Σε ώρες
περισυλλογής, φέρνω στο νου μου αυτούς που αγαπούσα και έφυγαν μακριά μας για
πάντα. Η γλυκιά θαλπωρή της αγάπης αφήνει έναν γλυκό πόνο στην καρδιά. Ξέρεις,
όμως, ότι δεν γίνεται να πας αντίθετα στον νόμο της φύσης. Δεν μπορείς να τους
έχεις κοντά σου για πάντα. Άλλος πρώτα άλλος ύστερα, όλοι θα φύγουμε.
Τους έχουμε κοντά
μας σαν ξενιτεμένους. Εξάλλου, ο λαός λέει, αν δεν ξεχνάμε αυτούς που αγαπάμε,
μένουν πάντα ανάμεσά μας. Έτσι και η γιαγιά μου Παρέσα, μητέρα της μάνας
μου, μ’έχει στη
μνήμη μου ζωντανή. Τη θυμάμαι πάντα με αγάπη. Ήταν η μοναδική γιαγιά μου εδώ,
γιατί η γιαγιά μου η Χρυσάνα έμεινε για πάντα στον Καύκασο με τα άλλα παιδιά
της.
Σαν παιδιά, τη
θαλπωρή μας την έδινε η γιαγιά που είχαμε κοντά μας. Δεν είχαμε ούτε παππούδες.
Τη θυμάμαι τη γιαγιά Παρέσα
δουλευταρού, προκομμένη, χωρίς πολλά λόγια, να εκδηλώνει την αγάπη της. Χήρα
στα τριάντα δύο της χρόνια. Αυτό δεν σημαίνει ότι η καρδιά της ήταν πέτρινη.
Αντιθέτως, είχε πολύ τρυφερή καρδιά, γεμάτη αγάπη και ανθρωπιά.
Μας διηγόταν η
μητέρα μου για τη γιαγιά. Στο Μπορζόμ, στον Καύκασο, έπλενε στη σκάφη ξένα
ρούχα, όταν οι γειτόνισσες της είπαν ότι ένας Αρμένης άφησε ένα νεογέννητο
μωρό στο ποτάμι. Πέθανε η γυναίκα του και δεν είχε κανέναν να το αφήσει, γιαυτό
παρακαλούσε να το πάρουν. Κανένας δεν του έκανε τη χάρη. Έτσι, το άφησε με τις
φασκιές του στο ποτάμι και έφυγε. Μόλις το άκουσε η γιαγιά η Παρέσα παρατάει τη
σκάφη, τρέχει, παίρνει και μαζεύει το μωρό, το λούζει, το ντύνει και τα πέντε
παιδιά της έγιναν έξι.
Όμως, δεν έζησε
πολύ το κακοπαθημένο, το ταλαιπωρημένο παιδί. Ο Θεός άφησε τη χήρα με τα πέντε
της παιδιά να πολεμά σαν άνδρας να τα αναστήσει. Έφτασαν όλοι σώοι στην Ελλάδα.
Εδώ, όποιος δεν είχε νονά για το παιδί του, η γιαγιά Παρέσα ήταν πάντα πρόθυμη
να το βαφτίσει.
Έτσι είχε ένα σωρό βαφτισίμια.
Σεβαστή και αγαπητή
από όλους. Θυμάμαι, τα Χριστούγεννα τα περιμέναμε πώς και πώς να έρθουν, γιατί
θα πηγαίναμε στη γιαγιά μας να της ευχηθούμε και εκείνη, μαζί με την αγάπη
της, μας ετοίμαζε ένα πορτοκάλι με ένα τάλιρο καρφωμένο στη σάρκα του. Η χαρά
μας μεγάλη. Τότε, ούτε πορτοκάλια υπήρχαν πολλά ούτε τάλιρα βλέπαμε, καθώς οι
πρόσφυγες γονείς μας πάλευαν να μας ζήσουν.
Της γιαγιάς Παρέσας
δεν σταματούσαν. Και στο δρόμο για το σπίτι μας, πάντα έπλεκε την κάλτσα της.
Και έπλεκε πολύ ωραίες κάλτσες. Στρωτές, με μύτη και φτέρνα. Τις έπλεκε για
τους δικούς της και για να κάνει δώρα. Μπορούσε να πλέκει χωρίς να βλέπει το
πλεκτό της! Όταν ερχόταν στο σπίτι μας, έπλεκε καθισμένη στον καναπέ και πολύ
γρήγορα. Αυτό ερέθιζε τη φαντασία μου. Ήθελα να μάθω να πλέκω κι εγώ σαν τη
γιαγιά, η οποία μου είχε χαρίσει πέντε βελόνες πλεξίματος και μου έμαθε πώς να
πλέκω.
Μόλις ερχόταν, έπαιρνα και εγώ το πλεκτό μου
για να τη συναγωνιστώ. Τελικά, έμαθα να πλέκω γρήγορα, χωρίς να βλέπω συνέχεια
το πλεκτό μου, αλλά μου έμεινε το ... κουσούρι του συναγωνισμού. Από τη
βιασύνη μου, οι βελόνες μου, πολλές φορές, δεν έμπαιναν στη θηλιά και το πλεκτό
δεν προχωρούσε τόσο γρήγορα όσο φαινόταν ότι πλέκεις.
Πόσες αναμνήσεις τρυφερές,
γεμάτες αγάπη για τη γιαγιά μου, την Παρέσα Ζουρελίδου, την καλονοικοκυρά, την και καλοσυνάτη, που στάθηκε πατέρας και μάνα στα πέντε
ορφανά της!