Γενικά, το ενδιαφέρον του για το βιβλίο και τη
λογοτεχνία ήταν μεγάλο. Έτσι, πολλές φορές του δίνεται η ευκαιρία να γράψει
στην «Εποχή» σχετικά άρθρα, όπως εκείνο, με τίτλο «Στάζει το δάκρυ», που
δημοσιεύθηκε στις 22-1-1919, στην 3η σελίδα, και που αναφέρεται στον ποιητή της
«Τραγωδίας της Τρίπολης», ή εκείνο, που δημοσιεύθηκε στο ίδιο φύλλο, με τίτλο
«Εμείς κι εκείνοι - Ημερολόγιον Πόντου».
Ακόμη, η «Εποχή»,
στοχεύοντας, μάλλον, στο να στρέψει το ενδιαφέρον των αναγνωστών της προς τη
λογοτεχνία και ταυτόχρονα να τους θυμίσει την καταγωγή τους, δημοσιεύει αρκετές
φορές δημοτικά τραγούδια του Πόντου, ενώ καταχωρεί στις σελίδες της, σε
περίοπτη, πάντα θέση, κάθε εκδήλωση πολιτισμού, όπως θεατρικές παραστάσεις από
ερασιτεχνικούς θιάσους, διαλέξεις κ. τ. λ.
Όντας ένθερμος
υποστηρικτής της δημοτικής, μολονότι έγραφε τα άρθρα του σε μια μικτή γλώσσα
δημοτικής - καθαρεύουσας, όπως συνηθιζόταν μέχρι πρόσφατα σε ολόκληρο, σχεδόν,
τον ελληνικό τύπο (μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, οπότε καθιερώθηκε
επίσημα η δημοτική), ο Νίκος Καπετανίδης δεν κρύβει από την αρχή της έκδοσης
της εφημερίδας του αυτή του την προτίμηση.
Με ένα άρθρο του,
που έχει τίτλο «Τα ψηλά βουνά», παρμένο από το γνωστό έως σήμερα αλφαβητάριο,
τάσσεται ανεπιφύλαχτα υπέρ της δημοτικής, σε μια εποχή που η χρήση της γλώσσας
των Ελλήνων στον ελληνικό τύπο εθεωρείτο έγκλημα.
Ο Νίκος Καπετανίδης, μαζί με τον Φίλωνα
Κτενίδη, είχαν αναγκασθεί, οχτώ χρόνια πριν, (1911), να ζητήσουν ταπεινά
συγνώμη από τους αναγνώστες του περιοδικού «Επιθεώρησις», που έβγαζαν μαζί
στην Τραπεζούντα, για άρθρο τους στη δημοτική, γιατί είχαν δεχθεί τη
σφοδρή επίθεση κάποιου Πόντιου γλωσσαμύντορα.
Τα χρονογραφήματα τα έγραφε όλα στη δημοτική,
όπως, βέβαια, γραφόταν αυτή εκείνα τα χρόνια από όλους τους Έλληνες
δημοσιογράφους και συγγραφείς, όχι μόνον στον Πόντο.
Τα «Σκορπισμένα κρίνα», αφιερωμένα στην αδικοθάνατη Χρυσαυγή Θ.
Λαμπριανίδου, πιστοποιεί το γεγονός:
...Σου κλέψανε τα κρίνα την ζωή και την ψυχή σου άφησες
να πετάξει
ανάμεσα από τα μύρα της Άνοιξης, εις την ψηλή φωλιά.
Από την ατέλειωτη του κόσμου εμορφιά,
από τους ανθούς που περιχύνανε το άρωμα
παντού,
η ψυχή
σου γεμάτη έστειλε το στερνό χάιδεμα
στην Πλάση και μ' ένα φτερούγισμα αγγελουδιού
χρυσού πλανήθηκες για να βρεις της μάνας την αγκάλη
που σ' ενοσταλγούσε ως τώρα εκεί.
Έγυρες, το μόνο κρίνο σου, πένθιμο το μάτι σου αλλού.
Της Φύσης η εμορφιά και των πουλιών το χάιδεμα,
των
λουλουδιών το άνοιγμα και του σπιτιού την γλύκα,
τ' αρνήθηκε η αγάπη σου.
Και νυφούλα, στολισμένη με τριαντάφυλλα
συγγενικά,
με δάκρυα πολύτιμα πήρες τον δρόμο της άλλης
ζωής,
της ατέλειωτης.
Και άφησες πίσω καημούς, εχάρισες ένα χαλασμό
σκληρό
'στην αγάπη εκείνων όλων που σε είχαν φυλαχτό πολυπόθητο. ...
Το κομμάτι της γαλανής θάλασσας που εθάμβωνε την νεκρική σου ματιά
σιγοκοιμάται ήσυχα σαν πάντα. Τα λούλουδα κάθε
φορά θα στείλλουνε
τες
μυρωδιές των ολόγυρα στο παραθύρι σου και των
πουλιών
τα φτερουγίσματα κάθε χρονιά, Χρυσή, θα χαιρετίσουν
την σκιά σου την πλανεύτρα.
Όλα εδώ κάτω 'στην ψεύτικη γλυκάδα θα μείνουν τα ίδια πάντα.
Όλα εδώ κάτω 'στην ψεύτικη γλυκάδα θα μείνουν τα ίδια πάντα.
Θα σιγοτρέχουν όμως ατέλειωτα τα δάκρυα των πονεμένων καρδιών που ελάτρευαν ένα
αγγελούδι, φυλαγμένο τώρα στην αγκαλιά της μάνας.
Επάνω εις τον τάφον σου μένουν ακόμα ολίγα
κρίνα.
Μα τα δάκρυα όλων που αγάπησαν την χαϊδεμένη παιδούλα
'στη ζωή αυτή, θα ζωντανέψουν πάντα
το
αξέχαστο πρόσωπο της αδικοθάνατης Χρυσαυγής.