...ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ
προχωρούσαν στο ανατολικό
μέτωπο, κι αυτό ήταν κάτι που έδινε μεγάλο κουράγιο στους Ρωμιούς του Πόντου. Οι πλούσιες ελπίδες που γεννούσε στις καρδιές τους
το γεγονός ότι οι ομόδοξοι τους έμπαιναν ολοένα
και πιο βαθιά στο έδαφος της Τουρκίας, αντιστάθμιζε τα φρικτά συναισθήματα που δοκίμαζαν από τις σφαγές των Αρμενίων.
Τά πολεμικά πλοία των Ρώσων, που αλώνιζαν τη Μαύρη Θάλασσα και βύθιζαν μικρά και μεγάλα τουρκικά σκάφη, συχνά έφταναν ως έξω από τα ποντιακά λιμάνια και βομβάρδιζαν τις παραθαλάσσιες πόλεις,
γεμίζοντας με ασυγκράτητη
χαρά τούς Ρωμιούς. Πολλές φορές οι Σαμψούντιοι καί οί Κατηκιοϊλήδες, βλέποντας στ' ανοιχτά της θάλασσας τα κανόνια των ρούσικων πλοίων πού
γύριζαν τις
μπούκες τους προς τη μεριά τους, νόμιζαν πως τους
άπλωναν το αδελφικό
χέρι της
βοήθειας και του
λυτρωμού.
Και
όταν έσκαγαν οι
οβίδες στο
λιμάνι και μέσα
στην πόλη, οι καρδιές τους σκιρτούσαν από ένα δυνατό ενθουσιασμό και μια δύσκολα κρυμμένη προσδοκία
ότι η απελευθέρωσή τους από την τουρκική τυραννία δε θ' αργούσε.
Τό φθινόπωρο ήρθε
στή Σαμψούντα ο
Διοικητής του Γ' Τουρκικού Σώματος Στρατού Βεχίπ πασάς, πού είχε παλαιότερα τήν έδρα του, πριν την καταλάβουν οι Ρώσοι, στο Ερζερούμ. Τις πρώτες μέρες
μετά την άφιξή
του, επισκέφτηκε επιδειχτικά τη Μητρόπολη και δήλωσε μπροστά στο Δεσπότη και τους
Δημογέροντες, ότι είναι προστάτης και φίλος των Ρωμιών. Δεν παρέλειψε μάλιστα να ισχυριστεί ότι η μητέρα του είναι Ελληνίδα από την Ήπειρο και ακούει στο
όνομα Βασιλική. Οι προύχοντες και ο Γερμανός ενθουσιάστηκαν και βιάστηκαν να δείξουν τή χαρά τους. Μα σε λίγο ο στρατηγός συμπλήρωσε:
—Άκουσα, όμως, ότι
οι κάτοικοι του
Κατήκιοϊ και της Σαμψούντας στέλνουν κρυφά
στο ρούσικο
στόλο κάτι σήματα. Δέ θέλω νά πιστέψω στά αυτιά μου.
Ο Μητροπολίτης βιάστηκε να τον καθησυχάσει:
— Τίποτε τέτοιο δέ συμβαίνει, πασά μου. Οι Σαμψούντιοι είναι φιλήσυχοι
άνθρωποι.
— Δεν είναι δυνατό! πρόσθεσαν εν χορώ και οι Δημογέροντες. Αποκλείεται
τέτοιο πράμα.
— Δεν ξέρω. Αυτά άκουσα, αυτά λέω. Θα πιστέψω όμως
τις διαβεβαιώσεις σας, γιατί αλλιώς θα έπρεπε να εφαρμόσω τη διαταγή πού έχω από την Κυβέρνηση. Να στείλω δηλαδή στην εξορία όλο τόν παραθαλάσσιο ελληνικό πληθυσμό, όπως έγινε στήν Τρίπολη, τό Πουλαντζάκ καί τήν Έσπια.
— Ευχαριστούμε, πασά, γιά τήν καλοσύνη σου. Ο Αλλάχ να σε έχει πάντα γερό καί ευτυχή,
είπαν όλοι μαζί οί Ρωμιοί.
Δυο μέρες μετά τή
συνομιλία τούτη, ο Βεχίπ πασάς έφυγε από τη Σαμψούντα για το Ερζιγκιάν. Προτού ξεκινήσει
όμως, έδωσε στις τοπικές αρχές τέτοιες κρυφές εντολές, πού η εκτέλεση τους, σε λίγο, έδειξε πως όλη εκείνη η δήθεν φιλική
συνάντηση στή Μητρόπολη ήταν σκηνοθετημένη, μέ σκοπό νά αποκοιμίσει τά πνεύματα
των Ρωμιών.
Τις κατοπινές
μέρες, τμήματα στρατού ξεχύθηκαν στά παραθαλάσσια ρωμαίικα χωριά, τήν Όξε, το Τσιραχμάν και το Τέβκερις, που είχαν αντισταθεί τον καιρό του Βαλκανικού πολέμου στην εγκατάσταση των Τουρκαλβανών, και τα έκαψαν. Όσους κατοίκους
έπιασαν, τους
έστειλαν εξορία στο εσωτερικό.
Ακολούθησε το κάψιμο και άλλων χωριών, έτσι που τα
βράδια οι Σαμψούντιοι έβλεπαν από την
πόλη να
λαμπαδιάζουν οι
πλαγιές των
βουνών από τις φλόγες, σα να καίγονταν τα δάση.
Μια μέρα, πολλοί
προεστοί παρουσιάστηκαν στο Δεσπότη και τον ικέτεψαν
να πάει να συναντήσει το Βεχίπ πασά. Ο Γερμανός, μόλο που είχε καταλάβει τη δολιότητα του Τούρκου στρατηγού και μάντευε τη ματαιότητα ενός τόσο μακρινού
ταξιδιού, αποφάσισε να το πραγματοποιήσει, για να καθησυχάσει το αναστατωμένο
ποίμνιο του.
Με το πρώτο επιβατικό καράβι που φάνηκε στο λιμάνι, πήγε
στην Τραπεζούντα και από εκεί, νοικιάζοντας ένα αμάξι,
τράβηξε για το Ερζιγκιάν. Βρήκε τό Βεχίπ στο στρατηγείο του.
Ο πασάς τόν υποδέχτηκε με
υποκριτική ευγένεια, άκουσε την περιγραφή των γεγονότων με δήθεν έκπληκτα μάτια και τέλος, απαντώντας, τον διαβεβαίωσε πως δεν είχε ιδέα γιά όσα άκουγε, ούτε μπορούσε εύκολα να πιστέψει στ’ αυτιά του, μολονότι δεν
ήθελε να αμφιβάλει
για την ειλικρίνεια του σεβάσμιου συνομιλητή του!
—Ωστόσο, κατέληξε,
σας υπόσχομαι, Δεσπότ' έφέντη, να λάβω γρήγορα αυστηρά μέτρα για να σταματήσει το κακό.
Μετά τη συνομιλία αυτή, ο Βεχίπ πασάς συνόδεψε το Δεσπότη ως τή Σεβάστεια,
όπου είχε σκοπό να συναντήσει το Ραφέτ πασά. Όταν έφτασαν εκεί, φιλοξενήθηκαν στο σπίτι ενός πλούσιου Ρωμιού. Την άλλη μέρα συναντήθηκαν στο τραπέζι με το Ραφέτ. Την ώρα που έτρωγαν οι τρεις άντρες τα διαλεχτά φαγητά του Ρωμιού, ο Βεχίπ πασάς στράφηκε στο Ραφέτ και του είπε:
—Άκουσε, φίλε μου.
Επιθυμώ να φτάσει στο Σαμψόν οΔεσπότ' έφέντης δίχως να πάθει ούτε μια τρίχα από
τό κεφάλι του. Σύμφωνοι;
— Μείνε ήσυχος,
πασά μου. Δε θα
πάθει τίποτα. Έχω μια υπόθεση να ταχτοποιήσω με το Βαλή
της Σεβάστειας
και αμέσως μετά θα
ταξιδέψω για το Σαμψόν, για να αναλάβω τό Σεβαχίλ κουμαντανούν
της περιοχής.
'Εν όσω θα
διοικώ εγώ εκεί πέρα, οι Ρωμιοί δεν έχουν νά φοβηθούν τίποτε απολύτως !
Ο Γερμανός άκουγε τό διάλογο των δυο μεγαλόσχημων πασάδων
ζυγίζοντας μέσα του τα λόγια τους και προσπαθώντας να ψυχολογήσει αν έλεγαν την αλήθεια ή έπαιζαν θέατρο μπροστά στά μάτια του. Ωστόσο, όπως όφειλε,
έκανε πως τους
πίστευε και κάθε
τόσο τους εξέφραζε
τις ευχαριστίες του για την
καλοσύνη τους.
Enver |
ΔΕΝ ΠΕΡΑΣΕ πολύς
καιρός και μια
μέρα τοιχοκολλήθηκε στις πλατείες της Σαμψούντας και των χωριών της μια
διαταγή του Εμβέρ
καί του Ταλαάτ, πού έλεγε ότι όλοι οι
μη Μωαμεθανοί κάτοικοι των πόλεων και των χωριών της χώρας, διατάσσονταν να παραδώσουν αμέσως κάθε
είδους όπλα που
διέθεταν στά σπίτια τους, κυνηγετικά, πολεμικά, περίστροφα, ακόμα καί μεγάλα μαχαίρια.
Όσοι δεν θα συμμορφώνονταν θα τιμωρούνταν με θάνατο.
Talaat |
0ι Ρωμιοί του Πόντου, που αιώνες τώρα κρατούσαν φανερά
τα όπλα τους και δεν τα αποχωρίζονταν παρά μόνο με το θάνατο τους, ερμήνεψαν το φετφά τούτο σαν ένα από τους μεγαλύτερους κινδύνους για τη ζωή και την ελευθερία τους. Και αρνήθηκαν να υπακούσουν.
Γιατί δε μπορούσαν, να παραδώσουν τά όπλα, πο μ' αυτά
χαιρετούσαν κάθε μεγάλο γεγονός στην ατομική και κοινωνική ζωή τους: Αρραβώνα, γάμο, πανηγύρι, Ανάσταση. Που μ' αυτά υπεράσπιζαν τη ζωή, την τιμή και την περιουσία τους από κάθε επίβουλο ληστή,
επίσημο και
ανεπίσημο. Δε
μπορούσαν να παραδώσουν
τη μόνη ελπίδα
τους, τώρα που
οί ίδιες οι επίσημες
αρχές έκαναν μαρτυρική τη ζωή τους στα χωριά και έδιωχναν κάθε ιδέα προσωπικής και γενικής σιγουριάς.
Όχι! Οι Ρωμιοί δεν ήταν Αρμένιοι να καθίσουν σαν αρνιά να τους σφάξουν οι Τούρκοι. Καμιά αυταπάτη δεν
έτρεφαν για την απειλή που κρεμόταν πάνω από τη φυλή τους. Καμιά υπόσχεση
δεν τους
αποκοίμιζε, έπειτα από τις αρμενικές σφαγές και έπειτα από τις πρόσφατες διώξεις και θανατώσεις των δικών τους συμπατριωτών. Μπροστά, λοιπόν, στο μεγάλο
και πολύπλευρο
κίνδυνο, κράτησαν πιο σφιχτά τα όπλα και δεν τα
παρέδωσαν στους επίβουλους.
Ωστόσο ο φετφάς του Εμβέρ και Ταλαάτ έδωσε αφορμή για νέες, σκληρότερες διώξεις
καί βιαιοπραγίες σε βάρος των Ρωμιών. Με το
πρόσχημα της
έρευνας για την ανεύρεση όπλων, νέα
καταδιωκτικά αποσπάσματα ζαπτιέδων και στρατιωτών εξορμούσαν στά ρωμαίικα
χωριά, τα
τρομοκρατούσαν, τα αναστάτωναν και δημιουργούσαν καινούργιους φυγάδες των βουνών.
Όσα σπίτια έβρισκαν
άδεια και
παρατημένα, τα
λήστευαν και
κατόπιν τα
έκαιγαν.
Τούτα τα τελευταία γεγονότα πύκνωσαν
και πλήθυναν τις αντάρτικες ομάδες στα δάση και τα βουνά, έτσι που κάθε χωριό απόχτησε τη φωλιά του, το λημέρι των πολεμιστών που υπεράσπιζαν τον άμαχο πληθυσμό. 'Ομάδες μέ
αυτοσχέδιους οπλαρχηγούς, ομαδάρχες, μικροκαπετάνιους καί καπετάνιους,
ξεφύτρωναν κάθε τόσο σ' όλα τα χωριά, σ' όλες τις περιοχές και τις περιφέρειες του Δυτικού Πόντου, και μάλιστα στις πυκνοκατοικημένες από Ρωμιούς περιφέρειες της Σαμψούντας, της Πάφρας, της Έρμπαγας, της Κάβζας, του Λαντίκ, της Τοκάτης, της Νεοκαισάρειας, της Μερζιφούντας, της Οινόης, της Φάτσας και του Τσαρσαμπά.
ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ η Τούρκικη Κυβέρνηση έστειλε
στη Σαμψούντα το Ραφέτ πασά, ως Γενικό Διοικητή
του παραλιακού
Πόντου. Μαζί του διόρισε καί το Βαχαεντίν ως πολιτικό Διοικητή.
Πρώτη δουλειά του Ραφέτ, μετά την εγκατάσταση του στρατηγείου του στη Σαμψούντα, ήταν να τρομοκρατήσει τους Ρωμιούς της περιφέρειας. Κατάρτισε,
λοιπόν, ένα σχέδιο συστηματικής και
αμείλικτης καταδίωξης,
και έστειλε για την εκτέλεσή του γερά αποσπάσματα στρατού και χωροφυλακής με την εντολή, όποιο λιποτάχτη ή
ένοπλο έβρισκαν, να τον
τουφεκίζουν επί τόπου χωρίς διαδικασία !
Μα η
εφαρμογή, όπως πάντα,
ξεπέρασε τό σχέδιο, είτε από υπέρμετρο ζήλο των εκτελεστών του, είτε με μυστική διαταγή των σχεδιαστών. Ετσι, οι θανατώσεις επεκτείνονταν και στους
άοπλους άντρες που έπιαναν: Τους έδεναν κι αυτούς σαν
να ήταν
επικηρυγμένοι και τους
κρεμούσαν στα
δέντρα μπροστά στα μάτια των οικογενειών τους! Αλλους πάλι τους κατέβαζαν στη Σαμψούντα και τους κρεμούσαν στήν πλατεία του Σαάτ - χανέ, βάζοντας στο στήθος μια πινακίδα που έγραφε ότι δήθεν ήταν αντάρτες, πού σήκωσαν τα όπλα τους εναντίον τής
πατρίδας. Ωστόσο, τα τούρκικα αποσπάσματα πού χτένιζαν τόν τόπο, δεν τολμούσαν να προχωρήσουν παραέξω από τα χωριά, στα βουνά και τα
δάση, όπου υπήρχαν
οι πραγματικοί αντάρτες και λιποτάχτες με τα ντουφέκια. Οργίαζαν πάνω στο φιλήσυχο και άμαχο πληθυσμό, πού δεν αποφάσιζε να το κουνήσει από τα σπίτια του, έδερναν, ατίμαζαν καί φεύγοντας
άρπαζαν τά ζώα καί τά πολύτιμα αντικείμενα πού έβρισκαν.
Μέσα σ' αυτή τήν ζούγκλα πού
δημιουργήθηκε στο ύπαιθρο, τόλμησαν μερικοί γέροντες και γριές να κατέβουν στην πόλη και να
τραβήξουν ίσια στη Μητρόπολη. Μπαίνοντας μέσα στο μεγαλόπρεπο μέγαρο, έπεσαν στά πόδια του Δεσπότη,
του ανιστόρησαν
με τρόμο και δάκρυα τα μαρτύρια και τις καταστροφές πού πάθαιναν
καθημερινά από τα αποσπάσματα του Ραφέτ πασά και τον ικέτεψαν να σώσει τα παιδιά τους από τόν ξέφρενο κατατρεγμό, γιατί έτσι που πήγαινε ο ζήλος των Τούρκων, δε θα
άφηνε ψυχή ρωμαίικη στα χωριά.
Ο Γερμανός σηκώθηκε αναστατωμένος από τήν πολυθρόνα του και την ίδια στιγμή, με τη θερμή παρακίνηση και του Πρωτοσύγκελου Πλάτωνα Αϊβαζίδη,
σηκώθηκε να πάει
στο Στρατιωτικό Διοικητή. Έπειτα από λίγη ώρα το χρυσοποίκιλτο αμάξι του σταματούσε έξω από το κονάκι του πασά. Κατέβηκε καί μπήκε μέσα.
Στο διάδρομο συνάντησε το Βαχαεντίν, που πήγε να δείξει, μ' ένα υποκριτικό
χαμόγελο, την ευχάριστη
τάχα εκπληξή του
για τήν επίσκεψη
του Μιλέτ μπασί των Ρωμιών στο Διοικητήριο.
Ο Δεσπότης χαιρέτησε ψυχρά τον παλιό του γνώριμο και προχώρησε. Ο Βαχαεντίν τον ακολούθησε καί προτρέχοντας του
άνοιξε τήν πόρτα του Διοικητή. Ο Δεσπότης μπήκε, περπάτησε τό μακρόστενο περσικό χαλί πού έφτανε ως τό
γραφείο του Ραφέτ, έκανε μια κίνηση σα χαιρετισμό καί κάθισε σέ μια βαθιά πολυθρόνα
πού του υπέδειξε μέ προσποιητή ευγένεια ο πασάς.
— Δεσπότ' έφέντη,
χός κελτί! Πώς ήταν αυτό τό ξαφνικό;
Ο Γερμανός δε μίλησε. Προσπάθησε να κυριαρχήσει στη θύελλα που λυσσομανούσε μέσα του καιόταν τα κατάφερε κάπως, πήρε το επιβλητικό εκείνο ύφος πού ταίριαζε στο αξίωμα και στο χαρακτήρα του και με φωνή δυνατή καί σταθερή
ζήτησε, χωρίς να
κάνει κανένα πρόλογο, να σταματήσει αμέσως ο
βάρβαρος κατατρεγμός σε βάρος τού ποιμνίου του.
Δεν πρόλαβε όμως να τελειώσει το λόγο του, γιατί ο Βαχαεντίν τον διέκοψε απότομα και με τόνο γεμάτο ασέβεια και σκαιότητα του φώναξε ότι καλά θα κάνει να βουλώσει το άπιστο στόμα του. Ο Ραφέτ πάλι, έγινε πιο έξαλλος από το Βαχαεντίν.
— Πρόσεχε τα λόγια σου, τράγε των Γκιαούρηδων! κραύγασε. Οι στιγμές είναι κρίσιμες για την ίδια την ύπαρξη της πατρίδας μας. Αν δεν καθίσεις φρόνιμα κι εσύ, θα
πέσει και το δικό σου κεφάλι!
Ο Καραβαγγέλης έμεινε γιά μια στιγμή άφωνος. Κόντευε να χάσει την ψυχραιμία του με τη βάναυση στάση των συνομιλητών του. Του ήρθε να ξεσπάσει κι αυτός σε οργισμένο και απειλητικό τόνο, μα τελικά
κατάφερε να
συγκρατηθεί και
να πει κάπως
κυριαρχημένα:
— Με προκαλεί κατάπληξη, εφέντηδες, ο τρόπος με τον οποίο μου μιλάτε. Τα λόγια σας αυτά καθ' εαυτά αποτελούν ωμή παραβίαση των κεκτημένων από αιώνες καί μέ διεθνείς
συνθήκες κατοχυρωμένων προνομίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας ! Απαιτώ να μου
δώσετε ικανοποιητικές εξηγήσεις για την
απαράδεκτη συμπεριφορά σας!
Ο Ραφέτ πασάς κοίταξε άγρια στα μάτια το Δεσπότη. Το οργισμένο βλέμμα του
συγκρούστηκε με
το ξεσπαθωμένο
βλέμμα του
Ρωμιού, μονομάχησε λίγα δευτερόλεπτα μαζί του σκληρά και επίμονα, ώσπου στο τέλος
λύγισε και
κατέπεσε:
— Σού επαναλαμβάνω, είπε κάπως άτονα ο πασάς, ότι πρέπει να προσέχεις. Μάθαμε ότι
συνεργάζεσαι με
ορισμένα ύποπτα άτομα πού προμηθεύουν χρήματα καί όπλα στούς φυγόστρατους.
— Διαμαρτύρομαι! ξέσπασε ο Δεσπότης μέ βροντερή φωνή. Αν υπάρχει και
η ελάχιστη
υποψία, σας προκαλώ να δικαστώ αμέσως. Δεν επιτρέπεται όμως νά παραβιάζετε προνόμια αιώνων,
που παραχώρησαν
στην Εκκλησία
μας οι κατά
καιρούς Σουλτάνοι τής Αυτοκρατορίας.
Προφέροντας τα τελευταία λόγια ο Γερμανός Καραβαγγέλης
σηκώθηκε όρθιος με ξαναμμένο πρόσωπο. Το ψηλό παράστημά του και
η επιβλητική φυσιογνωμία
του τον έκαναν να φαντάζει σαν προφήτης του Ισραήλ σε ώρα μεγάλης έκστασης. Χωρίς
να χαιρετήσει,
τράβηξε ίσια προς την έξοδο, βγήκε καί έκλεισε πίσω του τήν πόρτα. Ο Βαχαεντίν κοίταξε με αμηχανία τον άναυδο Ραφέτ για κάμποσα δευτερόλεπτα και κατόπιν είπε με βραχνή φωνή:
-Τι ράτσα κι αυτοί οι Γκιαούρηδες! Δεν ξέρει κανείς πως να τους φερθεί.
— Θα σου πω εγώ πώς πρέπει να τους φερόμαστε, είπε ο Ραφέτ εξαγριωμένος: Πρέπει
να τους εξοντώσουμε όλους!... Αυτή είναι η μόνη λύση για να απαλλαγούμε μια γιά πάντα απ'
την επικίνδυνη
παρουσία τους μέσα στη χώρα μας.
Μην
ξεχνάς πως μας
έχουν υποδουλώσει οικονομικά, μόλο που πολιτικά τους έχουμε ακόμα κάτω από τα πόδια μας. Καλά μου έλεγε ο
φον Γκόλτς ότι το κράτος μας είναι μάλλον ρωμαίικο παρά τούρκικο, αφού οι Ρωμιοί κυριαρχούν στην οικονομία μας, και ότι τότε μόνο θα γίνει
τούρκικο, όταν λείψουν οι Ρωμιοί από τη
χώρα μας.
Αγαπητέ
μου, Βαχαεντίν, ο φον Γκόλτς είχε δίκιο. Η φυλή μας αποκοιμήθηκε, μετά από τα λαμπρά κατορθώματα και τις κατακτήσεις του ένδοξου
παρελθόντος. Της
χρειάζεται ένα διεγερτικό για να της ανάψει το αίμα ξανά! Τής χρειάζεται
νά μεθύσει, νά φανατιστεί. Και ιδού η ευκαιρία:
Ο πόλεμος!
— Ναι, Ραφέτ πασά. Έχεις απόλυτο δίκιο.
Χρειάζεται να
ξυπνήσει τό μιλέτι μας. Αλλά μην ξεχνάς ότι δεν πάμε καλά στο μέτωπο.
Ό Ραφέτ πασάς δε μίλησε. Παραδέχτηκε σιωπηλά
την ορθότητα της παρατήρησης του Βαχαεντίν
καί βυθίστηκε μαζί του σε μελαγχολικές σκέψεις.
"ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου