Λίζας Σαουρίδου
Η οικογένεια της Λίζας (Ελισάβετ)
Σαουρίδου ήρθε στην Ελλάδα από τον Καύκασο. Έφτασαν στην Καλαμαριά με πλοίο.
Επειδή εκεί πέθαιναν πολλοί από τις επιδημίες (ελονοσία κ. ά.), αποφάσισαν να
εγκατασταθούν στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης. Εκεί, τα μόνα που έδειχναν ότι υπήρχε
ζωή ήταν οι παράγκες και τα αντίσκηνα. Βολεύτηκαν όπως μπόρεσαν
Δεν υπήρχε νερό,
δεν υπήρχε ούτε ένα δέντρο, ούτε μια πρασινάδα. Κρανίου τόπος! Ετσι έζησαν έως
το 1925.
Μαζί τους,
εγκαταστάθηκαν στο Πανόραμα η οικογένεια του Λαυρέντη Παπαδόπουλου και άλλες τέσσερις οικογένειες
από τα αδέλφια του Περικλή Σαουρίδη, δηλαδή ο σύζυγος από το 1907 της Λίζας
Περικλής, ο Δημοσθένης, ο Κώστας, ο Δημήτρης (Μήτος) και ο Θανάσης.
Στο διάστημα από το
1907 έως το 1920 απέκτησαν δύο παιδιά. Όταν η Λίζα χρειάστηκε να πάει σε διπλανό
χωριό, άφησε τα παιδιά της με τη γιαγιά τους (στην πεθερά της). Επειδή από την πολύ βροχή τα παιδιά βράχηκαν,
η γιαγιά τους,
έβαλε το ένα κοντά στη σάμπα να στεγνώσει. Το παιδί ακούμπησε στο πυρωμένο μπουρί
και κάηκε. Έχασε
τη ζωή του από τα εγκαύματα. Τότε δεν υπήρχαν - ιδίως στα χωριά - μέτρα
αντιμετώπισης τέτοιων περιστατικών.
Ως χτίστης, ο
άντρας της, ο Περικλής, έχτισε πέτρινο σπίτι σε οικόπεδο της σημερινής οδού
Κομνηνών, που τους παραχώρησε ο Εποικισμός. Το σπίτι, εγκαταλειμμένο, υπάρχει
μέχρι σήμερα, δίπλα στην Εμπορική Τράπεζα.
Από τον Καύκασο έφερε την κόρη της Εριφύλη
(Ρέφω). Εδώ απέκτησε τρία παιδιά, τη Νίνα, την Κυριακή (Κίτσα) και τον
Θεόδωρο.Μαζί με τον άντρα
της άνοιξαν μπακάλικο.
Η ζωή εκείνα τα
χρόνια ήταν δύσκολη, αλλά οι άνθρωποι άντεχαν και η γιαγιά Λίζα, στα ενενήντα
έξι της χρόνια (είχε γεννηθεί το 1887), δυο χρόνια πριν από τον θάνατό της το
1990, έκοβε ξύλα με το τσεκούρι για τη σόμπα, στην αυλή του σπιτιού της!
Η συνυφάδα της Σοφία
Σαουρίδου
Συνυφάδα της Λίζας Σαουρίδου, η Σοφία
Σαουρίδου, ήρθε στην Ελλάδα το 1920 με την οικογένειά της. Για τέσσερις μήνες,
στην αρχή, έμεινε στους θαλάμους της Καλαμαριάς. Τον Σεπτέμβριο του 1920
εγκαταστάθηκε η οικογένεια στον Πανόραμα, σε αντίσκηνα. Τα δύο χρόνια που
έζησαν μέσα σε αυτά ήταν μαρτυρικά. Υπήρχε πάντοτε ο φόβος να πάρει τα αντίσκηνα και αυτούς μαζί ο τοπικός
άνεμος Βαρδάρης.
Όταν έβρεχε, το νερό περνούσε μέσα στο αντίσκηνο, μούσκευαν τα ρούχα τους και
διαρκώς ήταν άρρωστοι. Σπίτια υπήρχαν μόνον έξι.
Στο διάστημα αυτό
έγινε διανομή οικοπέδων από τον Εποικισμό και λίγο αργότερα, η ίδια υπηρεσία
τους ενίσχυσε με δύο χιλιάδες δραχμές. Με τα χρήματα αυτά ξεκίνησαν να χτίζουν
το σπίτι τους, που δεν ήταν μεγάλο. Νερά έφερναν από του «Γουρουνά», όπου
υπήρχαν πηγές. Κατά το χτίσιμο του σπιτιού, η Σοφία με το γαϊδουράκι που
αγόρασαν, έκανε δυο τρία δρομολόγια την ημέρα, κουβαλώντας «οικοδομικό υλικό»
από τη γύρω περιοχή.
Ο άνδρας της, ο
Κώστας, εργαζόταν στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή. Πέθανε, όμως, νωρίς, το
1935 και την άφησε χήρα με τα τρία από τα έξι παιδιά της που επέζησαν. Ήταν η
Χρυσούλα, οχτώ ετών, ο Μίμης πέντε και ο Χρήστος, τριών ετών.
Μετά από αυτούς, ήρθαν και οι οικογένειες του
Χατζή (Αλέξανδρου Ιωαννίδη), του Λαζάρ' και του Γρηγόρη Χρυσόπουλου, και
κατόπιν άλλοι, όπως ο Ιωάννης Αναστασιάδης; (Τσαμογιάννης), ο Αριστείδης
Κορωνίδης (Κορώντς), ο Πολυχρόνης Πολίδης (Πόλης). Φυσικά, όσοι είχαν εγκατασταθεί,
σιγά σιγά έφερναν στο Πανόραμα συγγενείς και φίλους.
Με την αύξηση του
αριθμού των κατοίκων, άρχισε να φαίνεται η ανάγκη κοινωνικής οργάνωσης. Ο
Χατζής ανέλαβε, μαζί με τον Γρηγόρη Χρυσόπουλο, τη συγκρότηση της τοπικής
κοινωνίας. Από τότε, ο Χατζής ασχολήθηκε με τα κοινά επί πολλά χρόνια.
Όταν άρχισαν να έρχονται
οι παραθεριστές, οι ντόπιοι έμεναν στους βοηθητικούς χώρους. Με τον τρόπο
αυτόν βελτίωναν τα οικονομικά τους. Η Σοφία Σαουρίδου δούλεψε δεκαέξι χρόνια
στο Αμερικανικό Κολέγιο «Ανατόλια», όπου πήγαινε και γυρνούσε με τα πόδια.
Τότε, η περιοχή είχε μόνον χωράφια. Σε όλη τη διαδρομή, το μοναδικό σπίτι που
υπήρχε ήταν του Πιπίνου, διευθυντή του φυτώριου στα όρια Πανοράματος - Πυλαίας.