Οι Σανταίοι κατεβαίνοντας προς την
παραλία σκορπίσθηκαν στά διάφορα χωριά (Μέσωνα, Κόχαλη, Βώνος, Κούχλα, Χότζη καί Κάβαρα).
Οι άνδρες και αρκετές γυναίκες εργάζονταν
στους νέους δρόμους που έκαμνε η Ρωσία, οί άλλες περιποιούνταν τα γελάδια τους ως τον Ιούλιο. Τότε οι Τούρκοι εκκένωσαν την Παϊπέρτη και έφυγαν προς το εσωτερικό.
Οι περισσότεροι Σανταίοι γύρισαν στά σπίτια τους,
άλλα τά βρήκαν λεηλατημένα πρώτα από τους Ρώσους, και έπειτα από τους Τούρκους. Στις εκκλησίες έκαμαν μεγάλες ζημίες·
ξέσχισαν τις εικόνες με τις ξιφολόγχες· έκαμαν σέλες στ' άλογά τους τους επιτάφιους καί τα ιερατικά· έσπασαν τους πολυέλαιους, τις καμήλες και
τα ιερά σκεύη.
Σε λίγο καιρό οι Σανταίοι έκαμαν επισκευή των σπιτιών, των εκκλησιών και των σχολείων και η ζωή σιγά σιγά έπαιρνε τον
προπολεμικό της ρυθμό. Τον Ιανουάριο του 1917 είχε εκθρονισθεί ο Τσάρος και η προσωρινή κυβέρνηση κήρυξε το δόγμα «ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις και αποζημιώσεις». Οι επαρχίες λοιπόν που είχαν
καταληφθεί από
τους Ρώσους θα
επιστρέφονταν αλλά
κάτω από τήν
τουρκική κυριαρχία δεν ήταν δυνατό να
εξασφαλισθεί ανθρώπινη
ζωή, έπρεπε
λοιπόν νά επιδιωχθεί η αυτοδιοίκηση.
Στήν υπηρεσία του ρωσικού στρατού υπήρχαν αρκετά στελέχη Ελλήνων αξιωματικών, και στρατιώτες, γύρω στίς 20.000. Η ρωσική κυβέρνηση είχε επιτρέψει να σχηματισθούν εθνικοί
στρατοί από τις μειονότητες που υπηρετούσαν και έτσι είχαν σχηματισθεί οι εθνικοί στρατοί της Γεωργίας, Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν, που εφοδιάσθηκαν με όπλα, πολεμοφόδια και
τρόφιμα από τις αποθήκες
του ρωσικού στρατού. Κατά τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαν και οι Έλληνες νά σχηματίσουν
ξεχωριστή στρατιωτική μονάδα και να
εφοδιασθούν από
τη ρωσική στρατιωτική υπηρεσία.
Η μονάδα αυτή μπορούσε να ενισχυθεί και από τους
στρατιώτες που ήταν δυνατό να δώσει ο
Πόντος ο οποίος ήταν στην κατοχή τών Ρώσων, να αναλάβει με ελπίδες επιτυχίας την υπεράσπιση του Πόντου και να αποκρούσει την προέλαση τών Τούρκων, μαζί
με τους
Γεωργιανούς και Αρμενίους, που ήσαν υποχρεωμένοι να υπερασπισθούν το έδαφος της Πατρίδας τους εναντίον
του κοινού εχθρού. Αλλά έλειπε εκείνη η δύναμη που να
επιβληθεί με το κύρος της και να συγκεντρώνει την κοινή εμπιστοσύνη· έλειπε η ενότητα και η τεχνική οργάνωση.
Οι Έλληνες
αξιωματικοί του ρωσικού στρατού και το
εθνικό Συμβούλιο του Αντικαυκάσου κατέβαλαν πολλές προσπάθειες να διοργανώσουν ελληνικό στρατό και Ρώσοι επιμελητές του στρατού
τους
παρακαλούσαν να
παραλάβουν τη
στρατιωτική περιουσία, ακόμα καί μερικοί ρώσοι είχαν ζητήσει νά καταταχθούν στα ελληνικά τάγματα αλλά η επιβολή που εξασκούσαν οι αξιωματικοί και το Εθνικό
Συμβούλιο και οι
ξένοι, δεν ήταν αρκετή για να επιδοθεί μια τόσο μεγάλη προσπάθεια.
Στην Τραπεζούντα
υπήρχε ελληνικό
πολιτικό σωματείο «Ή Ένωση», αλλά αυτή δεν είχε ούτε τα απαραίτητα στοιχεία για την οργάνωση της επιχείρησης,
ούτε τα αναγκαία χρήματα από την άλλη μεριά είχε περιορισθεί στον τοπικό
της χαρακτήρα και δεν εκπροσωπούσε όλους τους ομογενείς των ρωσικών
μετώπων. Ενώ λοιπόν
οι Γεωργιανοί, οι Αρμένιοι και οι Αζερμπαϊτζανοί συγκεντρώνονταν και έβαζαν τις βάσεις της εθνικής τους ελευθερίας, ο Ποντιακός Ελληνισμός έμενε χωρίς επίσημη και υπεύθυνη καθοδήγηση.
Από μέρους του ελληνικού κράτους δεν ήρθε κανείς που να επιβληθεί με το κύρος του, και να υποδείξει υπεύθυνα την ενδεδειγμένη κατεύθυνση. Εκείνοι
δε που είχαν
μπλέξει σε
τέτοιες φροντίδες «δεν επαρκούν εις τήν επιτυχή ευόδωση του έργου, ούτε στηρίζονται
επί τής γενικής εμπιστοσύνης κατά τήν έκφραση του Παν· Τοπαλίδη- κινούντο ανήσυχοι
μήτε δρώντες, μήτε αδρανούντες· αι γενόμεναι παρακλήσεις προς σύγκλησιν εθνοσυνελεύσεως, έστω και την τελευταίαν ώραν, δεν ετελεσφόρησαν, και ούτω άφέθη
ό έλληνισμός είς τήν δυστροπίαν τής τύχης και τάς διαθέσεις των Τούρκων».
Κατά τό τέλος του
1917 η Προσωρινή
Κυβέρνηση της
Ρωσίας έπεσε, και η νέα κυβέρνηση των Μπολσεβίκων (κομμουνιστών) υποσχέθηκε αυτοδιάθεση τών μειονοτήτων,
διέλυσε τό στρατό και άφησε τα μέτωπα ανυπεράσπιστα. Βαρύ
πυροβολικό, χιλιάδες αυτοκινήτων και κάρων, άφθονα πολεμοφόδια και τρόφιμα είχαν
εγκαταλειφθεί στους Τούρκους, που έκαμναν προέλαση προς την παραλία, ενώ τα τουρκικά ανταρτικά σώματα με αρχηγό τον Καχριμάν - μπεη από τό Ρίζαιο, λεηλατούσε τά ελληνικά χωριά και έδιωχνε τον ελληνικό πληθυσμό από τις εστίες του.
Μερικοί από τούς Έλληνες του εσωτερικού είχαν ακολουθήσει το ρωσικό στρατό και εγκατεστάθηκαν στα ελληνικά χωριά του Κάρς· ή δε Έλληνες τών παραλίων
συγκεντρώθηκαν στην Τραπεζούντα για να
φύγουν στή Ρωσία, αυτοί κατά τον Ιανουάριο ήσαν περίπου 30.000, οι καημένοι αυτοί διανυκτέρευαν
στήν παραλία εβδομάδες ολόκληρες, ανακατωμένοι με τούς ρώσους στρατιώτες πού κι αυτοί περίμεναν πλοία για να φύγουν, και με δυσκολίες και θυσίες οικονομικές
επιβιβάζονταν σε
μεταγωγικά και φορτηγίδες και έφευγαν στή Ρωσία.
Τον καιρό αυτό στήν
Τραπεζούντα διαδίδονταν οι πιο παράξενες ειδήσεις: ότι οι
Γεωργιανοί ετοίμαζαν να στείλουν μια μεραρχία για να
υπερασπισθεί την
Τραπεζούντα, ότι οι Αρμένιοι δεν θα άφηναν τούς Τούρκους να καταλάβουν το Ερζερούμ ότι στον Αντικαύκασο κάποιος Έλληνας στρατηγός Ανάνιεφ ετοίμαζε 2 μεραρχίες
ελληνικού
στρατού ότι οι Κοζάκοι και οι Ουκρανοί θα έρχονταν να κρατήσουν τις εκκενωθείσες επαρχίες για να μην πάει χαμένο το ρωσικό αίμα που χύθηκε για να καταληφθούν. Τις διαδόσεις
αυτές τις ενίσχυσε η άφιξη 2 Γάλλων αξιωματικών απο την Τιφλίδα, και οι
πληροφορίες που
έφερε από τον Αντικαύκασο
έκτακτος απεσταλμένος των Ελλήνων, που δε μπόρεσε δυστυχώς να εκτιμήσει την πραγματική κατάσταση.
Ο λαός τα άκουε αυτά μέ ευχαρίστηση, αλλά άκουε και ότι οι
Τούρκοι πλησιάζουν, λεηλατούν και
καταστρέφουν έβλεπε ότι
απομονωμένα ρωσικά αποσπάσματα αφοπλίζονταν ότι αδελφές του Ερυθρού Σταυρού απάγονταν και δεν γύριζαν πίσω, έβλεπε τό ρωσικό στρατό να πετά τα όπλα και να φεύγει, έβλεπε πολλούς εύπορους να φεύγουν καί έφευγε και αυτός. Τότε, από το φόβο και την ελπίδα, από το αίσθημα της αυτοσυντήρησης,
όταν οι Τούρκοι
πλησίαζαν προς την Τραπεζούντα, όταν
ο ελληνισμός του Ριζαίου είχε καταστραφεί, τα δε Σούρμενα κυκλωμένα αγωνίζονταν
τον αγώνα της απελπισίας,
όταν η Γεμουρά δεν υπήρχε πλέον, τότε
διανεμήθηκαν στήν Τραπεζούντα μέ βία καί ταραχή γύρω στίς 7000 όπλα στον ελληνικό πληθυσμό της περιφέρειας, που από τά Δυτικά δεν περνούσε τά κάστρα, από τα
Νότια δέ είχε ακτίνα 60 χιλιομέτρων τά όπλα αυτά ήσαν παλαιού συστήματος
καί τό καθένα είχε 30 φυσίγγια, στούς οπλισμένους δεν υποδείκνυαν ούτε αρχηγό, ούτε τό σκοπό του οπλισμού, αν κάποιος ρωτούσε, του έδιναν αόριστες απαντήσεις αλλά τέτοιες ώστε νά καταλάβει ότι τό όπλο θα
χρησιμοποιηθεί κατά τών ανταρτικών ομάδων ή δι' ευρύτερους σκοπούς, τούς οποίους μπορούσε να συμπεραίνει ο καθένας.
Τον ίδιο καιρό και οι μαθητές του Γυμνασίου είχαν παραλάβει την πυροβολαρχία
του λόφου Παζ -
τεπέ και γυμνάζονταν στή
χρησιμοποίησή της.
Οι Τούρκοι πού παρακολουθούσαν τον εξοπλισμό των Ελλήνων ερεθίζονταν,
επειδή δέ ήξεραν
πόσα όπλα είχε
κάθε χωριό καί πού τά φύλαγε, απαιτούσαν
νά τά πάρουν, φοβερίζοντας ότι σέ περίπτωση άρνησης θα έκαμναν σφαγή, σέ κάποιο χωριό αιχμαλώτισαν γυναικόπαιδα καί ως λύτρα πήραν τα όπλα πού τούς είχαν δοθεί.
Ετσι η διανομή των όπλων άπό τή μια μεριά εξέθεσε τον ελληνισμό σάν ύποπτο
απέναντι τών Τούρκων καί ανίκανο να κρατηθεί καί εναντίον ακόμα τών ανταρτών άπό τήν άλλη μεριά έφερε πιο πολλή σύγχυση, και επιτάχυνε τη δράση τών Τούρκων. Ετσι
μέσα σε αγωνία και απελπισία ως τό τέλος του Φεβρουαρίου έγινε η ανακατάληψη όλου του
Πόντου.
Από όλη την ενδοχώρα μόνο η επαρχία Ροδοπόλεως βγήκε με λιγότερες ζημίες και απώλειες κατά την ανακατάληψη,
διότι καί ο λαός
αυτής, εκτός από τρία χωριά, δεν είχε εκτοπισθεί, και οι υλικές ζημίες είχαν περιορισθεί όσο ήταν δυνατό. «Δίκαιος δ'
έπαινος οφείλεται εις τας εθνικάς
αρχάς, λέγει ο
Παν. Τοπαλίδης, αι οποίαι κατά τας φοβεράς εκείνας στιγμάς δεν απώλεσαν την ψυχραιμίαν των, αλλά έθεσαν τήν φροντίδα τής
ζωής, εν Δευτέρα μοίρα και έσπευσαν
εις τα βουνά και τα δάση δια να κατορθώσουν να κατευνάσουν τα πάθη των
αντιμέτωπων αντάρτικων οργανώσεων και να προλάβουν ακαίρους συγκρούσεις,
οίτινες ηδύναντο να έχουν επικίνδυνους συνεπείας.
Στάθης Αθανασιάδης (Γεροστάθης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου