Η γιαγιά η Παρέσα

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012


Σε ώρες περισυλλογής, φέρνω στο νου μου αυτούς που αγαπούσα και έφυγαν μακριά μας για πάντα. Η γλυκιά θαλπωρή της αγάπης αφήνει έναν γλυκό πόνο στην καρδιά. Ξέρεις, όμως, ότι δεν γίνεται να πας αντίθε­τα στον νόμο της φύσης. Δεν μπορείς να τους έχεις κοντά σου για πάντα. Άλλος πρώτα άλλος ύστερα, όλοι θα φύ­γουμε.
Τους έχουμε κοντά μας σαν ξενιτεμένους. Εξάλλου, ο λαός λέει, αν δεν ξεχνάμε αυτούς που αγαπάμε, μένουν πάντα ανάμεσά μας. Έτσι και η γιαγιά μου Παρέσα, μητέρα της μά­νας μου, μέχει στη μνήμη μου ζωντανή. Τη θυμάμαι πάντα με αγάπη. Ήταν η μοναδική γιαγιά μου εδώ, γιατί η γιαγιά μου η Χρυσάνα έμεινε για πάντα στον Καύκασο με τα άλλα παιδιά της.
Σαν παιδιά, τη θαλπωρή μας την έδινε η γιαγιά που είχαμε κοντά μας. Δεν είχαμε ούτε παππούδες.
Τη θυμάμαι τη γιαγιά Παρέσα δουλευταρού, προκομμένη, χωρίς πολλά λόγια, να εκδηλώνει την αγάπη της. Χήρα στα τριάντα δύο της χρόνια. Αυτό δεν σημαίνει ότι η καρδιά της ήταν πέτρινη. Αντιθέτως, είχε πολύ τρυφερή καρδιά, γεμάτη αγάπη και ανθρωπιά.
Μας διηγόταν η μητέρα μου για τη γιαγιά. Στο Μπορζόμ, στον Καύκασο, έπλενε στη σκάφη ξένα ρούχα, όταν οι γειτόνισσες της είπαν ότι ένας Αρμένης άφησε ένα νεο­γέννητο μωρό στο ποτάμι. Πέθανε η γυναίκα του και δεν είχε κανέναν να το αφήσει, γιαυτό παρακαλούσε να το πά­ρουν. Κανένας δεν του έκανε τη χάρη. Έτσι, το άφησε με τις φασκιές του στο ποτάμι και έφυγε. Μόλις το άκουσε η γιαγιά η Παρέσα παρατάει τη σκάφη, τρέχει, παίρνει και μαζεύει το μωρό, το λούζει, το ντύνει και τα πέντε παιδιά της έγιναν έξι.
Όμως, δεν έζησε πολύ το κακοπαθημένο, το ταλαιπω­ρημένο παιδί. Ο Θεός άφησε τη χήρα με τα πέντε της παιδιά να πολεμά σαν άνδρας να τα αναστήσει. Έφτασαν όλοι σώοι στην Ελλάδα. Εδώ, όποιος δεν είχε νονά για το παιδί του, η γιαγιά Παρέσα ήταν πάντα πρόθυμη να το βαφτίσει. Έτσι είχε ένα σωρό βαφτισίμια.
Σεβαστή και αγαπητή από όλους. Θυμάμαι, τα Χρι­στούγεννα τα περιμέναμε πώς και πώς να έρθουν, γιατί θα πηγαίναμε στη γιαγιά μας να της ευχηθούμε και εκεί­νη, μαζί με την αγάπη της, μας ετοίμαζε ένα πορτοκάλι με ένα τάλιρο καρφωμένο στη σάρκα του. Η χαρά μας μεγά­λη. Τότε, ούτε πορτοκάλια υπήρχαν πολλά ούτε τάλιρα βλέπαμε, καθώς οι πρόσφυγες γονείς μας πάλευαν να μας ζήσουν.
Της γιαγιάς Παρέσας δεν σταματούσαν. Και στο δρόμο για το σπίτι μας, πάντα έπλεκε την κάλτσα της. Και έπλε­κε πολύ ωραίες κάλτσες. Στρωτές, με μύτη και φτέρνα. Τις έπλεκε για τους δικούς της και για να κάνει δώρα. Μπο­ρούσε να πλέκει χωρίς να βλέπει το πλεκτό της! Όταν ερχόταν στο σπίτι μας, έπλεκε καθισμένη στον καναπέ και πολύ γρήγορα. Αυτό ερέθιζε τη φαντασία μου. Ήθελα να μάθω να πλέκω κι εγώ σαν τη γιαγιά, η οποία μου είχε χαρί­σει πέντε βελόνες πλεξίματος και μου έμαθε πώς να πλέκω.
Μόλις ερχόταν, έπαιρνα και εγώ το πλεκτό μου για να τη συναγωνιστώ. Τελικά, έμαθα να πλέκω γρήγορα, χωρίς να βλέπω συνέχεια το πλεκτό μου, αλλά μου έμεινε το ... κου­σούρι του συναγωνισμού. Από τη βιασύνη μου, οι βελόνες μου, πολλές φορές, δεν έμπαιναν στη θηλιά και το πλεκτό δεν προχωρούσε τόσο γρήγορα όσο φαινόταν ότι πλέ­κεις.
Πόσες ανα­μνήσεις τρυφερές, γεμάτες αγάπη για τη γιαγιά μου, την Παρέσα Ζουρελίδου, την καλονοικοκυρά, την και καλοσυνάτη, που στάθηκε πατέρας και μάνα στα πέ­ντε ορφανά της!






Χρυσάνα Κανταζίδου
Share
 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah