Ο γάμος της θείας Ευτύχως το 1923

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

«Τα πρώτα χρόνια που ήρθαμε πρόσφυγες, μέναμε στην Καλαμαριά, στις παράγκες. Πηγαίναμε στο Αρσακλί (Πανόραμα) με τα πόδια και δουλεύαμε στα χωράφια, στον θερισμό, με το δρεπάνι.
Τα δεμάτια που κάναμε, τα κουβαλούσαν, με το γαϊδουράκι, και τα έκαναν θημωνιές στο αλώνι. Εκεί γινόταν το εβόρισμα, δηλαδή ο χωρισμός, με το δικράνι, του σταριού από τα άχυρα, με τη βοήθεια του αέρα».
Απο αριστερά: Κωνσταντίνα Μιχαηλίδου,Ελισάβετ Μιχαηλίδου,η θεια Ευτύχω,Αφροδιτη Γραμματικοπούλου
Αναφέροντας τα παραπάνω, η θεία Ευτύχω Μιχαηλίδου, θυμάται ότι στις δουλειές αυτές γνωρίστηκε με τον κατοπινό άντρα της, τον Δαμιανό. Ο γάμος τους έγινε στην Καλα­μαριά, όπου πήγαν με τα πόδια από το Αρσακλί άντρες και γυναίκες.
Η Ευτύχω κρατούσε έναν μικρό μποξά με ρου­χισμό (ο μποξάς γινόταν με ένα μεγάλο, συνήθως χοντρό, πανί). Μερικοί άντρες, που ακολουθούσαν τον Βρίγκο, τον λυριτζή, όπως ο Βασίλης Τελίδης, τραγουδούσαν όμορφα.
Στο σπίτι που είχαν να κατοικήσουν ήταν ασουβάτιστο και μικρό. Άλλωστε, δεν είχαν και πολλά πράγματα να βάλουν μέσα. Επειδή μέσα στο σπίτι ήταν δεμένο ένα βόδι, πήγαν και έμειναν το πρώτο βράδυ στου Πάντζου Μιχαηλίδη.
Το άλλο πρωί συμμάζεψαν το σπίτι και μπήκαν μέσα οι νεόνυμ­φοι. Ο Εποικισμός τους έδωσε χρήματα και έβαλαν στέγη στο σπίτι. Ο Μιχαηλίδης ήταν μαραγκός και έτσι έφτιαξε μεγάλη τη σκεπή. Επειδή, όμως, το σπίτι ήταν μικρό, δεν άντεξε και η σκεπή γκρεμίστηκε.
«Ντο να ευτάμε! Εποίκεν απέσ' σα τουβάρα τ' οσπιτί' έναν μικρόν και εσκέπασεν ατο. Σιγά σιγά θα εποίναμε έναν άλλον οσπίτ'. Ένοιξαμε τα θε­μέλια για μεγάλον οσπίτ', δίπατον. Έβρεξεν, όμως, και εγομώθαν τα θεμέλια νερόν, εκρεμίγαν τα χώματα και εγομώθαν τα θεμέλια».
Κατόπιν, σιγά σιγά, έκαναν ένα μικρότερο σπίτι και μπήκαν μέσα. Δεν είχε ούτε πόρτες ούτε παράθυρα. Τα έκλειναν με ψάθες. Με το που φυσούσε ο αέρας, έπαιρεν τη σκεπή. Την άλλη μέρα τα μάζευαν και πάλι από την αρχή. Τότε φυσούσε πολύ δυνατός αέρας. Μια νύχτα, φύσηξε τόσο πολύ που πήρε τη λαμαρινένια σκεπή από το σπίτι του Θεμιστοκλή Μωυσίδη και το πήγε 30 μέτρα μακριά στο σπίτι του Μιχαηλίδη.
Νερό δεν υπήρχε, γιαυτό το κουβαλούσαν με τους κου­βάδες από την πλατεία, όπου υπήρχε βρύση με δύο γούρνες για πότισμα των ζώων. Κατόπιν έχτισαν άλλες 5 βρύσες σε διάφορα σημεία. Εκτός από τις χρήσεις στο σπίτι, με το νερό έφτιαχναν και λάσπη για το χτίσιμο των σπιτιών.
Ο Δαμιανός Μιχαηλίδης, ο άντρας της θείας Ευτύχως, έπιασε δουλειά ως μαραγκός στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή. Έφευγε από το σπίτι πριν ξημερώσει και γύριζε πάλι νύχτα, πάντα με τα πόδια. Έπαιρνε καλά λεφτά. Το Σαββα­τοκύριακο δούλευε στο σπίτι παραγγελίες για πόρτες, παρά­θυρα κ. ά. Μετά πήραν και αγελάδες και κότες, με τις οποίες εξασφάλιζαν ένα μέρος της διατροφής τους.
Για ξύλα και χόρτα για τα ζώα πήγαιναν οι γυναίκες πέρα από τα Πλατανάκια, και στον Χορτιάτη, και τα κουβαλούσαν οι γυναίκες στην πλάτη με το σιελέκ.
Με τα ξύλα μαγείρευαν, έκαναν πλύση και ζεσταίνονταν τον χειμώνα. Οι άντρες δού­λευαν στο Αμερικανικό Κολέγιο, στις βίλες που χτίζονταν, στο Σέδες, όπου χτιζόταν το αεροδρόμιο, στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή. Χτίστηκαν πολλές βίλες. Ο Μοσκώφ ζή­τησε να αγοράσει φθηνό οικόπεδο, αλλά επειδή δεν βρήκε, πήγε και έχτισε βίλα στον Πλαταμώνα, κάτω από το κάστρο.
Στο Αρσακλί (Πανόραμα) δεν είχε γιατρό. Ήταν ο πρα­κτικός Θύμιος Σαμανίδης που έκανε ενέσεις και περιποιόταν πληγές με ιώδιο και οινόπνευμα. Αργότερα, πήγε ο γιατρός Νακόπουλος, για καλό κλίμα, με το παιδί του που είχε πρό­βλημα υγείας. Το παιδί έγινε καλά και ο γιατρός αγόρασε οικόπεδο και έχτισε σπίτι. Φρόντιζε μικρούς και μεγάλους.
Στον πόλεμο του 1940 - 1941, οι γυναίκες έπλεκαν μάλλινες φανέλες και κάλτσες και, μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυ­ρού, τις έστελναν στο αλβανικό μέτωπο.
Οι πρώτοι Γερμανοί που ήρθαν στο Αρσακλί, επίταξαν σπίτια, οι ιδιοκτήτες των οποίων πήγαν και διέμεναν σε συγγενικά σπίτια. Έμειναν εκεί ανώτεροι αξιωματικοί. Μερικές οικογένειες έπλεναν τα ρούχα των Γερμανών με πληρωμή. Στην αρχή οι Γερμανοί επέβαλαν συσκότιση τα βράδια. Στο τέλος του 1944 αγρίεψαν τα πράγ­ματα και απαγόρευαν κάθε κίνηση τα βράδια.

Στη γερμανική κατοχή, το 1941 και το 1942, πολλοί πεί­νασαν. Πέθαιναν από την πείνα. «Εμείς εδώ δεν υποφέραμε πολύ», λέει η θεία Ευτύχω. Να σκεφτείς, ο θείος σου, που δού­λευε στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή, έφερνε από εκεί δύο ψωμιά και πολλές φορές και λάδια, κρέατα, πετρέλαιο για τις λάμπες και αλάτι.
Έτσι, πάντα είχαμε ψωμί και δίναμε και στα παιδιά της γειτονιάς από μία φέτα. Μια φορά με ρώτησε ένας Γερμανός αν αυτά τα παιδιά είναι δικά μου. Του είπα ότι είναι της γειτονιάς και πεινάνε. Την άλλη μέρα μου έφερε ένα πακέ­το γαλέτες και μου είπε να τις δώσω στα παιδιά.
Μετά την κατοχή τα πράγματα έφτιαξαν. Πολλοί έπιασαν δουλειά σε μαγαζιά, στη Θεσσαλονίκη, τα παιδιά πήγαιναν σε γυμνάσια εκεί. Όλοι πήγαιναν και έρχονταν με τα πόδια. Μετά γίνονταν τακτικά δρομολόγια με λεωφορεία. «Ντο να λέγω σε, είναι τόσο πολλά, ντο να λέγω σε πρώτα. Πολλά έσυραμε! Ατώρα είμες καλά, δόξα τω Θεώ!».




Νικος Τελίδης

Συγγραφέας-Συλλέκτης
Share
 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah