ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ ΤΟΥ 1917 ο καπετάν
Παπούλας σήκωσε τα γυναικόπαιδα πού προστάτευε και τα κουβάλησε ψηλότερα, στο λημέρι
τού καπετάν Στύλου και τού καπετάν Δημήτρη, στο βουνό Αγιούτεπε, όπου είχαν
μαζευτεί στο μεταξύ τα κατατρεγμένα γυναικόπαιδα των καμπίσιων χωριών.
Σα συντρίμμια από
ένα μεγάλο ναυάγιο, οι γυναίκες, τα παιδιά και οι γέροι, πλανιόταν μέσα στα
δάση τού Άγιούτεπε, ανάμεσα στις πυκνές φουντουκιές, στις πανύψηλες οξιές, στα
αιωνόβια πεύκα και στα θεόρατα καραγάτσια. Στην κορυφή τού βουνού, πού έμοιαζε
με όρθιo αυγό, και στις μαλακές πλαγιές του, βρίσκονταν
ριζωμένοι κάτι μεγάλοι βράχοι, σωστοί τιτανόβραχοι, ριγμένοι ό ένας πάνω στον
άλλο, άταχτα και ασύμμετρα, σα νά τούς πέταξε εκεί πέρα κανένας αρχαίος τρελός
θεός. 'Ωστόσο, κάτω από τούς σωρούς των ογκολίθων, σχηματίζονταν πολλοί ανοιχτοί
χώροι και βαθιές σπηλιές, πού χρησίμευαν για καταφύγια.
Οι καπετάνιοι, με
κεφαλή τον καπετάν Στύλο, βρίσκονταν σε αδιάκοπη επαφή μεταξύ τους, έστελναν
συχνά μηνύματα με συνδέσμους και οργάνωναν την άμυνά τους για κάθε μελλοντικό
κίνδυνο. Έβαζαν σταθερές φρουρές σε κάθε δρόμο, σε κάθε μονοπάτι, σε κάθε
καίριο ύψωμα, και όριζαν κινητές περιπολίες πού τριγυρνούσαν σ' ολόκληρη την
περιοχή. Σε λίγες μέρες, ή σιγουριά πού δημιουργήθηκε στο Άγιούτεπε, έγινε
γνωστή σ' ολόκληρη την περιφέρεια και τράβηξε γρήγορα κοντά του και άλλους
κατατρεγμένους από μακρινότερα χωριά.
Ό καπετάν Δημήτρης,
με βοηθούς τα δύο παιδιά του, Θόδωρο και Δημοσθένη, και το γαμπρό του Παντελή, είχαν
στήσει το στρατόπεδο τους πιο κάτω, στους πρόποδες του βουνού, σιμά στο χωριό
Τσιμενλί, και επικοινωνούσαν ταχτικά με το λημέρι του Αγιούτεπε. Τα
γυναικόπαιδα όμως πού προστάτευαν, τα είχαν πίσω τους, στις σπηλιές και τούς
κρυψώνες τού δάσους.
Στο μεταξύ, από τη
Σαμψούντα έφταναν ανησυχητικά μηνύματα: Ό Ραφέτ πασάς, μετά τις εξοντωτικές εξορίες,
ετοίμαζε στρατό για νά εξορμήσει στα βουνά, και ιδιαίτερα στο Άγιούτεπε. Τρεις
χιλιάδες στρατιώτες, ιππικό και πυροβολικό, γυάλιζαν τις κάννες των όπλων τους
για τη μεγάλη επιχείρηση. Άγριοι Κούρδοι από το Ερζερούμ και το Διαρμπεκίρ,
Τουρκολαζοί από τη Ριζούντα και Τούρκοι από την Κασταμονή, πού βουτήχτηκαν στο
αίμα και στους καπνούς πυρπολημένων ρωμαίικων χωριών, έτριβαν τα χέρια τους από
την αδημονία τού νέου μακελειού και των οργίων σε βάρος των γυναικόπαιδων.
Στον ταχτικό αυτό στρατό προστέθηκαν και μπουλούκια από άταχτους τσέτες και
άοπλους πλιατσικολόγους χωρικούς τής περιφέρειας, πού τούς τραβούσε ή οσμή τού
αίματος και τής λείας. Όλο αυτό το ασκέρι στελεχώθηκε από διαλεχτούς, για την
αγριότητα τους, αξιωματικούς, από σημαιοφόρους και τυμπανιστές, με επικεφαλής
ένα πεπειραμένο πασά, γιατί ό Ραφέτ είχε τη γνώμη ότι οι αντάρτες τού Άγιούτεπε
ξεπερνούσαν τούς χίλιους και ότι γυμνάζονταν και διοικούνταν από Ρώσους
αξιωματικούς.
Δεν πέρασαν πολλές μέρες
και νέα στρατιωτικά τμήματα προστέθηκαν στη δύναμη κρούσης τού Ραφέτ, αποσπασμένα
από το μέτωπο, με σκοπό νά πετύχουν ολοκληρωτική συντριβή των ανταρτικών
δυνάμεων και νά ξεκαθαρίσουν τα μετόπισθεν τού τουρκικού στρατού. Ό αριθμός
των Τούρκων στρατιωτών έφτασε τις πέντε χιλιάδες. Όλη ή δύναμη, πλαισιωμένη με
κανόνια και μυδραλιοβόλα, ξεκίνησε από την πόλη με νταούλια, ζουρνάδες και
σάλπιγγες για το μεγάλο γιουρούσι. Εκατοντάδες Τούρκοι πολίτες ξεπροβόδισαν το ασκέρι πού θα εξαφάνιζε
τούς γκιαούρηδες από το πρόσωπο της γης.
Σύμφωνα με το
σχέδιο του στρατηγού, το Άγιούτεπε περικυκλώθηκε από τέσσερις μεριές. Το πιο αξιόμαχο
τμήμα του τούρκικου στρατού στρατοπέδευσε στα νότια, μέσα στα σπίτια τού
τούρκικου χωριού Μαγκούρτεπε, και στα βόρεια, στο καμένο και έρημο ρωμαίικο
χωριό Καράτουσλα. Στα δυτικά, έξω από το καμένο ρωμαίικο χωριό Σαλμάντων,
οργάνωνε τις ντάπιες του και έστηνε τα κανόνια του το πυροβολικό. Μόνο στα ανατολικά
οι τούρκικες δυνάμεις ήταν σκορπισμένες και ανοργάνωτες, έτσι πού τούτη ή πλευρά
απόμεινε ολότελα αδύνατη. Ό καπετάν Δημήτρης το πρόσεξε αυτό και βιάστηκε νά
το μηνύσει στους άλλους καπετάνιους.
Από τα χαράματα
τούτης τής μέρας ή κίνηση στα λημέρια ήταν πυρετική. Οι Ρωμιοί έκαναν τις
τελευταίες τους ετοιμασίες για την άμυνα. Έφιπποι σύνδεσμοι μπαινόβγαιναν από
κρυφά μονοπάτια, γλιστρώντας ανάμεσα από τις τούρκικες γραμμές, για νά φέρουν
σε επαφή τις δυνάμεις τού Άγιούτεπε με τα άλλα λημέρια πού βρίσκονταν έξω από
τον κλοιό. Οι αντάρτες καθάριζαν τα όπλα τους και γυάλιζαν τα μαχαίρια τους, οι
ομαδάρχες μοίραζαν φισέκια, οι άοπλοι άντρες έκοβαν ξύλα και έσφαζαν ζώα και οι
γυναίκες μαγείρευαν αδιάκοπα. Καβούρδιζαν τα κρέατα μέσα στα χαλκά και τα
παρέδιναν στους δημογέροντες πού τα μοίραζαν κατόπιν στον άμαχο και μάχιμο
πληθυσμό, με δικαιοσύνη και τάξη. Συνάμα, γινόταν και ή διανομή των τροφίμων
πού διέθεταν οι καλά φυλαγμένες αποθήκες μέσα στις σπηλιές.
Το βράδυ όλα ήταν
έτοιμα στο στρατόπεδο των Ρωμιών. Όλοι ήταν προετοιμασμένοι για κάθε
ενδεχόμενο, από τη μάχη ως τη φυγή και από τη σωτηρία ως το θάνατο! Στην κορυφή
τού βουνού, όπου άσπριζε ένα εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, σαν περιστέρι κουρνιασμένο σε βράχο,
μαζεύτηκαν τη νύχτα οι παπάδες και οι ψαλτάδες και προσευχήθηκαν για τη
σωτηρία τού κατατρεγμένου ποιμνίου τους. Οι καπετάνιοι πάλι, συγκεντρωμένοι στο
καλύβι του αρχηγού, κατάστρωναν τα σχέδια για την άμυνα, σύμφωνα με τις πληροφορίες
πού έφεραν οι ανιχνευτές.
ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ ΤΟ
ΠΡΩΙ, φάνηκαν από μακριά να κινούνται προς το μέρος του Τσιμενλί τα πρώτα
τμήματα τού τουρκικού στρατού. Όταν ό ήλιος ανέβηκε μια βέργα πάνω από τα
βουνά, ο καπετάν Δημήτρης είδε με τα κιάλια του το πεζικό πού προχωρούσε και
παρατασσόταν σε μεγάλη έκταση, λίγες εκατοντάδες μέτρα κάτω από τις γραμμές
των ανταρτών. Δεν πέρασε πολλή ώρα και ξαφνικά άρχισαν τα κανόνια νά
βροντολογούν ! Τήν ίδια στιγμή αντήχησαν και τα ταμπούρλα, οι σάλπιγγες και τα
κελεύσματα των βαθμοφόρων. Η επίθεση άρχιζε! Οι Τούρκοι στρατιώτες κινήθηκαν
γοργά, προχώρησαν μπουλούκια - μπουλούκια και, όταν σίμωσαν αρκετά, άρχισαν νά
τρέχουν και νά φωνάζουν:
—Άλά!. .. Άλάα!. .
. Άλάαα!. . .
Μόλις έφτασαν όμως
σε απόσταση βολής, οι αντάρτες τούς υποδέχτηκαν με πυκνούς πυροβολισμούς και
τούς έκοψαν τη φόρα. Οι Τούρκοι απάντησαν και έτσι άναψε ένα γερό τουφεκίδι.
— Μη ρίχνετε στον αέρα!
φώναξε στα παλικάρια του ο καπετάν Δημήτρης. Κάντε οικονομία στις σφαίρες. Στο
ψαχνό μόνο. Στο ψαχνό!.
Οι μικροσυμπλοκές ωστόσο
εξελίχθησαν γρήγορα σε πεισματικές συγκρούσεις και τέλος σε σκληρή μάχη. Οι
Τούρκοι κώλωσαν στον τόπο τους και δέ μπορούσαν νά κάνουν βήμα πρός τα εμπρός.
Μόλις άντεχαν στήν πίεση πού ασκούσαν πάνω τους τα πυκνά πυρά των ανταρτών.
Πολλοί μάλιστα τσάκισαν και έδειχναν ότι θέλανε νά υποχωρήσουν. Μαντεύοντας το
λύγισμα τους οι αξιωματικοί, έτρεχαν εδώ και κει με τα πιστόλια και προσπαθούσαν
με απειλές και βρισιές νά τούς κρατήσουν τουλάχιστον στις θέσεις τους. Συχνά
πυροβολούσαν κατά πάνω σε κείνους πού γύριζαν τα κεφάλια τους πίσω, για να μην
τούς αφήσουν καν νά σκεφτούν την υποχώρηση.
Οι αντάρτες, από
την άλλη μεριά, πολεμούσαν σάν ανήμερα θεριά, σα λιοντάρια, παλεύοντας μέσα
στήν κόλαση και το πανδαιμόνιο τής μάχης, νά κρατήσουν τα χέρια του εχθρού
μακριά από τα γυναικόπαιδα. Βούιζαν τ' αυτιά τους, κουνιόταν ό τόπος,
τινάζονταν πέρα οι πέτρες από τα βλήματα των οβίδων, μα εκείνοι αντιπάλευαν,
δίχως νά λογαριάζουν τίποτε.
Ώρες ολόκληρες έφραζαν την ορμή τής οθωμανικής
πλημμυρίδας και αποδεκάτιζαν τούς επιδρομείς. Έφτασε το μεσημέρι και ή ένταση
τής μάχης δεν έλεγε νά χαλαρώσει 'Απ' εναντίας ολοένα και κόρωνε.
Κατά το απόγευμα, οι
Τούρκοι επιχείρησαν μιαν έφοδο. Οι αξιωματικοί μπήκαν ανάμεσα και μπροστά στους
στρατιώτες και φώναζαν σάν υστερικοί: —Άρς, ίλερί!. . . Ίλερί, ίλερί!.
Οι στρατιώτες
προχώρησαν κάμποσο διάστημα και έφτασαν κάτω από την πλαγιά τού υψώματος πού
υπεράσπιζε ό Δημοσθένης, ό γιος τού καπετάν Δημήτρη, με την ομάδα του. Το
παλικάρι, μόλο πού έβλεπε τούς Τούρκους νά προχωρούν και νά βρίσκονται λίγες
δεκάδες μέτρα πιο πέρα, δεν το κούνησε από τη θέση του. Τούς περίμενε ατάραχο
και γενναίο, σα νά τούς είχε στημένη παγίδα, ή σα νά τούς είχε υπονομεύει το
έδαφος πού πατούσαν. 'Ωστόσο οι Τούρκοι ολοένα και σίμωναν. Σίμωναν, ουρλιάζοντας
και αλαλάζοντας Ξαφνικά, ό Δημοσθένης έκανε μια κίνηση και έριξε μια
χειροβομβίδα. 'Αμέσως κατόπιν έριξε άλλη μια, πάνω στο σωρό. Το μπουλούκι
σμπαράλιασε και σκόρπισε σάν κοπάδι μπροστά στο λύκο, αφήνοντας στον τόπο τής
έκρηξης δεκάδες σκοτωμένους και πληγωμένους, πού βογκούσαν. Δεν πρόλαβε όμως
νά χαρεί τον θρίαμβό του, και μια σφαίρα πού τον βρήκε στο μέτωπο, τού πέταξε
πίσω το μισό κρανίο! Έπεσε νεκρός στο πλάι και τα μυαλά του χύθηκαν στο χώμα!.
Οι Τούρκοι ανασυντάχτηκαν,
προχώρησαν και, περνώντας πάνω από το πτώμα του, κινήθηκαν πρός τα γυναικόπαιδα
πού ήταν κουρνιασμένα σε μια σπηλιά, πεντακόσια μέτρα πιο πέρα, σιμά στη θέση
πού υπεράσπιζε ή ομάδα τού καπετάν Παντελή. Ό νεαρός καπετάνιος έστειλε αμέσως
ένα σύνδεσμο στον πεθερό του και τον ενημέρωσε για τον κίνδυνο πού παρουσιάστηκε. Ο καπετάν Δημήτρης έδωσε διαταγή να γίνει εξόρμηση, να ανοιχτεί δίοδος ανάμεσα
στις γραμμές των Τούρκων, με κάθε θυσία, και νά φυγαδευτούν τα γυναικόπαιδα
έξω από τον κλοιό.
Ο Παντελής μάζεψε αμέσως
κοντά του τούς είκοσι αντάρτες τής ομάδος του και ετοίμασε τούς άμαχους τής σπηλιάς
για την έξοδο. Κατόπιν έδωσε το σύνθημα του εγχειρήματος ορμώντας ό ίδιος
μπροστά, μαζί με το πρωτοπαλίκαρο του, τον Καραθανάση. Ακολούθησαν και τα άλλα
παλικάρια, πού ρίχτηκαν στις γραμμές των Τούρκων χύνοντας πάνω τους το καυτό
μολύβι τους. Παρακάτω, ό καπετάνιος άφησε πίσω του δέκα συντρόφους του με την
εντολή νά τουφεκάνε ασταμάτητα σ' ένα ορισμένο σημείο, μπροστά από τον ίδιο,
για νά καλύψουν την έφοδο πού θα επιχειρούσε με τούς υπόλοιπους άντρες του.
Οι μουσουλμάνοι,
αιφνιδιασμένοι και κατατρομαγμένοι από τα καθηλωτικά πυρά των ανταρτών,
σκόρπισαν εδώ και κει. Ό καπετάν Παντελής και ό Καραθανάσης βρήκαν την ευκαιρία
και με δέκα παλικάρια μπήκαν μέσα στο άνοιγμα τρέχοντας. Πέρασαν γρήγορα ανάμεσα
από τις γραμμές των Τούρκων, έπιασαν θέσεις πίσω από τις πλάτες τους και αμέσως
άνοιξαν φωτιά κατά πάνω τους. "Έτσι τούς έκαναν νά πιστέψουν ότι είναι
περικυκλωμένοι
Στο μεταξύ σίμωσαν
και τα άλλα δέκα παλικάρια στις θέσεις του καπετάνιου, τουφεκώντας αδιάκοπα
δεξιά και αριστερά και ανατρέποντας κάθε αντίσταση των εχθρών. Έπειτα από μισής ώρας
μάχη, το πέρασμα ξεκαθαρίστηκε ολότελα. Τα γυναικόπαιδα, ειδοποιημένα από έναν αντάρτη,
βγήκαν από τη σπηλιά, πέρασαν έξω από τον κλοιό και μπαίνοντας μέσα σε μια
δασωμένη ρεματιά κατηφόρισαν πρός τούς μύλους του Καράπερσιν.
Μόλις έφτασαν εκεί, ο καπετάν Παντελής άφησε τον Καραθανάση στα γυναικόπαιδα και γύρισε κοντά στον
πεθερό του. Του ανάγγειλε την επιτυχία του εγχειρήματος και τη μεταφορά του άμαχου πληθυσμού
σε ασφαλισμένο μέρος.
— Μπράβο σου, είπε ό καπετάν Δημήτρης
ενθουσιασμένος. Πάμε τώρα μαζί νά κάνουμε έναν έλεγχο στο δάσος για νά δούμε
μήπως ξέμειναν μερικά γυναικόπαιδα.
Η μάχη στο μεταξύ
συνεχιζόταν στις άλλες πλευρές τού κλοιού πού έζωνε όλο και πιο σφιχτά το Άγιούτεπε. Οι Τούρκοι πυροβολούσαν αδιάκοπα,
έριχναν αφειδώλευτα τις οβίδες τους και αλάλαζαν κάθε τόσο. Οι δυο καπετάνιοι
συνοδευόμενοι από δέκα παλικάρια συνέχισαν την έρευνα μέσα στο δάσος ψάχνοντας
για γυναικόπαιδα.
Ξαφνικά βρέθηκαν στη θέση πού κειτόταν νεκρός ο Δημοσθένης. Ο καπετάν Δημήτρης καρφώθηκε στον τόπο μόλις αναγνώρισε το γιο του. Τα γόνατά
του λύγισαν. Η όψη του έγινε χλωμή σα
λεμόνι. Κατέβασε το όπλο του και στηρίχτηκε πάνω του για νά μην πέσει. Για
κάμποσα λεπτά έμεινε άφωνος, δάκρυσε και κατόπιν με τρεμάμενα χέρια άναψε ένα
τσιγάρο. Τράβηξε δυο - τρεις ρουφηξιές, συνήλθε κάπως και μόνο τότε άνοιξε το
στόμα του για νά πει:
— Αιωνία η μνήμη σου, παλικάρι μου!
Στο μεταξύ οι οβίδες
πέφτανε σε απόσταση πενήντα - εξήντα μέτρων πιο πέρα, οι φωνές των Τούρκων και
τα τουμπελέκια αντιλαλούσαν στα ρέματα και στις χαράδρες. 'Ωστόσο ό
καπετάνιος στεκόταν ακίνητος και κοιτούσε το νεκρό παιδί του με το μισοκομμένο
κρανίο του.
— Άραγε ποια τύχη
μας περιμένει κι εμάς, είπε μετά από λίγα λεπτά, ενώ τα βόλια σφύριζαν πάνω από
το κεφάλι του.
— Πάμε, καπετάνιο, πρότεινε ο Παντελής.
Κινδυνεύουμε!
—Έχεις δίκιο. Δεν ωφελεί.
Δε μπορούμε να μείνουμε
ούτε λεπτό περισσότερο. Εμπρός τραβάτε !
Ό καπετάν Παντελής
και τα δέκα παλικάρια ξεκίνησαν, ενώ ό καπετάν Δημήτρης έσκυβε για νά πάρει το
όπλο τού γιου του. Το σήκωσε, το κρέμασε στον ώμο του και ακολούθησε. Ξάφνου μια σφαίρα
τον πήρε ξυστά στο πασαλίκι. Χαμήλωσε το μπόι του και φώναξε στους συντρόφους
του:
— Δρόμο ! Γρήγορα, από το ρέμα!
Σε λίγο άρχισε νά
σκοτεινιάζει. Βγήκαν έξω από τον κλοιό των Τούρκων και έσμιξαν με τα
γυναικόπαιδα. Πάνω στήν κορυφή τού βουνού, χαλούσε ο κόσμος από τα
σφυροκοπήματα των κανονιών και τις ριπές των μυδραλιοβόλων. Η γη τρανταζόταν σα
νά γινόταν κανένας σεισμός. Οι Τούρκοι αγνοώντας ότι οι Ρωμιοί είχαν φύγει
κιόλας από το δάσος, έκλειναν ολοένα και πιο στενά τον κλοιό τους και έκαναν
την τελική τους έφοδο, πριν πέσει εντελώς το σκοτάδι. Νόμιζαν πώς μαζί με την
κατάληψη τής κορυφής, θα έπιαναν ζωντανούς όλους τούς αντάρτες και τα
γυναικόπαιδα. Με βραχνές φωνές και αλαλαγμούς ανηφόριζαν και προχωρούσαν
έτοιμοι να χιμήξουν πάνω στις γυναίκες και τα κορίτσια. Και μόλο πού σε λίγο
έπεσε ή νύχτα, οι στρατιώτες πυροβολούσαν επί δύο ολόκληρες ώρες ακόμα μέσα στο
δάσος και έψαχναν ανάμεσα στους βράχους, στα ρέματα και τις σπηλιές τη λαχταριστή
λεία τους. Όσο πύκνωνε όμως το σκοτάδι, μεγάλωνε και ή απογοήτευση τους, ώσπου,
τελικά, ό δεισιδαίμονας φόβος τους ότι κάποια πονηρά και εχθρικά πνεύματα
εξαφάνισαν από το πρόσωπο της Γης τούς Ρωμιούς, τούς έκανε νά παραιτηθούν από
την αναζήτηση και νά γυρίσουν στη βάση τους αγανακτισμένοι.
ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ, από
το πρωί, το λημέρι τού Καράπερτσιν βρισκόταν σε επιφυλακή. Ό καπετάν Δημήτρης
ετοίμασε τούς αντάρτες και τα γυναικόπαιδα για νά αντιμετωπίσουν κάθε
ενδεχόμενο.
Κατά το μεσημέρι
φάνηκε ένας σύνδεσμος πού έφερε την είδηση ότι οι αντάρτες τού καπετάν Στύλου
και τού καπετάν Παπούλα ξαναπιάστηκαν στη μάχη με πεντακόσιους Τουρκολαζούς
μπροστά στο χωριό Καράτουσλα. Το γιουρούσι των μουσουλμάνων, πρός το παρόν, αποτύχαινε και οι αντάρτες απωθούσαν
τούς εχθρούς πρός τον κάμπο. Το μαντάτο σκόρπισε μεγάλη χαρά και ενθουσιασμό στο
λημέρι. Όλα έδειχναν πώς ό μεγάλος κίνδυνος έφευγε και οι Τούρκοι νικιόνταν
παντού.
Το κανονίδι,
ωστόσο, ακουγόταν αδιάκοπο, ολόκληρη τη μέρα, μέχρι νά βραδιάσει.
Τήν άλλη μέρα ή
μάχη συνεχίστηκε πιο πεισματική και το κανονίδι ακόμα πιο απειλητικό. Οι
Τούρκοι πυροβολητές έριξαν πάνω από χίλιες οβίδες στο δάσος τού Καράτουσλα.
Η
γη ανασκαλεύτηκε και τα φύλλα των δέντρων άναψαν. Μά τα χαράματα τής τετάρτης
μέρας δεν ακούστηκε τίποτε! Τι νά συνέβαινε άραγε; αναρωτιόντουσαν οι καπετάνιοι
και οι αντάρτες. Με άγωνία περίμεναν να μάθουν γιατί σταμάτησε το κανονίδι.
Κατά το μεσημέρι έφτασε
ένας σύνδεσμος με καταϊδρωμένο άλογο και ανήγγειλε ότι οι Τούρκοι έπαθαν
μεγάλη νίλα: Έχασαν οχτώ αξιωματικούς και πάνω από εκατό στρατιώτες.
Οι αντάρτες
θρηνούν μόνο πέντε παλικάρια. Στο λημέρι τού Καράπερτσιν έγινε πανζουρλισμός.
Τα γυναικόπαιδα και οι αντάρτες πανηγύριζαν, ξεσπούσαν σε ζητωκραυγές, έστηναν
χορούς στήν πλατεία, τραγουδούσαν και χόρευαν.
ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ τα
πτώματα των οχτώ αξιωματικών πού σκοτώθηκαν στο Άγιούτεπε, τα φόρτωσαν οι Τούρκοι
πάνω σε στρατιωτικά κάρα και τα κατέβασαν στη Σαμψούντα.
Με διαταγή τής
στρατιωτικής διοίκησης φτιάχτηκαν πολυτελέστατα φέρετρα από καρυδόξυλο
σκαλιστό, κλείστηκαν μέσα τα λείψανα και τοποθετήθηκαν στον αυλόγυρο της Αγίας Τριάδας. Αραδιασμένα στη σειρά, σκεπασμένα με μαύρα χτυπητά κρέπια και
στολισμένα με λουλούδια, με πράσινες και κόκκινες σημαίες, προκαλούσαν δυνατή
θλίψη στον τουρκικό λαό, πού συγκεντρώθηκε σύσσωμος νά παρακολουθήσει την
κηδεία.
Πριν σηκώσουν τα
φέρετρα, οι χοτζάδες και ιμάμηδες έβγαλαν παθητικούς επικήδειους ρίχνοντας
συνάμα και μπόλικο αντιχριστιανικό φαρμάκι για να φανατίσουν πιο πολύ τούς
ομοθρήσκους τους, πού τούς διέκοπταν συχνά με τις οργισμένες φωνές τους και
καταριόταν τούς Ρωμιούς αντάρτες.
Όταν τελείωσαν οι
λόγοι, έγινε περιφορά των νεκρών. Μπροστά βάδιζαν οι μπαϊραχτάρηδες κρατώντας
μαύρες σημαίες, πιο πίσω έρχονταν τα φέρετρα πού τα πλαισίωναν κι άπ' τις δυο
μεριές στρατιώτες μ' εφόπλου λόγχη, και ακολουθούσαν οι επίσημες στρατιωτικές και πολιτικές
αρχές και πλήθος τουρκικού λαού.
Ή πομπή πέρασε από
την αγορά και τούς κεντρικούς δρόμους τής πόλης. Στο πέρασμά της οι Ρωμιοί
λούφαζαν από φόβο και ταραχή, γιατί σ' ολόκληρη τη διαδρομή τα φανατισμένα
πλήθη των μουσουλμάνων κραύγαζαν, από καιρό σε καιρό, κατάρες και αναθέματα για
τούς άπιστους γκιαούρηδες:
— Κάχρολσουν, γιαουρλάρ ! Ισαλλάχ!
— Τύφλα και θανατικό στους εχθρούς τής πατρίδας, ισαλλάχ!
— Κρεμάλα και φωτιά στα φίδια και στους προδότες,
ισαλλάχ!
Χρήστος Σαμουηλίδης
γεννήθηκε το 1927 στο
Κιλκίς. Το 1952 αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή της Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης και το 1953-1954 εργάστηκε ως καθηγητής στο Γυμνάσιο Κασσάνδρας
Χαλκιδικής.
Εργάστηκε στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών από το 1955 ως το 1970.
Στα δεκαπέντε χρόνια της υπηρεσίας του συνέλεξε για το αρχείο Μερλιέ 14.000
σελίδες λαογραφικού και ιστορικού υλικού από το στόμα των προσφύγων.
Το
1970-1978 εργάστηκε ως φιλόλογος στη Σχολή Μωράΐτη. Το 1980 πήρε το διδακτορικό
του δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Το πλούσιο συγγραφικό έργο του
περιλαμβάνει ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, καθώς και μεταφράσεις αρχαίων
ελληνικών έργων. Έχει βραβευτεί για το πεζογραφικό του έργο.