Και, ακόμη, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για την ποίηση του Θεόκλητου Καριπίδη παρά μόνον με την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σαφήνεια, αφού και ο ίδιος υπήρξε ξεκάθαρος στις σχέσεις του με τους ανθρώπους, στις απόψεις του, που πήγαζαν από τη σαφέστατη ιδεολογική του τοποθέτηση στον χώρο της Αριστεράς, στην ποίησή του, που δεν αφήνει περιθώρια για παρεξηγήσεις.
Στα ποιήματά του
υποκρύπτεται πάντοτε η βαθύτερη έννοια, πλαισιωμένη μέσα σε έναν συμβολισμό,
που και αυτός μιλάει, ακριβώς, για αυτό που λένε ξεκάθαρα και χωρίς
υπονοούμενα οι λέξεις. Τίποτε το εξωπραγματικό, τίποτε το μεταφυσικό. Όταν λέει
π. χ.
«Βρέχει ασταμάτητα,
μουντός ουρανός,
ούτε Ανατολή ούτε Δύση»,
εννοεί το πολύ
γνωστό, ότι δηλαδή, οι Έλληνες αντιμετωπίζουν μια μουντή, συγκεχυμένη
κατάσταση, από την οποία δεν θα τους βγάλει ούτε η Ανατολή ούτε η Δύση (με
πολιτική διάκριση).
Ο μεγάλος Πόντιος
ποιητής Θεόκλητος Καριπίδης, ο αγνοημένος και από εκείνους που είχαν χρέος να
κάνουν γνωστή την ποίησή του στο ευρύτερο κοινό, αντί να προβάλλουν διαρκώς
τον Νάνο Βαλαωρίτη, τον Κωνσταντίνο Καβάφη και, μόνον τελευταία, τον άξιο από
κάθε άποψη Μανόλη Αναγνωστάκη, αναφέρει τα πράγματα με τα ονόματά τους, τα
«ονοματίζει», όπως του άρεσε να λέει.
Ο αγώνας για
δημοκρατία και ελευθερία, για την ευτυχία των απλών ανθρώπων, βρίσκεται σε
εκείνο το ψηλό επίπεδο. Ο έρωτας βρίσκεται εκεί ψηλά και συνοδεύει τα
συναισθήματα των ανθρώπων μέσα στους αγώνες για μια καλύτερη ζωή.
Ο θάνατος, τέλος,
καραδοκεί παντού έξω από το ταχυδρομείο, όπου μια γριά, με δεμένο με τον
ιδιαίτερο ποντιακό τρόπο το μαύρο τσεμπέρι, περιμένει το πολυπόθητο γράμμα από
τον φυλακισμένο για τις ιδέες του γιο της στα αποτσίγαρα, που βρέθηκαν στον χώρο της
συγκέντρωσης των αγωνιστών, που αν τους ονοματίσουμε, θα μας πουν κάποιοι ότι
«όλοι αυτοί πέθαναν και θα μας πληγώσουν». Βρίσκεται, ακόμη ο θάνατος πάνω στα
αντάρτικα βουνά, όπου η αντάρτισσα, που τα λευκά της στήθη «είχαν γεμίσει
κόκκινες παπαρούνες», «καρτερεί εκεί ψηλά τον Έρωτα και την Πατρίδα».
«Όλα σε γραμμές
απλές, η ζωή, ο θάνατος, ο ήλιος. Όλα σε γραμμές απλές, ο έρωτας, το ξίφος, η
δειλία. Όλα σε γραμμές απλές» («Πίνακας», 1961, η πρώτη του δημοσιευμένη
ποιητική συλλογή).
Η ζωή, ο αγώνας για
τη ζωή, ο έρωτας, ο θάνατος. Το γνωστό τετράπτυχο, γύρω από το οποίο
περιστρέφονται όλα τα έργα τέχνης. Και ο Θεόκλητος Καριπίδης δεν μπορούσε να
ξεφύγει από αυτόν τον κανόνα, γιατί πατούσε σταθερά στη γη και δεν πετούσε στα
σύννεφα της «ενοραματικής» ποίησης, της εσκεμμένης σύγχυσης «για να ξεγελάμε
τους κουτόφραγκους»
απλούς ανθρώπους.
Σάρκα από τη σάρκα
του λαού και μπροστάρης του, ο ποιητής δεν είχε άλλες επιλογές. Καμία άλλη. Η
θέση του ήταν δίπλα στους απλούς ανθρώπους, γιατί όχι και μπροστά μπροστά, όπως
και του δάσκαλου πατέρα του, του Ιάκωβου Καριπίδη, που στεκόταν δίπλα στα
φτωχόπαιδα, προσπαθώντας να τους μάθει τα πρώτα γράμματα.
Ο Θεόκλητος
Καριπίδης έμεινε ένας έφηβος μέχρι τα σαράντα εννιά του χρόνια που τον νίκησε ο
χάρος.
«Μην έρθεις να με δεις. Δεν θέλω να με
δεις όπως έγινα. Θέλω να με θυμάστε όλοι όπως όταν 'είμασταν πολλοί, καθόμασταν
αντικρυστά και μελετούσαμε, μελετούσαμε, τα μάτια μας, τις σκέψεις, τους
στοχασμούς μας'...».
Υπήρξαν οι κριτικοί
λογοτεχνίας που στάθηκαν με επιφυλακτικότητα μπροστά στην πρώτη ποιητική
συλλογή - ήταν το 1961 και τα πολιτικά πάθη συνδαυλίζονταν από ορισμένους
κύκλους - και άλλοι που έγραψαν με αρκετό ενθουσιασμό, μολονότι βρίσκονταν στο
αντίθετο πολιτικό στρατόπεδο από αυτό του ποιητή Θεόκλητου Καριπίδη. Ένας από
αυτούς, ο Άγγελος Φουριώτης, έγραψε στις 7 Ιουνίου 1961 στην εφημερίδα
«Απογευματινή»:
«Και το 'παρών' του
Θ. Καριπίδη έχει να μας προσθέσει μια δικιά του νότα. Ότι το συγκροτεί, πρώτη φορά το συναντούμε δοσμένο
σε ορισμένο
σχήμα. Και αξίζει να τονισθεί πως εδώ η ειλικρινής και πιστή θεραπεία του λόγου δεν περνάει
απαρατήρητη.
Ο ποιητής έχει να μας μιλήσει για ζωντανά θέματα, για
μια ελπίδα στο αύριο, για μια ακατάλυτη πίστη. Τα άλλα θα έρθουν μόνα τους. Προς το παρόν
σημειώνουμε το θετικό βήμα, αν σκεφθεί κανείς πόσο δύσκολα μπορούμε να το σημειώσουμε, σε στιγμή που ο
ποιητικός λόγος έχει περισσότερα θύματα από κάθε άλλο είδος του λόγου».
Για τα «θύματα» αυτά
της λογοτεχνίας, το περιοδικό «Πόντος», που έβγαινε το 1910-1911 στη
Μερζιφούντα του Πόντου από τους καθηγητές και τους σπουδαστές του εκεί
Αμερικανικού Κολεγίου «Ανατόλια»,
έγραφε, μεταξύ άλλων, κάτω από τον τίτλο «Οι μυστικοπαθείς μας», που υπογράφει
ο Πρόδρομος Μ. Κυπριανίδης: «Εις την
εποχήν καθ' ήν ζώμεν το πνεύμα της παραδοξολογίας και του μυστικισμού όπερ λυμαίνεται
τα σπλάχνα εκπεφυλισμένης τάξεως λογογράφων και ποιητών της Εσπερίας, ήρχισε να γίνεται αισθητόν και εις την χώραν
μας, δηλητηρίαζαν το πνεύμα ακροβαμόνων τινών συγγραφέων οίτινες πάσαν λογικήν
σκέψιν αφήνοντες κατά μέρος, πλανώνται εις το χάος του παραλογισμού και της
εκκεντρικότητος.
Οι τοιούτοι δάφνας
ονειρευόμενοι, αλλά μη έχοντες δυστυχώς τα προς ταύτας απαιτούμενα προσόντα,
επιθυμούντες όμως δια παντός μέσου να φθάσωσι τον επι- διωκόμενον σκοπόν,
αποπειρώνται να μιμώνται τους μυστικοπαθείς συγγραφείς της Ευρώπης οίτινες
τελευταίως μεγάλως κατεκρίθησαν και κακήν κακώς
εξεδιώχθησαν εκ του κύκλου των σωφρονούντων λογογράφων.
Τα συγγράμματά των εν γένει βρίθουν ανοησιών και
παραμεμορφωμένων ιστορικών, επιστημονικών και ψυχολογικών αληθειών. Όλαι δε
αύται αι στρεβλώσεις γίνονται χάριν επιδεικτικής ή ποιητικής τίνος φράσεως, την
οποίαν ο γράφων επιμόνως θέλει να εισάξη εις τον λόγον του. Προσέτι δε μη
αρκούμενος εις το ήδη υπάρχον λεξίλόγιον χαλκεύει νέας λέξεις με σημασίαν όλως
διάφορον εκείνης ήν θα εξελάμβανεν ο τυχών αναγνώστης.
Χωρίς να συμφωνούμε
απολύτως με τα γραφόμενα του κοντινού προγόνου μας Πρόδρομου Μ. Κυπριανίδη,
δημοσιεύουμε το μέρος αυτό από τις απόψεις του περί «μοντέρνας τέχνης», ακριβώς
για να τονίσουμε, τελειώνοντας, τη σαφήνεια στο έργο του Θεόκλητου Καριπίδη, τη
σαφήνεια που χαρακτηρίζει όλα τα μεγάλα έργα τέχνης, από τον αρχαίο Ευριπίδη
μέχρι και σήμερα.
Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογραφος-Συγραφεας
Συνεκδότης Περιοδικού "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"
Πάνος Καϊσίδης
Δημοσιογραφος-Συγραφεας
Συνεκδότης Περιοδικού "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"