Ήσαν υποδήματα με
τακούνι και τα φορούσαν οι νέες.
Το επάνω μέρος ήταν από ευρωπαϊκό αδιάβροχο δέρμα κι ήσαν ή κοντά σαν σκαρπίνια ή πιο ψηλά σαν κοντές μπότες. Και στις δυο περιπτώσεις έδεναν με κορδόνια.
Τα ποστάλα
Οι κάπως ηλικιωμένες ή και οι πιο φτωχές φορούσαν ποστάλα που ήσαν από εγχώριο δέρμα , με χαμηλό τακούνι και στρογγυλεμένες μύτες. Αυτά ήσαν τα γιορτινά τους.
Τα τσαρούχια
Τα πιο συνηθισμένα παπούτσια ήσαν τα «τσαρούχια», από ακατέργαστο δέρμα αγελάδας ή βοδιού. Όλοι άντρες , γυναίκες και παιδιά φορούσαν τα «τσαρούχια». Ήσαν και εξυπηρετικά για τα κακοτράχαλα εκείνα βουνά.
Τα τσαρούχια τα έραβαν οι νοικοκυρές με πολλή τέχνη. Είχαν το σχήμα μικρής βάρκας και δένονταν στον αστράγαλο με τα «τσαρχόσκοινα» τα τσαχουροδέματα που ήσαν φτιαγμένα από μαλλί δεύτερης ποιότητας. Τελευταία επεξεργάζονταν τα δέρματα με κάποιον δικό τους τρόπο και βελτίωναν την ποιότητα των τσαρουχιών. Τα έκαμναν πιο μαλακά, λεία και πιο άσπρα. Αυτά τα λέγανε «χασίλα τσαρούχια». Φρόντιζαν να τα μαλακώσουν για να μην τους πληγώσουν τα ποδιά.
Μάλιστα όταν βελτιώθηκαν κάπως τα τσαρούχια , οι Ισχαναντ’ , που ήσαν πιο επιδεικτικοί από τους άλλους Σανταίους θέλησαν να τα ομορφύνουν, βάφοντας τα μάλλινα τσαρουχοδέματα με «μελανίν πογιάν», με χρώμα μελάνης.
Όμως περνούσαν από μέρη που είχε χιόνι , τα τσαρουχοδέματα βρέχονταν και ξέβαφαν, βάφοντας τα χιόνια. Τα έβλεπαν οι άλλοι Σανταιοι , από τα άλλα χωριά και έλεγαν γελώντας :
“Απαδακέσ’ Ισχανάντ’ εδέβαν”, από δω Ισχανανταίοι πέρασαν.
Τι να έκαναν οι άνθρωποι, αγαπούσαν «το ωραίον» και το προσπαθούσαν.
Τα κάλτσας
Για κάλτσες φορούσαν τα «ορτάρα» που ήσαν μάλλινα , πλεκτά στο χέρι και σε άσπρο χρώμα. Οι εύπορες φορούσαν «ορτάρα» από άσπρη «τιφτικένα» κλωστή από μαλλί κατσίκας.
Πολλές φορές τα «ορτάρα» ήσαν στο επάνω μέρος με κάποιο διαφορετικό χρωματάκι.
Για το καλοκαίρι οι εύπορες έπλεκαν βαμβακερές κάλτσες.
Οι νύφες φορούσαν πιο στολισμένα «ορτάρα» ή κάλτσες πλεγμένες σε δαντελέ πλέξη «κοραάντων πλουμί». Στο επάνω μέρος είχαν μυτούλες «κουκούτσα» και μετά άρχιζε η δαντέλα. Πίσω στη γάμπα στένευε όσο προχωρούσε η κάλτσα κι έτσι σχημάτιζε πίσω σαν ραφή και έστρωνε τέλεια. Ήσαν πραγματικά έργα τέχνης οι νυφιάτικες οι κάλτσες.
Το επάνω μέρος ήταν από ευρωπαϊκό αδιάβροχο δέρμα κι ήσαν ή κοντά σαν σκαρπίνια ή πιο ψηλά σαν κοντές μπότες. Και στις δυο περιπτώσεις έδεναν με κορδόνια.
Τα ποστάλα
Οι κάπως ηλικιωμένες ή και οι πιο φτωχές φορούσαν ποστάλα που ήσαν από εγχώριο δέρμα , με χαμηλό τακούνι και στρογγυλεμένες μύτες. Αυτά ήσαν τα γιορτινά τους.
Τα τσαρούχια
Τα πιο συνηθισμένα παπούτσια ήσαν τα «τσαρούχια», από ακατέργαστο δέρμα αγελάδας ή βοδιού. Όλοι άντρες , γυναίκες και παιδιά φορούσαν τα «τσαρούχια». Ήσαν και εξυπηρετικά για τα κακοτράχαλα εκείνα βουνά.
Τα τσαρούχια τα έραβαν οι νοικοκυρές με πολλή τέχνη. Είχαν το σχήμα μικρής βάρκας και δένονταν στον αστράγαλο με τα «τσαρχόσκοινα» τα τσαχουροδέματα που ήσαν φτιαγμένα από μαλλί δεύτερης ποιότητας. Τελευταία επεξεργάζονταν τα δέρματα με κάποιον δικό τους τρόπο και βελτίωναν την ποιότητα των τσαρουχιών. Τα έκαμναν πιο μαλακά, λεία και πιο άσπρα. Αυτά τα λέγανε «χασίλα τσαρούχια». Φρόντιζαν να τα μαλακώσουν για να μην τους πληγώσουν τα ποδιά.
Μάλιστα όταν βελτιώθηκαν κάπως τα τσαρούχια , οι Ισχαναντ’ , που ήσαν πιο επιδεικτικοί από τους άλλους Σανταίους θέλησαν να τα ομορφύνουν, βάφοντας τα μάλλινα τσαρουχοδέματα με «μελανίν πογιάν», με χρώμα μελάνης.
Όμως περνούσαν από μέρη που είχε χιόνι , τα τσαρουχοδέματα βρέχονταν και ξέβαφαν, βάφοντας τα χιόνια. Τα έβλεπαν οι άλλοι Σανταιοι , από τα άλλα χωριά και έλεγαν γελώντας :
“Απαδακέσ’ Ισχανάντ’ εδέβαν”, από δω Ισχανανταίοι πέρασαν.
Τι να έκαναν οι άνθρωποι, αγαπούσαν «το ωραίον» και το προσπαθούσαν.
Τα κάλτσας
Για κάλτσες φορούσαν τα «ορτάρα» που ήσαν μάλλινα , πλεκτά στο χέρι και σε άσπρο χρώμα. Οι εύπορες φορούσαν «ορτάρα» από άσπρη «τιφτικένα» κλωστή από μαλλί κατσίκας.
Πολλές φορές τα «ορτάρα» ήσαν στο επάνω μέρος με κάποιο διαφορετικό χρωματάκι.
Για το καλοκαίρι οι εύπορες έπλεκαν βαμβακερές κάλτσες.
Οι νύφες φορούσαν πιο στολισμένα «ορτάρα» ή κάλτσες πλεγμένες σε δαντελέ πλέξη «κοραάντων πλουμί». Στο επάνω μέρος είχαν μυτούλες «κουκούτσα» και μετά άρχιζε η δαντέλα. Πίσω στη γάμπα στένευε όσο προχωρούσε η κάλτσα κι έτσι σχημάτιζε πίσω σαν ραφή και έστρωνε τέλεια. Ήσαν πραγματικά έργα τέχνης οι νυφιάτικες οι κάλτσες.