Ο
Βλάσης Αγτζίδης, παππούς του συγγραφέα Βλάση Α. Αγτζίδη, έζησε στο
Σταυροχώρι Κιλκίς μέχρι την ηλικία των 104 ετών. Είχε γεννηθεί στις 25
Ιουνίου του 1902 στο Αμιρχάν του Καυκάσου, από όπου ήρθε στην Ελλάδα το
1923, σε ηλικία 19 ετών.
Πoλύ
συνοπτικά, αλλά με φωνή πάλλουσα, ο αιωνόβιος το 2001 που μιλήσαμε μαζί
του στο Σταυροχώρι, Ι. Βλάσης Αγτζίδης ανέφερε την ιστορία της
γενέτειρας του και της οικογένειας του, λέγοντας:
Ξεκινώντας με λίγη ιστορία και γεωγραφία
Το
1917, η Ρωσία, στον πόλεμο με την Τουρκία, είχε καταλάβει την περιοχή
Τραπεζούντας και προχωρούσε προς την Κερασούντα. Οι Τούρκοι προχώρησαν
προς την περιοχή του Καρς και κατέλαβαν και το Αμιρχάν. Έφτασαν περίπου
δέκα χιλιόμετρα έξω από το Καρς. Το Καρς βρίσκεται ψηλά, σε οροπέδιο,
και τα περισσότερα χωριά του ήταν ελληνικά. Τα τούρκικα και τα κουρδικά
χωριά ήταν χτισμένα σε ορεινές πλαγιές. Όταν χιόνιζε, το χιόνι περνούσε
το ενάμισι μέτρο ύψος. Χιόνιζε ακόμη και τον Απρίλιο.
Το
Αμιρχάν απείχε από το Καρς 50 χιλιόμετρα. Ο κόσμος, εκεί, ασχολούνταν
με την κτηνοτροφία και λίγο με τη γεωργία. Είχαμε πολλές αγελάδες. Κάθε
οικογένεια είχε μέχρι και είκοσι αγελάδες. Βγάζαμε το καλύτερο τυρί, που
το έκαναν εξαγωγή στη Γαλλία και την Αγγλία. Βγάζαμε και καλό βούτυρο
και άλλα προϊόντα από το γάλα.
Η οικογένεια του πατέρα μου
Ο
πατέρας μου, ήταν πέντε αδέλφια και ζούσαμε όλοι μαζί, αλλά κουμάντο
έκανε ένας. Είχαμε και μαγαζί, από το οποίο ψώνιζαν και από τα γύρω
χωριά. Οχτώ χωριά ελληνικά.
Στο
χωριό, δεν είχαμε διαφορές, όλοι ήμασταν αγαπημένοι και ο ένας βοηθούσε
τον άλλον στις δύσκολες στιγμές. Οι οικογένειες στο χωριό ήταν γύρω
στις εκατό. Στο σχολείο μας πήγαιναν 30-40
παιδιά. Στην αρχή είχαμε έναν δάσκαλο, πολύ καλό. Ύστερα, όταν τα
παιδιά έγιναν περισσότερα, ήρθε και άλλος δάσκαλος. Τα μαθήματα γίνονταν
στη ρωσική γλώσσα.
Οι
Έλληνες, όμως, μιλούσαμε τα ποντιακά. Ο ίδιος πήγα μέχρι την πέμπτη
τάξη. Είχα δάσκαλο τον Γιάννη Κοσκοσίδη, ο οποίος, όταν ήρθε στην
Ελλάδα, δίδασκε στη Φλώρινα. Τα παιδιά που τέλειωναν το δημοτικό,
πήγαιναν για σπουδές στο Καρς και σε άλλες μεγαλύτερες πόλεις. Συνήθως
γίνονταν δάσκαλοι, αλλά και καθηγητές, μηχανικοί και γιατροί. Η εκκλησία
μας ήταν ο Άγιος Νικόλαος, με παπά τον Παπανδρέα.
Για την αντιμετώπιση του κρύου
Επειδή
έκανε πολύ κρύο, για καύσιμα χρησιμοποιούσαμε, εκτός από τα ξύλα που
υπήρχαν άφθονα στα γύρω δάση, και κοπριές των ζώων, τις οποίες ζυμώναμε
με τα πόδια, βάζοντας μέσα και άχυρο. Τις ξεραίναμε, είτε κολλώντας τες
στον τοίχο είτε σε στοίβες, για να ξεραθούν (σ.σ. Τα λεγόμενα
κουσκούρια). Τα καίγαμε στα τζάκια και στις σόμπες για να ζεστάνουμε
νερό για το πλύσιμο των ρούχων και τις άλλες δουλειές.
Η φυγή από το Καρς το 1918, μετά την παράδοση του στους Τούρκους
Το
Καρς το είχαν οι Ρώσοι έως το 1918. Με την οπισθοχώρηση του ρωσικού
στρατού, η περιοχή παραδόθηκε στους Τούρκους (σ. σ. Συνθήκη του Μπρεστ
Λιτόφσκ). Τότε δόθηκε προθεσμία στους Έλληνες να το εγκαταλείψουν μέσα
σε μερικούς μήνες. Έτσι φύγαμε κι εμείς στο Νοβοροσίσκι. Άλλοι, οι πιο
πολλοί, πήγαν στη Γεωργία, που ήταν κοντά. Στο Νοβοροσίσκι, όπου
περνούσαμε καλά, μείναμε τρία χρόνια. Έπρεπε, όμως, να φύγουμε για την
Ελλάδα. Μας φόρτωσαν πολλές χιλιάδες κόσμο μέσα σε ένα καράβι μεγάλο
και, μέσω Ουκρανίας, θα πηγαίναμε στην Ελλάδα. Το καράβι, όμως, χάλασε
και μας άφησαν στην Ανάπα, όπου μείναμε περίπου άλλα τρία χρόνια. Ήταν
τα καλύτερα χρόνια μας, γιατί όλοι είχαμε δουλειές και ο ένας βοηθούσε
πάντα τον άλλον.
Και πάλι στο Νοβοροσίσκι και για την Ελλάδα
Από
την Ανάπα έπρεπε να φύγουμε για την Ελλάδα, αλλά δεν είχε μεγάλο λιμάνι
για να έρθουν μεγάλα πλοία. Έτσι, πήγαμε πάλι στο Νοβοροσίσκι και εκεί
μπήκαμε πολλοί Έλληνες σε ένα μεγάλο καράβι και φτάσαμε στην Ελλάδα. Δεν
θυμάμαι πόσες μέρες κάναμε να φτάσουμε στον Πειραιά, από όπου μας πήγαν
και μας έβγαλαν σε ένα μικρό νησί, τον Άγιο Γεώργιο.
Εδώ
μας έβαλαν στην καραντίνα επί δυο μήνες. Από εκεί μας πήγαν στο
Αγρίνιο, όπου μείναμε άλλους τρεις μήνες. Τότε πληροφορηθήκαμε ότι στην
περιοχή του Κιλκίς πήγαν πολλοί πατριώτες και έτσι φύγαμε και φτάσαμε
στο Κιλκίς. Μετά δυο-τρεις μήνες, πήγαμε με τα κάρα στο Σταυροχώρι,
κοντά στο Κιλκίς.
Στο Σταυροχώρι Μικρασιάτες και Τούρκοι
Στο
Σταυροχώρι συναντήσαμε Μικρασιάτες Έλληνες, που είχαν έρθει το 1914,
και αρκετούς Τούρκους, που είχαν και το τζαμί τους. Οι Μικρασιάτες
έφυγαν για την περιοχή των Σερρών και οι Τούρκοι, που ήταν ανταλλάξιμοι
μουσουλμάνοι, έφυγαν σε έναν μήνα για την Τουρκία. Μετά ήρθαν Θρακιώτες,
με τους οποίους δεν τα πηγαίναμε καλά, στην αρχή. Με το χρόνο, όμως,
ταιριάσαμε και συνεργαστήκαμε άψογα. Όλοι μαζί, με προσωπική εργασία και
προσφορά κατά οικογένεια, κάναμε σχολείο και εκκλησία.
Η αποκατάσταση από το κράτος και οι αγροτικές ασχολίες με καπνά και σιτάρι
Μετά
από ενέργειες στην Πρόνοια, μας έδωσαν ένα στρέμμα για να χτίσουμε
σπίτι και πενήντα στρέμματα χωράφια. Μας έδωσαν και βόδια, αλέτρι και
κάρο. Ασχοληθήκαμε με τη γεωργία, τον καπνό και το σιτάρι, σε μια
περιοχή όπου ήταν όλα έρημα. Τα καπνά είχαν άλλες δυσκολίες και τα
σιτάρια τελείως διαφορετικές. Στα καπνά έπρεπε να κάνουμε φυτώρια
(παρνίκια) για να έχουμε τα φυντάνια. Χρειάζονταν καθημερινό πότισμα με
προσοχή, και αφού φύτρωναν και μεγάλωναν και έβγαζαν τα φύλλα, έπρεπε,
πριν ξημερώσει, όσο είναι δροσιά, να τα σπάσουμε. Πηγαίναμε με λουξ (ένα
είδος φωτιστικού μέσου) στα χωράφια, για να μπορούμε να μαζέψουμε πολλά
πριν βγει ο ήλιος. Αυτά που μαζεύαμε, τα βάζαμε σε κοφίνια ή σε κάσες,
και τα μεταφέραμε στο σπίτι. Όλη τη μέρα, τον Ιούλιο, περνούσαμε τα
φύλλα τα καπνά σε μεγάλες βελόνες με σπάγκο, τα κάναμε αράδες και τα
κρεμούσαμε σε τελάρα, κάτω από υπόστεγα, για να στεγνώσουν και να
ξεραθούν. Τον χειμώνα ξεχωρίζαμε τα φύλλα σε διάφορα μεγέθη και ανάλογα
με το χρώμα, και τα δέναμε, κατά κατηγορίες, σε μπάλες.
Την άνοιξη περιμέναμε τους καπνέμπορους να στείλουν εκτιμητές τους (τους έλεγαν εξπέρ), οι οποίοι τα έβαζαν σε κατηγορίες. Ανάλογες ήταν και οι τιμές. Αρκετές φορές έβγαζαν ένα μέρος τους ακατάλληλα και τα έκαιγαν.
Την άνοιξη περιμέναμε τους καπνέμπορους να στείλουν εκτιμητές τους (τους έλεγαν εξπέρ), οι οποίοι τα έβαζαν σε κατηγορίες. Ανάλογες ήταν και οι τιμές. Αρκετές φορές έβγαζαν ένα μέρος τους ακατάλληλα και τα έκαιγαν.
Δύσκολη και η καλλιέργεια σιταριού
Τα
σιτάρια, είχαν και αυτά τις δυσκολίες τους και κούραση διαφορετική.
Όργωμα το φθινόπωρο με τα βόδια ή τα άλογα, μετά σπορά και την άνοιξη
θέρισμα με τα δρεπάνια, χούφτα χούφτα να κάνεις δεμάτια και να τα
μεταφέρεις με τα ζώα ή το κάρο στο μέρος που ήταν τα αλώνια. Εκεί τα
κάναμε θημωνιές, μέχρι να ολοκληρωθεί όλη η σοδειά. Τα αλώνια ήταν
συνήθως σε ανοιχτό μέρος, να τα πιάνει ο αέρας. Την ημέρα κάναμε ένα
αλώνισμα. Στρώναμε τα δεμάτια, πενήντα έως εξήντα, τα απλώναμε σε όλη
την έκταση του αλωνιού, με μετά βάζαμε το τοκάν «βάρος και κάποιον
επάνω, που έκανε κουμάντο στα ζώα, βόδια ή άλογα. Σε όλα τα σημεία του
αλωνιού Έσεραν το τοκάν », μέχρι να κοπούν τα στάχυα και να γίνουν
άχυρο, για να πέσει ο καρπός.
Το
απόγευμα, το μαζεύαμε και το κάναμε στοίβες. Το βραδάκι, που συνήθως
φυσούσε το αεράκι, λιχνίζαμε και ξεχώριζε το σιτάρι από τα άχυρα. Το
σιτάρι το βάζαμε σε τσουβάλια και το άχυρο το κάναμε δέματα, που τα
μεταφέραμε στους αχυρώνες για τροφή των ζώων κατά τον χειμώνα. Το σιτάρι
το αποθηκεύαμε στο σπίτι. Από αυτό, ένα μέρος πουλούσαμε για να
καλύψουμε τις ανάγκες του σπιτιού, και ένα άλλο μέρος το κρατούσαμε για
να το κάνουμε αλεύρι για ψωμί. Κάναμε και πλιγούρι και κορκότα για
πιλάφι και σούπες, όπως το ποντιακό φαγητό τσορβά.
Τώρα, όλα είναι πολύ πιο εύκολα
Για
τον αγρότη, σήμερα είναι παράδεισος, σε σύγκριση με τα παλιά. Τώρα, η
γεωργία είναι εύκολη με τα μηχανήματα που υπάρχουν, και για τα καπνά και
για το σιτάρι. Όλα τώρα και στα καπνά και στο σιτάρι τα κάνουν
μηχανήματα, όπως είναι για τα καπνά η μηχανή για το μπούρλιασμα
(αρμάθιασμα) ή για το σιτάρι η θεριστική και αλωνιστική μηχανή, οι
πατόζες και αργότερα οι κομπίνες.
Εδώ,
στην περιοχή μας είχε πολλά μαυροπούλια, που έκαναν ζημιά στις
καλλιέργειες. Τα μαυροπούλια, όμως, χάθηκαν σιγά σιγά, δηλητηριασμένα
από τα φυτοφάρμακα. Τώρα δεν υπάρχει κανένα.
Οι
νέοι και οι νέες εργάζονται στα εργοστάσια, που λειτουργούν στη
Βιομηχανική Περιοχή Κιλκίς, εδώ στο Σταυροχώρι. Άλλοι νέοι έφυγαν για τη
Σουηδία και τη Γερμανία.
Εμείς,
παλαιότερα, δεν κάναμε πολλές διασκεδάσεις. Μόνον σε γάμους και
βαφτίσια διασκεδάζαμε. Χόρευαν ποντιακά, με λύρα και νταούλι και
φυσαρμόνικα. Ποτά είχαμε το ούζο και στο Καρς είχαμε κονιάκ Μεταξά.
Μεζέδες είχαμε από τα σπίτια. Στο Καρς κέντρα δεν υπήρχαν, μόνον
καφενεία. Στις μεγάλες ρωσικές πόλεις που πήγαμε, είχε από όλα, και
κέντρα και πάρκα και μαγαζιά μεγάλα.
Οικογένεια δημιούργησα εδώ στο Σταυροχώρι
Παντρεύτηκα
εδώ και απέκτησα εφτά παιδιά, τον Ανδρέα, τη Δέσποινα, τον Θεόφιλο, τον
Κωστάκη, την Αρχοντούλα , τη Μαλαματένια και τη Μάχη. Εύχομαι να είναι
καλά όλοι. Έχω και δεκατρία εγγόνια και δώδεκα δισέγγονα.
Ο Βλάσης Αγτζίδης πέθανε το 2006 στο Σταυροχώρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου