Η Επέτειος της Εθνικής μας ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Εκείνη η φράση που έλεγαν οι πατεράδες και οι παππούδες μας, το «ποτέ δε θα αφήσουν την Ελλάδα να ορθοποδήσει», είναι η κουβέντα που βγαίνει στις στιγμές της εθνικής μας κατάθλιψης. Το ζουν στο πετσί τους σήμερα οι Έλληνες. Το είπαν το '74, όταν χάσαμε τη μισή Κύπρο, και το '45, όταν πολε­μούσαμε μεταξύ μας, αν και στο στρατόπεδο των νικητών. Το είπαν το '22, με τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1897, με τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο, το 1854, με τον αποκλεισμό Αθήνας και Πειραιά από τους Αγγλογάλλους. Πού βρίσκονται όμως οι ρίζες της εθνικής αυτής κατάθλιψης;


Ψάχνοντας στην ιστορία για τις καθοριστικές στιγμές που γεννιούνται τα κοινά χαρα­κτηριστικά ενός λαού, θα πρέπει να γυρίσουμε στα πρώιμα χρό­νια, στα χρόνια της δημιουργίας, όπως ακριβώς οι ψυχαναλυτές γυρνούν πίσω στα παιδικά χρόνια του ψυχαναλυόμενου.
Το 1827 η επανάσταση είχε ουσια­στικά νικηθεί στο στρατιωτικό πεδίο. Ελεύθερα ήταν μόνο μερικά νησιά του Αργοσαρωνικού, η Αργοναυπλία και η Τροιζηνία. Οι τούρκοι πασάδες στη Στερεά και ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο είχαν ανακτήσει τη γη και τα κάστρα για τον σουλτάνο, χρησιμοποιώντας την τακτική της φωτιάς και του τσεκουριού.
Τον Ιανουάριο του 1828 ο εκλεγμέ­νος κυβερνήτης Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας, μετά από μια σύντομη στάση στο Ναύπλιο, έφτασε στην Αίγινα, την προσωρινή πρωτεύουσα. Σύμφωνα με τον Τερτσέτη, ο ίδιος περιέγραψε την κατάσταση ως εξής:
«Είδα πολλά εις την ζωήν μου, αλλά σαν το θέαμα όταν έφθασα εδώ εις την Αίγινα, δεν είδα τι παρόμοιο ποτέ, και άλλος να μην το ιδεί.
Προείδα μεγάλα δυστυχήματα δια την πατρίδα... Ζήτω ο Κυβερνήτης, ο σωτήρας μας, ο ελευ­θερωτής μας, εφώναζαν γυναίκες αναμαλλιάρες, άνδρες με λαβωματιές πολέμου, ορφανά γδυτά, κατεβασμένα από τες σπηλιές.
Δεν ήτον το συναπάντημά μου φωνή χαράς, αλλά θρήνος. Η γη εβρέχετο  από δάκρυα. Εβρέχετο η μερτιά και η δάφνη του στολισμένου δρόμου από το γιαλό εις την Εκκλησία.
 Ανατρίχιαζα, μου έτρεμαν τα γόνατα, η φωνή του λαού έσχιζε την καρδιά μου. Μαυροφορεμένες, γέροντες, μου εζητούσαν να αναστήσω τους απεθαμένους τους, μανάδες μου έδειχναν εις το βυζί τους τα παιδιά τους και μου έλεγαν να τα ζήσω, και ότι δεν τους απέμειναν παρά εκείνα και εγώ...»
Για τους παραπάνω λόγους, αποφά­σισε να μην χάσει χρόνο. Σε τρεις μήνες έφτιαξε αξιόπιστο στρατό και διέλυσε την πειρατεία στο Αιγαίο. Οργάνωσε την εξω­τερική πολιτική και εκμεταλλεύτηκε το Ναυαρίνο, για να πάψει τη διεθνή απο­μόνωση των Ελλήνων.
Τον Ιμπραήμ τον έδιωξε οριστικά από την Πελοπόννησο με ένα τέχνασμα. Όταν έμαθε από τους Γάλλους ότι θα έστελναν εκστρατευτικό σώμα υπό τον στρατηγό Μεζόν, ενη­μέρωσε τον Κόδρικτον.
Αυτός έσπευσε στον Μεχμέτ Αλί της Αιγύπτου και συμ­φώνησε την απόσυρσή του θετού γιου του χωρίς μάχη, που θα επέφερε ίσως την ηγεμονία της Γαλλίας στα ελληνικά πράγματα.
Στη Στερεά Ελλάδα οργάνωσε εκστρα­τεία. Οι Τούρκοι έφυγαν, χάνοντας τις τελευταίες μάχες. Η προέλαση του τσα­ρικού στρατού ως την Αδριανούπολη έπεισε τον σουλτάνο για τη de facto απόσχιση των εδαφών του στα νότια της χερσονήσου του Αίμου, από μια χούφτα ελλήνων επαναστατών με ισχυρή όμως ευρωπαϊκή υποστήριξη.
Στο εσωτερικό πεδίο, εκτός από στρατό, οι Έλληνες είχαν πλέον και πρωτοβάθ­μια, αλληλοδιδακτικά κυρίως, σχολεία. Είχαν μια μικρή υγειονομική μέριμνα και ένα κοινό ταμείο, που όμως στέναζε πάντα υπό το βάρος των απαιτήσεων για συντάξεις και αργομισθίες.
Ο κυβερνή­της είχε πουλήσει ως και τα έπιπλά του για να το τροφοδοτήσει με λίγα γαλλικά φράγκα. Απέκτησαν επίσης τράπεζα και δικό τους νόμισμα, τον φοίνικα. Απέκτησαν έναν κήπο, εκεί που σήμερα είναι οι αγροτικές φυλακές της Τίρυνθας. Σ' αυτό μάθαιναν οι νέοι καινούργιες καλλιέργειες και μεθόδους.
Αρχισαν να χτίζουν μια νέα ελπιδοφόρα πρωτεύουσα, το Ναύπλιο, που ενωνόταν με το Αργος με μια λεωφόρο που μόνο στην Ευρώπη μπορούσε κανείς να βρει. Εκεί τους βρήκε το Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας τους, στις 3 Φλεβάρη 1830.
Δυο χρόνια είχαν περάσει μόλις, αλλά οι πεινασμένοι και ρακένδυτοι κάτοικοι του νέου κράτους είχαν αρχίσει να καλ­λιεργούν τη γη.
 Όποιος αρματωμένος ή πρώην φοροσυλλέκτης τους πλησί­αζε, αυτοί είχαν την απάντηση στην άκρη του στόματος τους: «Έχουμε τον Μπαρμπαγιάννη να μας προστατεύει». Ο κυβερνήτης ξεκίνησε την απογραφή της γης. Κάποτε στη Βεσσαραβία (τη σημερινή Μολδαβία) μοίρασε τη γη που άφησαν πίσω τους οι Οθωμανοί στους ακτήμονες, χωρίς να πάρει για τον εαυτό του ούτε μια σπιθαμή. Θα έκανε το ίδιο για τους ταλαίπωρους Έλληνες.
Ο λαός ζούσε την ανάστασή του, την κοσμογο­νία της ελευθερίας του. Έγραψε ο Κασομούλης για την ημέρα εκείνη που ο Καποδίστριας πάτησε πρώτη φορά το χώμα της λεύτερης πατρίδας του:
«Εμαθεύθη ότι απέβη εις την πόλιν Ναυπλίας, ότι τον υποδέχθησαν όλοι, πολίται και στρατιώται, με κλαύματα χαράς, ότι τους επαρηγόρησεν... Θεέ μου, τι να ενθυμηθεί κανένας και να γράψει... Πώς να ζωγρα­φίσει αυτό το ηθικόν της ώρας εκείνης... Άλλος εδώ έτρεχεν, άλλος εκεί, άλλος πηδούσεν, άλλος χόρευεν. Οι δρόμοι ταράττοντο.
Όλοι πλέον από την χαράν αλησμόνησαν την θέσιν των, άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, και μόνον από τους εν τοις πράγμασι οι περισσότεροι εμαραίνοντο».
 Οι εν τοις πράγμασι, οι πρώην φοροεισπράκτορες της Στερεάς και της Πελοποννήσου, είχαν κλειστεί στα αρχοντικά τους, πίσω από ψηλές μάντρες και πάντα φυλασσόμενοι. Με έδρα την Ύδρα και τη Μάνη, απαίτησαν την κεφαλή του Κυβερνήτη επί πινάκι, και όταν η Αγγλία έδωσε το πράσινο φως, τελείωσαν και οι ελπίδες των Ελλήνων.

 Ήταν Κυριακή, 9 Οκτωβρίου 1831 (27 Σεπτεμβρίου, με το παλιό ημερολό­γιο), όταν μια σφαίρα βρήκε το κεφάλι του ανθρώπου που δημιούργησε, έσωσε πολλαπλά και στερέωσε την ελληνική επανάσταση και κατά συνέπεια το νέο ελληνικό κράτος. Εκείνο το πρωινό, οι κάτοικοι του Ναυπλίου έζησαν αυτό που είναι καταδικασμένη κάθε γενιά αυτού του τόπου να ζει έστω και μια φορά. Τη διάψευση των κόπων και των πόθων τους. Την προδοσία. Εκείνο το πρωινό σηματοδοτεί τις απαρχές της εθνικής μας κατάθλιψης.
Σαράντα μέρες έμεινε η ταριχευμένη σωρός του Κυβερνήτη στην πρωτεύ­ουσα, για να την επισκεφθούν από κάθε σημείο της γης όπου ανθούσε ο ελληνισμός. Σε έξι μήνες όμως, ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς και ο Αυγουστίνος Καποδίστριας είχαν νικηθεί.
Οι παλιοί φοροσυλλέκτες των Τούρκων και οι αρβανίτες αρχηγοί πήραν την κατάσταση στα χέρια τους. Ήταν οι Ζαΐμηδες, οι Κουντουριώτηδες, οι Μιαούληδες, οι Μαυρομιχάληδες, οι Λόντοι, οι Μαυροκορδάτοι, οι Κωλέττηδες, και σήμερα είναι οι Παπανδρέου, οι Καραμανλήδες, οι Μητσοτάκηδες.
Στα 181 χρόνια που πέρασαν από τότε, είχαν 2 βασικές μέριμνες. Η πρώτη ήταν να κρατούν την εξουσία και τα έσοδα του κράτους στα χέρια τους, όπως και επί τουρκο­κρατίας.
 Η δεύτερη ήταν να θολώσουν, μέσω των πανεπιστημίων που ίδρυσαν και των σχολικών βιβλίων, την αλήθεια για την ίδρυση του ελληνικού κρά­τους. Η αλήθεια όμως είναι ότι εκείνη η ημέρα, η 9η Οκτωβρίου του 1831, ήταν η ημέρα που παραδοθήκαμε στους ξένους τοκογλύφους και στους ντόπιους κοτσαμπάσηδες. Είναι η ξεχασμένη επέ­τειος ενός λαού που δεν γνώρισε την ιστορία του.


Του Παναγιώτη Πασπαλιάρη


Share
 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah