Πριν από δεκαπέντε χρόνια, η Ελλάδα οργάνωσε τη μεγαλύτερη
ανθρωπιστική επιχείρηση για να παραλάβει Έλληνες που απειλούνταν από πολεμικές
συγκρούσεις στο ηφαίστειο του Καυκάσου. Μετά το μέτωπο στο Ναγκόρνο Καραμπάχ
και τη Νότια Οσετία είχε αρχίσει ο πόλεμος στην Αμπχαζία.
Το πρωί της 15ης
Αυγούστου του 1993 το πλοίο Viscountess της εταιρείας Marlines έφτασε στο λιμάνι
του Σοχούμι. Οι πρόσφυγες περίμεναν ήδη στην προβλήτα. Πολλοί δεν αναχώρησαν
γιατί δεν άντεχαν την κοινωνική υποβάθμιση που συνεπαγόταν η προσφυγοποίηση.
Άλλοι γιατί
περίμεναν ότι ο πόλεμος θα τελειώσει σύντομα και δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν
το νοικοκυριό τους στο έλεος των συμμοριών. Μερικοί γιατί δεν μπορούσαν να
πάρουν μαζί τους γέροντες γονείς τους. Ήταν η τέταρτη κατά σειρά προσφυγιά που
βίωνε ο πληθυσμός αυτός μέσα σε εβδομήντα χρόνια.
Υπολογίζεται ότι οι Έλληνες νεκροί σε όλη την
Αμπχαζία ξεπερνούσαν τους 200. Σε μια πρόχειρη συγκέντρωση στοιχείων, που έγινε
από το συγγραφέα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού επιστροφής του πλοίου από την
Αμπχαζία, καταγράφηκαν 52 νεκροί από το Σοχούμι.
Απ' αυτούς οι 30 δολοφονήθηκαν από τις
παρακρατικές ομάδες και οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν από τους βομβαρδισμούς. Υπήρχαν
επίσης και σκοτωμένοι στις μάχες. Πρόχειρα καταμετρήθηκαν τρεις από την
αμπχαζιανή πλευρά και πέντε από τη γεωργιανή.
Όσοι Έλληνες
σκοτώθηκαν πολεμώντας στις τάξεις του αμπχαζιανού στρατού κατάγονταν από την
Αμπχαζία, ενώ οι σκοτωμένοι στις τάξεις του γεωργιανού στρατού προέρχονταν από
την κεντρική Γεωργία.
Πραγματική γενοκτονία στο
Σοχούμι
Το τι συνέβαινε
τότε στο Σοχούμι περιγράφεται αποκαλυπτικά από ένα έγγραφο που έστειλε τότε
στην ελληνική κυβέρνηση ο Ελληνικός Σύλλογος της πόλης Σότσι, όπου είχαν καταφύγει
πολλοί Έλληνες πρόσφυγες. Στο έγγραφο χαρακτήριζε την πολιτική που υπέστησαν
«γενοκτονία» και καλούσε όλους τους Έλληνες, απ' όλο τον κόσμο, να συνδράμουν
την προσπάθεια περίθαλψης των προσφύγων. Μεταξύ άλλων στην έκκληση έγραφε :
«Σήμερα στη Γεωργία μαίνεται φοβερός πόλεμος, χύνεται το αίμα των
Ελλήνων ομοεθνών μας, χάνονται γέροι, γυναίκες και παιδιά. Χίλιοι Έλληνες -πρόσφυγες
από την Αμπχαζία- εγκαταλείπουν το βιός πολλών γενεών, τα νοικοκυριά και τα
σπίτια τους χωρίς μέσα διαβίωσης για να σώσουν τη ζωή τους.
Κατευθύνθηκαν στο
Βατούμι για να μεταβούν αργότερα στην Ελλάδα μέσω της γειτονικής Τουρκίας.
Είναι δύσκολο να περιγραφούν τα πάθη των. Σε μια στιγμή έχασαν τα πάντα,
πολλούς συγγενείς και μόλις πρόλαβαν να φύγουν από τα σπίτια τους και να σώσουν
τη ζωή τους.
Αλλά το πιο δύσκολο ακόμα είναι να βλέπεις να κλαίνε οι
μητέρες, παππούδες, γιαγιάδες. Η γενοκτονία των Ποντίων Ελλήνων συνεχίζεται,
τους σκοτώνουν, τους κλέβουν, τους βιάζουν....»
Θύματα της σύγκρουσης Γεωργιανών και Αμπχάζιων
Στην Αμπχαζία
κατοικούσαν 15.000 Έλληνες, οι οποίοι στην πλειονότητά τους είχαν επιστρέψει
από την Κεντρική Ασία, όπου είχαν εκτοπιστεί το 1949. Η Αμπχαζία είχε καθεστώς
Αυτόνομης Δημοκρατίας, ενταγμένης στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της
Γεωργίας.
Οι Γεωργιανοί διεκδίκησαν την πλήρη ενσωμάτωση
της Αμπχαζίας στο έθνος - κράτος τους, ενώ οι Αμπχάζιοι θέλησαν να
δημιουργήσουν το δικό τους. Η σύγκρουση των Γεωργιανών με τους Αμπχάζιους
χρονολογείται από το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα.
Η αφορμή για την
τελική σύγκρουση δόθηκε στην αρχή του καλοκαιριού του 1992, όταν στάλθηκε
γεωργιανός στρατός στο Σοχούμι. Οι Έλληνες της περιοχής βρέθηκαν στο μέσο των
μαχών. Διακήρυξαν την ουδετερότητά τους, παρότι συναισθηματικά υποστήριζαν
τους Αμπχάζιους.
Οι Αμπχάζιοι,
παρότι ήταν μόνο το 17% του συνολικού πληθυσμού της Αμπχαζίας, κατάφεραν να
πάρουν με το μέρος τους τις περισσότερες εθνικές ομάδες της περιοχής,
συγκροτώντας έτσι ένα ευρύ αντιγεωργιανό μέτωπο. Υποστηρίχθηκαν επίσης από την
Ομοσπονδία των Ορεινών Λαών του Καυκάσου, που είχε ως στόχο την επαναφορά του status quo που υπήρχε πριν την κατάληψη της περιοχής από τους Ρώσους το 19ο αιώνα.
Ανεξέλεγκτη δράση
παρακρατικών
Σύντομα στο Σοχούμι
εμφανίστηκαν παρακρατικές ομάδες, οι οποίες λεηλατούσαν και έκλεβαν τον άμαχο
πληθυσμό. Οι περιουσίες των Ελλήνων βρέθηκαν στο έλεος των φανατικών
παραστρατιωτικών ομάδων.
Σε μια περίπτωση στάλθηκε επιστολή
διαμαρτυρίας προς στον Ε. Σεβαρνάτζε, στην οποία καταγγέλθηκε ότι:
«Η επίθεση και η κατάκτηση και η ληστεία των περιουσιών
των Ελλήνων πολιτών στην πόλη Σοχούμι γίνεται όλο και πιο συχνά. Το θέμα έφτασε
μέχρι την κατευθείαν απαλλοτρίωση της ακίνητης περιουσίας».
Περιγράφηκε ο τρόπος κατάληψης: «... η σιδερένια πόρτα της εισόδου
παραβιάστηκε με οξυγονοκόλληση υπό την προστασία της εθνοφρουράς. Μετά, σ'
αυτό το διαμέρισμα εγκαταστάθηκε οικογένεια Γεωργιανών, την οποία και μέχρι
τώρα προστατεύουν οι στρατιώτες του γεωργιανού κράτους».
Η συγκεκριμένη πράξη παραλληλίστηκε με τις
απαλλοτριώσεις 20.000 ελληνικών σπιτιών, που έγιναν στην Αμπχαζία το 1949, όταν
εκτοπίστηκαν οι Έλληνες στην Κεντρική Ασία.
Η διαφορά των δύο ληστειών, συμφωνά με τον
καταγγέλλοντα, είναι ότι η πρώτη γινόταν «... κάτω από τη σημαία του
μαρξισμού-λενινισμού», ενώ η δεύτερη κάτω από τη σημαία του εθνικισμού. Σημαντική
καταστροφή προκάλεσαν οι ομάδες αυτές με την πυρπόληση του Ιστορικού Αρχείου
του Σοχούμι.
Το Αρχείο
καταστράφηκε ολοσχερώς, με αποτέλεσμα την απώλεια του μόνου, σχετικά πλήρους,
σώματος της εφημερίδας «Κόκκινος Καπνας» που υπήρχε στον Καύκασο, καθώς και
πολυτίμων ελληνικών βιβλίων του μεσοπολέμου. Μαζί τους καταστράφηκαν και όλες
οι πηγές για την ιστορία της περιοχής.
Δεν ανταποκρίθηκε η Ελλάδα
Τον Ιανουάριο του
1994, επισκέφτηκε την περιοχή της Αμπχαζίας ο γενικός γραμματέας της οργάνωσης
Διεθνής Ομοσπονδία για την Προάσπιση των Εθνικών, Θρησκευτικών, Γλωσσικών και
άλλων Μειονοτήτων, ο οποίος έτυχε να είναι Έλληνας.
Σε έγγραφό του προς
την ελληνική κυβέρνηση, περιέγραψε την απελπιστική κατάσταση των Ελλήνων που
συνάντησε και ζήτησε, ματαίως, τη συνδρομή της Ελλάδας. Η επιστολή του γ.γ.
Μενέλαου Γ. Τζέλιου τέλειωνε με τα εξής λόγια: «Κύριε Υπουργέ, τα αδέλφια μας
στην Αμπχαζία χρειάζονται την υλική και ηθική συμπαράσταση της Μητέρας Ελλάδος
στις δύσκολες στιγμές που περνάνε. Ελπίζω να δώσετε τη δέουσα προσοχή και να
συνδράμετε κατά το δυνατόν στην
βοήθεια
των Ελλήνων της Αμπχαζίας».
Γενικά η Ελλάδα,
δεν ανταποκρίθηκε στο ανθρωπιστικό της καθήκον προς τους ομογενείς με τον τρόπο
που θα έπρεπε. Σήμερα, οι 2.000 περίπου Έλληνες που κατοικούν ακόμα στην
Αμπχαζία απειλούνται και πάλι από τις ραγδαίες εξελίξεις.
Βλάσης
Αγτζίδης
Πηγη :Περιοδικό "ΠΟΝΤΙΑΚΑ" -Οκτώβρης 2008