Παιδικές Αναμνήσεις Παναγιώτη Τανιμανίδη

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Κάποιο αξέχαστο πρωί του Φθινοπώρου του 1918, ξεκινήσαμε για την Τραπεζούντα, με προορισμό το Βατούμ, η μητέρα μου, ο αδελφός μου ο Χρήστος και ο μικρότερος αδελφός του πατέρα μου, ο Τάκης.
Έπρεπε κάποιος να πάει από τη γενέτειρα μου, την Ίμερα, στο Βατούμ, στο θειο μου το Σόλωνα, και να παραδώσει τα δυο παιδιά του, τη Φροσω και τον Κυρο, που είχαν μείνει ορφανά από μητερα, θύμα της φυματίωσης. Και ο κλήρος έπεφτε στη μάνα μου, η οποία, με δυο καρδιές έμπαινε, έμπαινε στο δρόμο, αφήνοντας πίσω τον Παπα Γιώργη-τον πατέρα μου-και τα αλλα πέντε παιδιά, την Αντιγόνη, τη Μαρίκα, το Δημήτρη, το Βασίλη και το Στέφανο.
Στην Τραπεζούντα μας φιλοξένησε η αδελφή του πατέρα μου, η Ανατολή. Τη νύχτα μας περιποιήθηκαν οι κοριοί με το παραπάνω. Την επόμενη, με πλοίο, ταξιδεύαμε για το Βατούμ. Για πρώτη φορά έβλεπα θάλασσα και νόμιζα  ότι ταξιδεύω μέσα στον ουρανό.
Δεν θυμάμαι για ποιο λόγο φύγαμε για το Πετιγόρσκι, όπου ζούσε ο θειος μου ο Χαράλαμπος, με τη γυναίκα του Κλειώ, τη γυναικαδέλφη του Σοφία και το μοναχογιό του , το Χαρίλαο.
Και τα εξι αδέλφια του πατέρα μου, που ήταν μεγαλοεπιχειρηματίες, πέθαναν φτωχοί, γιατί η Οκτωβριανή επανάσταση δεν τους άφησε τίποτε.
Στο Πετιγόρσκι βρήκαμε και τον αδελφό του πατέρα μου Σπύρο. Δυο χρόνια, τοσο η μανά μου όσο και τα δυο μου αδέλφια  δούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί στο φούρνο του θειου μου και στην κουζίνα.
Εφηβος στην Αγ. Αναστασία Χαλκιδικής
Από το Πετιγόρσκι θα μου μείνουν αξέχαστα τα τυμπανισμένα σώματα από την πείνα, οι συνήθεις κλεψιές, τα χιονιά κει σάγκες-έλκηθρα
Κάποτε φύγαμε για το Βατούμ (1923), αφήνοντας την αδελφή μου τη Θεοδοσία που είχε παντρευτεί τον Γιώργο Σαμπλίδη-εργατικό, φιλήσυχο, τίμιο, αντικαθεστωτικό, Έλληνα μέχρι το κόκαλο-θύμα του σταλινισμού.
Στο Βατούμ μας υποδέχτηκαν τ'αδελφια του πατέρα μου Ηλίας, Σολων, και Τάσος επί ξύλου κρεμάμενοι, μελαγχολικοί και απελπισμένοι.
Ο θειος μου ο Σόλων διασκέδαζε με τη μελαγχολία μου, παίζοντας τη λύρα του και τραγουδώντας- μοιρολογώντας και ο Τάσος με τις διηγήσεις ανέκδοτων και παροιμιών.
Στο Βατούμ μείναμε δυο χρόνια, συντροφιά με τη φτώχεια και την κακομοιριά, βγάζοντας νερό από το τσιμεντένιο δάπεδο- η επιφάνεια του χαμηλότερη από τη θάλασσα. Κυκλοφορούσαμε μέσα σ'εκεινη τη λίμνη με μια σκάφη.
Η δυστυχισμένη η μανά μου τι να πρωτοσκεφτοτανε! Τα χαλιά  μας, τη φτώχεια μας, τα παιδιά της και τον άντρα της, τον παπαγιωργη, που τους άφησε και έφυγε και δεν ήξερε πως είναι; Μανά δαδακρυρροουσα, μανά άγια και αμίλητη, με ιώβεια υπομονή, που σήκωνε τέσσερα χρόνια ένα βάρος δυσβάστακτο. Ελπίδα στο θεό και στα δυο αδέλφια, που τρέχανε επάνω-κάτω για να εξασφαλίσουν τον επιούσιο.
Εγω από οχτώ χρόνων, στη βιοπάλη. Ποτε πουλούσα κουλούρι-μπλούμπλικι- και ποτε βρασμένα καλαμποκια-κουκουρούζια. Διαλαλώντας τα ζεστά προϊόντα μου έλεγα: «Γαρέτσι κουκουρούζ, σάμι λούτσι κουκουρούζ». Συχνά έκανα και το Λουτράκι. Μια μέρα άφησα το κασελάκι μου και μ'ένα φίλο πήγαμε στη θάλασσα. Όταν γύρισα έφαγα της χρονιάς μου το ξύλο απ'τον αδελφό μου το Χρήστο, επειδή υπήρχε κίνδυνος να πνιγώ.
Ένα πρωινό του Μαΐου , που είχαμε πάει εκδρομή, μούδωσε μεγάλη χαρά, φέρνοντας μου ένα ζευγάρι καλοκαιρινά μποτινακια με άσπρες φούντες.
 Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη.
Από το Βατούμ θυμάμαι τα παρκα-πουλβάρ-μερικους δρόμους, το σιδηροδρομικό σταθμό, τις εκκλησίες, τη θάλασσα, τις φτώχιες, τις περιπέτειες και τα δακρυσμένα μάτια της μητέρας μου, η οποία από αρχόντισσα του Παπαγιωργη είχε γίνει υπηρέτρια...
Εκείνο όμως, που θυμάμαι έντονα είναι που, παίζοντας στο σχολείο, έπεσα και έσπασα την ωραία μου μύτη, επειδή μου είχε βάλει τρικλοποδιά ένας συμμαθητής μου, Θεός σχωρέστον.
Είχε φτάσει κάποτε(1923) η ώρα να αποχαιρετήσουμε το αξέχαστο Βατούμ. Ατμοπλοϊκώς φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, σαν ζαλισμένες κότες. Στο Καρά πουρνού οι κλίβανοι μας περιποιήθηκαν δεόντως και τα όργανα της τάξης με «Χριστούς» και «Παναγίες».
Από τη Θεσσαλονίκη, μας έστειλαν στο Σάλτικλι της Ξάνθης, μακριά από τη θανατηφόρα ελονοσία. 
Τους πρώτους μήνες τρώγαμε χόρτα και χελώνες, κρύο νερό και καθαρό αέρα.
Ύστερα από μερικούς μήνες ήρθε ο πατέρας μας με τ'αλλα τ'αδελφια μου. Ανταμωθήκαμε και αρχίσαμε μια καινούργια ζωή, με καινούργια βάσανα και λιγοστές χαρές





Παναγιώτης Τανιμανιδης






Share
 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah