Η μεγαλύτερη εμπλοκή των Ελλήνων στις ένοπλες συγκρούσεις του Καυκάσου, υπήρξε στην Αμπχαζία. Η Αμπχαζία είχε καθεστώς Αυτόνομης Δημοκρατίας, ενταγμένης στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γεωργίας.
Οι Γεωργιανοί διεκδίκησαν την πλήρη ενσωμάτωση της Αμπχαζίας στο έθνος-κράτος τους, ενώ οι Αμπχάζιοι θέλησαν να δημιουργήσουν το δικό τους. Η σύγκρουση των Γεωργιανών με τους Αμπχάζιους χρονολογείται από το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα.
H όξυνση των γεγονότων στην Αμπχαζία οδήγησε 1.400 Έλληνες της περιοχής να προβούν τον Μάϊο του 1992 σε έκκληση προς την ελληνική κυβέρνηση, στην οποία δήλωναν ότι: "Ο ελληνικός πληθυσμός σ' αυτή την περιοχή δεν μπορεί να πάρει το μέρος στην σύγκρουση, ούτε να λάβη θέση υπέρ καμιάς πλευράς".
Ανέφεραν ότι συνέχεια οι ντόπιοι τους έδιναν να καταλάβουν ότι η η πατρίδα τους είναι η Ελλάδα. Ζητούσαν να μπουν κάτω από την προστασία της ελληνικής κυβέρνησης και να χαρακτηριστούν "πρόσφυγες".
Η αφορμή για την τελική σύγκρουση δόθηκε στην αρχή του καλοκαιριού του 1992, όταν στάλθηκε γεωργιανός στρατός στο Σοχούμι. Οι Έλληνες της περιοχής βρέθηκαν στο μέσον των μαχών.
Με την έναρξη των συγκρούσεων οι ρωσικές εφημερίδες δημοσίευσαν την είδηση ότι η ελληνική κυβέρνηση θα μεριμνήσει για την μεταφορά των εγκλωβισμένων Ελλήνων και ειδικά των παιδιών. Ως αποτέλεσμα της είδησης αυτής, οι Έλληνες της πόλης κατέβαιναν κάθε μέρα στο λιμάνι περιμένοντας το πλοίο, το οποίο έφτασε μετά από 14 μήνες.
Όσοι από τους Έλληνες της Αμπχαζίας μπόρεσαν κατέφυγαν ως πρόσφυγες στην κεντρική Γεωργία, στη νότια Ρωσία και στο Καζακστάν. Η Ομοσπονδία Ελληνικών Κοινοτήτων Γεωργίας κατήγγειλε ότι τους κρίσιμους επτά μήνες καμιά επίσημη ελληνική αντιπροσωπεία δεν επισκέφτηκε τη Γεωργία με αποτέλεσμα "... να αναγκαστούμε να ζητήσουμε βοήθεια από το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό".
Σύντομα στο Σοχούμι εμφανίστηκαν παρακρατικές ομάδες, οι οποίες λεηλατούσαν και έκλεβαν τον άμαχο πληθυσμό. Παρουσιάστηκαν περιπτώσεις απαγωγής Ελλήνων με σκοπό τα λύτρα, καθώς και επιθέσεις των οργανωμένων παραστρατιωτικών ομάδων στα ελληνικά χωριά.
Σε έκκληση, που έστειλε στην Ελλάδα η Πανσοβιετική Ομοσπονδία Ελληνικών Οργανώσεων "Ο Πόντος" με την υπογραφή του Γαβριήλ Ποπόφ, αναφερόταν ότι στην Αμπχαζία υπήρχε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τον ελληνικό πληθυσμό.
Ότι δεν υπήρχαν πλέον πόροι επιβίωσης και ότι διακόσιες ελληνικές οικογένειες βρίσκονταν σε απελπιστική κατάσταση.
Η Ομοσπονδία ζητούσε από την ελληνική κυβέρνηση "... να σταλεί καράβι από την Ελλάδα". Κορυφαία διαμαρτυρία των Ποντίων της Ελλάδας υπήρξε η συγκέντρωση και η πορεία 5.000 ατόμων στο κέντρο της Αθήνας τον Απρίλιο του 1993, που διοργάνωσε ο Ποντιακός Σύλλογος "Αργώ" με βασικό σύνθημα "Απομάκρυνση των Ελλήνων από την Αμπχαζία.
Τώρα!". Παράλληλα εμφανίστηκαν δημοσιεύματα που καλούσαν σε άμεση δράση. Η πολιτική ηγεσία με πρωτοβουλία της τότε υφυπουργού εξωτερικών Β. Τσουδερού, αποφάσισε τελικά την απομάκρυνση των Ελλήνων που είχαν εγκλωβιστεί στην περιοχή του Σοχούμι.
Την επιχείρηση απομάκρυνσης ανέλαβε το ΕΙΥΑΠΟΕ, σε συνεργασία με την ελληνική πρεσβεία της Μόσχας και με την άμεση επίβλεψη του πρόξενου Δ. Καλαβρέζου. Κατ' αρχάς μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στο Σότσι της νότιας Ρωσίας. Στη συνέχεια οργανώθηκε η βασική επιχείρηση απομάκρυνσης των εγκλωβισμένων Ελλήνων από το Σοχούμι, το οποίο βρισκόταν υπό γεωργιανή κυριαρχία και ήταν περικυκλωμένο από τις δυνάμεις των Αμπχαζίων.
Για την επιχείρηση απομάκρυνσης των προσφύγων χρησιμοποιήθηκε το πλοίο Viscountess της εταιρείας Marlines. Το πρωϊ της 15ης Αυγούστου το πλοίο έφτασε στο λιμάνι του Σοχούμι. Οι πρόσφυγες περίμεναν ήδη στην προβλήτα και επιβιβάστηκαν οι 1.013 ομογενείς.
Ηταν η τέταρτη κατά σειρά προσφυγιά που βίωνε ο πληθυσμός αυτός μέσα σε εβδομήντα χρόνια. Η πρώτη μεγάλη προσφυγιά ήταν από τον μικρασιατικό Πόντο, διωγμένοι από την τουρκική βία. Η δεύτερη ήταν τη δεκαετία του '40 όταν οι σταλινικές αρχές εκτοπίζουν τον ελληνικό πληθυσμό στην Κεντρική Ασία, κοντά στα ρωσοκινεζικά σύνορα.
Η τρίτη ήταν η επιστροφή τους στην Αμπχαζία μετά την αποσταλινοποίηση. Υπολογίζεται ότι οι Έλληνες νεκροί σε όλη την Αμπχαζία ξεπερνούσαν τους 200. Αλλοι απ' αυτούς δολοφονήθηκαν από τις παρακρατικές ομάδες και οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν από τους βομβαρδισμούς. Υπήρχαν επίσης και σκοτωμένοι στις μάχες.
Μετά την αναχώρηση του πλοίου παρουσιάστηκαν κρούσματα επιθέσεων από Γεωργιανούς παρακρατικούς. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1993, το Σοχούμι καταλήφθηκε μέσα σε λουτρό αίματος και η Αμπχαζία ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος.
Χιλιάδες Γεωργιανοί από το Σοχούμι κατάφεραν να εγκαταλείψουν την πόλη με την κάλυψη του ρώσικου στρατού, για να προστεθούν στο συνολικό όγκο των Γεωργιανών προσφύγων απ' όλη την Αμπχαζία που ανέρχονταν σε 200.000 άτομα.
Τις πρώτες μέρες μετά την κατάληψη, όταν στην πόλη κυριαρχούσαν οι άτακτες ομάδες του αμπχαζιανού μετώπου, αρκετοί Έλληνες -πιθανόν 50 άτομα- έχασαν τη ζωή τους. Ο Γιώργος Ξεμύτοφ, ο οποίος έμεινε στο Σοχούμι καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου περιγράφει ως εξής την κατάσταση:
"Ήταν οι μέρες του Σεπτεμβρίου, οπότε καταστράφηκε το Σοχούμι και γέμισε η πόλη μας νεκρούς. Τα πτώματα ήταν στοιβαγμένα στους δρόμους για μέρες. Ξεχασμένα από θεούς και ανθρώπους. Και μόνο τα σκυλιά νοιάστηκαν, που μετά τις μάχες αναθάρρησαν και βγήκαν από τις κρυψώνες τους να φάνε."
Η νέα αμπχαζιανή κυβέρνηση κράτησε φιλελληνική στάση. Παρόλα αυτά, η ελληνική κοινότητα παρέμεινε στο έλεος των των ανεξέλεγκτων ομάδων. Στις 4 Νοεμβρίου 1993 ένοπλοι επιτέθηκαν στο ελληνικό χωριό Όντισι (πρώην Ακαπα και μετά Κωνσταντίνοφκα) και δολοφόνησαν δεκαοκτώ Έλληνες.
Τελικά όμως αποδείχτηκε ότι οι εκτελεστές ήταν μια πολυεθνική ομάδα κακοποιών, μισθοφόρων στον αμπχαζιανό στρατό. Η ομάδα αποτελούνταν από ένα Ρωσο, ένα Τσετσένο (μουσουλμάνους του Βόρειου Καυκάσου), ένα Καρατσάϊ (μουσουλμάνος και τουρκόφωνος του Βόρειου Καυκάσου), έναν Έλληνα και ένα Γερμανό του Βόλγα.
Η σφαγή ήταν προμελετημένη και αφορούσε την αίσθηση περί λαφύρων που είχαν οι φιλοαμπχαζιανές άτακτες ομάδες.
Οι δολοφόνοι εκτέλεσαν το φρικιαστικό έργο για να εκκαθαρίσουν την περιοχή από τους Έλληνες και να εγκατασταθούν οι ίδιοι. Όντως, οι δολοφόνοι εγκαταστάθηκαν στη συνέχεια στο χωριό, για να συλληφθούν αρκετές μέρες αργότερα από τον στρατό των Αμπχαζίων. Οι μαζικές δολοφονίες συνεχίστηκαν στο χωριό Τσεμπελτά, όπου βρήκαν το θάνατο άλλοι πέντε Έλληνες. Οι δολοφόνοι αυτή τη φορά ήταν Σβάνοι ληστές.
Βλασης Αγτζιδης