Ακεί πέραν σό Δρακολίμν', ση
Τρίχας το
γεφύριν,
χίλιοι
μαστόρ' έδούλευαν καί μύριοι μαθητάδες.
Όλεν
τ' ήμέραν έχτιζαν, τή νύχταν εχαλάουτον.
Οι μάστοροι εχαίρουσαν, θέ να πλεθύν' η ρόγα,
οι μαθητάδες έκλαιγαν, τσί
κουβαλεί
λιθάρια;
Κι ατός ο
πρωτομάστορας νουνίζ' νύχταν κι ημέραν.
— Ντό δεις με, πρωτομάστορα και στένω το γεφύρι σ';
—Αν δίγω σε τον κύρη μου, άλλο κύρην πά 'κ' έχω!
— Ντό δεις με, πρωτομάστορα και στένω τό γεφύρι σ';
—Αν δίγω σε τή μάνα μου, άλλο μάναν πά 'κ'
έχω!
— Ντό δεις με, πρωτομάστορα καί στέκει τό γεφύρι
σ';
—Αν δίγω σε τ'
άδέλφια μου, αλλ’ άδέλφια πά 'κ' έχω!
— Ντό δεις με, πρωτομάστορα, σταλίζω το γεφύρι σ';
—Αν δίγω σε καί τά πουλιά μ', άλλο πουλιά πά
'κ' έχω!
— Ντό δεις με, πρωτομάστορα, στερένω τό γεφύρι
σ';
—Αν δίγω σε την κάλη μου, καλύτερον εύρήκω!
Μενεί και λέει την κάλην άτ', άγλήγορα να έρται.
'Κόμαν τόν Γιάννεν 'κ' ελουσεν καί σό κουνίν
'κ' έθέκεν,
'κόμαν τά χτήνια 'κ' έλμεξεν, τα μουσκάρια 'κ' έδέκεν,
διπλομενεί την έρημον μέ τ' άοικον πουλόπον.
Σάββαν
νά πάει σό λουτρόν, την Κερεκήν σόν γάμον
καί την
Δευτέραν τόν πουρνόν αδά νά ευρισκάται.
Σάββαν επήγεν σό λουτρόν, την Κερεκήν σόν γάμον
καί την Δευτέραν τόν πουρνόν σό
Δρακολίμν' εύρέθεν.
— Κάλη μ', ακεί σό Δρακολίμν' ερρούξεν τό σκεπάρι μ',
αν βουτάς κι εσύ παίρ'τς άτο, είσαι τ' εμόν ή κάλη.
Πέντε όργέας κατηβαίν' και με την
τραγωδίαν,
κι άλλα πέντε ξάν κατηβαίν' με τη μοιρολογίαν.
— Κι άρ 'κί πονώ τα κάλλια μου κι άρ 'κί πονώ
τή νέτε μ',
πονώ καί κλαίω το πουλί μ', ντ' εφέκα κοιμισμένον.
Πώς τρομάζνε τα γόνατα μ', να τρομάζ' το γεφύρι σ'
κι άμον
ντό σείουν τα
μαλλιά μ', να
σείουν οι
διαβάτοι
κι άμον ντο τρέχνε τα δάκρυα μ', να τρέχει τό ποτάμι.
— Εύχέθ', κάλη μ',
εύχέθ', κάλη μ', εύχέθ', μή καταράσαι,
άδέλφια έεις σήν ξενιτειάν, έρχουνταν καί διαβαίνε.
— Κι άμον ντό
στέκν' τα γόνατα
μ', να στέκ' και το γεφύρι
κι άμον ντό στέκνε
τα μαλλιά μ', νά
στέκνε οι
διαβάτοι
κι άμον ντό στέκνε τα δάκρυα μ', να στέκει το ποτάμι.
Τρί' αδέλφια έμνες εμείς κι οι τρεις καταραμένοι,
είνας έχτσεν τήν Άδεσαν κι άλλε το Δεβασίριν
κι εγώ η
τρισκατάρατος της Τρίχας τό γεφύριν.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ρόγα = μισθός,
τσί =
τις, ποιός,
νουνίζ' = σκέπτεται, συλλογίζεται (άπό τή λέξη
«νούς»),
σταλίζω = στηρίζω, στήνω κάτι όρθιο,
άοικον = όχι του οίκου, όχι ήμερο, άγριο,
όργέα = άνοιγμα δυό χεριών.
Της Τρίχας τό γιοφύρι
Στη Δρακολίμνη πέρα εκεί, στης Τρίχας τό
γεφύρι,
χίλιοι μαστόροι δούλευαν καί μύριοι μαθητάδες.
'Ολημερίς τό χτίζανε, τό βράδυ γκρεμιζόταν.
Καί τά μαστάρια χαίρονταν, θέ ν' αυξηθεί ό μισθός τους
κι οί
μαθητάδες κλαίγανε! Ποιός κουβαλάει πέτρες;
Μονάχα ό πρωτομάστορας όλο καί συλλογιέται.
Τί δίνεις, πρωτομάστορα, νά στήσω τό γιοφύρι;
Αν σου δώσω τόν κύρη μου, δέν θάχω
άλλο κύρη.
Τί δίνεις, πρωτομάστορα, νά στήσω τό γιοφύρι;
Αν σου δώσω τή μάνα μου, δέν θάχω πια μανούλα.
Τί τάζεις, πρωτομάστορα, γιά νά σταθεί το έρμο;
Τάζοντας σου τ' αδέλφια μου, χωρίς αδέλφια θάμαι.
Καί τί
μου δίνεις,
μάστορα, να σου το στερεώσω;
Αν δώσω τά παιδάκια μου, δεν θάχω πια παιδάκια.
Τί δίνεις, πρωτομάστορα, νά σου τό θεμελιώσω;
Αν τήν καλή μου δώσω εγώ, καλύτερη θε νάβρω.
Της
στέλνει μήνυμα καί λέει, γοργά-γοργά για νάρθει.
Τόν
Γιάννη της δέν έλουσε,
στην κούνια δέν
τόν πήγε,
τ' αγελάδια δέν άρμεξε, δέν βύζαξαν οι μόσχοι,
στέλνει μήνυμα δεύτερο μέ τ' αγριοπουλάκι.
Σάββατο άς πάει στο λουτρό, την Κυριακή στο γάμο
καί τή
Δευτέρα τό πρωί στης Τρίχας τό γιοφύρι.
Σάββατο πήγε στο λουτρό, τήν Κυριακή στό γάμο
καί τή Δευτέρα τό πρωί πήγε στη Δρακολίμνη.
Στη Δρακολίμνη μούπεσε, καλή μου, τό σκεπάρνι,
αντάξια γυναίκα μου θάσαι, αν μου τό φέρεις.
Πέντε οργιές στο βάραθρο βουτάει τραγουδώντας
κι
άλλες τόσες κατέβηκε πικρομοιρολογώντας.
Τά κάλλη καί τή νιότη μου διόλου δεν τα λυπάμαι,
πονώ,
κλαίω τό βρέφος μου, πού τ' άφησα στην κούνια.
Όπως
τρέμουν τά πόδια μου, νά τρέμει τό γιοφύρι
κι όπως
μου σειούνται τά μαλλιά, νά σειούνται κι οι διαβάτες
και πως τρέχουν τα δάκρυα μου, να τρέχει το ποτάμι.
Ευχήσου βρε γυναίκα μου, μην καταριέσαι, σκέψου,
αδέλφια
έχεις στην
ξενιτειά, θαρθούν
καί θα διαβούνε.
— Τό πώς στέκουν τά πόδια μου, έτσι καί τούτο άς στέκει
κι όπως μου στέκουν τά μαλλιά, νά
σταθούν κι οί διαβάτες
κι όπως στέκουν τά δάκρυα μου,
νά σταθεί τό ποτάμι.
Τρεις αδελφάδες
είμαστε κι οί τρεις καταραμένες,
η μιά έχτισε τήν Άδεσα κι άλλη τό Διαβασίρι
κι εγώ ή τρισκατάρατη της Τρίχας τό γιοφύρι.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ
Είναι «Τή Τρίχας τό
γεφύρ'» άπό τά πιο θρυλικά ποντιακά τραγούδια. Η δομή καί μελωδία του παρουσιάζουν αισθητές
ιδιοτυπίες καί πρωτοτυπίες. Στο βάθος του διαφαίνεται η
ανθρώπινη αγωνία. Χορεύεται σέ ρυθμό
«διπάτ».
Παίζεται συνήθως μέ λύρα καί τραγουδιέται μέ
πάθος. Ό λαός αγαπά ιδιαίτερα τό τραγούδι τούτο καί διατηρεί στη μνήμη του όλες τις λεπτομέρειες άπό τό περιεχόμενο του.
Στο ποιητικό κείμενο κυριαρχεί
ό συγκλονιστικός θρύλος: Γιά νά στεριώσει τό γιοφύρι, χρειάζεται μια ανθρωποθυσία. Καί πρέπει νά
θυσιαστεί ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Ή γυναίκα του πρωτομάστορα. Πρέπει ό πρωτεργάτης,
ό πρωταγωνιστής της ζωής, νά θυσιάσει στο βωμό της κοινωνίας τήν εκλεκτή καί αγαπημένη του συντρόφισσα, τή
γυναίκα του. Είναι εμφανές τό τραγικό στοιχείο.
Τό τραγούδι αντανακλά έννοιες πού
χάνονται στα
βάθη τών ελληνικών
αιώνων. Δεσπόζουν στο κείμενο του προχριστιανικά στοιχεία. Τό φαινόμενο τών ανθρωποθυσιών
είναι γνωστό στην αρχαία 'Ελλάδα. Θυσιάζονται πρόσωπα καί μάλιστα αγαπημένα,
γιά νά εξασφαλιστεί ή συμπαράσταση τών θεών, προκειμένου νά πετύχουν οί
άνθρωποι σε μια εθνική ή κοινωνική τους προσπάθεια. Θυσιάζει ό 'Αγαμέμνονας τήν
θυγατέρα του Ιφιγένεια στο βωμό της θεάς Αρτέμιδος, γιά νά φυσήσει «ούριος
άνεμος», ώστε νά ξεκινήσουν τά καράβια γιά τήν Τροία.
Δέν γίνονται όμως
ανθρωποθυσίες μόνο γιά εθνικούς καί κοινωνικούς σκοπούς. Πραγματοποιούνται καί
όταν ορισμένα άτομα θέλουν νά φανερώσουν τήν απόλυτη πίστη τους προς τό Θεό.
Είναι χαρακτηριστικό τό παράδειγμα του Ίεφθάε, ενός τών επτά κριτών του
'Ισραήλ, ό όποιος θυσιάζει αυθόρμητα τήν θυγατέρα του, γιά νά ευχαριστήσει τό
Θεό, επιστρέφοντας νικητής, επικεφαλής ισραηλιτών, εναντίον αμμωνιτών.
Τό τραγικό έθιμο
των ανθρωποθυσιών δέν μπορεί νά τό εξηγήσει κανείς ούτε άπό τυχαία περιστατικά
ούτε καί μέ τήν ίδια τή λογική. Θαρρείς καί ό άνθρωπος στέκει μέ αίσθημα
ευθύνης απέναντι στο Θεό καί επιδιώκει νά τόν εξιλεώσει θυσιάζοντας αγαπημένα
πρόσωπα. Μοιάζει ακόμη ό άνθρωπος μέ τραγικό πρόσωπο, πού ζητάει τή λύτρωση μέ
τή θυσία.
Τό στοιχείο του
«εξιλασμού» τονίζει ό Βολταίρος. Στον Όμηρο βρίσκουμε τήν αρχή, ότι ό άνθρωπος
μέ τις εκδουλεύσεις του προς τό Θεό αποκτά δικαίωμα ανταπόδοσης και ότι οί Θεοί
αισθάνονται υποχρεωμένοι προς τούς ανθρώπους, οί οποίοι προσφέρουν στο βωμό τους τραγικές θυσίες.
Οί ανθρωποθυσίες
στην αρχαία 'Ελλάδα παρουσιάζουν τό αποφασιστικό στοιχείο της «εθελοθυσίας». Ο
Θεός δέν τις επιτάσσει. Απλώς, τις δέχεται σάν αυθόρμητες καί ελεύθερες πράξεις
τών ανθρώπων. Αν ό άνθρωπος θυσιάσει προς τό Θεό, θα έχει τη συμπαράστασή Του. Αν όχι,
δέν θα τήν έχει.
Μέ τόν
χριστιανισμό, οί ανθρωποθυσίες μέ θρησκευτικό περιεχόμενο καταργούνται. Η θυσία του Θεανθρώπου
Σωτήρος Χριστού θέτει τέρμα στο τραγικό
έθιμο.Η θυσία
Του αποκαθιστά τελεσίδικα τή σχέση ανάμεσα στο Θεό καί τούς ανθρώπους, οί οποίοι σώζονται, αρκεί νά
πιστέψουν στο Θεό.
Παρ' όλα αύτά, οί
ανθρωποθυσίες συνεχίζονται καί στους μετά Χριστόν αιώνες, ακόμη καί στον
χριστιανικό χώρο, καθώς προκύπτει άπό τά αυστηρά μέτρα, πού παίρνει η Εκκλησία ενάντια στους
κτίστες, πού εξακολουθούν τήν τραγική αυτή συνήθεια.
Στον ύπ' αριθ. 59
Κώδικα (Μονή Βλατάδων Θεσσαλονίκης) του 16ου αιώνα, στοιχείο Τ.Λ. σελ. 140,
θεσπίζονται τά έξης: «Οί οικοδόμοι, ήγουν οί κτίσται, εάν βάλωσιν άνθρωπον στοιχείον εις οίκοδομήν καί
άποθάνη, ώς φονείς κανονίζονται, ει δέ ούκ άποθάνη, χρόνους β' (δύο) μή κοινωνήσουν καί μετανοίας τ'
(300), εί δέ τις
ποιήσει αύτά άντίστροφα καί άποθάνη ό κτίστης, άμαρτίαν ούκ έχει λάκκον γάρ όν
ώρυξεν καί ένέπεσεν εις αύτόν».
Θεωρεί ή Εκκλησία ως έγκλημα την ανθρωποθυσία καί παροτρύνει έμμεσα τούς ανθρώπους σε αυτοδικία κατά
τών οικοδόμων, πού ετοιμάζονται γιά νά στοιχειώσουν άνθρωπο στα θεμέλια
οποιουδήποτε κτίσματος. Καλεί τούς ανθρώπους νά εναντιωθούν στο τραγικό έθιμο
καί, στην ανάγκη, νά θάψουν ζωντανούς αυτούς τούς κτίστες αντιστρέφοντας τούς
όρους, χωρίς νά έχουν καμιά προς τούτο αμαρτία.
'Ιδιαίτερα
συγκλονιστικές είναι οί ανθρωποθυσίες στο Μεξικό. Η πιο φοβερή ανθρωποθυσία
πραγματοποιείται εκεί τό 1484 μέ 70.000 θύματα άπό νεαρά καί όμορφα παλληκάρια
μάλιστα, μέ τό επιχείρημα τών ιερέων του τόπου ότι «οι Θεοί πεινούνε!». Τό τραγικό
έθιμο καταργείται στο Μεξικό τό 1522 μέ τήν επικράτηση εκεί του χριστιανισμού.
Σήμερα, στον
χριστιανικό χώρο τουλάχιστο, δέν υπάρχει πια.
Σε άλλες όμως χώρες, όπως στις Ινδίες, π.χ., παρατηρείται
τό φαινόμενο. Πριν άπό μερικά χρόνια θυσιάζει εκεί ένας πατέρας τήν κόρη του,
γιά νά ευχαριστήσει τό Θεό αποδεικνύοντας τήν προς Αύτόν πίστη του. Πάντως, ή
εφαρμογή του εθίμου στη διαδρομή τών αιώνων αποτελεί γεγονός, καθώς
αποδεικνύεται άπό τήν ανασκαφή θεμελίων διαφόρων κτισμάτων, όπου βρέθηκαν
κρανία καί άλλα οστά ανθρώπων.
Υπόλειμμα του
τραγικού εθίμου αποτελεί σήμερα ή σφαγή πετεινού στα θεμέλια κτίσματος πριν άπό
τήν ανέγερση του.
Ας ξαναγυρίσουμε
όμως στο γιοφύρι της Τρίχας. Ό μύθος έχει βαθύτερες ήθικοκοινωνικοψυχολογικές
προεκτάσεις, οι οποίες ισχύουν καί σήμερα.
Συμβολίζουν τήν έννοια καί τό περιεχόμενο τών μεγάλων κοινωνικών έργων, πού
απαιτούν υπέρτατες θυσίες. Τά μεγάλα έργα καλούν τούς ευγενείς αγωνιστές, νά
επιτελέσουν τό υψηλό τους καθήκον μέ αυταπάρνηση γιά χάρη της κοινωνίας.
Η θυσία άπό τόν πρωτομάστορα ενός προσφιλούς του
προσώπου στα θεμέλια του κτίσματος δέν είναι μόνο αποτέλεσμα ψυχολογικής
ανάγκης, πού τήν επιτάσσει η λαϊκή δοξασία, σύμφωνα μέ τήν οποία, μέ τήν εντοίχιση της ζωντανής
ύπαρξης, τό κτίσμα αποκτά ψυχή, πνεύμα, δύναμη πελώρια, γιά νά γίνει τό κτίσμα
αθάνατο.
Ό πρωτομάστορας, καί άν ακόμη δέν πιστεύει στη
λαϊκή δοξασία, οφείλει νά μην της αντιταχτεί, γιά νά μή συγκρουστεί μέ τούς
πολλούς, πού πιστεύουν σ' αυτήν καί τούς έχει απόλυτη ανάγκη. Ό πρωτομάστορας,
σάν πρώτος υπεύθυνος, είναι υποχρεωμένος νά υποκύψει στη μοίρα του.
Μέ βάση τά
προεκτεθέντα στοιχεία καί τις σχετικές παρατηρήσεις, μπορούμε νά σημαδέψουμε
ορισμένα κρίσιμα στοιχεία, πού βγαίνουν άπό τό περιεχόμενο του τραγουδιού, γιά
νά οδηγηθούμε σε ορισμένα συμπεράσματα γιά τήν αξιολόγηση του. Μπορούμε ακόμη νά
πλησιάσουμε στη λύση του προβλήματος αναφορικά μέ τήν αρχική πατρίδα του
τραγουδιού.
Τό τραγούδι δέν
είναι μόνο γνωστό στο χώρο της Μικράς 'Ασίας καί του Πόντου, αλλά καί σε
ολόκληρο τό βαλκανικό χώρο. Βασικές παραλλαγές του συναντούμε στην Ήπειρο «της
"Άρτας τό γιοφύρι», στην Κύπρο, στα Άδανα Μ. 'Ασίας καί σε άλλες περιοχές
της 'Ελλάδος. Έχουμε καί βουλγάρικες καί σέρβικες παραλλαγές.
Αν τό τραγούδι έχει
μια «αρχική» πατρίδα ή δημιουργήθηκε μέ τρόπο ανεξάρτητο σε διάφορες περιοχές,
είναι ένα γενικό καί σχεδόν άλυτο πρόβλημα της επιστήμης τής λαογραφίας.
'Υπάρχει ή θεωρία
της «μονογενέσεως» καί ή αντίθετη, τής «πολυγενέσεως», αναφορικά μέ τόν τρόπο
γενέσεως κάθε δημοτικού τραγουδιού. Οί οπαδοί τής πρώτης θεωρίας υποστηρίζουν
ότι κάθε δημοτικό τραγούδι γεννιέται σ' ένα τόπο καί άπό εκεί τό διαδίδουν καί
σε άλλες περιοχές οί διάφοροι πλανόδιοι λαϊκοί μουσικοί, προσαρμόζοντάς το στις
συνθήκες, ακόμη καί στα γλωσσικά ιδιώματα κάθε τόπου.
Σύμφωνα μέ τήν άλλη
θεωρία, τής «πολυγενέσεως», ο ίδιος θρύλος μπορεί νά γίνει τραγούδι ταυτόχρονα σε διάφορες περιοχές,
όπου ή ζωή παρουσιάζει όμοια προβλήματα καί ανάγκες. Ή θεωρία τής «μονογενέσεως»
φαίνεται πιο πειστική καί πιο αληθινή άπό τό παράδειγμα του ύπ' όψιν
τραγουδιού, καθώς θα δούμε άπό τό σύνολο τών στοιχείων, πού θα εξεταστούν.
Μέ τόν τίτλο
«Τρίχας γεφύρ'» συναντούμε τό τραγούδι σε διάφορες περιοχές τής 'Ελλάδος. Όμως,
σε καμιά παραλλαγή δέν έχουμε τήν πληρότητα τής ποντιακής παραλλαγής. Μέ άλλους
τίτλους, υπάρχουν παραλλαγές σε διάφορα διαμερίσματα τής χώρας.
Ξέρουμε άπό τήν
ελληνική μυθολογία τό «τρίχινο γεφύρι» του Αδη μέ τούς τρεις ποταμούς «Άχέρων,
Κωκυτός καί Πυριφλεγέθων». Τρία ποτάμια μέ τρία γεφύρια ή ένα γεφύρι μέ τρεις
καμάρες. Οί ψυχές, γιά νά πάνε στον Αδη, πρέπει νά περάσουν άπό τό τρίχινο
γεφύρι, πού τρέμει καί σαλεύει, μέ αποτέλεσμα πολλές ψυχές νά πέφτουν κάτω στο
βάραθρο, μέσα σε ελώδη νερά καί νά χαθούν.
Ό σχετικός μύθος, πολύ αργότερα, μπαίνει στην
παράδοση μουσουλμανικών λαών. Ό τίτλος λοιπόν τής ποντιακής παραλλαγής «τρίχας
γεφύρ'» αποτελεί άμεσο σύνδεσμο μέ τήν άρχαία έλληνική παράδοση. Ή
παραλλαγή τών Άδάνων δέν παρουσιάζει άπό τήν άποψη αύτή κανένα ενδιαφέρον, ούτε καί καμιά άλλη παραλλαγή.
'Ιδιαίτερο
ένδιαφέρον παρουσιάζει τό «γιοφύρι τής Άρτας». Σύμφωνα μέ τις σχετικές παραδόσεις, τό γιοφύρι
τούτο χτίζεται τήν εποχή, πού ή Άρτα είναι πρωτεύουσα του Δεσποτάτου τής 'Ηπείρου. Άλλοι υποστηρίζουν ότι χτίστηκε τό 1602 ή
1606.
'Υπάρχουν καί
σλαβικές παραλλαγές του ίδιου τραγουδιού. Ή σέρβικη παραλλαγή, π.χ., ή οποία
όμως ανάγεται στον 14ο μ.Χ. αιώνα. 'Υπάρχουν σλαβικές παραλλαγές, πού
παρουσιάζουν βασικά χαρακτηριστικά αυτού του θρύλου, χωρίς όμως νά αναφέρονται σε ποτάμια καί
γεφύρια. Αφορούν άλλα κτίσματα.
Ό Ν. Πολίτης
δέχεται τήν ελληνικότητα του τραγουδιού καί τό τοποθετεί στον ελλαδικό χώρο.
Τήν άποψή του μερικοί ξένοι τήν επικροτούν καί άλλοι όχι. Ό ιταλός Giuseppe Cocchiara, μετά άπό έλεγχο όλων τών απόψεων, συμμερίζεται τήν άποψη Ν. Πολίτη, γιά
τόν οποίο όμως ό Κ. Ρωμαίος σωστά
παρατηρεί, ότι δέν είχε υπόψη του όλες τις παραλλαγές. Ό Ούγγρος μελετητής Lajos Vargyas καθορίζει εύθέως ως άρχική πατρίδα του
τραγουδιού τήν περιοχή του Καυκάσου.
Στον Πόντο, τό
γιοφύρι τής τρίχας τοποθετείται, κατά τήν επικρατέστερη άποψη (τό διεκδικούν
καί άλλες περιοχές του Πόντου), στα αριστερά του δημόσιου δρόμου
Τραπεζούντας-Ερζερούμ καί σε απόσταση 18 περίπου χιλιόμετρα άπό τήν
Τραπεζούντα, στη θέση Μιχιρτζή-Γεσίρογλου.
Φωτ. Αρχείο Βασ. Σακελλαρίδη:11-09-2011 Εκδρομή Επτάκωμου Σαντάς στον Πόντο |
Τό γιοφύρι ενώνει τις δυό όχθες του ποταμού Πυξίτη. Τό τοπίο γενικά παρουσιάζει πολλή άγρια όψη. Τό γιοφύρι έχει μήκος περίπου 30 μέτρα καί πλάτος σχεδόν ένα μέτρο. Έχει μόνο μια καμάρα. Είναι κατασκευασμένο μέ τό σύστημα τών «τοξοειδών διά σφηνών γεφυρών», πού ανάγεται στον 6ο π.χ. αιώνα.
Ό διαβάτης περνά τό γιοφύρι μέ πολύ τεταμένη
τήν προσοχή καί πάντοτε πεζός, ουδέποτε καβάλα σε ζώο. Στο γιοφύρι τής Αρτας τά
πράγματα είναι διαφορετικά. Αύτό έχει τρεις καμάρες καί είναι μακρύτερο καί
πλατύτερο. Είναι κοντά στην πόλη καί περνούν άπό πάνω, χωρίς κανένα κίνδυνο,
ακόμη καί τροχοφόρα. Όλα αύτά τά στοιχεία δείχνουν, ότι τό γιοφύρι τής Αρτας
χτίστηκε μεταγενέστερα.
Από τήν ψυχική στάση καί συμπεριφορά του ποντίου πρωτομάστορα,
σε σύγκριση μέ τήν αντίστοιχη συμπεριφορά τών άλλων πρωτομαστόρων, βγαίνουν
ορισμένα κρίσιμα συμπεράσματα. Σε μια κυπριακή παραλλαγή, πού μοιάζει αρκετά μέ
τήν ποντιακή, ό πρωτομάστορας εμφανίζεται σχεδόν χωρίς ευθύνη. Ό κύπριος λαϊκός
ποιητής φαντάζεται, ότι ή απόφαση νά θυσιαστεί ή γυναίκα του πρωτομάστορα έρχεται
άπό τούς ουρανούς.
τΗρτεν βουλή
πού τόν Θεόν, τζαί πού τούς άρχαντζέλους
μέν βάλη πού τό γένος του, γιοφύριν' έν
κρατίζει,
μέν
βάλης τήν μανίτσαν σου, μανίτσαν' έν ευρίσκεις,
μέν
βάλης τόν τζυρούλη σου, τζυρούλην' έν ευρίσκεις,
μέν
βάλης τήν άρφούλαν σου, άρφούλαν' έν εύρήσκεις,
μέν
βάλης τόν άρφούλην σου, άρφούλην' έν εύρήσκεις,
μέν
βάλης τήν καλίτσαν σου, καλύτερην εύρήσκεις.
Τέτοια «βουλή» στην
ποντιακή παραλλαγή δέν υπάρχει. Ό πόντιος πρωτομάστορας κάνει ό ίδιος διάλογο
μέ τό δαιμονικό πνεύμα. Αντικρίζεται μαζί του.
Ντο δεις με,
πρωτομάστορα, καί στένω τό γεφύρι σ'; Καί αρχίζουν οί απαντήσεις του
πρωτομάστορα στις επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις του δαίμονα. Ούτε τόν κύρη του μπορεί νά
δώσει, ούτε τή μάνα του, ούτε τ' αδέλφια του. Πρώτ' άπ' όλα, δέν είναι πρόσωπα, πού τά εξουσιάζει.
Αναφορικά μέ τήν
προσωπική έκφραση του ποντίου πρωτομάστορα «καλύτερον εύρήκω», οί παρατηρήσεις
μας διατυπώνονται παρακάτω.
Στα Άδανα ό
πρωτομάστορας θέλει νά θυσιαστεί ό ίδιος, γιά νά γλυτώσει ή γυναίκα του.
Κι εγώ γιά τήν
Καλάνα μου τήν κεφαλήν μου βάνω. Δέν γίνεται όμως. 'Εκείνη πρέπει νά θυσιαστεί.
Καί στην ηπειρώτικη παραλλαγή τό ίδιο.
Καί μή στοιχειώσετ' ορφανό, μή ξένο, μή
διαβάτη, παρά του πρωτομάστορα τήν όμορφη γυναίκα.
Σε μια σλάβικη
παραλλαγή υπάρχουν τρία μαστόρια πού συμφωνούν νά θυσιάσουν τήν γυναίκα εκείνου, πού θα φέρει πρώτη
τό μεσημεριανό φαγητό. Οί δυό όμως παραβιάζουν τούς όρους τής συμφωνίας καί
ειδοποιούν κρυφά τις γυναίκες τους, νά αργήσουν νά φέρουν τό φαγητό τό
μεσημέρι, οπότε θυσιάζουν τή γυναίκα του
ανυποψίαστου καί εξαπατηθέντος τρίτου μάστορα, ή οποία φέρνει τό φαγητό στην κανονική
ώρα.
Ό Ηπειρώτης
πρωτομάστορας, μόλις ακούει τό τραγικό μήνυμα, «του θανάτου πέφτει». Ό πόντιος
πρωτομάστορας στοχάζεται.
Κι άτός ό
πρωτομάστορας νουνίζ' νύχταν κι ήμέραν. Καί στό μήνυμά του προς τή γυναίκα του,
δέν τής λέει νά ντυθεί «αργά» καί νά φέρει «αργά» τό γιόμα κλπ., όπως κάνει ό
Ηπειρώτης πρωτομάστορας άπό βαθύ συναισθηματισμό. Ό πόντιος πρώτομάστορας
βιάζεται. Ειδοποιεί τή γυναίκα του μέ τρόπο αυστηρό. Νά πάει στό λουτρό, στό
γάμο καί «τήν Δευτέραν τόν πουρνόν άδά νά εύρησκάται».
Στη γυναίκα του
ηπειρώτη πρωτομάστορα τά μικρά μαστόρια ανακοινώνουν τό γεγονός καί μάλιστα δέν
τής λένε τήν αλήθεια. Τό δαχτυλίδι τόπεσε μέσ' στη μεσιά καμάρα, καί ποιός νά μπει
καί ποιός νά βγει, τό δαχτυλίδι νά βρει; Σάν χαθεί ή βέρα τών παντρεμένων, πού είναι
γουρσουζιά μεγάλη κατά μια λαϊκή δοξασία, σπάζει ό συζυγικός δεσμός. Σειέται ή
οικογένεια άπό τά θεμέλια. Γι' αυτό ακριβώς ή ηπειρώτισσα πέφτει αμέσως μέσα
στα φουρτουνιασμένα νερά του ποταμού, γιά νά τήν έντειχίσουν αμέσως ό
πρωτομάστορας άντρας της μαζί μέ τά άλλα μαστόρια.
Ό πόντιος
πρωτομάστορας ούτε ευθύνες μεταθέτει, ούτε τήν αλήθεια κρύβει. 'Εξηγεί στη
γυναίκα του μέ ειλικρίνεια τό γεγονός καί τήν κατατοπίζει απόλυτα.
Κάλη μ' άκεί σό Δρακολίμν' έρρούξεν τό σκεπάρι μ',
άν βουτάς κι εσύ
παίρ'τς άτο, είσαι τ' έμόν ή κάλη.
'Εδώ, τό θύμα ξέρει
όλη τήν αλήθεια καί γιά ποιό σκοπό θα θυσιαστεί. Διαλέγει ή γυναίκα του
πρωτομάστορα μέ δική της θέληση καί ελεύθερα τόν δρόμο τής θυσίας, όπως ή
'Ιφιγένεια, πού τελικά κατατοπίζεται πάνω στην αλήθεια.
Κρίσιμο είναι τό
στοιχείο, ότι ή ποντιοπούλα πέφτει στό βάραθρο τραγουδώντας. Ότι συμβαίνει μέ
τόν χορό του Ζαλόγγου..
Πέντε όργέας
κατηβαίν' καί μέ τήν τραγωδίαν. 'Ενώ σέ άλλες παραλλαγές, όταν ή γυναίκα
καταριέται στό χαροπάλεμά της, τής ύπενθυμίζουν ότι έχει «αδελφό κλπ.» στην
ξενιτειά καί θάρθει νά διαβεί, στην ποντιακή παραλλαγή χρησιμοποιείται ό
πληθυντικός αριθμός «έεις αδέλφια σήν ξενιτειάν κλπ.». Σέ όλες τις περιπτώσεις
οί κατάρες μεταβάλλονται σέ ευχές.
Ό θρήνος τής
θυσιαζόμενης γυναίκας, πού κλαίει καί οδύρεται γιά τό βρέφος της, πού τό άφησε
στην κούνια κλπ., είναι καρπός του μητρικού φίλτρου.
Ώς προς τήν
κατάληξη του τραγουδιού, στις βασικές ελληνικές παραλλαγές είναι ή ίδια. Τρεις
άδελφάδες κλπ., ή μια έχτισε τό Δούναβη κι ή άλλη τόν Ευφράτη κλπ. Στήν
ποντιακή παραλλαγή αναφέρονται περιοχές του Πόντου, «Άδεσα, Δεβασίριν, Τρίχας
γεφύρι».
Ό άρχαιοπρεπέστερος
χαρακτήρας τής ποντιακής παραλλαγής φαίνεται καί άπό ένα ήμίστιχο, ήτοι τό «...
καλύτερον εύρήκω». Είναι ή απάντηση του ποντίου πρωτομάστορα προς τό δαιμόνιο.
Θυμίζει τό περιστατικό, πού άναφέρει ό 'Ηρόδοτος γιά τήν Ίνταφρένη, ή οποία
προτίμησε νά θυσιάσει τόν άντρα καί τό παιδί της γιά χάρη του αδελφού της, μέ τό επιχείρημα προς
τόν Δαρείο, ότι είναι νέα καί μπορεί νά ξαναπαντρευτεί καί νά τεκνοποιήσει.
Όμως, αδελφό δέν μπορεί νά κάνει ποτέ, αφοί δέν έχει πια γονείς.
Ό πόντιος
πρωτομάστορας φαίνεται σκληρός, ωμός καί χωρίς συναισθήματα. Εμφανίζεται ώς
γνήσιος εκπρόσωπος του ανδροκρατικού συστήματος. Δείχνει ότι περιφρονεί τή
γυναίκα του, τήν ίδια τή ζωή της. Όμως, πιο προσεκτική παρατήρηση πάνω στό
κρίσιμο ήμίστιχο οδηγεί σέ άλλο στοχασμό. Ό ίδιος προηγουμένως, μέ τρόπο
έμμεσο, χαρακτηρίζει τή γυναίκα του ώς άξια συνεργάτιδά του. Δέν τήν εξαπατά.
Τήν αφήνει νά σκεφτεί καί νά αποφασίσει ελεύθερα.
Δέχεται τήν φοβερή
πρόκληση τής σκοτεινής δύναμης καί άπαντά σ' αυτήν μέ τον ίδιο τρόπο. Θέλει νά πικάρει
τό δαιμόνιο, τήν ίδια τή μοίρα του. Αν πάρεις —λέει στό δαιμόνιο— τήν καλή μου
γυναίκα, μή νομίζεις, πώς θα λιποψυχήσω. Θά βρω καί καλύτερη, πρόθυμη καί γιά
μεγαλύτερες θυσίες ακόμη. Είναι απάντηση σχηματική, πού αποβλέπει στό νά
κατατρομάξει τό σατανικό πνεύμα. Ανεβάζει τόν αγωνιστή σέ δυσθεώρατα ύψη.
Κατά τήν κρίσιμη ώρα,
γίνεται ό πόντιος πρωτομάστορας λιοντάρι καί τινάζει τής ψυχής του τά φτερά. Ή
επωδός του τραγουδιού «έλα Δάφνε μ' πόταμε, Δάφνε μ' καί μυριγμένε» είναι
διθύραμβος του πλήθους. 'Απευθύνεται προς τόν Πυξίτη ποταμό, πού ό λαός τόν
ονομάζει «Δαφνοπόταμο», τόν θέλει ποταμό μέ δάφνες. Τόν καλεί νά στεφανώσει μ'
αυτές τόν πρωτομάστορα.
Ό ίδιος ακούει τά σαλπίσματα τούτα. Οί στιγμές
είναι δραματικές. Όμως, τόν πόνο του δέν τόν φανερώνει. 'Αναλογίζεται τις
ευθύνες του καί αποφασίζει. Προχωρεί άπό τό ψυχικό δράμα στην θριαμβευτική
πορεία ήρεμα. Συγκλονιστική είναι ή εικόνα, πού δίνει ό Σίλλερ γιά τήν πορεία
τής ανθρώπινης ψυχής σέ παρόμοιες στιγμές, μέ τόν στοχασμό «Τό κράμα τής
δύναμης καί τής αδυναμίας, τής δειλίας καί του ηρωισμού, είναι ή αληθινή καί
θελκτική εικόνα τής ανθρώπινης φύσης. Ή μετάβαση άπό τή μια ψυχική διάθεση στην
αντίθετη γίνεται ήρεμα, δικαιολογούμενη ικανοποιητικά».
Του ποντίου
πρωτομάστορα τά συναισθήματα καταπνίγονται. Τά δάκρυά του δέν κατρακυλούν πάνω
στα μάγουλά του. Πηγαίνουν άπ' ευθείας στην καρδιά του. Χάνει τήν αγαπημένη του
γυναίκα στήνοντας τό μεγάλο καί ωραίο έργο. Γίνεται πρόσωπο τραγικό, πού
παραμένει στη ζωή, χωρίς ουσιαστικά νά ζει πια, μα καί χωρίς νά πεθαίνει.
Ή γενναία
ποντιοπούλα έχει βαθιά συναίσθηση του χρέους της καί πλήρη συνείδηση τής υψηλής
αποστολής της. Επαληθεύει τόν παλαιό θρύλο, ότι είναι σύμβολο γονιμότητας.
Συμμερίζεται απόλυτα τήν αγωνία του ανδρός της καί στοχάζεται τό νόημα τής
τέχνης του ώς κοινωνικού λειτουργήματος.
Γιατί, ακούοντας
πώς έπεσε στό βάραθρο «τό σκεπάρν' άτ», σκέπτεται ότι τούτο συμβολίζει τήν πτώση τής τέχνης, τής αρχιτεκτονικής του πρωτομάστορα
άνδρα της νά στήνει γιοφύρια.
Ντροπιάζεται ή
τέχνη τούτη καί γι' αυτό τήν ανασύρει μέσα άπό τά φουρτουνιασμένα νερά καί τήν
τοποθετεί σέ θέση περιωπής.
Ανταποκρίνεται στό
σάλπισμα τής κοινωνίας καί θυσιάζεται στό βωμό της. Οι στοχασμοί καί τά ψυχικά
της συναισθήματα ταυτίζονται μέ εκείνα του ανδρός της.
Άπό τήν όλη ψυχική
στάση καί συμπεριφορά του ποντίου πρωτομάστορα, τόν τρόπο μέ τόν όποιο πορεύεται
ή γυναίκα του προς τό θάνατο, γιά νά περάσει στην αθανασία, άπό όλα τά
προεκτεθέντα σχετικά καί συναφή στοιχεία, αποδεικνύεται ότι ή ποντιακή
παραλλαγή είναι ή αρχαιότερη.
Δέν εμφανίζονται σ'
αυτήν άμεσα ή έμμεσα στοιχεία, πού νά δείχνουν επιδράσεις σοβαρές του
χριστιανικού
πνεύματος, όπως συμβαίνει μέ τις άλλες παραλλαγές, οι οποίες απέχουν σημαντικά από τήν ουσία του πυρήνα του μύθου.
Έτσι λοιπόν,
ή ποντιακή παραλλαγή κι αν ανήκει στην κατηγορία «παραλογές», δεν μπορεί νά
τοποθετηθεί στα πλαίσια του ακριτικού κύκλου. Είναι αρχαιότερη καί φαίνεται νά
έχει αρχική πατρίδα τόν Πόντο,απ'όπου διαδίδεται παντού.Στάθη Αθανασιάδη
Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών
"Τα τραγούδια του Ποντιακού Λαού"
Εκδόσεις Αδελφών Κυριακίδη