Η άφκιαστη σκάλα

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012


 Λίγοι, πολύ λίγοι απ' το χωριό γνωρίζανε το παράμερο φτωχικό σπίτι της γριάς Στάλας.
Χτισμένο κάτου απ' τους βράχους, κρυμμέ­νο από τα δέντρα που το αγκάλιαζαν ολούθε, φαινόταν στα μάτια των χωριανών σα φωλιά  άγριου πουλιού, ερημωμένου και μυστικού στη ζωή του χωριού που περνούσε τες ημέρες του ήσυχα και απολαυ­στικά.
Και, όπως το σπίτι, έτσι και λίγοι, πολύ λίγοι γνωρίζανε τον πόνο της φτωχής γυναικούλας που ζούσε εκεί πέρα, καματάραινας στο μικρό της κηπάρι και στο πιο μικρό χωραφάκι που τραβούσε μια στενή λωρίδα κάτου ως την ακροποταμιά.
Μοναχή αυτή, χωρίς άντρα, παιδιά κι αδέρφια, είχε μείνει το στερνό λείψανο στην ερειπωμένη εκείνη φω­λιά, αγαπώντας το κομμάτι της γης που της είχε μείνει αντρική κληρονομιά, κ' ελπίζοντας ν' αγκαλιάσει στα κοντά το μαύρο χώμα που είχε αραδιάσει  κάτου απ' τ' άγρια κυπαρίσσια τη γενιά της ολάκερη.
Παιδεμένη από την πίκρα της ζωής της, η φτωχή Στάλα ευχαριστούσε το Θεό. Η μουρ­μούρα της ήταν πάντα δοξαστικό στη δύναμη και στη θέληση του Χριστού και τα βάσανά της τής φαίνονταν πολύ λίγα για νάχει την ευτυχία του Παραδείσου, όπου πάνε όλοι οι ανθρώποι που βασανίζονται στη μάταια αυτή και κούφια ζωή. Μα η Στάλα, όπως οι ανθρώποι όλοι, είχε το μεγάλο της πόνο κι αυτή.
Τόσο μεγάλο που γιόμιζε όλο της το κυρτωμένο κορμί, όλο το σπίτι το βουβό, το κηπάρι και το χωράφι κι όλη τη γύρω Πλάση ώς εκεί που έφθανε η ασθενική της ματιά. Η σκέψη της μέσα στες δουλειές του σπιτιού και του ξενοδουλέματος, το κλάμα της, η προσευχή της ενώνονταν όλα για να θρηνήσουν το μεγάλο πόνο της Στάλας.


Έκλαιε στ' απόβραδο και στο βράδι, στο πουρνό και στο δειλινό, μουρμούριζε στο διάβα της, στο διάβα και των συγχωριανών της από την αντίπερη πλευρά του βου­νού.
Ένα χρόνο αργότερα, η φτωχή Στάλα εκαμάτιζε για να χτίσει στο φτωχόσπιτό της μια σκάλα από την κάμαρα που πλάγιαζε, κάτου στη χαλασμένη μάντρα που φύλαγε τις γίδες της. Στα στερνά χρόνια του μακαρίτη η Στάλα δεν το συλλογιόταν.
Δεν της είχ' ερθεί ποτές στο νου η ευκολάδα που δεν θα την κούραζε να γυρίσει όλο το σπίτι για νάφθανε στη μάντρα. Τώρα η φτώχεια από το ένα και τα γηρατεία απ' τ' άλλο το φέρανε στο νου της.
Και το πήρε απόφαση να χτίσει τη σκάλα. Πέντε - δέκα σάπια ξύλα, κάποια λησμονημένα καρφιά στο ράφι και η γριά θα χαιρόταν τ' όνειρο της, θάσβηνε ο μεγάλος της πόνος και ο ύπνος της θάταν πιο γλυκός.
Μα η Μοίρα της Στάλας ήταν πάντοτες στραβή.
Ένα χρόνο τώρα πήγαν άδικα κ' οι κόποι κ' οι σκέψεις της φτωχής κι απόμειναν μονάχα εκεί κάτου στη μάντρα τα ξύλα και τα καρφιά, παραπονιάρικα λείψανα του όμορφου ονείρου της Στάλας.
Κ' εκάρφωσε κ' εξεκάρφωσε, μέτρησε με το μάτι και λογάριασε με τα δάχτυλα, το σκέφτετο στο ξύπνιο της και τόβλεπε στόνειρό της, μα η σκάλα δε χτιζόταν.
Ίδρωσε πολλά μερόνυχτα, μάτωσε τα πόδια και τα χέρια, σκελετωμένα όλα, πλεχθήκαν τ' ασπρόμαλλά της στα ξερόκλαδα που φύλαγε στη μάντρα, έμεινε το χωράφι άσπαρτο, απότιστο το κηπάρι και η σκάλα της γριάς πού να θεμελιώσει ακόμα, πού να καρφωθεί!
Δεν την σκέφτετο κανένας στο χωριό. Τί τους έμελε για τη γυναίκα που περίμενε ατάραχη τη στερνή της ώρα! Κοντά στο πάλεμά τους για τη ζωή, κοντά στο μεγάλο πόνο κι αυτών για το μαύρο ψωμί της δουλειάς, δεν τους είχ' ερθεί στο νου ποτές η ζωή της φτωχής Στάλας, μια ζωή τόσο φτωχή απ' όξω, όσο αρχόντισσα στ' όμορφο όνειρο της να χτίσει τη σκάλα από την κάμαρα που πλάγιαζε ώς εκεί κάτου στη μάντρα που φύλαγε τες γίδες της.
Τώρα είχε νοιώσει η γριά την ξεχασιά των ανθρώπων. Με τη συννεφιά του μεγάλου της πόνου είδε όλο τον κόσμο, που τον σεργιανούσε από μακριά τόσα χρόνια, να στριφογυρίζει γύρω στο «τυχερό», σ' αυτό που είδε κ' έπαθε κι αυτή πριν, χωρίς σκέψη, χωρίς κλάμα και φροντίδα για ένα αμεγάλο πόνο όπως είχε αυτή! Αλήθεια! Εκείνοι εκεί πέρα δεν ονειρεύονταν μια σκάλα σαν της Στάλας! ...
Περνούσαν μέρες, εβδομάδες και μή­νες, ατέλειωτο πάλεμα της φτωχής γυναικούλας του χωρίου. Το ένα σκαλοπάτι είχε τελειώσει. Η γριά Στάλα εγύρισε το κεφάλι στο σπίτι, στο βουβό κ' ερειπωμένο σπίτι.
-Καταραμένο! είπε
Και ξανάρχισε τη δουλειά. Όσο δούλευε τόσο κι ο μαύρος της πόνος μεγάλωνε, γιόμιζε το καθετί που χτυπούσε η ματιά της γριάς. Σε μια στιγμή της ήρθε στο νου πως ο θάνατος δε θα τέλειωνε το όνειρο της, η σκάλα θάμενε με το ένα σκαλοπάτι μονάχα.
Και άρ­παξε με καϋμό, με πάθος τα ξύλα, τα καρφιά. Χτυπού­σε άταχτα, αλύπητα, δω κ' εκεί, άτεχνα, κουραστικά. Ολόγυρα τα βράχια αντιλαλούσαν τα χτυπήματα σα μια κοροϊδία παράξενου γέλιου στον αγώνα της αδύ­νατης Στάλας.
Είχε τελειώσει το δεύτερο σκαλοπάτι. Μα πού να προχωρήσει η δουλειά! Δυο αδύνατα, σκελετωμένα, μαύρα χέρια κρατούσαν σφιχτά ό,τι η σκέψη της Στά­λας δημιουργούσε όμορφο — ψηλή και μεγαλόπρεπη σκάλα από την κάμαρα ώς κάτου στη μάντρα ...
Τώρα ο μεγάλος της πόνος την έτρωγε αγάλια. Μέρα σε μέρα λίγνευε το κυρτωμένο της κορμί, τα χτυπήματα γίνονταν κάθε τόσο κι αδύνατα και η ανάσα έπνιγε τη φτωχή γριά. Κρίμα! Η Στάλα άρχισε να νοιώθει με τη μαύρη της σκέψη πως ο θάνατος θα την έπαιρνε προτού θεμελιώσει τ' όνειρο της, το μόνο της όνειρο σ' όλη τη ζωή της, τη μόνη καλωσύνη που θα χάριζε κι αυτή στο σπίτι, στο χωριό, σ' όλο τον κόσμο.
 Ένα βράδι είχε ξαπλωθεί εκεί δίπλα στα δυο σκαλοπάτια. Σιχάθηκε στην αρχή, ξέχασε ύστερα την κάμαρά της. Τι την ένοιαζε αυτήν! Αγκάλιασε στο μεσο­νύχτι το δεύτερο σκαλοπάτι, την πήρε πα­ραπονεμένο κλάμα κι αποκοίμηθηκε αργά.
Το πουρνό — πρωτομηνιά - ήρθ' ο παπάς του χωριού να βαφτίσει (σ. σ. να φωτίσει, έτσι λέγεται) τελευταία και το φτωχόπιστο της Στά­λας. Η γριά τον αγριοκοίταξε κι ο παπάς έφυγε μουρ­μουρίζοντας.
-Τόσο δρόμο για την ανήμπορη αυτή, είπε μέσα του.
Η Στάλα, καθισμένη στο δεύτερο σκαλοπάτι ακολούθαε με το μάτι τη σιλουέτα του παπά, χαμένη μέσα στες πρασινάδες των χωραφιών. Γύρισε ύστερα τη μα­τιά αντίκρυ. Το χωριό έλαμπε στες αχτίδες του ήλιου. Χάρη παντού. Πέρα - πέρα ομορφιά. Χαρά και γέλιο· πόνος πουθενά. Η Στάλα χαμήλωσε το κεφάλι. Έμεινε λίγη ώρα σκεφτική. Σηκώθηκε ύστερα απότομα, έβγα­λε τη γλώσσα της σαν κοροϊδεύοντας την Πλάση που έβλεπε γύρω κι αργοστέναξε κοιτώντας το μαύρο και βουβό της σπίτι. Ζερβοπάτησε έξαφνα, στριφογύρισε μια, σάλεψε τα χέρια σε μια περίεργη κίνηση κι έπεσε κάτω.
Είχε μείνει εκεί πεθαμένη.

Διήγημα του Νικου Καπετανίδη
Αφιερωμένο στην αδελφή του

0 εθνομάρτυρας δημοσιογράφος και λογοτέχνης Νίκος Καπετανίδης γεννήθηκε το 1889 στο Ρίζαιο Τραπεζούντας και εκτελέστηκε με απαγχονισμό από τους Τούρκους στις 21 Σεπτεμβρίου 1921 στην Αμάσεια.
Share
 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah