφαλή τον καπετάν Στύλο, βρίσκον­ταν σε αδιάκοπη επαφή μεταξύ τους, έστελναν συχνά μηνύ­ματα με συνδέσμους και οργάνωναν την άμυνά τους για κάθε μελλοντικό κίνδυνο. Έβαζαν σταθερές φρουρές σε κάθε δρό­μο, σε κάθε μονοπάτι, σε κάθε καίριο ύψωμα, και όριζαν κι­νητές περιπολίες πού τριγυρνούσαν σ' ολόκληρη την περιοχή. Σε λίγες μέρες, ή σιγουριά πού δημιουργήθηκε στο Άγιούτεπε, έγινε γνωστή σ' ολόκληρη την περιφέρεια και τράβηξε γρήγορα κοντά του και άλλους κατατρεγμένους από μακρινότερα χωριά.
Ό καπετάν Δημήτρης, με βοηθούς τα δύο παιδιά του, Θόδωρο και Δημοσθένη, και το γαμπρό του Παντελή, εί­χαν στήσει το στρατόπεδο τους πιο κάτω, στους πρόποδες του βουνού, σιμά στο χωριό Τσιμενλί, και επικοινωνούσαν ταχτικά με το λημέρι του Αγιούτεπε. Τα γυναικόπαιδα όμως πού προστάτευαν, τα είχαν πίσω τους, στις σπηλιές και τούς κρυψώνες τού δάσους.
Στο μεταξύ, από τη Σαμψούντα έφταναν ανησυχητικά μηνύματα: Ό Ραφέτ πασάς, μετά τις εξοντωτικές εξορίες, ετοίμαζε στρατό για νά εξορμήσει στα βουνά, και ιδιαίτερα στο Άγιούτεπε. Τρεις χιλιάδες στρατιώτες, ιππικό και πυ­ροβολικό, γυάλιζαν τις κάννες των όπλων τους για τη μεγάλη επιχείρηση. Άγριοι Κούρδοι από το Ερζερούμ και το Διαρμπεκίρ, Τουρκολαζοί από τη Ριζούντα και Τούρκοι από την Κασταμονή, πού βουτήχτηκαν στο αίμα και στους καπνούς πυρπολημένων ρωμαίικων χωριών, έτριβαν τα χέρια τους από την αδημονία τού νέου μακελειού και των οργίων σε βά­ρος των γυναικόπαιδων. Στον ταχτικό αυτό στρατό προστέ­θηκαν και μπουλούκια από άταχτους τσέτες και άοπλους πλιατσικολόγους χωρικούς τής περιφέρειας, πού τούς τραβούσε ή οσμή τού αίματος και τής λείας. Όλο αυτό το ασκέρι στε­λεχώθηκε από διαλεχτούς, για την αγριότητα τους, αξιωματικούς, από σημαιοφόρους και τυμπανιστές, με επικεφαλής ένα πεπειραμένο πασά, γιατί ό Ραφέτ είχε τη γνώμη ότι οι αντάρτες τού Άγιούτεπε ξεπερνούσαν τούς χίλιους και ότι γυμνάζονταν και διοικούνταν από Ρώσους αξιωματικούς.
Δεν πέρασαν πολλές μέρες και νέα στρατιωτικά τμήματα προστέθηκαν στη δύναμη κρούσης τού Ραφέτ, αποσπασμένα από το μέτωπο, με σκοπό νά πετύχουν ολοκληρωτική συν­τριβή των ανταρτικών δυνάμεων και νά ξεκαθαρίσουν τα με­τόπισθεν τού τουρκικού στρατού. Ό αριθμός των Τούρκων στρατιωτών έφτασε τις πέντε χιλιάδες. Όλη ή δύναμη, πλαι­σιωμένη με κανόνια και μυδραλιοβόλα, ξεκίνησε από την πόλη με νταούλια, ζουρνάδες και σάλπιγγες για το μεγάλο γιουρούσι. Εκατοντάδες Τούρκοι πολίτες ξεπροβόδισαν το ασκέρι πού θα εξαφάνιζε τούς γκιαούρηδες από το πρόσωπο της γης.
Σύμφωνα με το σχέδιο του στρατηγού, το Άγιούτεπε περικυκλώθηκε από τέσσερις μεριές. Το πιο αξιόμαχο τμή­μα του τούρκικου στρατού στρατοπέδευσε στα νότια, μέσα στα σπίτια τού τούρκικου χωριού Μαγκούρτεπε, και στα βό­ρεια, στο καμένο και έρημο ρωμαίικο χωριό Καράτουσλα. Στα δυτικά, έξω από το καμένο ρωμαίικο χωριό Σαλμάντων, οργάνωνε τις ντάπιες του και έστηνε τα κανόνια του το πυροβολικό. Μόνο στα ανατολικά οι τούρκικες δυνάμεις ήταν σκορπισμένες και ανοργάνωτες, έτσι πού τούτη ή πλευρά απόμεινε ολότελα αδύνατη. Ό καπετάν Δημήτρης το πρόσε­ξε αυτό και βιάστηκε νά το μηνύσει στους άλλους καπετάνιους.
Από τα χαράματα τούτης τής μέρας ή κίνηση στα λημέ­ρια ήταν πυρετική. Οι Ρωμιοί έκαναν τις τελευταίες τους ετοιμασίες για την άμυνα. Έφιπποι σύνδεσμοι μπαινόβγαιναν από κρυφά μονοπάτια, γλιστρώντας ανάμεσα από τις τούρ­κικες γραμμές, για νά φέρουν σε επαφή τις δυνάμεις τού Άγιούτεπε με τα άλλα λημέρια πού βρίσκονταν έξω από τον κλοιό. Οι αντάρτες καθάριζαν τα όπλα τους και γυάλιζαν τα μαχαίρια τους, οι ομαδάρχες μοίραζαν φισέκια, οι άοπλοι άντρες έκοβαν ξύλα και έσφαζαν ζώα και οι γυναίκες μαγεί­ρευαν αδιάκοπα. Καβούρδιζαν τα κρέατα μέσα στα χαλκά και τα παρέδιναν στους δημογέροντες πού τα μοίραζαν κα­τόπιν στον άμαχο και μάχιμο πληθυσμό, με δικαιοσύνη και τάξη. Συνάμα, γινόταν και ή διανομή των τροφίμων πού διέ­θεταν οι καλά φυλαγμένες αποθήκες μέσα στις σπηλιές.
Το βράδυ όλα ήταν έτοιμα στο στρατόπεδο των Ρωμιών. Όλοι ήταν προετοιμασμένοι για κάθε ενδεχόμενο, από τη μάχη ως τη φυγή και από τη σωτηρία ως το θάνατο! Στην κορυφή τού βουνού, όπου άσπριζε ένα εκκλησάκι του Προ­φήτη  Ηλία, σαν περιστέρι κουρνιασμένο σε βράχο, μαζεύτη­καν τη νύχτα οι παπάδες και οι ψαλτάδες και προσευχήθηκαν για τη σωτηρία τού κατατρεγμένου ποιμνίου τους. Οι καπε­τάνιοι πάλι, συγκεντρωμένοι στο καλύβι του αρχηγού, κα­τάστρωναν τα σχέδια για την άμυνα, σύμφωνα με τις πληρο­φορίες πού έφεραν οι ανιχνευτές.
ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ ΤΟ ΠΡΩΙ, φάνηκαν από μακριά να κινούνται προς το μέρος του Τσιμενλί τα πρώτα τμήματα τού τουρκικού στρατού. Όταν ό ήλιος ανέβηκε μια βέργα πάνω από τα βουνά, ο καπετάν Δημήτρης είδε με τα κιάλια του το πεζικό πού προχωρούσε και παρατασσόταν σε μεγάλη έκ­ταση, λίγες εκατοντάδες μέτρα κάτω από τις γραμμές των ανταρτών. Δεν πέρασε πολλή ώρα και ξαφνικά άρχισαν τα κανόνια νά βροντολογούν ! Τήν ίδια στιγμή αντήχησαν και τα ταμπούρλα, οι σάλπιγγες και τα κελεύσματα των βαθμο­φόρων. Η επίθεση άρχιζε! Οι Τούρκοι στρατιώτες κινήθη­καν γοργά, προχώρησαν μπουλούκια - μπουλούκια και, όταν σίμωσαν αρκετά, άρχισαν νά τρέχουν και νά φωνάζουν:
—Άλά!. .. Άλάα!. . . Άλάαα!. . .
Μόλις έφτασαν όμως σε απόσταση βολής, οι αντάρτες τούς υποδέχτηκαν με πυκνούς πυροβολισμούς και τούς έκοψαν τη φόρα. Οι Τούρκοι απάντησαν και έτσι άναψε ένα γερό τουφεκίδι.
— Μη ρίχνετε στον αέρα! φώναξε στα παλικάρια του ο καπετάν Δημήτρης. Κάντε οικονομία στις σφαίρες. Στο ψα­χνό μόνο. Στο ψαχνό!.
Οι μικροσυμπλοκές ωστόσο εξελίχθησαν γρήγορα σε πει­σματικές συγκρούσεις και τέλος σε σκληρή μάχη. Οι Τούρκοι κώλωσαν στον τόπο τους και δέ μπορούσαν νά κάνουν βήμα πρός τα εμπρός. Μόλις άντεχαν στήν πίεση πού ασκούσαν πάνω τους τα πυκνά πυρά των ανταρτών. Πολλοί μάλιστα τσάκισαν και έδειχναν ότι θέλανε νά υποχωρήσουν. Μαντεύον­τας το λύγισμα τους οι αξιωματικοί, έτρεχαν εδώ και κει με τα πιστόλια και προσπαθούσαν με απειλές και βρισιές νά τούς κρατήσουν τουλάχιστον στις θέσεις τους. Συχνά πυροβολού­σαν κατά πάνω σε κείνους πού γύριζαν τα κεφάλια τους πί­σω, για να μην τούς αφήσουν καν νά σκεφτούν την υποχώρηση.
Οι αντάρτες, από την άλλη μεριά, πολεμούσαν σάν ανήμερα θεριά, σα λιοντάρια, παλεύοντας μέσα στήν κόλαση και το πανδαιμόνιο τής μάχης, νά κρατήσουν τα χέρια του εχθρού μακριά από τα γυναικόπαιδα. Βούιζαν τ' αυτιά τους, κου­νιόταν ό τόπος, τινάζονταν πέρα οι πέτρες από τα βλήματα των οβίδων, μα εκείνοι αντιπάλευαν, δίχως νά λογαριάζουν τίποτε. 
Ώρες ολόκληρες έφραζαν την ορμή τής οθωμανικής πλημμυρίδας και αποδεκάτιζαν τούς επιδρομείς. Έφτασε το μεσημέρι και ή ένταση τής μάχης δεν έλεγε νά χαλαρώσει 'Απ' εναντίας ολοένα και κόρωνε.
Κατά το απόγευμα, οι Τούρκοι επιχείρησαν μιαν έφοδο. Οι αξιωματικοί μπήκαν ανάμεσα και μπροστά στους στρα­τιώτες και φώναζαν σάν υστερικοί: —Άρς, ίλερί!. . . Ίλερί, ίλερί!.
Οι στρατιώτες προχώρησαν κάμποσο διάστημα και έ­φτασαν κάτω από την πλαγιά τού υψώματος πού υπεράσπιζε ό Δημοσθένης, ό γιος τού καπετάν Δημήτρη, με την ομάδα του. Το παλικάρι, μόλο πού έβλεπε τούς Τούρκους νά προχω­ρούν και νά βρίσκονται λίγες δεκάδες μέτρα πιο πέρα, δεν το κούνησε από τη θέση του. Τούς περίμενε ατάραχο και γεν­ναίο, σα νά τούς είχε στημένη παγίδα, ή σα νά τούς είχε υπονομεύει το έδαφος πού πατούσαν. 'Ωστόσο οι Τούρκοι ολο­ένα και σίμωναν. Σίμωναν, ουρλιάζοντας και αλαλάζοντας Ξαφνικά, ό Δημοσθένης έκανε μια κίνηση και έριξε μια χειροβομβίδα. 'Αμέσως κατόπιν έριξε άλλη μια, πάνω στο σωρό. Το μπουλούκι σμπαράλιασε και σκόρπισε σάν κοπάδι μπροστά στο λύκο, αφήνοντας στον τόπο τής έκρηξης δε­κάδες σκοτωμένους και πληγωμένους, πού βογκούσαν. Δεν πρόλαβε όμως νά χαρεί τον θρίαμβό του, και μια σφαίρα πού τον βρήκε στο μέτωπο, τού πέταξε πίσω το μισό κρανίο! Έπεσε νεκρός στο πλάι και τα μυαλά του χύθηκαν στο χώμα!.
Οι Τούρκοι ανασυντάχτηκαν, προχώρησαν και, περνώντας πάνω από το πτώμα του, κινήθηκαν πρός τα γυναικόπαιδα πού ήταν κουρνιασμένα σε μια σπηλιά, πεντακόσια μέτρα πιο πέ­ρα, σιμά στη θέση πού υπεράσπιζε ή ομάδα τού καπετάν Παν­τελή. Ό νεαρός καπετάνιος έστειλε αμέσως ένα σύνδεσμο στον πεθερό του και τον ενημέρωσε για τον κίνδυνο πού παρου­σιάστηκε. Ο καπετάν Δημήτρης έδωσε διαταγή να γίνει εξόρμηση, να ανοιχτεί δίοδος ανάμεσα στις γραμμές των Τούρ­κων, με κάθε θυσία, και νά φυγαδευτούν τα γυναικόπαιδα έξω από τον κλοιό.
Ο Παντελής μάζεψε αμέσως κοντά του τούς είκοσι αντάρτες τής ομάδος του και ετοίμασε τούς άμαχους τής σπη­λιάς για την έξοδο. Κατόπιν έδωσε το σύνθημα του εγχειρήματος ορμώντας ό ίδιος μπροστά, μαζί με το πρωτοπαλίκα­ρο του, τον Καραθανάση. Ακολούθησαν και τα άλλα παλι­κάρια, πού ρίχτηκαν στις γραμμές των Τούρκων χύνοντας πάνω τους το καυτό μολύβι τους. Παρακάτω, ό καπετάνιος άφησε πίσω του δέκα συντρόφους του με την εντολή νά τουφεκάνε ασταμάτητα σ' ένα ορισμένο σημείο, μπροστά από τον ίδιο, για νά καλύψουν την έφοδο πού θα επιχειρούσε με τούς υπόλοιπους άντρες του.
Οι μουσουλμάνοι, αιφνιδιασμένοι και κατατρομαγμένοι από τα καθηλωτικά πυρά των ανταρτών, σκόρπισαν εδώ και κει. Ό καπετάν Παντελής και ό Καραθανάσης βρήκαν την ευκαιρία και με δέκα παλικάρια μπήκαν μέσα στο άνοιγμα τρέχοντας. Πέρασαν γρήγορα ανάμεσα από τις γραμμές των Τούρκων, έπιασαν θέσεις πίσω από τις πλάτες τους και αμέσως άνοιξαν φωτιά κατά πάνω τους. "Έτσι τούς έκαναν νά πιστέψουν ότι είναι περικυκλωμένοι
Στο μεταξύ σίμωσαν και τα άλλα δέκα παλικάρια στις θέσεις του καπετάνιου, τουφεκώντας αδιάκοπα δεξιά και αριστερά και ανατρέποντας κάθε αντίσταση των εχθρών. Έπειτα από μισής ώρας μάχη, το πέρασμα ξεκαθαρίστηκε ολότελα. Τα γυναικόπαιδα, ειδοποιημένα από έναν αντάρτη, βγήκαν από τη σπηλιά, πέρασαν έξω από τον κλοιό και μπαί­νοντας μέσα σε μια δασωμένη ρεματιά κατηφόρισαν πρός τούς μύλους του Καράπερσιν. 
Μόλις έφτασαν εκεί, ο καπε­τάν Παντελής άφησε τον Καραθανάση στα γυναικόπαιδα και γύρισε κοντά στον πεθερό του. Του ανάγγειλε την επιτυχία του εγχειρήματος και τη μεταφορά του άμαχου πληθυσμού σε ασφαλισμένο μέρος.
— Μπράβο σου, είπε ό καπετάν Δημήτρης ενθουσιασμένος. Πάμε τώρα μαζί νά κάνουμε έναν έλεγχο στο δάσος για νά δούμε μήπως ξέμειναν μερικά γυναικόπαιδα.
 Η μάχη στο μεταξύ συνεχιζόταν στις άλλες πλευρές τού κλοιού πού έζωνε όλο και πιο σφιχτά το  Άγιούτεπε. Οι Τούρ­κοι πυροβολούσαν αδιάκοπα, έριχναν αφειδώλευτα τις οβίδες τους και αλάλαζαν κάθε τόσο. Οι δυο καπετάνιοι συνοδευό­μενοι από δέκα παλικάρια συνέχισαν την έρευνα μέσα στο δάσος ψάχνοντας για γυναικόπαιδα. 
Ξαφνικά βρέθηκαν στη θέση πού κειτόταν νεκρός ο Δημοσθένης. Ο καπετάν Δη­μήτρης καρφώθηκε στον τόπο μόλις αναγνώρισε το γιο του. Τα γόνατά του λύγισαν. Η όψη του έγινε χλωμή σα λεμόνι. Κατέβασε το όπλο του και στηρίχτηκε πάνω του για νά μην πέσει. Για κάμποσα λεπτά έμεινε άφωνος, δάκρυσε και κα­τόπιν με τρεμάμενα χέρια άναψε ένα τσιγάρο. Τράβηξε δυο - τρεις ρουφηξιές, συνήλθε κάπως και μόνο τότε άνοιξε το στό­μα του για νά πει:
— Αιωνία η μνήμη σου, παλικάρι μου!
Στο μεταξύ οι οβίδες πέφτανε σε απόσταση πενήντα - εξήντα μέτρων πιο πέρα, οι φωνές των Τούρκων και τα του­μπελέκια αντιλαλούσαν στα ρέματα και στις χαράδρες. 'Ωσ­τόσο ό καπετάνιος στεκόταν ακίνητος και κοιτούσε το νε­κρό παιδί του με το μισοκομμένο κρανίο του.
— Άραγε ποια τύχη μας περιμένει κι εμάς, είπε μετά από λίγα λεπτά, ενώ τα βόλια σφύριζαν πάνω από το κεφάλι του.
—  Πάμε, καπετάνιο, πρότεινε ο Παντελής. Κινδυνεύουμε!
—Έχεις δίκιο. Δεν ωφελεί. Δε μπορούμε να μείνουμε
ούτε λεπτό περισσότερο. Εμπρός τραβάτε !
Ό καπετάν Παντελής και τα δέκα παλικάρια ξεκίνησαν, ενώ ό καπετάν Δημήτρης έσκυβε για νά πάρει το όπλο τού γιου του. Το σήκωσε, το κρέμασε στον ώμο του και ακολούθησε. Ξάφνου μια σφαίρα τον πήρε ξυστά στο πασαλίκι. Χα­μήλωσε το μπόι του και φώναξε στους συντρόφους του:
— Δρόμο ! Γρήγορα, από το ρέμα!
Σε λίγο άρχισε νά σκοτεινιάζει. Βγήκαν έξω από τον κλοιό των Τούρκων και έσμιξαν με τα γυναικόπαιδα. Πάνω στήν κορυφή τού βουνού, χαλούσε ο κόσμος από τα σφυροκοπήματα των κανονιών και τις ριπές των μυδραλιοβόλων. Η γη τρανταζόταν σα νά γινόταν κανένας σεισμός. Οι Τούρ­κοι αγνοώντας ότι οι Ρωμιοί είχαν φύγει κιόλας από το δά­σος, έκλειναν ολοένα και πιο στενά τον κλοιό τους και έκαναν την τελική τους έφοδο, πριν πέσει εντελώς το σκοτάδι. Νόμι­ζαν πώς μαζί με την κατάληψη τής κορυφής, θα έπιαναν ζων­τανούς όλους τούς αντάρτες και τα γυναικόπαιδα. Με βραχνές φωνές και αλαλαγμούς ανηφόριζαν και προχωρούσαν έτοιμοι να χιμήξουν πάνω στις γυναίκες και τα κορίτσια. Και μόλο πού σε λίγο έπεσε ή νύχτα, οι στρατιώτες πυροβολούσαν επί δύο ολόκληρες ώρες ακόμα μέσα στο δάσος και έψαχναν ανάμεσα στους βράχους, στα ρέματα και τις σπηλιές τη λαχτα­ριστή λεία τους. Όσο πύκνωνε όμως το σκοτάδι, μεγάλωνε και ή απογοήτευση τους, ώσπου, τελικά, ό δεισιδαίμονας φό­βος τους ότι κάποια πονηρά και εχθρικά πνεύματα εξαφάνι­σαν από το πρόσωπο της Γης τούς Ρωμιούς, τούς έκανε νά παραιτηθούν από την αναζήτηση και νά γυρίσουν στη βάση τους αγανακτισμένοι.
ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ, από το πρωί, το λημέρι τού Καράπερτσιν βρισκόταν σε επιφυλακή. Ό καπετάν Δημήτρης ετοί­μασε τούς αντάρτες και τα γυναικόπαιδα για νά αντιμετωπίσουν κάθε ενδεχόμενο.
Κατά το μεσημέρι φάνηκε ένας σύνδεσμος πού έφερε την είδηση ότι οι αντάρτες τού καπετάν Στύλου και τού καπετάν Παπούλα ξαναπιάστηκαν στη μάχη με πεντακόσιους Τουρκολαζούς μπροστά στο χωριό Καράτουσλα. Το γιουρούσι των μουσουλμάνων, πρός το παρόν, αποτύχαινε και οι αντάρτες απωθούσαν τούς εχθρούς πρός τον κάμπο. Το μαντάτο σκόρπισε μεγάλη χαρά και ενθουσιασμό στο λημέρι. Όλα έ­δειχναν πώς ό μεγάλος κίνδυνος έφευγε και οι Τούρκοι νικιόν­ταν παντού.
Το κανονίδι, ωστόσο, ακουγόταν αδιάκοπο, ολόκληρη τη μέρα, μέχρι νά βραδιάσει.
Τήν άλλη μέρα ή μάχη συνεχίστηκε πιο πεισματική και το κανονίδι ακόμα πιο απειλητικό. Οι Τούρκοι πυροβολητές έριξαν πάνω από χίλιες οβίδες στο δάσος τού Καράτουσλα. 
 Η γη ανασκαλεύτηκε και τα φύλλα των δέντρων άναψαν. Μά τα χαράματα τής τετάρτης μέρας δεν ακούστηκε τίποτε! Τι νά συνέβαινε άραγε; αναρωτιόντουσαν οι καπετάνιοι και οι αντάρτες. Με άγωνία περίμεναν να μάθουν γιατί σταμά­τησε το κανονίδι.
Κατά το μεσημέρι έφτασε ένας σύνδεσμος με καταϊδρω­μένο άλογο και ανήγγειλε ότι οι Τούρκοι έπαθαν μεγάλη νίλα: Έχασαν οχτώ αξιωματικούς και πάνω από εκατό στρατιώ­τες. 
Οι αντάρτες θρηνούν μόνο πέντε παλικάρια. Στο λημέρι τού Καράπερτσιν έγινε πανζουρλισμός. Τα γυναικόπαιδα και οι αντάρτες πανηγύριζαν, ξεσπούσαν σε ζητωκραυγές, έστη­ναν χορούς στήν πλατεία, τραγουδούσαν και χόρευαν.
ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ τα πτώματα των οχτώ αξιωματικών πού σκοτώθηκαν στο Άγιούτεπε, τα φόρτωσαν οι Τούρ­κοι πάνω σε στρατιωτικά κάρα και τα κατέβασαν στη Σαμ­ψούντα.
Με διαταγή τής στρατιωτικής διοίκησης φτιάχτηκαν πολυτελέστατα φέρετρα από καρυδόξυλο σκαλιστό, κλείστη­καν μέσα τα λείψανα και τοποθετήθηκαν στον αυλόγυρο της Αγίας Τριάδας. Αραδιασμένα στη σειρά, σκεπασμένα με μαύρα χτυπητά κρέπια και στολισμένα με λουλούδια, με πρά­σινες και κόκκινες σημαίες, προκαλούσαν δυνατή θλίψη στον τουρκικό λαό, πού συγκεντρώθηκε σύσσωμος νά παρακολου­θήσει την κηδεία.
Πριν σηκώσουν τα φέρετρα, οι χοτζάδες και ιμάμηδες έβγαλαν παθητικούς επικήδειους ρίχνοντας συνάμα και μπό­λικο αντιχριστιανικό φαρμάκι για να φανατίσουν πιο πολύ τούς ομοθρήσκους τους, πού τούς διέκοπταν συχνά με τις οργισμένες φωνές τους και καταριόταν τούς Ρωμιούς αντάρτες.
Όταν τελείωσαν οι λόγοι, έγινε περιφορά των νεκρών. Μπροστά βάδιζαν οι μπαϊραχτάρηδες κρατώντας μαύρες ση­μαίες, πιο πίσω έρχονταν τα φέρετρα πού τα πλαισίωναν κι άπ' τις δυο μεριές στρατιώτες μ' εφόπλου λόγχη, και ακολουθούσαν οι επίσημες στρατιωτικές και πολιτικές αρχές και πλήθος τουρκικού λαού.
Ή πομπή πέρασε από την αγορά και τούς κεντρικούς δρό­μους τής πόλης. Στο πέρασμά της οι Ρωμιοί λούφαζαν από φόβο και ταραχή, γιατί σ' ολόκληρη τη διαδρομή τα φανα­τισμένα πλήθη των μουσουλμάνων κραύγαζαν, από καιρό σε καιρό, κατάρες και αναθέματα για τούς άπιστους γκιαού­ρηδες:
— Κάχρολσουν, γιαουρλάρ ! Ισαλλάχ!
— Τύφλα και θανατικό στους εχθρούς τής πατρίδας, ισαλλάχ!
— Κρεμάλα και φωτιά στα φίδια και στους προδότες, ισαλλάχ!





 Χρήστος Σαμουηλίδης 
γεννήθηκε το 1927 στο Κιλκίς. Το 1952 αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή της Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1953-1954 εργάστηκε ως καθηγητής στο Γυμνάσιο Κασσάνδρας Χαλκιδικής. 
Εργάστηκε στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών από το 1955 ως το 1970. Στα δεκαπέντε χρόνια της υπηρεσίας του συνέλεξε για το αρχείο Μερλιέ 14.000 σελίδες λαογραφικού και ιστορικού υλικού από το στόμα των προσφύγων. 
Το 1970-1978 εργάστηκε ως φιλόλογος στη Σχολή Μωράΐτη. Το 1980 πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Το πλούσιο συγγραφικό έργο του περιλαμβάνει ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, καθώς και μεταφράσεις αρχαίων ελληνικών έργων. Έχει βραβευτεί για το πεζογραφικό του έργο.

Share
 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah