Ένας
καινούργιος καθηγητής
έκανε την
εμφάνισή του επάνω
στην έδρα. Ήταν ροδοκόκκινος, παχουλούτσικος, καλοσυνάτος και μας φαινόταν
ότι τσέβδιζε λιγάκι, αλλά
αυτό δεν μας εμπόδιζε καθόλου να τον σεβόμαστε και να τον παρακολουθούμε με εντελώς
ιδιαίτερη συμπάθεια. Με
το
βιβλίο
στο
χέρι
μιλούσε
μια
καινούργια γλώσσα,
ύστερα κατέβαινε στον πίνακα, έγραφε ένα γράμμα, γύρισε
σ' εμάς κι έλεγε:
—Έτα μπούκβα
«ε»!
Ήταν
ο καθηγητής των Ρωσικών, που μας άρχισε απ' το αλφάβητο.
Ρούσικη ήταν πια η
Τραπεζούντα, βλέπετε, κι έπρεπε να μάθουμε απαραιτήτως ρούσικα, που, άλλωστε,
μας ήσαν τόσο ευχάριστα,
ώστε όταν ο καθηγητής μας έλεγε να επαναλάβουμε εκείνο που είπε—«αυτό το γράμμα είναι «ε»— μας έπιανε ζήλος ακατάσχετος
κι όλη μαζί η τάξη ούρλιαζε:
—Έτα μπούκβα εεεεεεεεεε!
Τρόμαζε ο άνθρωπος και βούλωνε τ'
αυτιά του:
—Σιγά, παιδιά μου, σιγότερα! Αρνιά σαλαγάτε;
Μέχρι προχτές ακόμα ίδρωνε επάνω στην έδρα ο Τούρκος χότζας προσπαθώντας
να μας μάθει την γλώσσα του μεμλεκετιού
και μας έβαζε να τραγουδάμε:
Νε πασά ιζ
μπιζ, νε
μπέη ίιιιιιζ!..
Δηλαδή «ούτε πασάδες είμαστε ούτε μπέηδες —έλεγε το σοφό τούρκικο
τραγουδάκι— αλλά μόνο μαθηταί», κι εμείς μη έχοντας καμιά αμφιβολία γι' αυτό, το τραγουδούσαμε γεμάτο παραφωνίες ή και ογκανίσματα προς μεγάλη
απελπισία του ταλαίπωρου του χότζα.
Δεν γινόταν,
όμως, καθόλου το ίδιο με τον καθηγητή της ρωσικής, που μας ήταν πολύ αγαπητός
και
μας εύρισκε όλους πρόθυμους κι επιμελείς στην εκμάθηση της γλώσσας, σε
τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε να συμπληρώνουμε όσα μας δίδασκε με ρούσικες φράσεις
που ψαρεύαμε απ' έξω —απ' τους Ρώσους στρατιώτες— που όταν του τις λέγαμε κοκκίνιζε μέχρι τ' αυτιά. Ήταν φανερό ότι οι εξωσχολικοί μας δάσκαλοι δεν διακρινόντουσαν για ιδιαίτερη σεμνότητα
στα πρόχειρα εκείνα μαθήματα
του δρόμου.
Ο υπερβολικός ζήλος που δείχναμε στο νέο μάθημα απέδιδε γρήγορα καρπούς
κι έτσι μέσα
σε λίγους μήνες σημειώσαμε εκπληκτικές προόδους. Όσο για μένα, ειδικά, μου άρεσε τόσο πολύ η νέα γλώσσα, ώστε μπορούσα κιόλας να κάνω επίδειξη του γνωστού ταλέντου μου της απαγγελίας, σε άπταιστη ρωσική:
Κτο βας ντέντι κρέπκο
λιούπιντ κτο βας νέζνο τακ γκαλιούπιτ
νε
σμικάγια νότσι γκλαζ κτο ζαπότιστια οβάζ; Μάμα νταραγκάγια!...
Αν οι ρούσικες λέξεις των στίχων αυτών του αναγνωστικού
μας
δεν έχουν ταλαιπωρηθεί
πάρα πολύ απ' τον καιρό —έτσι όπως σώζονται με άλλα ερείπια της ρούσικης γλώσσας μέσα στην μνήμη— τότε το σχολικό αυτό ποιηματάκι
λέει... «ποιος, εσάς παιδάκια, σας αγαπά
πολύ, ποιος δεν κλείνει τα μάτια κλπ... η μητέρα η αγαπημένη».
Ο γιαλός μας ήταν τώρα γεμάτος Ρώσους στρατιώτες που πολλές ώρες την ημέρα δούλευαν
για τα οχυρωματικά έργα του λιμανιού
—όλο και φέρναν
μεγάλες σημαδούρες και πελώρια δίχτυα
από μετάλλινους χαλκάδες, που τα πιάναν όλοι μαζί και τα τραβούσαν για να τ'
απλώσουν, τραγουδώντας με
ρυθμό:
—Ρας, τβα, χοοοοοο!
Τα
μετάλλινα αυτά δίχτυα ήταν για να τοποθετηθούν
—κρεμασμένα από σημαδούρες—
στην είσοδο του λιμανιού, ώστε να φραχτεί καλά και να εμποδίζεται
η προσπέλαση απ' τα
εχθρικά υποβρύχια. Επειδή, ωστόσο, η δουλειά ήταν κουραστική, οι Ρώσοι στρατιώτες την
κάναν τραγουδώντας κι εκτός από το πάρα πάνω —ένα, δύο, χοοοοο— λέγαν κι ένα άλλο τραγούδι που συντόνιζε το τράβηγμα:
«Λίγο ακόμα, λίγο ακόμα... χοοοοο».
Μαζεμένη γύρω τους η μαρίδα τραγουδούσαμε κι εμείς μαζί τους, μόνο που το «χοοοοοο»
το παρατραβούσαμε λίγο προς την καζούρα και τότε ο επικεφαλής αγρίευε και μας
κυνηγούσε, πετώντας μερικές απ' τις φράσεις εκείνες που προκαλούσαν το κοκκίνισμα,
αλλά και την θυμωμένη απορία του καθηγητή μας:
—Μα που στην οργή, μας έλεγε, πάτε και συλλέγετε τέτοια μαργαριτάρια!
Άλλαξε εντελώς η πόλη μας ύφος με τους Ρώσους. Ανάσανε
ο ελληνισμός, άστραφταν τα πρόσωπα, δεν ακουγόταν πια στους μιναρέδες ο μουεζίνης, αλλά χαλούσαν
τον κόσμο οι γλυκόλαλες καμπάνες
τις Κυριακές και τις γιορτές, τα πρωϊνά και τους εσπερινούς.
Στο μεϊτάνι
δεν έβλεπες πια παρά λιγοστούς
Τούρκους και περισσότερους Έλληνες
και Ρώσους ή τις όμορφες και τρισχαριτωμένες εκείνες «σιστρίτσες» —αδελφές του Ερυθρού Σταυρού—
κάτασπρες και κατάξανθες Ρωσίδες ή μελαχροινές
Γεωργιανές, που πρόσφεραν
τις υπηρεσίες τους στον στρατό. Πολλές
απ' αυτές κατέβαιναν
στο γιαλό μας για να κάνουν μπάνιο κι όταν αποτραβιόντουσαν πίσω από «τα πέτρας» —τα μεγάλα βράχια του γιαλού
μας— μερικές θεωρούσαν περιττό να βάλουν οποιοδήποτε κάλυμμα κι έτσι είχαμε την συναρπαστική ευκαιρία να μένουμε έκθαμβοι μπροστά σε συγκλονιστικά για την πόλη μας
θεάματα.
Τα βραδάκια —όταν οι Ρώσοι στρατιώτες είχαν τελειώσει την δουλειά τους
κάτω στο γιαλό— ήταν χαρά Θεού το σπίτι όπου μέναν, καθώς αντηχούσε απ' τα ακορντεόν, τις μπαλαλάικες και τα τραγούδια τους. Κι όταν ακόμα διστάζαμε να μπούμε εξ αιτίας της
πρωινής καζούρας στο γιαλό, μας φωνάζανε οι ίδιοι:
—Ιντί σουτά,
ιντί σουτά.
«Ελάτε εδώ», κι εμείς δεν θέλαμε, βέβαια, πολλά παρακάλια
για να τρέξουμε και νάμαστε
πάλι ανάμεσά τους, να τους βλέπουμε
πότε να χορεύουν εκείνους τους μισογονατιστούς χορούς με σταυρωμένα
τα χέρια και τις κλωτσιές
στον
αέρα, πότε
να
τραγουδάνε τραγούδια ωραία της πατρίδας τους —σε χορωδίες, ή εύθυμα και πεταχτά, χτυπώντας παλαμάκια. Τα πιο εύκολα μας τα μάθαιναν και τα τραγουδούσαμε κι εμείς:
Πάπα μάμα νιέτο ντόμα νικαβό παγιάτσα πριχαντίτι βέτσερ ντόμα πούτιμ τσαλαβάτσια.
«Ο μπαμπάς
και η
μαμά, δεν είναι στο σπίτι, δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε, έλα το βραδάκι
στο σπίτι να φιληθούμε».
Εμείς
τα παιδιά, μάλιστα, τραγουδούσαμε κάτι τέτοια
τραγουδάκια με περισσότερο πάθος απ'
τους Ρώσους γιατί
η ερωτική πρόσκληση του τραγουδιού απευθυνόταν μόνο στον αέρα φευ! και πουθενά αλλού.
Τα
γλέντια και τα λαϊκά πανηγύρια είχαν την εποχή εκείνη όλο το κέφι, την ζωηράδα και την
ξενοιασιά τους —καιγόταν το πελεκούδι στα χωριά τις μεγάλες γιορτές και στις πλατείες
στηνόντουσαν οι χοροί,
όπου
τρέχαν
οι κοπέλες
με
την
βαριά ντόπια
φορεσιά
—τις -"ζουπούνες"— και τα παλικάρια
με τις «ζίπκες», σταυρωτά τα φυσεκλίκια και το πιστόλι με την
κάμα στο πλευρό. Άντρες, γυναίκες
πιανόντουσαν χέρι με χέρι, σχημάτιζαν
ένα μεγάλο κύκλο, στην μέση του οποίου στεκόταν ο λυράρης —«κεμεντζετζής»— που έπαιζε
ασταμάτητα κι οι χορευτές χόρευαν την ατέλειωτη ποικιλία
των ποντιακών χορών.
Ο χορός, όμως,
που ενθουσίαζε ιδιαίτερα και
απαιτούσε εξαιρετική τέχνη ήταν η «σέρα»
— ένας καθαρά αντρίκιος χορός, όπου οι χορευτές σχημάτιζαν πάλι κύκλο, αλλά σε μια στιγμή πεταγόντουσαν στη μέση δυο χορευτές, τραβούσαν τις κάμες
και χόρευαν σταυρώνοντάς τις κάθε τόσο.
Ο ποντιακός «σέρα χορός» είναι ό,τι σοβαρότερο
μπορεί να φανταστεί κανείς κι ό,τι πιο
αρρενωπό —μικρά βηματάκια
τρεμουλιαστά, τα χέρια ψηλά κι απότομα κάτω, με αστραπιαίο λύγισμα των γονάτων, με
αναπήδηση και πρωτόγονες
κραυγές:
—Χα, χααα!
Το κορμί τρεμουλιάζει ολόκληρο, σείονται οι ώμοι, σείεται το κεφάλι, σείεται το στήθος, αλλά
σοβαρά, αρρενωπά, ενώ τα πόδια μόλις πατούν την γη και δεν λυγίζουν
παρά μονάχα την στιγμή που οι χορευτές θα σκύψουν —χα, χααα—
σε μια ξέφρενη, αλλά αυστηρά πειθαρχημένη κίνηση.
Η μούσα της ψαλτικής παράστεκε
με
πολλή στοργή την πρόοδό μου και μια μέρα μου είπε ο
Τσιράχ:
—Νομίζω, ότι είναι πλέον καιρός ν' αρχίσης να λες και τον Απόστολο.
Έμεινα με το
στόμα ανοιχτό:
—Απόστολο!
—Ναι, είμαι βέβαιος ότι θα τα καταφέρεις. Να, πάρε το βιβλίο και μελέτησε καλά το κείμενο. Είναι ο Απόστολος της ερχόμενης Κυριακής.
Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη αλλά και τόσο μεγάλη η
συγκίνησή μου, ώστε απ' την στιγμή
εκείνη κι όλας μ' έπιασε το τρακ που δεν μ' άφησε ολόκληρη
την βδομάδα.
Θα τα κατάφερνα τάχα να φανώ άξιος της τιμής που μου γινόταν και ν' ανταποκριθώ
στις απαιτήσεις του χριστεπωνύμου πληρώματος της εκκλησίας;
Όλες τις μέρες της κρίσιμης εκείνης βδομάδας μ' έτρωγε η ανησυχία, ενώ με το βιβλίο στο χέρι δοκίμαζα στο κείμενο την κλίμακα της φωνής μου κι έκανα τις σχετικές μου ασκήσεις στην τεχνική του Αποστόλου, όπως την είχε πάρει το αυτί μου τόσο καιρό που ήμουν ένας απλός, αλλά, ευτυχώς, πολύ προσεκτικός ακροατής.
Όλες τις μέρες της κρίσιμης εκείνης βδομάδας μ' έτρωγε η ανησυχία, ενώ με το βιβλίο στο χέρι δοκίμαζα στο κείμενο την κλίμακα της φωνής μου κι έκανα τις σχετικές μου ασκήσεις στην τεχνική του Αποστόλου, όπως την είχε πάρει το αυτί μου τόσο καιρό που ήμουν ένας απλός, αλλά, ευτυχώς, πολύ προσεκτικός ακροατής.
Αρχίζοντας σιγανά από το «Αδελφοί» και ανεβαίνοντας από παράγραφο σε παράγραφο,
όλο και ψηλότερα, προετοίμαζα το σταμάτημα στις τελείες με τσαλιμάκια της φωνής, για
να πιάσω την παρακάτω παράγραφο σε ψηλότερο
ακόμα τόνο, ώσπου να
φτάσω στο τελικό «Αμήν», που έπρεπε νάναι μακρόσυρτο, γεμάτο από φιοριτούρες
και φωνητικά σκαμπανεβάσματα, άνετα, σταθερά,
χωρίς κανένα βράχνιασμα ή κοκοράκι, στους
ψηλότερους δυνατούς τόνους
της κλίμακας.
Πόσες και πόσες φορές επαναλάμβανα τα ίδια και τα ίδια — με είχαν βαρεθεί στο σπίτι οι
αδελφές μου και μου βάζαν την φωνή:
—Πάψε πια! Μας έσκασες!
Οπωσδήποτε
η βδομάδα κύλησε γρήγορα και να που έφτασε η Κυριακή —μ' ένα
χοροπηδητό της καρδιάς απ' τα χαράματα— που αφού ψάλαμε όλα της ιερής Ακολουθίας,
φτάσαμε και στην μεγάλη την στιγμή.
—Έλα πάρε το βιβλίο και προχώρει, μου είπε ο Τσιράχ.
Πήρα
το βιβλίο, βγήκα έξω απ' το στασίδι
μας, έκανα μια άγαρμπη
υπόκλιση προς την
Ωραία Πύλη κι ύστερα πήγα κι ανέβηκα
ένα σκαλί προς τον θρόνο του δεσπότη, ενώ το ευλαβές ακροατήριο
παρακολουθούσε μ' ενδιαφέρον όλες τις κινήσεις του νέου αστέρα, που ετοιμαζόταν να ντεμπουτάρει
στην ιερή σκηνή:
—Αδελφοίοίοίοί, ακούστηκε η
φωνή
μου.
Μόλις άρχισα
μου έφυγε μονομιάς
όλο το τρακ, συνέχισα κανονικά και τελείωσα το κείμενο έτσι
ακριβώς όπως το είχα μάθει σ' όλες του τις λεπτομέρειες. Δυστυχώς,
το ευλαβές κοινό της
εκκλησίας δεν
συνηθίζει να χειροκροτεί αυτούς τους αδικημένους καλλιτέχνες του Αποστόλου κι έτσι δεν είχα την ευκαιρία ν' απολαύσω την επιδοκιμασία του ακροατηρίου και τον ενθουσιασμό του,
που ήταν αδύνατο να τον μαντέψω μέσα στην κατανυκτική σιγή
που ακολούθησε, αλλοίμονο, όλο εκείνο το θαυμάσιο και περίτεχνο «Αμήήήν» του τέλους.
Θα πρέπει, όμως, να ήταν ένας θρίαμβος
ο πρώτος μου Απόστολος, γιατί
μόλις γύρισα στο στασίδι μας με χάιδεψε ο Τσιράχ και μου είπε —κατασυγκινημένος
για το δημιούργημά του— «μπράβο,
μπράβο». Φρόντισε, μάλιστα,
να μη μείνει χωρίς θετικότερες συνέπειες η
λαμπρή μου επιτυχία κι έτσι εκτός απ' τους πολλούς επαίνους για την πρόοδό μου, την
άλλη Κυριακή, ευθύς μετά την Λειτουργία, έσκυψε και μου έκανε μια βαρυσήμαντη
ανακοίνωση:
—Σε θέλει ο
επίτροπος.
Αφού πήρα το αντίδωρο απ' το χέρι του παπά που με ευλόγησε μ' ένα πλατύ χαμόγελο —
«Ευλογία
Κυρίου και έλεος έλθοι εφ' ημάς»— τράβηξα προς το παγκάρι όπου ο επίτροπος
μου έβαλε στο χέρι μερικά γρόσια.
—Τι είναι αυτά; ρώτησα.
—Η αμοιβή σου. Απ' αυτή την Κυριακή θα πληρώνεσαι τακτικά. Σου κόψαμε ένα μικρό μηνιάτικο.
Έγινα κατακόκκινος κι ήθελα ν' αφήσω τα
γρόσια στο παγκάρι, αλλά ο επίτροπος δεν δεχόταν αντίρρηση:
—Σους, μου είπε ποντιακά, έπαρτα
και δέβα. Εσύ είσαι καλόν παιδίν, θα ίνεσαι καλός
ψάλτης.Ήταν τα πρώτα λεφτά που κέρδιζα με την αξία και την τέχνη του.
Με τους Ρώσους στρατιώτες
συνεννοούμαστε
τώρα μια χαρούλα και τσάτρα ‐ πάτρα
τα δουλεύαμε τα ρούσικα με τόση άνεση μάλιστα
και θράσος, ώστε όταν δεν μας καταλάβαιναν, να φαίνονται σε
μειονεκτική θέση εκείνοι κι όχι εμείς.
—Σλούchι, σλούchι!...
Σλούchι —αν θυμάμαι καλά— σημαίνει «άκουσε» κι αυτό το χρησιμοποιούσαμε πάντα για να φωνάξουμε κανένα Ρώσο. Ο... «Σλούchης» άκουγε και γύριζε:
—Ιντί σουντά!
«Έλα
εδώ». Και πιάναμε την κουβέντα, ρωτώντας
πότε
για το ένα και πότε για το άλλο και προ
πάντων για ποιο λόγο ο
ρούσικος στρατός κατεδάφιζε εκείνα
τα
ωραία τείχη και κάστρα
των Κομνηνών που υψωνόντουσαν μεγαλόπρεπα και άθικτα σχεδόν επάνω στο Γκιουζέλ
Σαράι. Ο καλόβολος Ρώσος συνομιλητής μας πρόθυμα
απαντούσε στις κάθε είδους απορίες μας κι όσο για τα τείχη η εξήγησις ήταν, ότι απ' το σημείο
εκείνο κλείναν την θέα της θάλασσας.
—Πανιμάις;
—Νιέτ.
Στο
τέλος, όμως, με λίγη καλή θέληση και μερικές βοηθητικές χειρονομίες καταλαβαίναμε
τα πάντα: Στρατιωτικοί λόγοι επέβαλαν το γκρέμισμα των τειχών για νάναι ανοιχτός
ο χώρος προς την θάλασσα, απ' όπου θα μπορούσε να φανεί
ο
εχθρός —γερμανικά ή τούρκικα πολεμικά.
Μέσα
στην ειρηνική και ήσυχη ζωή
μας
«επί
Ρωσίας» —όπως λέγαμε
αργότερα όταν
νοσταλγικά θυμόμαστε την εποχή εκείνη— την τούρκικη
εξουσία δεν την θυμόμαστε παρά μονάχα σαν ένα όνειρο κακό. Όταν οι μαθητές του σχολείου πηγαίναμε
εκδρομή — στην γραμμή,
με τους δασκάλους επικεφαλής— τραγουδούσαμε στον δρόμο μόνο πατριωτικά τραγούδια κι απ' αυτά, κατά προτίμηση, τα πιο ενθουσιώδη.
Έξαλλοι από πατριωτικό οίστρο, τσιρίζαμε όλοι μαζί:
Άντε μωρέ παιδιά,
φωτιά εις την σκλαβιά εμείς
τα παλικάρια ζήτω η Λευτεριά!
Ενώ ο κύριος στόχος των πατριωτικών αυτών τραγουδιών ήσαν οι Τούρκοι, σ' άλλα γινόταν
εύφημη μνεία και για τους Βουλγάρους, εναντίον των οποίων
το μένος μας ήταν ακόμη μεγαλύτερο:
Βούλγαρον κι αν απαντήσω
θα του πάρω την ψυχή
και το αίμα του θα πίνω
όπως πίνω το κρασί!..
Το ευτύχημα
ήταν, ότι
δεν
υπήρχε
κανένας πρόχειρος
Βούλγαρος στον
δρόμο κι έτσι
φτάνοντας στο δασόφυτο «Σοούκ Σου» βρίσκαμε διέξοδο
στο δροσερό νεράκι της πηγής που
ασκούσε κατευναστική επίδραση
στον πατριωτικό μας πυρετό και τον καννιβαλικό μας οίστρο.
«Επί
Ρωσίας» ήλθε, όμως, ένα πρωινό κι η μεγάλη συμφορά
στο σπίτι μας. Ο πατέρας μου ήταν άσχημα εδώ και κάμποσο καιρό κι όταν μια νύχτα άκουσα μια σπαραχτική κραυγή, πάγωσα στο κρεβάτι μου. Η φωνή ήταν της μητέρας μου. Κατάλαβα: Δεν
είχα
πια πατέρα.
Για
κάθε παιδάκι 11 ‐ 12 χρονών, ο πατέρας δεν είναι μονάχα το στήριγμα
του σπιτιού κι ο αρχηγός της οικογένειας, αλλά ο μυθικός ήρωας που πλάθει γύρω του την ατμόσφαιρα
της σιγουριάς.
Αν η μητέρα αντιπροσωπεύει την τρυφεράδα και την στοργή, ο πατέρας είναι η δύναμη που εμψυχώνει το παιδί και το κάνει να κοιτά άφοβα
τον
κόσμο. Περήφανο είναι το κάθε παιδάκι για τον πατέρα του κι όταν τον έχει στο πλευρό του νοιώθει ότι πατά σε στέρεη γη.
—Πέθανε ο πατέρας!
Ήταν
κάτι ακατανόητο αυτό, απίστευτο. Ένοιωθα την ίδια την γη να σαλεύει κάτω απ' τα
πόδια μου
καθώς
αναπάντεχα βρέθηκα μπροστά σ' αυτό το αδυσώπητο
γεγονός που
έφερνε την κρύα σφραγίδα του οριστικού και αμετάκλητου. Φτεροκοπούσε η σκέψη μου, δεν εννοούσε να το παραδεχτή, παράδερνε σαν ένα πουλί αλαφιασμένο κι απότομα
συντριβόταν σαν να χτυπούσε επάνω σε
μια διπλοκλεισμένη πόρτα.
Θεέ μου, πόσο
πιο
πολύ αγαπημένη μου
φαινόταν τώρα
η
μορφή του.
Εκείνο το καλοσυνάτο πρόσωπό του, τα ήμερα και γεμάτα αγάπη μάτια του, τα γερά του μπράτσα όπου μ' έπαιρνε μικρόν και με χόρευε στα γόνατά του, όχι τραγουδώντας, αλλά ψέλνοντας
το τροπάρι του Αγίου
Δημητρίου:
Μέγαν εύρατο εν
τοις
κινδύνοις
Σε υπέρμαχον η
οικουμένη!..
Κι όταν έλεγε το «Μεγαλομάρτυς Χριστού Δημήτριε», με σήκωνε ψηλά με περηφάνεια,γιατί, ίσως, ανάμεσα
στις πέντε κόρες του ήμουν ο μόνος γιος.
Ήταν
ο πιο καλός άνθρωπος του κόσμου ο πατέρας μου κι όλοι τον αγαπούσαν, όχι γιατί δεν
είχε βλάψει ποτέ ούτε μυρμήγκι, αλλά και δεν ακούστηκε ποτέ κακός λόγος απ' το στόμα
του. Νησιώτης απ' την Τένεδο, έφερνε μέσα
του το άρωμα της καλωσύνης της πατρίδας του κι ήταν τόσο αξιαγάπητος, τόσο
συμπαθητικός όταν προσπαθούσε να μιλήσει τα
Ποντιακά, και δεν τα κατάφερνε, ωστόσο, ούτε στις λέξεις ούτε στην προφορά.
—Πατέρα, τούλεγα, εσύ ποτέ σου δεν θα γίνης Πόντιος.
Κι εκείνος
απαντούσε:
—Δεν πειράζει, παιδί μου, αρκεί να γίνεις καλός Πόντιος εσύ. Αυτή εδώ η ράτσα έχει μεγάλες αρετές. Κοίταξε να πάρεις όσα περισσότερα μπορείς.
Έφυγε ο πατέρας απ' τον κόσμο. Και τώρα; Μια καινούργια συντροφιά
ερχόταν στη ζωή
μου:
Η Βιοπάλη.
Κάτι πολύ περίεργες κουβέντες άρχισαν ν' ακούγονται τώρα τελευταία για την Ρωσία:
—Έπεσε ο τσάρος!
Αν ήταν δυνατόν! Πέφτει ποτέ ο τσάρος; Κι όμως, επίμονες ήσαν οι φήμες:
—Έπεσε, το γράφουν κι οι
εφημερίδες.
—Και ποιος τον διαδέχτηκε;
—Κάποιος Λένιν
ήρθε, λένε.
Λένιν! Άλλο πάλι τούτο! Πούθε ξεφύτρωσε τούτος ο
χριστιανός και πούθε ξεπετάχτηκε τόσο αναπάντεχα, ώστε ν' ανέβη μέχρις εκεί ψηλά στον θρόνο του τσάρου
χωρίς
να τον πάρουμε
χαμπάρι; Γίνονται τέτοια πράγματα; Κι όμως οι μεγάλοι επιμέναν, ότι γίνονται! Κάποια
επανάσταση, λέει, ξέσπασε στη Ρωσία και βγάλαν στη μέση εκεί πέρα, λέει, ένα καινούργιο
φρούτο που το λέγαν μπολσεβικισμό
κι αυτός ο κ. Λένιν ήταν, λέει, ο αρχηγός των
μπολσεβίκων κι έριξε, λέει, τον τσάρο για να τα μοιράσει όλα στους μουζίκους
και να μην υπάρχει πια πλούσιος
και φτωχός σ' όλη τη Ρωσία παρά να γίνουν όλοι το ίδιο!
—Κουταμάρες!
—Παραμύθια!
—Δεν γίνονται αυτά τα πράματα! Παντοδύναμος είναι ο τσάρος και πατερούλης
όλων των Ρώσων. Τολμά κανένας, εκεί
πέρα, να τον πειράξει;
Αυτές ήσαν οι απόψεις μας για όσα ακούγαμε
να λένε οι μεγάλοι, αλλά και πάλι δεν
μπορούσαμε να μη παραδεχτούμε ότι «κάτι γινόταν»
στη Ρωσία κι ότι ο τσάρος
ίσως δεν θα την περνούσε και πολύ καλά, αφού
πριν από λίγους μήνες είδαμε
κι όλας ν' αλλάζουν
ξαφνικά τα ρούβλια που είχαν επάνω το κεφάλι του και να κυκλοφορούνε άλλα —δίχως τσάρο— που τα λέγανε «Κερένσκυ».
—Επομένως;
—Λέτε να είναι αλήθεια
όλ' αυτά;
—Αλήθεια ‐ ψέματα, πάντως κάτι γίνεται στη Ρωσία.
Ω, δεν χωρούσε αμφιβολία,, ότι κάτι γινόταν στη Ρωσία, αφού κι
εδώ ακόμα σε μας,
αρχίσαμε να βλέπουμε μερικά πολύ περίεργα συμπτώματα στους Ρώσους στρατιώτες,
που δεν είχαν πια την αυστηρή και
περιποιημένη
εμφάνιση που ξέραμε κι ούτε
δείχναν σεβασμό μπροστά στους ανωτέρους τους.
Πέρναγε, έξαφνα, ο αξιωματικός τους κι οι
στρατιώτες συνέχιζαν τις ζωηρές τους συζητήσεις χωρίς να του δίνουν σημασία.
Μπουλούκια ‐ μπουλούκια μαζευόντουσαν οι στρατιώτες, αλλά τώρα δεν ήσαν πια
κεφάτοι όπως άλλοτε, ούτε τραγουδούσαν,
ούτε
χόρευαν, παρά δείχναν ταραγμένοι και ανήσυχοι
και όλο συζητούσαν,
πότε χαμηλά
και πότε ζωηρά και καυγατζίδικα. Ήταν
μια
γενική
νευρικότητα ανάμεσά τους και μια πολύ μεγάλη ακαταστασία, που άλλαζε εντελώς την
εικόνα του πειθαρχημένου στρατού που είχαμε γνωρίσει και βλέπαμε από πολύ κοντά επί
τόσους και τόσους μήνες.
Κάπου ‐ κάπου αρχίσαμε ν' ακούμε και μια καινούργια λέξη τους:
—Ταβάρις|!
Τόσο καιρό είχαμε μάθει όλες τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν για να φωνάζωνται μεταξύ τους, αλλά την λέξη «ταβάρις» δεν την είχαμε ακούσει, γι' αυτό και μας έκανε εντύπωση ο
καινούργιος τούτος τρόπος της προσφώνησης, πολύ περισσότερο όταν, ρωτώντας, μάθαμε
ότι «ταβάρις» σημαίνει «σύντροφος».
Η αλλαγή φαινόταν ακόμα εντονότερη στο εσωτερικό του μεγάλου σπιτιού των Ρώσων
στρατιωτών, όπου
δεν
φύλαγε
ο
σκοπός όπως και πρώτα κι όπου μπαινοβγαίναμε ελεύθερα τώρα πια, οποιαδήποτε
ώρα, ακόμα και αργά το βράδυ, χωρίς κανένας να μας δίνη σημασία.
Άλλοτε οι στρατιώτες ήσαν όλο απασχολημένοι, πότε με την πάστρα των θαλάμων, πότε με το γρασάρισμα
και το γυάλισμα των όπλων τους, αλλά τώρα κανένας δεν φρόντιζε για τέτοιες
νοικοκυροσύνες. Άστρωτα μέναν τα κρεβάτια τους και τα ντουφέκια τους απείραχτα
κρεμόντουσαν στους τοίχους. Κανένας δεν μας μίλαγε γιατί όσοι δεν ήσαν απορροφημένοι απ' τις ατέλειωτες εκείνες συζητήσεις τους, φτιάχναν
δέματα, τύλιγαν, δέναν πράματα σαν
άνθρωποι που ετοιμάζονται για ταξίδι.
Και
κάτι πιο απίστευτο: Οι εικόνες της τσαρικής οικογένειας που βλέπαμε άλλοτε στους
τοίχους, τώρα ήταν μουντζουρωμένες ή σκισμένες.
—Τρελάθηκαν οι
Ρώσοι,
λέγαμε. Νάτο
που ρίξανε τον τσάρο
τους κι ίσως μάλιστα, ετοιμάζονται να τα παρατήσουν όλα και να φύγουν.
—Λέτε;
—Όλο πακέτα φτιάχνουν, δεν τους βλέπετε;
Λίγο
πιο πριν, όμως,
από τούτη την περίεργη
κατάσταση ο ρούσικος
στόλος
συνέχιζε ακόμα τους βομβαρδισμούς στα παράλια του Πόντου και μια μέρα μας έφερε χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες απ' την Ορδού, όπου φαίνεται ότι
είχε γίνει
πολύ
μεγάλο
κακό. Είχε
βγει
μάλιστα κι ένα τραγούδι για τα παθήματα των Ορδουλήδων:
Ήταν Αυγούστου ένδεκα
Παρασκευή ημέρα
που η Ορδού εκαίετο
με τόπια στον αέρα.
Αξέχαστη μου μένει η αλληλεγγύη που έδειξε
ο
πληθυσμός της πόλης
μας προς τους πρόσφυγες εκείνους —δεν έμεινε σπίτι ελληνικό που να μη φιλοξενήσει μερικούς ή κι ολόκληρες οικογένειες.
Πήραμε κι εμείς στο σπίτι μας μια οικογένεια κι ακούαμε
απορημένοι να μας λένε για τα βάσανα που είχαν τραβήξει και για το πώς τους πήρε ο
στόλος, αλλά
δεν
θυμάμαι τίποτ'
άλλο απ' όλη
εκείνη την
ιστορία, εκτός απ' τους
παραπάνω στίχους που σώθηκαν ατόφιοι
στο μυαλό μου.
Οι
στίχοι και τα τραγούδια
σώζονται καλύτερα στη μνήμη, όπως και μερικοί άλλοι που τραγουδούσαμε τα παιδιά του σχολείου
σε άλλη περίπτωση, όταν,
οργανωμένοι σε
χορωδία με όργανα, βγαίναμε την Πρωτοχρονιά, γυρνούσαμε στα σπίτια και ψέλναμε για να μαζέψουμε χρήματα για τους πρόσφυγες, που κατέβαιναν
τσούρμα απ' τα χωριά και
πλημμυρίζανε την Τραπεζούντα:
Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά πολύχρονοι να ζείτε
μα και τ' αδέλφια τα φτωχά να μη τα λησμονείτε.
Π' αφήσανε τα σπίτια τους την πατρική τους χώρα
κι άλλοι στον δρόμο πέθαναν
κι άλλοι πεθαίνουν τώρα.
Τα ρούβλια προσφερόντουσαν με αφθονία, και μαζί με τ' άλλα που δίναν οι πλούσιοι στην «Φιλόπτωχο Αδελφότητα», λειτουργούσαν τα συσσίτια όπου βρίσκαν ζεστό φαγητό
όλοι οι
κατατρεγμένοι που ζητούσαν άσυλο στην πόλη μας.
Ο ρούσικος στρατός μας έφευγε βιαστικά. Άδειασε το σπίτι όπου μέναν οι Ρώσοι στρατιώτες, πάει ο φίλος μας ο Βάνιας, πάει ο
Γκρηγκόρη, πάει ο Φέντιας με το ακκορντεόν—ο
γελαστός— πάει ο Νικολάι
ο ανοιχτοχέρης, που άλλοτε μας πρόσφερνε κβας, άλλοτε γαλέτες κι άλλοτε μας προσκαλούσε να φάμε πορτς από την καραβάνα του κι ήταν μεγάλη
του απόλαυση να μας ακούη να τραγουδάμε στραβά τα ρούσικα τραγούδια, με
μπουρδουκλωμένα λόγια ακαταλαβίστικα, έτσι όπως τάπαιρνε τ' αφτί μας:
Αχ Γιάπλουσκα τα κουτά χότσισα μαΐ μάμουσκα τα ζαμουσχίτσισα.
Τις τελευταίες μέρες, καθώς ετοίμαζε τα πράματά
του, μη έχοντας τι άλλο δώρο να μας κάνει
για να τον θυμόμαστε, μας ρωτούσε αν θέλαμε να μας χαρίσει δυο χειροβομβίδες που του περισσεύανε και που θα του ήσαν βάρος στο ταξίδι.
Τις χειροβομβίδες
δεν τις πήραμε,
αλλά
μαζέψαμε άλλα πολύ ωραία δώρα απ'
τους άλλους, καψούλια από χειροβομβίδες, σφαίρες με τις θήκες τους —πέντε η κάθε μια— ξιφολόγχες και πολλές μικρές θερμάστρες, ατομικές
των στρατιωτών, που είχαν το σχήμα
κλεφτοφάναρου —χωρίς τον φακό— και μέσα ένα ειδικό κάρβουνο, σαν στήλη ηλεκτρικού, το άναβες, έκλεινες το καπάκι, έβαζες την σομπίτσα στην τσέπη σου και σε
ζέσταινε ωραία ‐ ωραία.
Μαζέψαμε επίσης και πολλές δυναμίτες —μεγάλη ποικιλία— άλλες μοιάζαν με μακριά λουκούμια, έκοβες από την άκρη μια σταλίτσα, την χτυπούσες με την πέτρα κι έσκαζε, άλλες ήταν σαν μακρύ ξερό σπαγέτο που μόλις το άναβες από τη μια του άκρη και το έσφιγγες στο χώμα, έκανε φσσσς κι έφευγε στον αέρα σαν τρελλό, κι άλλες πάλι ήσαν μικρές, σκληρές λουριδίτσες κόκκινες, που παίρναν εύκολα φωτιά και βγάζαν πολύ ωραίο φως.
Πολλά παιδιά την εποχή εκείνη γέμισαν με τέτοια όμορφα δώρα, που παρουσίαζαν μάλιστα εκπλήξεις, γιατί μερικά, θέλοντας να προκαλέσουν λίγο πιο δυνατό κρότο με το λουκουμάκι, βάζαν μια σταλίτσα παραπάνω και πάνε τα δάχτυλά τους!
Μαζέψαμε επίσης και πολλές δυναμίτες —μεγάλη ποικιλία— άλλες μοιάζαν με μακριά λουκούμια, έκοβες από την άκρη μια σταλίτσα, την χτυπούσες με την πέτρα κι έσκαζε, άλλες ήταν σαν μακρύ ξερό σπαγέτο που μόλις το άναβες από τη μια του άκρη και το έσφιγγες στο χώμα, έκανε φσσσς κι έφευγε στον αέρα σαν τρελλό, κι άλλες πάλι ήσαν μικρές, σκληρές λουριδίτσες κόκκινες, που παίρναν εύκολα φωτιά και βγάζαν πολύ ωραίο φως.
Πολλά παιδιά την εποχή εκείνη γέμισαν με τέτοια όμορφα δώρα, που παρουσίαζαν μάλιστα εκπλήξεις, γιατί μερικά, θέλοντας να προκαλέσουν λίγο πιο δυνατό κρότο με το λουκουμάκι, βάζαν μια σταλίτσα παραπάνω και πάνε τα δάχτυλά τους!
Φύγαν οι στρατιώτες από το ένα σπίτι, φύγαν κι οι αξιωματικοί που μέναν στο πλαϊνό κι εκείνες
οι όμορφες «σιστρίτσες» του Ερυθρού Σταυρού, η Τάνια η ξανθιά και η Κατούσκα η
μελαχρινή, με τα μεγάλα μαύρα μάτια, που όταν φορούσε
την χιονάτη καλύπτρα
στο κεφάλι, μας φαινόταν σαν οπτασία
υπερκόσμια. Μια φορά μου είχε χαϊδέψει το μάγουλο με το
κάτασπρο χεράκι της κι έχασα τον ύπνο μου για μια εβδομάδα.
Όσο
λιγόστευαν οι Ρώσοι μέσα στην πόλη —φεύγανε κάθε μέρα— τόσο ανήσυχη γινόταν
η ατμόσφαιρα κι άρχιζε να γεμίζει
με αγωνία. Τι θα γινόταν τώρα; Θα ξαναρχόντουσαν
οι Τούρκοι! Πολύς κόσμος ξεσηκώθηκε κι ετοιμαζότανε να φύγει για το Βατούμ ή για το Κερτς
—ο Καύκασος ήταν κοντά κι απέναντί μας η Κριμαία— αλλά οι πιο νέοι και θαρραλέοι
μιλούσαν για αντίσταση και άμυνα. Στο σπίτι που άδειασαν οι Ρώσοι στρατιώτες ήρθαν για
λίγες μέρες κάτι φασαριόζικοι
«Καρσλήδες» —Έλληνες στρατιώτες απ' το Καρς, που υπηρετούσαν στον ρούσικο στρατό— κι αυτοί ήταν
πολύ
μαχητικοί και δεν θέλαν με
κανένα τρόπο να φύγουν απ' την Τραπεζούντα και ν' αφήσουν ανυπεράσπιστο τον
πληθυσμό στα χέρια των Τουρκαλάδων. Γυρνούσαν στην πόλη αρματωμένοι με σταυρωτά φυσεκλίκια και τα όπλα τους στον ώμο, μιλούσαν
πολύ βαριά ποντιακά
και απειλούσαν ότι
θα εξοντώσουν στο λεπτό τον κάθε Τούρκο που θα τολμούσε να ζυγώσει με διαθέσεις εχθρικές:
—Μη φοάστεν! Μη φοάστεν!
Εμείς αδά θα μένομε, με τ' εσάς!
Να μη φοβόμαστε μας λέγαν, αλλά μια κουβέντα ήταν αυτό. Παράλληλα, ωστόσο, ήσαν
ξεσηκωμένοι κι οι άλλοι νέοι Πόντιοι, που οργάνωσαν, μάλιστα, στα γρήγορα αντάρτικο
σώμα που θάπιανε το Ποζ Τεπέ για να μην επιτρέψει
στους Τούρκους —τουλάχιστον τους τσέτες— να μπουν στην πόλη.
Οι Ρώσοι είχαν αφήσει εκεί επάνω απείραχτα
τα μεγάλα τους κανόνια γιατί
δεν είχαν ίσως όρεξη να τα κουβαλούν
μαζί τους, τώρα που ο πόλεμος τελείωσε γι' αυτούς.
Πώς
βρέθηκα επάνω στον Ποζ Τεπέ, γεμάτος θαυμασμό και σαστιμάρα μπροστά, σ' εκείνο το πελώριο κανόνι; Δεν το θυμάμαι.
Θυμάμαι όμως πολύ καλά, ότι με είχε πάρει μαζί του
στον οχυρωμένο λόφο ο Θόδωρος Μοιρόπουλος. Πούθε ανεβήκαμε εκεί και με
ποιο
μέσον;
Δεν το θυμάμαι, θυμάμαι, όμως, πολύ καλά, ότι ήταν δειλινό σαν φτάσαμε και καθώς έγερνε να βασιλέψει ο ήλιος, χρύσωνε τα δέντρα κι έδινε τόνους περίεργους στο μυστηριακό εκείνο τοπίο του απότομου λόφου, απ' όπου πρόβαλλαν τα θεόρατα ρούσικα κανόνια, με τις μπούκες προς το πέλαγος.
Δεν το θυμάμαι, θυμάμαι, όμως, πολύ καλά, ότι ήταν δειλινό σαν φτάσαμε και καθώς έγερνε να βασιλέψει ο ήλιος, χρύσωνε τα δέντρα κι έδινε τόνους περίεργους στο μυστηριακό εκείνο τοπίο του απότομου λόφου, απ' όπου πρόβαλλαν τα θεόρατα ρούσικα κανόνια, με τις μπούκες προς το πέλαγος.
Η μνήμη είναι σαν ένα στυπόχαρτο
που ό,τι έχει απορροφήσει το κρατά, δεν είναι σαν τη
φωτογραφία που τ' αποτυπώνει
όλα.
Τις εικόνες, όμως, που έχει απορροφήσει —όπως το μελάνι—
τίποτα δεν τις σβήνει, κι αυτές είναι
οι πιο σπουδαίες, που μένουν αποτυπωμένες στη θύμιση του ανθρώπου και συνθέτουν το μαγικό βιβλίο της παιδικής ζωής του. Τα κενά,
τ' άσπρα σημεία, είναι οι λεπτομέρειες ή τ' ασήμαντα περιστατικά της καθημερινής
ζωής
που στέγνωσαν προτού τ' αγγίξει
το στυπόχαρτο.
Ο Θόδωρος
Μοιρόπουλος ήταν της παρέας των «μεγάλων» που θα είχαν τουλάχιστον δέκα χρόνια διαφορά από μας, με δικές τους διαφορετικές δραστηριότητες και μας
χρησιμοποιούσαν εμάς τους μικρούς,
καμιά φορά, για κολαούζους. Είχαν τελειώσει εκείνοι
πριν από χρόνια το Γυμνάσιο, οργάνωναν
συλλόγους, είχαν φτιάξει γυμναστήριο με πολλά
όργανα και παίζαν και φουτ μπωλ.
Ανήκε σε οικογένεια της παλιάς Ελλάδας
που είχε φύγει πριν από τον πόλεμο για την Αθήνα
κι έχοντας μείνει αποκλεισμένος στην Τραπεζούντα, κρατούσε το εμπορικό
κατάστημα του πατέρα του κι αποτελούσε
ηγετικό στοιχείο
της συντροφιάς των μεγάλων στις κάθε
είδους... φιλοπρόοδες κι εκπολιτιστικές εξορμήσεις προς
όλους
τους τομείς δραστηριότητας. Με την οικογένεια Μοιροπούλου συνδεόμαστε από παλιά κι ο Θόδωρος με πήρε, κατά κάποιο τρόπο, υπό την προστασία και την καθοδήγησή του... στα έργα τα πολεμικά.
Είχε ένα πολύ ωραίο πιστόλι κι ένα πελώριο μάουζερ που το θαύμαζα πολύ και γι' αυτό με φώναζε καμιά φορά όταν ήθελε να ρίξει, όπως συνήθιζε, απ' το παράθυρό του προς την θάλασσα. Ήταν ένα παλιό, βαρύ όπλο κι έπαιρνε εννιά σφαίρες που τις έβαζε κανένας μία ‐ μία στο άνοιγμα του κλείστρου και γλιστρούσαν σ' ευθεία γραμμή κάτω απ' την κάννη.
Βροντούσε φοβερά και κλωτσούσε μόλις έριχνε κι έκανα χάζι τις χοντρές μολυβένιες σφαίρες που πέφταν στην γαλάζια θάλασσα, κάνοντας άσπρες πιτσιλιές. Το περίεργο ήταν, ότι η κάθε σφαίρα έπεφτε και κοντύτερα —κουραζόταν, φαίνεται, το γέρικο όπλο— ώστε δεν μπορούσε ποτέ να είναι κανείς σίγουρος που θάπεφτε η τελευταία.
Είχε ένα πολύ ωραίο πιστόλι κι ένα πελώριο μάουζερ που το θαύμαζα πολύ και γι' αυτό με φώναζε καμιά φορά όταν ήθελε να ρίξει, όπως συνήθιζε, απ' το παράθυρό του προς την θάλασσα. Ήταν ένα παλιό, βαρύ όπλο κι έπαιρνε εννιά σφαίρες που τις έβαζε κανένας μία ‐ μία στο άνοιγμα του κλείστρου και γλιστρούσαν σ' ευθεία γραμμή κάτω απ' την κάννη.
Βροντούσε φοβερά και κλωτσούσε μόλις έριχνε κι έκανα χάζι τις χοντρές μολυβένιες σφαίρες που πέφταν στην γαλάζια θάλασσα, κάνοντας άσπρες πιτσιλιές. Το περίεργο ήταν, ότι η κάθε σφαίρα έπεφτε και κοντύτερα —κουραζόταν, φαίνεται, το γέρικο όπλο— ώστε δεν μπορούσε ποτέ να είναι κανείς σίγουρος που θάπεφτε η τελευταία.
Με το όπλο τούτο στο χέρι μου είχε πει:
—Έλα!
—Για που; τον ρώτησα.
—Στον Ποζ Τεπέ. Πάμε για να πάρουμε τα κανόνια! Μας χρειάζονται
για να κρατήσουμε μακριά τους Τούρκους.
Δεν
είχα διαβάσει ακόμα
την ιστορία του Δον Κιχώτη και του
Σάντσου. Αν είχα διαβάσει τον
Θερβάντες ίσως θα βοηθιόμουν να σχηματίσω κάπως διαφορετική εικόνα της ηρωικής δυάδας — μπροστά ο Θόδωρος, πίσω εγώ— κατά το ξεκίνημά μας προς τον Ποζ Τεπέ.
Μπορεί όμως, και νάταν άδικη η εικόνα γιατί στον λόφο εκείνο δεν υπήρχαν ανεμόμυλοι και η εξόρμηση δεν ήταν μόνο δική μας, αλλά πολλών ψυχωμένων
παλικαριών της Τραπεζούντας, που τόλεγε η καρδούλα τους.
Ω, τι συγκίνηση
μπροστά σ' εκείνο το κανόνι! Ήταν πελώριο, μακρύ, αγριωπό κι είχε το
στόμα του ορθάνοιχτο αγνάντια στη θάλασσα, έτοιμο να βροντήξει αν κανένας αποφάσιζε να μας πειράξει. Αμ δε, που θα το αποφάσιζε
κανείς! Πάρα πέρα ήταν κι άλλο κανόνι,
πελώριο κι αυτό, αγριωπό και γύρω ‐ τριγύρω φέρναν βόλτα τα παιδιά της Τραπεζούντας,
ζωσμένα τα φυσεκλίκια. Ήταν σαν ένα όνειρο υπέροχο εκείνο το δειλινό στον Ποζ Τεπέ με τα πυροβολεία και τους πυροβολητές και τους σκοπούς
και τους παράξενους εκείνους αρματωμένους στρατιώτες που κυκλοφορούσαν
σοβαροί κι άλλαζαν μόνο λιγοστές κουβέντες μεταξύ τους.
Κάτω απλωνόταν ανήσυχη η Τραπεζούντα με τα μεγάλα ωραία σπίτια, που κατέβαιναν ως τη θάλασσα. Κάπου προς τα εκεί θα ήταν το «Φροντιστήριό» μας, εκεί το μεϊτάνι με τα πλατάνια,
οι μιναρέδες που λογχίζαν τον
αέρα, τα καμπαναριά και οι
τρούλοι
των
εκκλησιών με τους σταυρούς,
κάπου προς τα εδώ θα ήταν και τ' ωραίο σπίτι του Θεοφύλακτου με τον μεγάλο αετό στην ψηλότερη τρουλωτή
κορφή του. Προς το Ντερμέν
Ντερέ θα ήταν μαζεμένος ο κόσμος για να μπει στα καράβια και να φύγει στη Ρωσία — μα γιατί; Δεν είμαστε εμείς εδώ με τα υπέροχα
τούτα και περήφανα κανόνια, να τον
προστατέψουμε;
Ηρωικές σελίδες μαχών φούντωναν
στο μυαλό μου κι έλεγα, πούντους,
λοιπόν, τους Τούρκους τσέτες, να τους εξοντώσουμε, γιατί δεν ξεμυτίζουν από πουθενά, γιατί δεν
φαίνονται; Όταν, όμως, νύχτωσε και κουράστηκα απ' τους οίστρους μου, μια κρύα σκέψη
με πάγωσε απότομα:
—Κι αν έλθουν απόψε; Αν φανούν οι τσέτες;
Δεν ήταν δα καθόλου απίθανο! Απ' τη στιγμή που το αναθεματισμένο εκείνο ερωτηματικό τρύπωσε στο μυαλό μου, έπεσε όλος μου ο πυρετός της γενναιότητας και σκεφτόμουν, μα
τι κουταμάρα ήταν αυτή, ν' αφήσω
τ'
ωραίο μου
το
σπιτάκι και
νάρθω εκεί πάνω!
Ανήσυχος, με διαρκώς επιτεινόμενη αγωνία, παράτησα
το απαίσιο εκείνο κανόνι κι έτρεξα
να βρω τον Θόδωρο. Τον ανακάλυψα σ' ένα είδος σκηνής —θυμάμαι—
που
μιλούσε με άλλους αρματωμένους. Τον φώναξα και του είπα χαμηλόφωνα:
—Νύχτωσε, Θόδωρε. Πότε θα φύγουμε;
—Να φύγουμε; Πώς θα
φύγουμε; Εδώ θα κοιμηθούμε.
—Εδώ επάνω;
—Εμ που αλλού; Δεν ήρθαμε για εκδρομή. Για δουλειά ανεβήκαμε εδώ.
Ωραία δουλειά,
μα την αλήθεια! Ώρες ολόκληρες έκανα να κλείσω μάτι εκείνη τη νύχτα και πέρασαν από το μυαλό μου όλων των ειδών οι θάνατοι. Ας είναι ευλογημένος,
όμως, ο Μορφέας που έρχεται
και τα γαληνεύει όλα...
Δεν είχε
χαράξει ακόμα,
όταν με ξύπνησαν φωνές. Ανοίγοντας τα μάτια
μου είδα ότι βρισκόμουν σε μια σκηνή, ανάμεσα σε όπλα και σε κασόνια πυρομαχικά. Έξω υπήρχαν άλλα
κασόνια και γύρω ‐ τριγύρω φέρναν βόλτες μερικοί αρματωμένοι —άλλοι μόλις είχαν
ξυπνήσει και πλενόντουσαν, άλλοι περιποιόντουσαν
τα όπλα τους και άλλοι συζητούσαν ζωηρά.
Έπρεπε κάποια δουλειά να
κάνω
κι εγώ, αλλά ούτε δουλειά
υπήρχε, ούτε και ζήλος. Ο ήλιος
χρύσωνε τώρα το πέλαγος
και κάτω απ' τα πόδια μας την πόλη —ήταν ένα απέραντο πανόραμα— πλήθος πουλιά πιάσαν το μεροκάματο καθώς ξυπνούσαν ξεκούραστα, άλλα κρυμμένα
μέσα στις φυλλωσιές κι άλλα να λούζονται στην πρωινή δροσιά,
σπαθίζοντας τον αέρα
με χρυσές φτερούγες.
Κατσούφικα
κι άκεφα ήσαν μόνο τα κανόνια και βλέποντας τις μπούκες τους ορθάνοιχτες, έλεγες ότι χασμουριούνται αγουροξυπνημένα. Πέρα προς τα
βουνά —πίσω από τον λόφο—
χρύσωνε ο ήλιος τις δασωμένες
τις
κορφές και τις πλαγιές κι ήταν κι από εκεί η άποψη
πανώρια, με την χαρά του πράσινου —όρεξη μόνο νάχες για φυσιολατρεία. Δεν ήταν,
όμως, πάρα πολύ κατάλληλη
η ώρα για φυσιολατρικές εξάρσεις, επειδή από κείθε παραμόνευε
η απειλή. Αν τύχει και προβάλλανε οι τσέτες, απ' τα βουνά
εκείνα θα ροβολούσαν σίγουρα κι από τα γραφικά τους μονοπάτια θα μας στέλναν τα πρώτα χαιρετίσματα με ντουφεκιές.
Όχι, δεν ήταν καθόλου ευχάριστα από κει.
Καθώς περνούσε η ώρα μια αναταραχή άρχισε και ζωήρευε ολούθε στο παράξενο
στρατόπεδο. Μερικοί από τους αρματωμένους χειρονομούσαν
ζωηρά και φώναζαν:
—Όχι, κι φεύομε!
—Ας λέει ο δεσπότ'ς!
—Εμείς θα πολεμούμεν!
Δεν
ήθελαν να φύγουν κι ας έλεγε ό,τι ήθελε ο δεσπότης! Εκείνοι ήσαν αποφασισμένοι
να μείνουν εκεί, στις επάλξεις, και να πολεμήσουν. Απ' τις κουβέντες τους έβγαινε
καθαρά, ότι είχε έλθει διαταγή από
την Μητρόπολη,
που
δεν άρεσε καθόλου σ' αυτούς που φώναζαν.
Ήταν φανερό, ότι ο μητροπολίτης Χρύσανθος —η μόνη εξουσία, τώρα, μέσα στην Τραπεζούντα— δεν έκρινε πια σκόπιμη την ένοπλη αντίσταση στους Τούρκους. Ο Χρύσανθος ήταν ένα πρόσωπο τεράστιου κύρους. Απ' τα κανόνια και τα τουφέκια των εθελοντών προτιμούσε τώρα την δική του διπλωματία που είναι αλήθεια ότι στάθηκε πολύ πιο χρήσιμη και αποτελεσματική για την περίσταση.
Ήταν φανερό, ότι ο μητροπολίτης Χρύσανθος —η μόνη εξουσία, τώρα, μέσα στην Τραπεζούντα— δεν έκρινε πια σκόπιμη την ένοπλη αντίσταση στους Τούρκους. Ο Χρύσανθος ήταν ένα πρόσωπο τεράστιου κύρους. Απ' τα κανόνια και τα τουφέκια των εθελοντών προτιμούσε τώρα την δική του διπλωματία που είναι αλήθεια ότι στάθηκε πολύ πιο χρήσιμη και αποτελεσματική για την περίσταση.
Αν ο Δον Κιχώτης ήταν
κατσούφης όταν
κατεβαίναμε απ'
το
Ποζ Τεπέ
—ανήκε στους φιλοπόλεμους και αδιάλλακτους ο Θόδωρος— όμως ο μικρός Σάντσος προχωρούσε κατευχαριστημένος
στο πλευρό του.
—Κρίμα, κρίμα, μου έλεγε ο Θόδωρος, θα δίναμε μια καλή μάχη εκεί
επάνω.
Εμένα, όμως, με είχε πιάσει μια
εξαιρετική λατρεία για
τον μητροπολίτη Χρύσανθο κι
επανελάμβανα από μέσα
μου το... πολυχρόνιό
του, που
ψέλναμε κάθε
Κυριακή στην εκκλησία: «Χρυσάνθου
του
σεβασμιωτάτου και θεοπροβλήτου μητροπολίτου, της αγιωτάτης μητροπόλεως Τραπεζούντος, Υπερτίμου και Εξάρχου πάσης
Λαζικής και
τον τόπον επέχοντος του Καισαρείας
Καππαδοκίας, ημών δε πατρός και ιεράρχου, πολλά τα έτη!...».
—Τι κάνεις; Ψέλνεις;
—Μπα, έτσι... για να περάσει η ώρα.
—Σε αποβλάκωσε, καημένε, εκείνος ο
Τσιράχ!
Σαν τελείωσε
ο μακρύς δρόμος και μπήκαμε στην πόλη, ένοιωσα αμέσως
ολούθε μια ζωηρή
ατμόσφαιρα ανησυχίας. Ο κόσμος ήταν αναστατωμένος και
πολλοί
ξεσηκωμένοι
για
φευγιό. Όσο περνούσαν, μάλιστα, οι μέρες, τόσο
μεγάλωνε η ανησυχία και γινόταν αγωνία.
Γύρισε η ρόδα της μοίρας που δούλευε τώρα ανάποδα για
τους Ρωμιούς. Πριν από ενάμισυ περίπου χρόνο, ήσαν οι Τούρκοι
που μπαίναν στα καΐκια και φεύγαν προς τα δυτικά
της θάλασσας. Τώρα οι Τούρκοι ετοιμαζόντουσαν να ξαναμπούνε
στα καΐκια και να γυρίσουνε στα σπίτια τους, ενώ οι Ρωμιοί —ένα μέρος του πληθυσμού—
άφηναν τα δικά τους κι έφευγαν ανατολικά.
Στα
γρήγορα ετοιμάστηκε κι
ο Θόδωρος, έδεσε όσα πράματα
μπορούσε για το ταξίδι, έχοντας σκοπό να φτάσει στη Ρωσία κι από κει, όταν θα μπορούσε, να κατέβη στην Ελλάδα για να συναντήσει την οικογένειά
του
στην Αθήνα. Με πήρε μαζί του πάλι για να τον
βοηθήσω και νάμαστε τώρα πέρα προς το Ντερμέν Ντερέ, σε μια αποβάθρα πολύ μακριά, έξω από την πόλη.
Κόσμος και κακό εκεί, βουνά οι αποσκευές, τα δέματα, οι βαλίτσες, φωνές, ανησυχία,
άντρες, γυναίκες και μωρά να περιμένουν για να στριμωχτούνε στο καράβι. Ανάμεσά τους και Ρώσοι στρατιώτες —σε κατάσταση, όμως, αλητείας τώρα, αφού ο στρατός τους είχε
διαλυθεί— μοιάζαν περισσότερο με
κακοποιούς παρά με στρατιώτες.
Ώρες αναμονή, ώρες αγωνία και κάποτε, επί τέλους, έφυγε ο Θόδωρος.
Παράξενες ήσαν οι μέρες που ακολούθησαν
μέχρι που να μπει ο Τούρκικος στρατός
στην πόλη και ν' αποκατασταθούνε οι αρχές. Αστυνομία δεν υπήρχε, κράτος δεν υπήρχε, μόνο η
εξουσία του μητροπολίτη Χρύσανθου, που έκανε συστάσεις προς τον πληθυσμό να μη φοβάται και να κρατά την ψυχραιμία του, τις δύσκολες εκείνες ώρες.
Αν για τους μεγάλους
οι
μέρες εκείνες ήσαν γεμάτες αγωνία,
σε μας τους μικρούς, όμως,
πρόσφεραν ευκαιρίες για νέες δραστηριότητες
και πολλά απρόοπτα. Ένα από τα απρόοπτα
ήταν, ότι την εποχή εκείνη όχι μονάχα έμαθα ιππασία, αλλά είχα και στη διάθεσή μου όσα
άλογα ήθελα!
Την ικανότητα
του ιππέα την απέκτησα κάτω από
τις
εξής
συνθήκες: Ένα πρωινό,
βγαίνοντας από το σπίτι μου,
είδα
απορημένος
έξω
από
την πόρτα
μου
ένα
άλογο.
Στεκόταν μόνο του, δίχως σέλα, δίχως αναβάτη
και φαινόταν σαν να τάχει χαμένα.
—Βρε, ένα άλογο!
Το ζύγωσα,
το χάιδεψα κι εκείνο στεκότανε, καλόβολο, χωρίς καμιά αντίδραση.
—Τίνος να είναι;
Ως που να βρω όμως τίνος ήταν, να κι ένα άλλο άλογο που ερχόταν
από πέρα κι ύστερα κι άλλα άλογα, τρία, τέσσερα μαζί. Ένα από δαύτα είχε σταματήσει σ' ένα τηλεγραφόξυλο
και το γρατσούνιζε με τα δόντια του σαν νάθελε να το φάει. Τ' άλλα προχωρούσαν ήσυχα στον
δρόμο, κοιτάζοντας απορημένα, όπως κι ο
κόσμος τα κοίταζε απορημένος:
—Βρε, πόσα άλογα!
Άφησα το δικό μου και πήγα να δω τ' άλλα —έφυγε
το
καημένο— κι όταν έφτασαν τα
πολλά, πήρανε δρόμο όλα μαζί τρεχάλα, κι ενώ προσπαθούσαμε να καταλάβουμε πούθε
ερχόντουσαν όλα εκείνα τ' άλογα, να κι ένα άλλο τσούρμο που ερχότανε καλπάζοντας από πέρα και παιδιά που τα κυνηγούσαν από πίσω με μεγάλη φασαρία.
Τ' άλογα προσπέρασαν και σταματήσανε λαχανιασμένα τα παιδιά.
—Δεν πήρατε κανένα;
—Τι;
—Άλογο, μωρέ! Δεν βλέπετε; Ένα σωρό!
—Τίνος είναι;
—Κανενός!
—Πώς κανενός;
—Ρούσικα είναι μωρέ! Να, εμείς μαζέψαμε πέντε και τα κρατήσαμε, τάχουμε
δεμένα.
—Δηλαδή, παίρνει
όποιος θέλει;
—Όποιος θέλει.
Δεν υπήρχε, λοιπόν, μυστήριο στην υπόθεση. Οι Ρώσοι, φεύγοντας
άφησαν μαζί με τόσα
άλλα και τ' άλογα του ιππικού τους που τους ήσαν κι αυτά βάρος περιττό.
Τα καημένα τα ζώα μείναν μόνα τους, αμήχανα μέσα στους σταύλους, δίχως λάτρα και σανό. Άνθρωπος
κανένας δεν βρισκότανε να ενδιαφερθεί
για δαύτα, καθένας κοίταζε τον εαυτό του. Αφού είδαν κι απόειδαν κι άρχισε να τα θερίζει
η πείνα, πήρανε τους δρόμους για να βρουν τροφή
κι έτσι η πόλη γέμισε από άλογα αδέσποτα.
Αφού
έτσι ήταν τα πράματα, δεν αργήσαμε καθόλου —η συντροφιά— ν' αποχτήσουμε τ'
άλογά μας, καθένας το δικό του. Ανεβαίνοντας στην πλάτη τους πέφταμε κι αν μας έφευγε τ' άλογο... παίρναμε
άλλο, δεν υπήρχε έλλειψη. Σε δυο ‐ τρεις μέρες ξεθαρρέψαμε εντελώς και ανεβαίναμε
στ'
άλογά μας σαν τέλειοι καβαλάρηδες. Δεν μας ζητούσαν τίποτα, τα
καημένα, λίγο σανό μονάχα κι αυτή την πολυτέλεια την προσφέραμε κατά δύναμη. Για τρέλες και χοροπηδητά και καλπασμούς και τέτοια δεν είχαν όρεξη τ' άλογά μας, ευτυχώς,
επειδή όλα ήσαν αδυνατισμένα.
Έτσι διαμορφώθηκε μια νέα εντελώς κατάσταση,
τουλάχιστον από την άποψη της
κυκλοφορίας μέσα στην πόλη. Δεν είχα πάρει κανένα άλογο, ειδικά να το κρατήσω μόνιμα,
γιατί δεν χρειαζόταν. Έβγαινα το πρωί από το σπίτι μου και περίμενα:
—Άλογο, άλογο; Δεν θα περάσει κανένα άλογο;
Λίγη
υπομονή και νάτο που ερχότανε σε λίγο ή μoνάχο του, ή παρέα με άλλα. Όταν ήσαν
πολλά, διάλεγα το πιο γερό, εκείνο που στεκόταν
καλύτερα στα πόδια του —να μην πέσει
στο δρόμο απ' την πείνα— το καβαλούσα
και
δρόμο. Καβάλα διέσχιζα
τη γειτονιά μου και
πήγαινα στην αγορά ή στο σπίτι κανενός συμμαθητή μου σε άλλη γειτονιά, όπου κατέβαινα και
άφηνα το άλογό μου να πάει στο καλό του. Όταν σε λίγο ήθελα να γυρίσω πίσω,
έβγαινα πάλι στον δρόμο, περίμενα να περάσουν τ' άλογα, εύρισκα ένα του γούστου μου,
το καβαλούσα και δόστου πάλι διέσχιζα τις γειτονιές ή το μεϊτάνι, κατέβαινα
μπροστά στην πόρτα μου και άφηνα το άλογό μου να πάει στο καλό του.
Η
παρέα μας τώρα
ήταν έφιππη και
συναγωνιζόμαστε στις τρεχάλες μ'
άλλους καβαλάρηδες, της ίδιας ηλικίας, βέβαια, με μας, γιατί οι μεγάλοι είχαν τις έγνοιες τους και καμιά
διάθεση για ιππασίες.
Ούτε κι είχε κανείς καμιά διάθεση να γίνει ιδιοκτήτης αλόγων που αύριο ‐ μεθαύριο, μάλιστα, μπορεί να τα ζητούσανε οι Τούρκοι.
Δεν
πιάναμε μπάζα, όμως, εμείς οι μικροί μπροστά στον Δημήτρη τον τρελό που αναδείχτηκε τις παράξενες εκείνες μέρες ο πιο σπουδαίος καβαλάρης από όλους. Κάλπαζε
όλη την
ημέρα
στους
δρόμους
—τρακατράκ, τρακατράκ—
κι
αναστάτωνε τη γειτονιά, ακόμα και στις δυο ή τις τρεις η ώρα το πρωί, ουρλιάζοντας
επάνω στ' άλογά του σε πλήρη καλπασμό:
Από κρότον οργάνων βουίζει
της Γραβιάς το βουνό αντηχεί λάμπουν όπλα χρυσά και λερή
φουστανέλα μαυρίζει!..
Ο τρελός αυτός ήταν ένα νέο παλικάρι
—γερός, καλοφτιαγμένος— που άλλοτε καθόταν κάτω στο γιαλό ολόκληρη τη νύχτα και χτυπούσε με πέτρες τις μεγάλες σημαδούρες
που άφησαν οι Ρώσοι, σαν να ήταν καμπάνες
σε πανηγυρικό ρυθμό δοξολογίας κι
άλλοτε
άρπαζε το άλογο και χυμούσε στις γειτονιές — τρακατράκ,
τρακατράκ— πιστεύοντας ότι ανήκε στο στρατό του Οδυσσέα Ανδρούτσου:
Οδυσσεύς ο ταχύπους ηγείται
του μαχίμου εκείνου χορού
κι εγώ τρέχω μαζί τους... ντουγρού στο καθήκον να φτάσω!
Οι
μικροί διασκεδάζαμε.
Οι μεγάλοι αγωνιούσαν. Όσο για τ' άλογα, είχαν ρημάξει όλα τα τηλεγραφόξυλα της γειτονιάς
μη βρίσκοντας τίποτ' άλλο να φάνε —τα δάγκωναν και τα
ξύναν με τα δόντια τους στη βάση— και μερικά άρχισαν κι όλας να ψοφάνε.
Ένα καΐκι σκίζει τα νερά καθώς το φρέσκο αγέρι του πελάγου του φουσκώνει το πανί.
Σκύβει και χώνεται στο κύμα κι ύστερα ανασηκώνεται ψηλά, γέρνει λίγο από το ένα το πλευρό
κι όλο γλιστρά στα κύματα
και πάει...
Έρημο είναι το πέλαγος —επάνω ο
Αλλάχ, κάτω η θάλασσα, πέρα τα μακρινά αχνά βουνά
και μέσα στο καΐκι ο Μεμέτης, με τα τσανάκια
του, με τα τσουμπλέκια
του,
με την Φατμέ χανούμ και τα κουτσούβελά του. Χαρούμενη
είναι η καρδιά
του που
ξαναγυρνά στην Τραπεζούντα και στ' ωραίο του σπιτάκι, αλλά τράβηξε τόσα και τόσα, ο ζάβαλης,
εκεί στην προσφυγιά, ώστε η ψυχή του δεν
μπορεί
να βρει
κεφάτους
τόνους.
Τούτη
η μεγάλη
λαχτάρα του πολέμου, που στοίχισε πολλά στο μεμλεκέτι και στον ίδιον, μάζεψε πάρα
πολλή πίκρα στην ψυχή του κι από το κατακάθι
της είναι που αναδίνεται το μακρόσουρτο λυπητερό τραγούδι:
Τσανακαλέ ιτσιντέν βουρτουλάρ μπενί ελμετέν μεζαρά κοϊντουλάρ μπενί αμάν, αμάν!..
Παίρνει ο αέρας το τραγούδι του και το κυλά στα κύματα:
Μέσα στο Τσανακαλέ με
χτυπήσανε
πριν να αποθάνω με... εθάψανε
αμάν, αμάν!..
Γελάνε τα γαλάζια κύματα, παφλάζουνε κι αφρίζουν και πλαφ!... τραντάζουν
το καΐκι και ραντίζουν τον Μεμέτη που, όμως, δεν δίνει σημασία παρά κρατά γερά το τιμόνι και τραγουδά, με το μάτι καρφωμένο εκεί στην απεραντοσύνη του πελάγου απ' όπου κάποτε
—ισσσσαλλάχ!— θα προβάλει η αγαπημένη Τραπεζούντα.
Υπέφερε εκεί στην προσφυγιά
ο αγαθός Μεμέτης, αλλά έτσι τα είχε γράψει η μοίρα —
κισμέτ, όγλουμ, τι να γίνει;— τρόμαξε να κρατήσει στη ζωή την μπελαλίδικη Φατμέ χανούμ
και τα κουτσούβελα, αλλά δόξα στον μεγάλο Αλλάχ
πάλι καλά, αφού άλλοι
τραβήξανε πολύ χειρότερα, όπως εκείνος, βάι, βάι, βάι, ο ζάβαλης... άκου να χτυπηθεί μέσ' στο Τσανακαλέ
κι όμως προτού πεθάνει να θαφτεί!
Μέρες γλιστράει το καΐκι κι αναρωτιέται ο
Μεμέτης άραγε να υπάρχει κι όλας η
Τραπεζούντα ή μήπως ο άτιμος Μοσκώφ την έχει κάψει κι άραγε τι να γίνωνται εκείνοι οι άπιστοι
γκιαούρηδες που αστράφτανε τα μάτια τους, οι μπεζεβέγκηδες,
καθώς τον περίμεναν τον κιαφίρη; Άραγε να υπάρχει
το σπιτάκι του κι η γειτονιά του, το συνάφι του — τι νάγινε ο Σουκρή, ο
Ισμαήλ μπέης, ο Χασάνης, ο Χαρόν και ο Σαΐπ εφέντης, ζουν ή μήπως πέθαναν και πάνε;
Ώρες κι ώρες ατελείωτες γλιστράει
το καΐκι κι άξαφνα, να, κάτι ξανοίγει εκεί
κάτω:
—Κούζουμ Φατμέ! —Νε βαρ;
—Τιραμπιζόν, γιάχο!
Κοίτα κούζουμ Φατμέ, ιστέ Τιραμπιζόν, η Τραπεζούντα! Αχνοφαίνεται
στην
αρχή, κι όσο
περνά η ώρα τόσο ξεκαθαρίζει, να τα βουνά της πέρα, να τώρα και ο Ποζ Τεπές και τ'
άσπρα
σπίτια της που κατρακυλάνε μέχρι τη θάλασσα, να και οι περήφανοι μιναρέδες απ' όπου θα ξαναλαλήσει ο μουεζίνης με την
γλυκιά, καμπανιστή φωνή του.
Απείραχτο βρήκε το σπίτι του ο Μεμέτης, απείραχτα τα χωράφια
του,
τα δέντρα του, τις φουντουκιές του —κανένας δεν τα ρήμαξε— όπως
απείραχτα τα βρήκαν όλα οι Σουκρήδες, οι Χασάνηδες, οι Σουλεϊμάνηδες,
τσούρμα ολόκληρα Τουρκαλάδων που γυρνούσαν
απ' την προσφυγιά.
—Χος κελντίν, Μεμέτ αγά.
Καλώς ήλθες,
Μεμέτη. Και:
—Χος μπουλντούκ!
Καλώς σας βρήκαμε. Βρε πώς
τον περιμέναμε
τον Μεμέτη — μαύρα
μάτια, γιάχο, εκάναμε— και δόξα στον Αλλάχ που ξεκουμπιστήκανε
εκείνοι οι χαχόλοι οι Ρώσοι κι η Τραπεζούντα ξαναβρήκε τον καλό μας φίλο και όλους τους αγαπημένους μας φεσάτους αδελφούς, που τόσο τους αποζήταγε ο τόπος!
Το
πιο σπουδαίο, όμως, ήταν, ότι δεν μας ήλθε πίσω,
ευτυχώς, πάρα πολύ αγριεμένος, ούτε ο αδελφός Μεμέτης κι ούτε
οι άλλοι Τούρκοι. Δούλεψε πολύ καλά η διπλωματία
του Χρύσανθου κι έτσι έπεσε το μίσος των Τούρκων για κάμποσο
καιρό κι ο καθένας τους κοιτούσε πώς να ξαναβολευτεί και να ξαναρχίσει — ισσσσαλάχ!— την αλλοτινή χαρούμενη και
ήσυχη ζωή του.
Άλλαξε τώρα μορφή ξανά η πόλη κι άρχισε σιγά ‐ σιγά να ξαναπαίρνει
το παλιό της χρώμα, γέμισαν
οι δρόμοι από φέσια, φερετζέδες, ζαπτιέδες, χαμάληδες, εφέντηδες και οι
καφενέδες στο μεϊτάνι από σεβάσμιους γερο ‐ Τουρκαλάδες,
που
ρουφούσαν αργά και
μερακλίδικα τους καφέδες ή τραβούσαν ηδονικά τους ναργιλέδες. Καλλικέλαδοι ξαναφάνηκαν οι μουεζίνηδες στους μιναρέδες,
ξανάνοιξαν τα τούρκικα
μαγαζιά, κυμάτισαν οι σημαίες με τα μισοφέγγαρα
και να που περνούσε κι ο στρατός τους πέρα στο Ουζούν σοκάκ, με τα τουφέκια στον ώμο —εφ' όπλου λόγχη—
τραγουδώντας:
Ασκελερί, σιγκιλερί
Ικπαλιμίζ, σανλί βατάν.
Κι εμείς τα παιδιά στεκόμαστε στο πεζοδρόμιο και χαζεύαμε, μουρμουρίζοντας τις εντυπώσεις μας απ' το αστείο εκείνο θέαμα των στρατιωτών που ήσαν όλοι τους κουρελήδες, βρώμικοι, πεινασμένοι και αγέρωχοι. Μόνο οι αξιωματικοί,
χοντροί ‐ χοντροί
και μπαφιασμένοι
απ' τα πιλάφια, περνούσαν καμαρωτοί επάνω
στ' άλογά
τους, που
στέναζαν κάτω απ' το βάρος.
Περνούσαμε μια μέρα με τον συμμαθητή μου Πέτρο Παπαδόπουλο απ'
τον μεγάλο δρόμο
των εμπορικών, όταν ακούστηκε η φωνή του ντελάλη, που βροντοφωνούσε
κάποια ανακοίνωση —περίπου έτσι:
—Σήμερα
το απόγευμα, στις τρεις η ώρα, απ' τα κανόνια του Ποζ Τεπέ θα γίνουν ασκήσεις πυροβολικού. Ειδοποιείται ο πληθυσμός να μην ανησυχήσει απ' τους κανονιοβολισμούς και όποιος, μάλιστα, επιθυμεί
μπορεί να κατέβη κάτω στο γιαλό και να παρακολουθήσει τις
οβίδες που θα πέφτουνε στην θάλασσα. Κανένας φόβος δεν υπάρχει,
κανένας να μη
φοβηθεί. Οι κανονιοβολισμοί θα είναι πολύ δυνατοί και θα συνεχισθούν μέχρι που να χτυπηθεί ο στόχος.
Να, λοιπόν,
ένα θέαμα που σίγουρα θα
ήταν πολύ ενδιαφέρον.
—Ακούς, Πέτρο;
—Τι λέει;
—Δεν κατάλαβες;
Λέει
ότι θα βροντήξουν τα κανόνια του Ποζ Τεπέ και θα ρίξουν στο σημάδι. Έρχεσαι στο γιαλό να δούμε;
Ο Πέτρος, όμως, δεν ενδιαφέρθηκε κι
εξ άλλου καθόταν
και μακριά — στον Άγιο Βασίλειο.
Για μένα ήταν διαφορετικά,
γιατί το σπίτι μας ήταν κάτω στο γιαλό.
Κόσμος πολύς είχε κατέβει από νωρίς για ν' απολαύσει το θέαμα εκείνο, που δεν τόβλεπε
δα κάθε
μέρα. Πολλές φορές, φυσικά, είχαμε ακούσει όλοι
μας
κανόνια,
αλλά
πάντα
τρομαγμένοι και πάντα κρυμμένοι
στα υπόγεια — να μια ωραία ευκαιρία να τα χαρούμε,
έτσι εντελώς ακίνδυνα,
γι' απλή μας ψυχαγωγία. Είχαν κατέβει στο γιαλό και πάρα πολλοί Τούρκοι, περήφανοι, μάλιστα, για το μιλέτι τους, που τέτοια όπλα είχε στην διάθεσή του, λάφυρα του κιαφίρ Μοσκώφ!
Εγώ,
βέβαια, που γνώριζα τα κανόνια του Ποζ Τεπέ ήμουν πολύ συγκινημένος και μου φαινόταν
σαν
να είχα κάποια σχέση περισσότερη απ' όλους εκείνους που ήσαν μαζεμένοι εκεί, σαν κάπως συγγενής, να πούμε, των κανονιών ή, έστω, και σαν παλιός
φίλος. Μεγάλη ήταν η ανυπομονησία μου να τ'
ακούσω, επί τέλους, να λαλάνε.
Όλοι κοιτούσαν προς την θάλασσα κι όλοι έδειχναν ένα άσπρο πανί που φάνταζε καθαρά πέρα εκεί, αρκετά μακριά απ' την παραλία.
—Αυτό είναι το σημάδι;
—Αυτό είναι. Εκεί θα πέσουν οι οβίδες.
Το άσπρο εκείνο πανί έμοιαζε με το πανί της βάρκας, αλλά ήταν τετράγωνο
και μεγάλο. Η θάλασσα ήταν ήσυχη, αλλού γαλάζια, αλλού κατάχρυση απ' τις αχτίνες του ήλιου. Κόσμος,
μωρά, παιδιά, σκυλιά, μαζευόντουσαν
όλο
και περισσότερα, εφέντηδες, χαμάληδες κι ο
γιαλός γέμιζε όσο περνούσε η ώρα, πήχτρα.
Λεμονατζήδες, σιμιτζήδες, φουντουκτζήδες, σαλεπιτζήδες, αϊραντζήδες κι άλλοι γυρολόγοι διαλαλούσαν τα εμπορεύματά
τους:
—Αϊράν!
—Φουντούκ, φουντούκ!
—Λιμοναντά του μπουζ γκιπίίίίί!...
Το πράγμα,
δηλαδή, είχε
εξελιχθεί σ' ένα
λαϊκό πανηγύρι με κεντρικό, όμως, θέμα
το πυροβολικό και με συζητήσεις για την βολή και για τον τρόπο που θα πέφταν
οι
οβίδες. Εκείνοι που ήξεραν μας εξηγούσαν, ότι για να βρει τον στόχο ο πυροβολητής
κατ'
αρχήν θα έπρεπε να ρίξει μια οβίδα που θα έπεφτε πέρα απ' τον στόχο, πίσω, ύστερα
άλλη
μια, που θα έπεφτε μπροστά
από τον στόχο.
—Δυο οβίδες;
—Πάντα δυο.
—Γιατί;
—Για
να ζυγίσει την απόσταση
και να κανονίσει έτσι, ώστε η τρίτη οβίδα νταγκ να πέσει απάνω στον στόχο.
Ώστε μια πίσω, μια μπρος;
Έτσι
ήταν, μια πίσω, μια μπρος. Απάνω, λοιπόν, που άλλοι μασουλούσαν
τα
σιμίτια, άλλοι
πίναν τις λεμονάδες ή τραγάνιζαν τα φουντούκια, άλλοι κοιτούσανε τον στόχο κι άλλοι
συζητούσαν, ακούστηκε η πρώτη κανονιά:
—Μπουουουμ!
Έγινε αμέσως ησυχία κι όλων τα μάτια καρφώθηκαν πέρα στο άσπρο πανί, όπου θα
έπεφτε η οβίδα
και θα τίναζε
ψηλά τον
άσπρο αφρό. Αλλά
—πράγμα περίεργο— αφρός
δεν
φαινόταν πουθενά.
—Πούντη;
Κανείς δεν είδε που έπεσε
η οβίδα. Ο κόσμος
στο λεπτό άρχισε
ν' απορεί.
—Την κατάπιε φαίνεται η
θάλασσα και δεν σήκωσε αφρό!
Ύστερα, όμως, από κάμποσα δευτερόλεπτα,
εκεί, στο βάθος του ορίζοντα, πέρα, πολύ
μακριά, κάμποσα μίλια από τον στόχο, φάνηκε
να πηδά μια άσπρη πιτσιλιά, δείχνοντας ότι εκεί έπεσε η οβίδα. Κατσούφιασαν οι Τούρκοι για την ευθυβολία
των πυροβολητών τους, ενώ εμείς αρχίσαμε τα κρυφά χαμόγελα και τις μουρμούρες:
—Μωρέ, πολύ σπουδαία πήγε η πρώτη! Λίγο ακόμα και θάφτανε στην... Κριμαία!
Αφού, όμως, ο κανονισμός έλεγε, ότι η πρώτη θάπεφτε πέρα απ' τον στόχο — δεν πείραζε, θα βλέπαμε
καλά τη δεύτερη, που θάπεφτε κοντύτερα, μπροστά από τον στόχο και θα την απολαμβάναμε καλύτερα.
Κάμποση ώρα περιμέναμε κι απότομα
βρόντηξε πάλι το κανόνι:
—Μπουουουμ!
Κι
ευθύς σχεδόν, αμέσως, μια οβίδα σφύριξε κι έπεσε εκεί μπροστά μας, τινάζοντας μια στήλη νερού ψηλά, λιγοστά μέτρα απ' την παραλία! Φωνές
και τσιρίγματα αντήχησαν αμέσως και όπου φύγει ‐ φύγει
ο κόσμος.
—Αλλάχ, Αλλάχ!
—Θα μας σκοτώσουν!
Τρεχάλα οι εφέντηδες, τρεχάλα οι χαμάληδες,
δρόμο οι λεμονατζήδες και οι σιμιτζήδες, αγριεμένοι και ντροπιασμένοι γι' αυτό το μασκαραλίκι των πυροβολητών, που είχαν κιόλας
βγάλει ντελάλη να μη φοβηθεί ο
κόσμος, πως τάχα δεν υπήρχε κίνδυνος.
—Βάι, βάι, βάι!
—Τ' είναι
τούτο;
—Σικτίρ, ετ!...
Και φύγανε προς τα σπίτια
και
τα
μαγαζιά
τους, άλλοι βλαστημώντας κι άλλοι
πάλι
ρίχνοντας το φταίξιμο στα ρούσικα εκείνα κανόνια που σίγουρα θάχαν κάποιο ελάττωμα
και γι' αυτό παρά λίγο να σκοτώσουν τον κόσμο! Άδειασε αμέσως ο γιαλός κι
όσο για μας αποτραβηχτήκαμε
μακριά, γελώντας με την καρδιά μας για κείνη την ατζαμοσύνη των Τούρκων πυροβολητών που τάχανε
μουσκέψει. Και το πιο νόστιμο ήταν, ότι οι ασκήσεις
δεν είχαν σταματήσει:
—Μπουουουμ!
Κι
όσο πέφταν οι οβίδες και τίναζαν τα νερά, τόσο σκόρπιζαν
την ευθυμία, γιατί άλλη έπεφτε πολλά μίλια στα δεξιά του στόχου κι άλλη πάμπολλα μίλια αριστερά. Έτσι, όταν πια έδυσε ο ήλιος κι έπαψε το κανονίδι, το άσπρο πανί φάνταζε ακόμα
απείραχτο, παρθένο και καθώς το χρύσωναν οι τελευταίες ηλιαχτίδες,
έμοιαζε σαν να χαμογελά προς τις μπούκες
των ταλαίπωρων εκείνων κανονιών,
που είχαν εξευτελισθεί και γελοιοποιηθεί στα χέρια των νέων τους κυρίων.
Χάριτι θεία βρισκόμαστε στο τέλος του σωτηρίου έτους 1918 και μήνα με
τον μήνα,
βδομάδα με την βδομάδα τα πράματα πάνε όλο και πιο καλά κι εμείς καλύτερα. Είναι πια ολοφάνερο ότι ο πόλεμος χάνεται για τους Γερμανούς, ο Κάιζερ γονατίζει
και η Τουρκιά τσακίζεται
μαζί τους, κοντοζυγώνοντας
στο χαμό της. Οι Τούρκοι τα βάφουν μαύρα, μελαγχολούν κι από τα μούτρα τους φεύγει εκείνη η
υπεροπτική τους αγριάδα.
Κατά το τέλος της χρονιάς αυτής
μια μέρα αντιλαλεί στο σχολειό μας η μεγάλη είδηση:
—Υπογράφτηκε ανακωχή, η Γερμανία
υπέκυψε, ο πόλεμος τελείωσε!
Μια τρέλα ενθουσιασμού μας πιάνει όλους και χοροπηδάμε,
αγκαλιαζόμαστε, φωνάζουμε, τσιρίζουμε, φιλιόμαστε —πάει, επί τέλους, εξευτελίστηκε εκείνο το θηρίο ο Κάιζερ κι η
ανθρωπότητα από δω και πέρα θα ζήσει ήσυχη, ευτυχισμένη και χαρούμενη, χωρίς
πολέμους! Όσο και νάμαστε μικροί, ζήσαμε όλα τα δεινά και ξέρουμε απάνω ‐ κάτω τι καταστροφές στοίχισε τούτος ο φοβερός παγκόσμιος κατακλυσμός, που, φυσικά, θα είναι ο
τελευταίος.
Αυτό
μας το λένε κι οι καθηγητές μας, άλλωστε,
που
η χαρά τους κάνει να ξεχνούν τις αυστηρότητές τους κι ο καθένας που μπαίνει στην τάξη μας αφήνει το μάθημα και πιάνει
την συζήτηση γύρω απ' το μεγάλο νέο. Κι ούτε γίνεται
μόνο την πρώτη μέρα τούτο.
Από δω και πέρα κάθε τόσο υπάρχουν μεγάλες, χαρμόσυνες ειδήσεις, για την διάσκεψη της ειρήνης, για την τιμωρία της Γερμανίας, για τον διαμελισμό της Τουρκίας, για τις διεκδικήσεις της Ελλάδας, για την μυθική δραστηριότητα και τους θριάμβους του Βενιζέλου... πού όρεξη για μάθημα!
Εμείς, φυσικά, είμαστε άριστα κατατοπισμένοι και τα ονόματα του Προέδρου Ουίλσον, του Λόυδ Τζωρτζ και του Κλεμανσώ μας είναι τόσο οικεία όσο και της Ελεγκούτσας της τρελής ή του αόμματου παπά Λεφτέρ'!
Από δω και πέρα κάθε τόσο υπάρχουν μεγάλες, χαρμόσυνες ειδήσεις, για την διάσκεψη της ειρήνης, για την τιμωρία της Γερμανίας, για τον διαμελισμό της Τουρκίας, για τις διεκδικήσεις της Ελλάδας, για την μυθική δραστηριότητα και τους θριάμβους του Βενιζέλου... πού όρεξη για μάθημα!
Εμείς, φυσικά, είμαστε άριστα κατατοπισμένοι και τα ονόματα του Προέδρου Ουίλσον, του Λόυδ Τζωρτζ και του Κλεμανσώ μας είναι τόσο οικεία όσο και της Ελεγκούτσας της τρελής ή του αόμματου παπά Λεφτέρ'!
Και μόνο εμείς; Όλος ο
ελληνισμός της πόλης μας τους έχει ψωμοτύρι τους ήρωες της νίκης,
αφού και μια γυναικούλα της γειτονιάς
μας, μη βρίσκοντας άλλον τρόπο πιο ενθουσιώδη για να εκφράσει την μητρική στοργή της προς τον τετράχρονο κανακάρη της,
τον
αγκαλιάζει και του κράζει:
—Κλεμανσώ μου, να σε χαρώ!
Κι εκείνος ο μπούας σηκώνει την κεφάλα και κοιτά απορημένος,
ρουφώντας την μύτη του που όλο τρέχει.
Να τόξερε ο «γέρο ‐
τίγρης» πού καταντά η δόξα του ανθρώπου!
Όμως, η πιο μεγάλη χαρά και περηφάνια μας είναι για την Ελλάδα, που στάθηκε και στέκεται άξια στο πλευρό
των συμμάχων και που —καμιά αμφιβολία δεν υπάρχει— χάρη σ'
αυτήν, προ πάντων, και χάρη στον αήττητο
στρατό της, έγιναν τα τόσα και τόσα κατορθώματα των Αγγλογάλλων.
Αλλά, τέλος πάντων, κι αν δεν έγιναν όλα χάρη σ' αυτήν,
όμως, χωρίς την παρουσία της δεν θα
γινόντουσαν τα περισσότερα. Ούτε συζήτηση!
Ω, τι ωραίο πράγμα
να είσαι Έλληνας! Αυθόρμητα βγαίνει από μέσα μας το γνωστό εκείνο
τροπαριάκι:
Είμαι Έλλην
το καυχώμαι ξέρω την καταγωγή μου!..
Έλλην! Η λέξη
αυτή
ασκούσε ανέκαθεν μαγεία επάνω μας σε
τούτη την μακρυσμένη περιοχή
του σκλαβωμένου Ελληνισμού, αλλά τώρα μας ηλεκτρίζει και μας κάνει χίλιες
φορές περισσότερο να «καυχώμεθα για την καταγωγή μας». Δεν είναι απλά λόγια αυτά —
«ξέρω την καταγωγή
μου»— είναι πεποίθηση ριζωμένη στα κατάβαθα
της ύπαρξής μας,
παλμοί της καρδιάς μας, λόγια
ζυμωμένα με το αίμα μας — δεν δούλεψε άδικα
το σχολειό
μας τόσα χρόνια, δεν μας δίδαξαν τζάμπα
την ιστορία μας οι
δάσκαλοι, δεν μας έμαθαν του
κάκου να τραγουδάμε στο μάθημα της Ωδικής
την δόξα της Ελλάδας.
Η Ελλάδα δεν είναι μόνο η μεγάλη μας πατρίδα,
είναι ένα πάθος, ένα όνειρο, κι αν δεν την γνωρίσαμε ποτέ από κοντά, αυτό δεν έχει καμιάν απολύτως
σημασία — ζήσαμε όλες τις
μεγάλες στιγμές
της,
μαζί
της
στον
Μαραθώνα,
μαζί
της
στο
Βυζάντιο,
μαζί της, προ πάντων, στο 21, με τον Κολοκοτρώνη,
τον Καραϊσκάκη, τον Αθανάσιο Διάκο, τον Οδυσσέα
Ανδρούτσο, ω με πόση λαχτάρα τραγουδούσαμε σ' όλες τις τάξεις του δημοτικού τα ηρωϊκά
τραγούδια.
Από την τετάρτη κι όλας τάξη του σχολειού μας —δέκα χρονών πιτσιρικάδες—
τραντάζαμε τα τζάμια της αίθουσας με
κείνο το:
Σαν τη σπίθα κρυμμένη στη στάχτη εκρυβόταν για μας η Λευτεριά,
ήλθ' η μέρα,
πετιέται, ανάφτει
και φλογίζει
την κάθε καρδιά!..
Κόντευε
να
φύγη
από
τη
θέση της η έδρα,
όταν βροντοφωνούσαμε το τραγούδι της μεγάλης
μέρας:
Όλη δόξα, όλη χάρη
άγια μέρα ξημερώνει
και την μνήμη σου το έθνος
χαιρετά γονατιστό!
Στην Αγία Λαύρα πρώτα
τις χρυσές αχτίνες χύνει, που
λεβέντες πρωτανάψαν του πολέμου τη φωτιά!..
Κι όσο ανεβαίναμε τις τάξεις του δημοτικού, τόσο ανέβαινε
το πάθος και ο ενθουσιασμός
μας για κάθε τι ελληνικό, χωρίς καθόλου να ξεχνάμε και τους αρχαίους
μας προγόνους:
Δόξα στο πνεύμα των αρχαίων παγκόσμιου φωτός πηγήν,
δόξα στο πνεύμα ανδρών νέων,
που δόξασαν
αυτή την γη!..
Αλλά και την Σαλαμίνα μας θυμόμαστε:
Σ' αυτά, σ' αυτά τα κύματα τα
ηλιοφωτισμένα,
σ' αυτά τ' αθάνατα νερά
εδώ τα μυρωμένα, εβάφτισ' η Ελευθεριά
τον κόσμο μοναχή της
και τ' όνομά
της τούδωσε μαζί με
το σπαθί της!..
Το τραγούδι, όμως, που μας γοήτευε περισσότερο —δεν ξέρω για τους άλλους, εμένα με τρέλαινε—
ήταν... ο λέων! Ω, εκείνος ο λέων... ο οποίος όταν, έξαφνα, την άλυσίν του σπάσει, το τι δεν κάνει! Το τι χύμα επάνω στους φύλακές του και τους κατασπαράζει τα σπλάχνα και πετά γύρω του ματωμένα συκώτια και πλεμόνια —η παρομοίωση ήταν
μεγαλειώδης— όπως, ακριβώς, η Ελλάδα μας, όταν έσπασε την αλυσίδα του τυράννου. Τ'
αρχίζαμε πάντα αργά και υποβλητικά:
Ο λέων όταν έξαφνα την άλυσίν του σπάση,
την αλαζόνα χαίτην του βρυχώμενος τινάσσει
και βλέμματα τριγύρω του
τοξεύει φλογερά...
Κι
αφού επαναλαμβάναμε δυο φορές, σιγανά, τα φλογερά βλέμματα που εκτόξευε γύρω
του ο λέων, απότομα ουρλιάζαμε την φοβερή συνέχεια:
Με τους αλκίμους όνυχας τους φύλακάς του σκίζει
και ματωμένα, ασπαίροντα,
τα σπλάχνα των ξεσκίζει, και σημαδεύει μ'
αίματα τον δρόμον που περνά...
Οπότε, τελειώνοντας
λαχανιασμένοι την μεγαλειώδη εικόνα, χαμηλώναμε πάλι την φωνή μας
υποβλητικά για να φτάσουμε
στον παραλληλισμό:
Ελλάς, κι εσύ
του λέοντος φοβεροτέρα ακόμα, ηγέρθης περιστρέφουσα κεραυνοβόλον όμμα,
από τα δούλα δάκρυα σχεδόν ακόμη υγρόν...
Δάκρυα μου ερχόντουσαν κι εμένα στα μάτια, όταν τραγουδούσα το συγκλονιστικό τούτο
τραγούδι κι ούτε μια φορά δεν σκέφτηκα, ότι ο λέων δεν είναι κανένα σκυλί για να τον
δένουν μ' αλυσίδα — ασήμαντη, άλλωστε,
λεπτομέρεια μπροστά στην όλη επική εικόνα και
τον παραλληλισμό της.
Και
δεν ήταν δα μόνο η ιστορία του 21 που μας φλόγιζε. Ανανεωμένη μάς ερχόταν η δόξα
της Ελλάδας, φρέσκια ‐ φρέσκια απ' τους πρόσφατους Βαλκανικούς πολέμους, με τα καινούργια κατορθώματα του Κωνσταντίνου, του Βενιζέλου, του Κουντουριώτη, του Βότση, είχαμε τους καπεταναίους του ναυτικού μας —τον «Αβέρωφ»—
και τα παλικάρια μας, που
χαιρετούσαμε απ' τα θρανία του σχολείου μας με καρδιοχτύπι:
Καλώς τον καπετάνιο
μας της νίκης το καμάρι,
καλώς τα παλικάρια μας της
νίκης τα παιδιά,
που φέρνουν
απ' τα κάστρα τα κλειδιά!...
Κι όλο θάμπος υψώναμε τη φωνή μας:
Για δες ματιές,
περήφανες ματιές,
σαν σαϊτιές από τον Όλυμπο σταλμένες,
σπίθες, φωτιές στο διάβα τους σκορπούν, λαβωματιές, την νίκη θα μας πουν.
Τα
χρόνια εκείνα ήμουν...
α! όλα κι όλα, Κωνσταντινικός, θαυμαστής
και λάτρης του μεγάλου στρατηλάτη κι ήταν αδύνατο να χωρέσει στο μυαλό μου, πως μπορούσαν να υπάρχουν άνθρωποι
τόσο
στενόμυαλοι κι ανόητοι που να θαυμάζουν κάτι άλλο απ' τον
μυθικό βασιλιά, που με
την
σπάθα στο χέρι κατατρόπωσε Τούρκους και Βουλγάρους!
Η πολιτική μου ιδεολογία —αν δεν με απατά η μνήμη— είχε διαμορφωθεί
κατ'
αρχήν από ένα μικρό πακετάκι τσιγαρόχαρτου,
από κείνα που
μεταχειριζόντουσαν τότε
για
να
τυλίξουν τον καπνό για τα τσιγάρα.
Είχαν
πάντα ένα χρωματιστό
εξώφυλλο οι
μικρές
εκείνες δέσμες με διάφορες παραστάσεις και δεν ξέρω πώς είχε πέσει στα χέρια μου μια
τέτοια δέσμη, στο εξώφυλλο της οποίας ήταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος μπροστά σ' ένα
κανόνι.
Η εικόνα —τυπική απ' τους βαλκανικούς πολέμους— με είχε γοητέψει καθώς έδειχνε τον Κωνσταντίνο αρειμάνιο με την στολή της εκστρατείας και μ' έπειθε ασυζητητί, ότι αυτός και μόνο ήταν ο μεγάλος ήρωας και ημίθεος της νίκης κι ήταν τουλάχιστον αστείο να τολμούν να συζητάνε για κανέναν άλλον.
Η εικόνα —τυπική απ' τους βαλκανικούς πολέμους— με είχε γοητέψει καθώς έδειχνε τον Κωνσταντίνο αρειμάνιο με την στολή της εκστρατείας και μ' έπειθε ασυζητητί, ότι αυτός και μόνο ήταν ο μεγάλος ήρωας και ημίθεος της νίκης κι ήταν τουλάχιστον αστείο να τολμούν να συζητάνε για κανέναν άλλον.
Δεν ξέρω αν μ' επηρέαζε περισσότερο το κανόνι ή τα όρθια μουστάκια του Κωνσταντίνου —
α λα
Κάιζερ— ωστόσο, είναι γεγονός, ότι μου έκανε τόσο βαθειά εντύπωση η εικόνα, ώστε και σήμερα ακόμα να μένει ολοζώντανη
στη
μνήμη μου όχι μονάχα η παράσταση του εξώφυλλου, αλλά και οι στίχοι που ήσαν τυπωμένοι από μέσα:
Τόσα χρόνια
αγρύπνησα για σένα μέσ' τα χιόνια
την νύχτα στην αστροφεγγιά με τη μορφή σου τη γλυκιά μιλούσα
τόσα χρόνια!..
Αν το ποιηματάκι
αυτό ήταν απλώς ερωτικό, δεν ξέρω — εγώ οπωσδήποτε το φανταζόμουν απευθυνόμενο
από τον Έλληνα φαντάρο προς τον Κωνσταντίνο, του οποίου η «γλυκειά μορφή», φυσικά, κρατούσε άγρυπνο τον φαντάρο μέσα στα χιόνια και τον οδηγούσε
προς την νίκη.
Σε ηλικία δέκα χρονών —και προ πάντων
άμα είναι κανείς τόσο συναισθηματικός όσο
εγώ— είναι φυσικό
να
διαμορφώνει κάπως
έτσι τον ιδεολογικό
του
κόσμο και
να σχηματίζει πεποιθήσεις, θαμπώνεται
απ' τα φανταχτερά,
όπως
θαμπώνεται ο πρωτόγονος απ' τα χρωματιστά πετράδια και τα γυάλινα κοσμήματα. Το κακό είναι, ότι
υπάρχουν πολλοί που εξακολουθούν να μένουν θαμπωμένοι και σε
μεγάλη ηλικία.
Για να μην αδικώ, όμως, τον εαυτό μου, δεν ήταν μόνο η εντυπωσιακή
εικόνα — υπήρχαν από πίσω όλες οι θαυμαστές
ιστορίες των Βαλκανικών πολέμων που άκουγα
απ' τους
μεγάλους και που
βρίσκανε
συνοπτικά την έκφρασή
τους στο κανόνι
και το ηρωικό μουστάκι του Κωνσταντίνου. Ιστορίες, μάλιστα, που μπαίναν κι αυτές τραγουδιστά
μέσα στην ψυχή μου και ζωντάνευαν
την
ηρωική εικόνα του Κωνσταντίνου με
τα τόσα και τόσα
κατορθώματα:
Επήραμε και την Καβάλα μας
τις όμορφες
τις Σέρρες και τη Δράμα
που τις κατείχε πριν ο Βούλγαρος αυτός ο δολιότατος ο σύμμαχος!..
Και πέρα από
τον δολιότατο τον σύμμαχο, ήταν κι εκείνος ο Εσάτ, που τόσο
με είχε
στενοχωρήσει με το πείσμα του να μη παραδίνει το
Μπιζάνι:
Γεια σου Εσάτ παινεμένε
και στον κόσμο ξακουσμένε όσο πόσο θα αντέχεις
το μπιζάνι
να κατέχεις...
Τα γεγονότα, ωστόσο, είχαν έρθει ραγδαία και χρόνο με το χρόνο η μορφή του
Κωνσταντίνου όλο και γινόταν πιο αχνή στη φαντασία μου και την θέση της έπαιρνε εκείνη η άλλη,
του θαυματουργού ανθρώπου με
το
φωτεινό πρόσωπο και τα γυαλάκια, που κυριαρχούσε στις συζητήσεις των μεγάλων.
Οι Τούρκοι τον μισούσαν
και τον έλεγαν
«σεϊτάν» —δηλαδή διάβολο— με μεγάλο φόβο και κακία, κι όπως με κατάπληξή μου άκουγα, υπήρχε κι εκεί κάτω στην αγία Ελλάδα ένας
ολόκληρος κόσμος που τον μισούσε με τον ίδιο τρόπο και τον αποκαλούσε διάβολο!
Μπορεί για λίγο καιρό να ταλαντεύθηκα, ανάμεσα
στις δυο προσωπικότητες, αλλά τώρα
έκλινα οριστικά προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο,
ώστε να είμαι πια ένας φανατικός κι ολοκληρωμένος βενιζελικός, έτοιμος ακόμα και να πιαστώ στα χέρια.
Από
την ανακωχή και πέρα το όνομα του Βενιζέλου ηλέκτριζε
όλους, η περηφάνεια μας για την Ελλάδα έφτανε στον έβδομο ουρανό κι ο φόβος μας για τους Τούρκους έπεσε στο
μηδέν. Τα μικρά παιδιά φορούσαν ναυτικά καπέλα με γράμματα στην μετόπη και στις ταινίες
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ.
Κι εμείς οι μεγαλύτεροι δεν χαμηλώναμε
πια τη φωνή για να πούμε
την προσφιλέστατη φράση μας που περιλάμβανε το πεντάσταγμα του πατριωτικού
μας οίστρου:
Ζήτω η Ελλάς
Τούρκος πορδαλάς
Δημήτρη Ψαθά
Τούρκος πορδαλάς
Η ΓΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ