ΕΝ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΙ, ΕΤΟΣ...

Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

Νάτην η Τραπεζούντα —πρωτεύουσα ιστορική των Κομνηνών— γεμάτη εκκλησιές, κάστρα βυζαντινά, τζαμιά κι ορθοδοξία, που από τη μια μεριά της σκαρφαλώνει στον λόφο του
«Ποζ Τεπέ» κι απ' την άλλη δροσολογιέται ανέμελα στην θάλασσα του Ευξείνου, που πότε χαϊδεύει τις αμμουδιές της καταγάλανη, και πότε ανασηκώνεται θυμωμένη, σε κύματα θεόρατα, που σπάζουν και βροντολογούν στα βράχια του γιαλού της.
 Σπίτια μικρά, μεγάλα, που οι αυλές τους —πλακόστρωτες αλλού κι αλλού με καρφωμένα βοτσαλάκια λαμποκοπάνε από  πάστρα  κι  οι  κήποι  τους  ολούθε  είναι  πνιγμένοι  στο λουλούδι, στις συκιές ή τις ροδιές ή τις μανόλιες.
 Να το μεϊτάνι με τα μεγάλα καφενεία, όπου σεβάσμιοι Τούρκοι τραβούν μακάριοι τους ναργιλέδες, κι οι δρόμοι με τα μαγαζιά, τα σεκερτζίδικα με τα πολύχρωμα ζαχαρωτά, τα χαλβατζίδικα με τους πελώριους άσπρους χαλβάδες, τις λεμονάδες, τα σερμπέτια και πέρα τα κεμπαπτζίδικα με τα ντονέρ κεμπάπια, όπου ο κεμπαπτζής ξεσπά μερακλωμένος σε κραυγές:
 —Βάι, βάι, βάι!. .
 Μπαρμπέρικα με τις κρεμαστές αυλαίες από χάντρες, φίσκα τα μπακάλικα και τα μανάβικα απ' του πουλιού το γάλα, βουτυράτα, τυριά, φρούτα σωροί και ζαρζαβατικά της πλούσιας γης, ψαράδικα με τα λαχταριστά μπαρμπούνια και τα καλκάνια του Ευξείνου, γεμάτοι οι δρόμοι από τα φέσια —Τούρκοι και Ρωμιοί— κι από τις φωνακλάδικες κραυγές των γυρολόγων:
 —Λιμοναντά τουρ μπουζ γκιπίίίίί!..
 «Παγωμένη  είναι  η  λεμονάδα»,  αλλά  και  κρύο  το  «αϊράνι»—  δροσιστικό  πιοτό  από γιαούρτι:
 —Αϊράν, σοούκ τουουουρ!...
 Πεντακάθαρα είναι τα μεγάλα εστιατόρια στο μεϊτάνι —τραπέζια με κάτασπρα τραπεζομάντιλα έξω στον δρόμο— που έχουν τόσο γούστο στις μέρες του ραμαζανιού. Νηστικοί, τότε, οι Τούρκοι όλη τη μέρα, αμίλητοι, κατσούφηδες, τρέχουν μόλις αρχίσει να σουρουπώνει και στρώνονται νωρίς νωρίς να πιάσουν θέση, παραγγέλνουν τα φαγιά τους, αλλά δεν τ' αγγίζουν, περιμένουν. Όπου ξαφνικά αντιλαλά στην πόλη το κανόνι:
 —Μπούούούούμ!..
 Και τότε πέφτουν σαν τρελοί στα πιάτα, ολούθε, σ' όλα τα εστιατόρια, στα μαγέρικα, στα σπίτια και γίνεται μύλος και θρήνος στα πιλάφια, στα ιμάμ μπαϊλντί, στα παχιά κρέατα και τις σάλτσες —αμάν, αμάν!— μαχαίρια, πηρούνια, κουτάλια και σαγόνια. .. τι οργασμός!

Όσο μακρύτερα πάει η θύμηση, τόσο πιο καθαρά βλέπει τις εικόνες —εκεί στον κεντρικό δρόμο προς το λιμάνι και το τελωνείο ξανοίγει το μαγαζί του πατέρα με τα τενεδιώτικα κρασιά και την ταμπέλα από πάνω: ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΟΠΩΛΕΙΟΝ Η ΩΡΑΙΑ ΤΕΝΕΔΟΣ.
 Κυρίαρχη μορφή  εκεί  μέσα  ο  πατέρας, με  το  καλοσυνάτο πρόσωπο, όρθιος,  σοβαρός, μπροστά στον πάγκο να περιποιείται τους πελάτες, αλλά χωρίς να ξεκολλά το μάτι απ' τον γιο,  που  καθισμένος  στην  πόρτα  φυλλομετρά  το  αλφαβητάριό  του  και  θαυμάζει  τα θεάματα του δρόμου.
 Πόσα και πόσα θεάματα, αλήθεια, αλλά το πιο μαγευτικό απ' όλα είναι σίγουρα εκείνες οι γκαμήλες κι όταν ακούεται από μακριά το καραβάνι που ζυγώνει, τινάζεται απ' την καρέκλα του ο μικρός και τρέχει με τ' άλλα τα παιδιά που αφήνουν χαρούμενες φωνές:
—Τα καμέλια! Τα καμέλια!
Ντιν, νταν, ντουν οι πελώριες κουδούνεςπέρα απ' το Ερζερούμ μας έρχονται— πόσο ξεκούραστες! Ψηλές  και  λιγνοπόδαρες, με  τις  πλατιές πατούσες, τον  μακρύ  κυματιστό λαιμό κι ένα κεφάλι μακρουλό στην άκρη —το στόμα όλο να μασάπερνάνε με το πάσο τους σε μια ατέλειωτη σειρά, στρέφοντας την κεφάλα πότε από δω και πότε από κει, με μια μακάρια αδιαφορία.
 Εκεί  στην  γωνιά  του  δρόμου  είναι  ο  φούρνος  με  τα  κάτασπρα  ψωμιά,  όπου  οι
«φουρουντζήδες»  δουλεύουν  το  ζυμάρι  ασταμάτητα  επάνω  σε  πλατιές  αλευρωμένες τάβλες και πλάθουν γρήγορα μαέστροι στην δουλειά— τα πεϊνιρλία, τα τιρνακλία, τους τοπχανάδες που μπαίνουν αμέσως επάνω στα μακριά τους φτυάρια και —τακ— ρίχνονται πλάι στη φωτιά, μεθοδικά, προσεκτικά, για νάβγουν σε λίγο ροδοψημένα, μοσχομυριστά.
Συγκινημένη η θύμηση παίρνει τους δρόμους και περπατά: Ρωμαίικες γειτονιές, τούρκικοι μαχαλάδες, τζαμιά και μιναρέδες που λογχίζουν τον αέρα, αλλά και εκκλησιές —πόσες εκκλησιές!— περιοχές ολόκληρες της πόλης όλο ελληνισμός, χωρίς κανέναν Τούρκο.
 Βραδιάζει. Και να που εκεί ψηλά στον μιναρέ πρόβαλε ο «μολλάς», που με το ένα χέρι στο αυτί διαλαλά στα πέρατα του κόσμου, ότι ένας είναι ο Αλλάχ και προφήτης του ο Μωάμεθ. Αλλαάάάάάάχ μπιρ Αλάάάάάάάχ!..
 Αλλά  η  απάντηση  έρχεται  από  πλήθος  καμπαναριά  που  χαλούν  τον  κόσμο  με  τις γλυκόλαλες καμπάνες, απ' όπου δοξολογιέται ο αληθινός Θεός των Χριστιανών και προσκαλούνται οι πιστοί στις εκκλησιές, όπου οδεύουν —ολόκληρος λαός— με πίστη και κατάνυξη, Κυριακές, γιορτές, εωθινά, εσπερινούς, Χριστούγεννα και Πάσχα.
 —Εδώ;
 Θεέ μου, τι ανοιχτόκαρδα, πόση απεραντοσύνη —ο γιαλός μας! πέρα προς την ανατολή τ' ωραίο «Γκιουζέλ σαράι» μ' απείραχτα τα τείχη των Κομνηνών και προς την δύση τα μεγάλα βράχια, απ' όπου πηδάμε στο νερό τα καλοκαίρια ή και κρυφοκοιτάμε καμιά φορά τα χανουμάκια, που έρχονται, κρύβονται εκεί να κολυμπήσουν και δεν βγάζουν, βέβαια, μόνο τον φερετζέ τους για να δροσιστούν...
 Να κι ο Άη Γρηγόρης, η μεγαλόπρεπη μητροπολιτική μας εκκλησιά, όπου ο μητροπολίτης
Χρύσανθος δεν αφήνει σχεδόν καμιά Κυριακή χωρίς να θυμηθεί στο κήρυγμά του τους

θρυλικούς  «μυρίους»  του  Ξενοφώντος  που  απ'  τα  ψηλά  βουνά  της  Τραπεζούντας αντικρύσαν το γαλάζιο πέλαγος και φώναξαν:
 —Θάλαττα! Θάλαττα!
 Εδώ στην Τραπεζούντα κατέβηκαν, κι εδώ σε τούτον τον γιαλό λούστηκαν, ύστερα από πολλές περιπλανήσεις, μάχες, δοκιμασίες —λέει ο δεσπότης— αιώνων ιστορία ελληνική έχει η πόλη τούτη, όλα το μαρτυρούν, αρχαίοι συγγραφείς, αρχαία τείχη και κάστρα, τάφοι αυτοκρατόρων, εκκλησιές και προ πάντων ο λαός ο ριζωμένος στ' άγια τούτα χώματα, που τα ποτίζει με δάκρυ και ιδρώτα και συνεχίζει από γενιά σε γενιά την προαιώνια ιστορία της Ελλάδας.
Κοιτάζω τον πατέρα μου, δακρύζει:
 —Γιατί, πατέρα;
 Σκύβει πολύ ο πατέρας μου για να με φτάσει:
 —Σώπα παιδί μου, τα καλά παιδιά δεν μιλάνε στην εκκλησιά.
 Κι ενώ σκουπίζει τα μάτια του με το μαντήλι:
 —Άμα θα μεγαλώσεις, θα καταλάβεις.
 Πολλά είν' αυτά που δεν καταλαβαίνω ακόμα, κι όχι μονάχα έξω, αλλά και μέσα στο ίδιο μας το σπίτι, όπως εκείνα τα περίεργα κάδρα με τα παράξενα πρόσωπα που βρίσκονται κρεμασμένα γύρω τριγύρω στο σαλόνι μας —τα τόσο αγριωπά— άλλος με περικεφαλαία, άλλος με πιστόλες και μαχαίρες, άλλος με μακριά κυματιστά μαλλιά κι όλοι τους με μάτια φλογερά,  με  άφθονα  γένια  και  μουστάκια,  αν  και  μπορώ  να  διαβάζω  χωρίς  κόπο  τα ονόματα που είναι γραμμένα από κάτω: ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ, ΜΙΑΟΥΛΗΣ, ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ, ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ, ΟΔΥΣΣΕΥΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ, ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΡΑΙΟΣ κτλ.
 Στην γιορτή του πατέρα μου, που έρχονται και Τούρκοι, φίλοι και πελάτες του, για να του πουν «χρόνια πολλά», κοιτάζουν και κείνοι με μεγάλη απορία όλα αυτά τα κάδρα και ρωτούν:
 —Κυρ Γιάννη, γιάχο, τι είναι όλοι τούτοι;
 —Συγγενείς μου είναι, Χασάν εφέντη.
 —Μεγάλο συγγενολόι έχεις, κυρ Γιάννη.
 —Ναι, όλους τους συγγενείς μου τους έχω εδώ. Μακρινούς και κοντινούς.
 —Ασκ ολσούν, κυρ Γιάννη, καλός άνθρωπος είσαι για ν' αγαπάς έτσι όλο σου το σόι!
 Σε μένα, όμως, ο πατέρας μου κάποτε έδωσε άλλη εξήγηση:
 —Αυτοί, παιδί μου, είναι εκείνοι που δώσαν στην Ελλάδα μας την λευτεριά.
 —Και τι θα πει, πατέρα, λευτεριά;

Αναστέναξε εκείνος:
 —Άμα θα μεγαλώσεις θα τα μάθεις.
 Όταν βρίσκεσαι σε μια ηλικία που σκύβει πολύ ο πατέρας σου για να σε φτάσει, δεν μπορείς,  βέβαια,  να  νοιώσεις  την  σημασία  της  λέξης  «λευτεριά».  Τα  χρόνια  εκείνα, άλλωστε, παίζαμε με τα «τουρκοπούλια» κι όταν μας δέρνανε, τα δέρναμε, χωρίς κανένα φόβο. Αργότερα ήταν αλλιώς.
 Τότε, όμως, όλα ήσαν όμορφα, κι ο κόσμος γύρω μας ένας σωστός παράδεισος.
 Θα πρέπει να ήμουν πάρα πολύ μικρός τον καιρό που ο κόσμος ήτανε παράδεισος, αφού όταν ξεκινούσαμε για την έξοχη το καλοκαίρι, ερχόντουσαν τ' άλογα στην πόρτα μας κι ένα απ' αυτά το φόρτωναν με δυο πελώρια καλάθια και μέσα στα καλάθια στρώναν κουβέρτες, σεντόνια, μαξιλάρια και βάζανε στο ένα τη μια αδελφή μου και στ' άλλο εμένα.
 Κι ύστερα ξεκινούσαν τ' άλογα —τζου, τζου, οι αγωγιάτεςμπροστά η μητέρα, πίσω η γιαγιά, κι εγώ στο αναπαυτικό καλάθι μου, πότε κοιμόμουν τρισευτυχισμένος και πότε ξυπνούσα κι έβλεπα τα τόσα όμορφα και θαυμαστά του μαγικού εκείνου ταξιδιού, βουνά, φαράγγια, δέντρα, ποτάμια και γεφύρια —τζου, τζου— κι αλλού ολόκληρους ουρανούς από θεόρατα πλατάνια, βελανιδιές, νερά ολόδροσα που ξεπηδούσαν απ' την γη και μυρουδιές ζαλιστικές που έφερνε ο αέρας απ' τα χωράφια, τα καπνά, τις φουντουκιές, απ' τα λουλουδισμένα δέντρα.
 Στα πλευρά του βουνού σκαμμένο το μονοπάτι —κάτω γκρεμός και βούιζε το ποτάμι— κατέβαινε, όμως, άφοβα η γιαγιά και μάζευε εκείνα τα χρυσοκίτρινα λουλουδάκια που μύριζαν τόσο όμορφα και τα βάζαμε ξερά πλάι στα εικονίσματα όλο τον χρόνο.
 —Της Παναγιάς τα δάκρυα.
 Και γιατί, γιαγιά, τα λένε της Παναγιάς τα δάκρυα; Γιατί, παιδάκι μου... «όνταν εσταύρωσαν τον Χριστόν οι Εβραίοι, η Παναΐα έκλαιεν κι όπου έσταζαν τα δάκρυά της φυτρώνανε λουλούδια, να αυτά».
 —Επέρασεν η Παναΐα από εδώ;
 —Επέρασεν!
 Αυτό τόλεγε με  μεγάλη σιγουριά η γιαγιά —καμιά αμφιβολία δεν υπήρχε— πώς ήταν δυνατόν, άλλωστε, να μην είχε περάσει η Παναγιά από εκεί, αφού μέναν ακόμη τα δάκρυα της ανθισμένα, κι αφού πέρα εκεί, στις άγριες βουνοκορφές, υπήρχε και το μοναστήρι της
—της Παναγίας Σουμελά και το άγιο εικόνισμά της, που τόσα θαύματα είχε κάνει;
 Βρισκόταν   τάχα   κανένας   χριστιανός   που   να   μην   ήξερε   την   ιστορία   εκείνου   του μοναστηριού; Αν ήταν δυνατόν! Όλοι το ξέραν ότι εδώ κι αιώνες, καθώς περνούσε μια φορά με τον στρατό του από κει ένας άγριος σουλτάνος, είδε το μοναστήρι κρεμασμένο εκεί ψηλά, στην αγκαλιά του Θεού, απόρησε και ρώτησε:
 —Αλλάχ, Αλλάχ, τ' είναι εκείνο εκεί;

—Μοναστήρι χριστιανικό, ω, πολυχρονεμένε μας, του είπαν. Θύμωσε ο σουλτάνος και διέταξε:
 —Να το κάψετε αμέσως!
 Τρέχουν οι άνθρωποί του να το κάψουνε, αλλά την ίδια στιγμή πέφτει ξερός ο σουλτάνος,
χτυπιέται και βγάζει αφρούς από το στόμα.
 —Έλεος, Έλεος, αμάν!.. φωνάζει, σταματάτε, μη το πειράζετε το μοναστήρι.
 Δεν κάψαν το μοναστήρι οι άνθρωποί του και ο σουλτάνος αμέσως έγινε καλά κι έδωσε καινούργια διαταγή να το χρυσώσουνε όλο, κι αυτό και την εικόνα της Παναγιάς. Και από τότε, όλοι οι σουλτάνοι μαθαίνοντας τα θαύματα της Παναγιάς, όλο και του δίναν τιμές και δικαιώματα κι έτσι η Παναγία η Σουμελά έζησε απείραχτη μέσα στους αιώνες. Αυτά κι αλλά πολλά, τέτοια πολύ χοντρά παραμύθια, έλεγε η γιαγιά. Αλλά και πάρα πολλές αλήθειες.
 Καμάρι ήταν του ελληνισμού η Παναγιά η Σουμελά κι εκεί στην Κρώμνη —το φημισμένο για την εξυπνάδα και την παλικαριά του ορεινό χωριό όνειρο τώχε ο «Κρωμέτες»:
Κρωμέτες σκύλ' υιός είμαι κανέναν κι φοούμαι,
στην Σουμελάν την Παναγιάν θα πάω να στεφανούμαι!..
Αλλά  είχε  και  το  ποτάμι  της  η  Παναγιά,  που  δεν  κουραζόντουσαν να  τραγουδάνε  οι κεμεντσετζήδες:
Ση Παναΐας το ποτάμ'
ερούξεν η κλειδίτσα μ'.
Τι πλήθος, Θεέ μου, μαζευόταν εκεί κάθε χρονιά —Δεκαπενταύγουστο— απ' όλο τον Πόντο και την Ρωσία και τι τραγούδια και χοροί και κεμεντζέδες και νταούλια, μέρες ολόκληρες, κι οι καλόγεροι να έχουν ετοιμασμένα τα καζάνια με τα φαγιά και τα ψωμιά, να τραβάνε τις κάμες οι λεβέντες ζιπκαλήδες για την «σέρα» και δόστου χοροί και τουφεκιές και κουμπουριές ν' αντιλαλάνε την χαρά της Ρωμιοσύνης.
 Λέει η γιαγιά κι ο πιτσιρίκος ακούει και τα βλέπει όλα —με το μυαλό του— θαμπωμένος.
 Καλά τα χωριά κι οι εξοχές, αλλά η γειτονιά μας; Ω, δεν μπορούσε να γίνει σίγουρα σ' όλο τον κόσμο πιο όμορφη και πιο ευτυχισμένη γειτονιά απ' την δική μας! Απέναντι απ' την πόρτα μας ήταν το σπίτι των Εβραίων, με την καλοσυνάτη εκείνη οικογένεια —τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ, την Φουρτουνί και την Ρεβέκκα, που κρατούσε πάντα ένα μωρό στην αγκαλιά της και το ρωτούσε:
 —Κομάν τυ τ' απέλ;
 Κι εκείνο απαντούσε:
 —Τιοκομόόόόόζο!

Πώς καταλάβαινε την άγνωστη γλώσσα εκείνο το μωρό, ήταν, βέβαια, ένα θαύμα, αλλά όχι και το μόνο μέσα στο σπίτι των Εβραίων. Σωστή «αυλή των θαυμάτων» ήταν η αυλή του εβραίικου σπιτιού, προ πάντων όταν έφτανε απ' την Κωνσταντινούπολη η πραμάτεια μέσα σε μεγάλες ξύλινες κασόνες. 
 Γιατί ο καλός μας Αβραάμ ήταν γυρολόγος έμπορος γυαλικών και κάθε πρωί έβγαινε απ' το σπίτι του φορτωμένος μ' ένα πελώριο μακρύ καλάθι, γεμάτο όλων των ειδών τα γυαλικά, πιάτα, ποτήρια, και γύριζε όλη την Τραπεζούντα διαλαλώντας το εμπόρευμά του.
Τρέχαμε όλα τα παιδιά μέσα στην αυλή, όταν ξεκάρφωναν κι άνοιγαν τις κασόνες και τότε τι να δουν τα μάτια σου! Μα ήταν ένα όνειρο τα πράματα που βγάζαν πολύ προσεκτικά ο Αβραάμ κι  ο  Ιακώβ —βοηθούσαν κι  η  Φουρτουνί με  την  Ρεβέκκα ποτήρια όμορφα, καράφες ολοστρόγγυλες μ' ένα στενό λαιμό, κανάτες με τα χερούλια τους κι ένα κεφάλι κόκορα απ' όπου θάτρεχε το νερό —άκουσον, άκουσον! —φρουτιέρες χρωματιστές, κίτρινες, πράσινες, με ζωγραφισμένα μέσα αχλάδια, μήλα, σταφύλια, αλατιέρες που αντί για χερούλι είχαν ένα κεφάλι αραπάκου που γελούσε —άκουσον, άκουσον! και τι πιάτα πελώρια, άλλα μακρουλά, άλλα στρογγυλά, του κόσμου τα γυαλικά, ατελείωτα κι αστραφτερά. Από κάθε κασόνι, βγάζαν όλο και κάτι καινούργιο.
 —Αυτό τι είναι, Αβραάμ;
 Κι όλο μας εξηγούσε ο Αβραάμ που τον θεωρούσαμε τον μεγαλύτερο έμπορο του κόσμου και τον αγαπούσαμε, όπως και τους άλλους, και η αυλή τους μας ήταν πάντα ανοιχτή, να βλέπουμε  ή   να   παίζουμε  τα   παιδιά   —του   Ταργοντζίδη,  του   Καράλη,   γείτονες,   τ'
«αρμενοπούλια» με τον Αράμ, που καθόντουσαν λίγο παρακάτω, και τα «τουρκοπούλια»,
το Χασανάκι και τον Ιλιάς, που μέναν λίγο πάρα πέρα.
 Πειράζαμε, βέβαια, τ' αρμενοπούλια εμείς, φωνάζοντας:
Αρμενί κουκούτς κουκούτς
Πασκαλίνα τρουτς προυτς!..
Πειράζαμε και τα τουρκοπούλια, χτυπώντας τις γροθιές μας την μια απάνω στην άλλη:
Ιλιά, κουλιά
χέσον και κουμουλιά!..
Χωρίς καυγάδες γινόντουσαν όλα αυτά, εκτός, φυσικά, απ' τον πετροπόλεμο που άρχιζε αμέσως. Συχνά έτρεχα στην μητέρα μου, που βλέποντας το αίμα στο κεφάλι μου έφερνε γρήγορα καπνό να μου βάλει στην πληγή, φωνάζοντας:
—Ποίον αφορισμένον έτον; Σην γην να εμπαίν'!
Αυτά, όμως, ήταν τίποτα μπροστά στην χαρά του παιχνιδιού και των ωραίων θεαμάτων στην αυλή των Εβραίων, που μας τραβούσε σαν μαγνήτης όλο τον χρόνο, εκτός, απ' την Μεγαλοβδομάδα. Τότε απότομα κοβόντουσαν οι σχέσεις μας, ούτε ο πατέρας μου, ούτε κανείς  από  το  σπίτι  λέγαν  μήτε  την  «καλημέρα» στους  Εβραίους.  Κι  εμείς  τα  παιδιά, ξεχνώντας μονομιάς το καλοσυνάτο φέρσιμο των γειτόνων μας, κοιτούσαμε με φρίκη την πόρτα τους, πίσω από την οποία —ξέραμε καλά— ο Αβραάμ έστηνε ένα βαρέλι με καρφιά κι όποιο χριστιανικό παιδί κατάφερνε να πιάσει, τόβαζε μέσα, κυλούσε το βαρέλι, κι έπινε ύστερα το αίμα του.

—Πρόσεχε, μου έλεγε η μητέρα μου. Αφορισμένοι είν' αυτοί!
Αμέ δεν πρόσεχα; Τις νύχτες έβλεπα ολοκάθαρα αυτό το βαρέλι και ζαρωμένος στο κρεβάτι μου δεν μπορούσα να κλείσω μάτι από φόβο. Αυτοί που σταύρωσαν το Χριστό θα τόχαν τίποτα να με αρπάξουν κι εμένα και να με βάλουν στο βαρέλι;
 Θα ξέραν, φυσικά, οι καημένοι οι Εβραίοι το τι πιστεύαμε για δαύτους και βλέποντας, εξ άλλου, την απότομη έχθρα μας —τι να κάνουν;— κλείναν παράθυρα και πόρτες όλη την Μεγάλη Εβδομάδα κι αυτό ήταν η ολοφάνερη απόδειξη για μας το τι θα κάναν μέσα οι αφορισμένοι και το τι παιδιά θα είχε κουβαλήσει ο Αβραάμ —κρυμμένα μέσα στο καλάθι του— και θα τάχει στριφογυρίσει σίγουρα μέσα στο βαρέλι.
 Μετά το Πάσχα, όμως, όλα ξεχνιόντουσαν. Άνοιγαν οι Εβραίοι τα παραθύρια τους κι οι σχέσεις μας ξανάρχιζαν το ίδιο στενές κι εγκάρδιες όπως και πρώτα.
 Ναι, όλα ήσαν τότε χαρούμενα κι ας μας τρόμαζε καμιά φορά ο «Βελονάς», που όταν ακούγαμε την φωνή του από μακριά παίρναμε δρόμο τα παιδιά —πω, πω, τι πανικός!— και τρέχαμε σαν παλαβά να διπλαμπαρωθούμε.
 Μα να τον έβλεπες και σήμερα ακόμα θα φοβόσουν! Τ' ήταν εκείνος ο άνθρωπος! Οι Τούρκοι τον πίστευαν άγιο και στεκόντουσαν ευλαβικά στο πέρασμά του, προσφέροντάς του τα γροσάκια τους. Ψηλός, θεόρατος, με πρόσωπο άγριο και πυκνά κατάμαυρα μαλλιά που πέφταν στους ώμους του, μέχρι την μέση, γύρω τριγύρω στο κορμί του. Από τη μέση κι απάνω ολόγυμνος και παρακάτω τυλιγμένος με προβιά. Στο στήθος του χοντρές βελόνες-σαν σακκοράφες— που τρυπούσαν το πετσί του από την μια μεριά και βγαίνανε από την άλλη, πολλές τέτοιες, να τις κοιτάς και ν' ανατριχιάζεις. Κρατούσε στο ένα χέρι του μια στρογγυλή σφαίρα, με μακριά λαβή, όπου ήσαν εφαρμοσμένα αλυσιδάκια με μετάλλινες μπαλίτσες, τίναζε θυμωμένα το χέρι του και κουδούνιζαν οι μπαλίτσες. Στο άλλο χέρι του κρατούσε ένα μεγάλο κέρατο, κυρτό, που το άπλωνε στους περαστικούς του δρόμου, βγάζοντας μια απίθανη, υπόκωφη φωνή:
—Χούούού! Αλα χούούού!
Ήταν σαν μια κραυγή ζώου αυτή, παράξενη, βαθειά, που λες κι έβγαινε από τα σωθικά του, διαπεραστική ωστόσο σε τέτοιο σημείο που την ακούγαμε από πολύ μακριά και καθώς τον είχαμε δει πολλές φορές από κοντά ν' απλώνει το κέρατό του και να τινάζει την μπιχλιμπιδωτή του σφαίρα, τέτοιος φόβος μας έπιανε που βάζαμε φωνή:
—Ο Βελόνας!
Και παίρναμε την τρεχάλα, σκοντάφταμε και κυλιόμαστε και θυμώνανε οι Τούρκοι γιατί το θεωρούσαν πολύ προσβλητικό να φοβόμαστε τον άγιό τους —ποιος ξέρει τι παραμύθια μας λέγανε γι' αυτόν οι πατεράδες μας, γκιαούρ ογλού γκιαούρ! Σπάνια, όμως, ο τρομερός τούτος άγιος των Τούρκων έκανε την εμφάνισή του στην πόλη μας γιατί φαίνεται ότι γύριζε κι αλλού —σε άλλες πολιτείες και χωριά κι έτσι, ευτυχώς, δεν μας χάριζε πάρα πολύ συχνά την ευκαιρία να τον ακούμε.

Άλλωστε, τον ξεχνούσαμε γρήγορα τον Βελονά, γιατί κάθε τόσο είχαμε και μια καινούργια ευχαρίστηση στην γειτονιά μας —να, έξαφνα, όπως το «σουνέτι», πότε του ενός και πότε του άλλου φίλου μας τουρκόπουλου, του Ιλιάς, του Χασανίκου, του Σουκρή.
Με περιέργεια περιμέναμε την μέρα, επειδή ξέραμε ότι κανένα από τα «Τουρκοπούλια» δεν μπορούσε να ξεφύγει εκείνο, που αν για κείνα ήταν μια δοκιμασία για μας όμως ήταν πολύ μεγάλη ευχαρίστηση επειδή συνοδευόταν με γλέντια, νταούλια και ζουρνάδες.
—Πότε θα σε κόψουν Ιλιάς;
Θύμωνε ο Ιλιάς και στην απλή ιδέα ότι ζύγωνε ο καιρός του:
—Σικτίρ, γκιαούρ!...
Η απάντησή μας ήταν η κατάλληλη με απαραίτητη συνέχεια τον πετροπόλεμο. Όσο, όμως, και νάθελε το «τουρκοπούλι» να διώξει απ' το μυαλό του την ιδέα, έφτανε κάποτε η μέρα και νάσου η γειτονιά μας αντηχούσε απ' το νταούλι, νάτος που ερχότανε κι ο χότζας με το ξουράφι για το ιερό καθήκον.
 Μας ήταν κάτι το ακατανόητο —να τους κόβουν «εκεί πέρα»— αλλά τι μας ένοιαζε εμάς; Εμείς χαιρόμαστε τα νταούλια και τους ζουρνάδες και την άλλη μέρα τ' άφθονα ζαχαρωτά που μας μοίραζαν, πολύχρωμα «σεκέρια» και Χατζημπεκίρ λουκούμια, μπακλαβάδες, καταΐφια —τι όμορφη που ήταν η μικρή εκείνη Αϊσέ χανούμ καθώς έβγαινε στην πόρτα και μας φώναζε, δίχως φερετζέ— σωστή ζωγραφιά, με τα φρύδια τραβηγμένα και κατακόκκινα νυχάκια:
—Γκελ, γκελ, γκελ!...
Ύστερα από λίγες μέρες έβγαινε κι ο τυχερός —που τον είχαν κόψει «εκεί πέρα»— θυμάμαι τον κακομοίρη τον Ιλιάς που ερχόταν μαζί μας με το νυχτικό και περπατούσε με ανοιχτά τα πόδια, επειδή ακόμα τον εμπόδιζε η πληγή. Τον σεβόμαστε, δεν τον πειράζαμε, αλλά όταν έγινε καλά και ξαναφόρεσε το παντελόνι, δόστου απάνω του:
Ιλιάς, κουλιάς
πώς ατώρα κατουράς;
Γιατί νομίζαμε ότι με την περιτομή το «σουνέτι» η αποκοπή ήταν... ολοκληρωτική κι εκείνος ο κακομοίρης, πειραγμένος, όλο και καμωνόταν πως ήθελε να κάνει το ψιλό του και στυλωνόταν επιδεικτικά στους τοίχους.
 Άλλη μεγάλη απόλαυση ήταν η μέρα του λουτρού.
 Πηδούσα απ' τη χαρά μου γιατί δεν ήταν μια απλή υπόθεση καθαριότητας η μέρα του λουτρού, αλλά κάτι σαν ολοήμερη εκδρομή με προετοιμασίες και φασαρίες. Ολόκληρη η οικογένεια ξεκινούσε απ' το πρωί για το χαμάμι, με τους μπόγους της, έπαιρνε μαζί και τα φαγιά  της  γιατί  θα  έτρωγε  εκεί  το  μεσημέρι  —σε  χώρους  ειδικούς—  θάπαιρνε  τα καφεδάκια ή τα σερμπέτια, το αϊράνι ή τ' άλλα δροσιστικά της.

Κάπου εκεί στο μεϊτάνι ήταν το μεγάλο χαμάμι, που το ξεχώριζες απ' την φτιάξη του και προ πάντων απ' τους τρούλους με τις γυάλινες φούσκες —κολλημένες επάνω σαν βεντούζες— πάντα γεμάτες αχνούς. Μέχρι την πόρτα του μας συνόδευε ο Χασάνης, που κρατούσε τους μπόγους και τα φαγιά, εκείνος ο πιστός κι αφοσιωμένος χαμάλης του πατέρα μου, με το ξουρισμένο το κεφάλι και την πελώρια κοιλιά, που μπορούσε να σηκώσει άνετα στην πλάτη του πελώριες κασόνες κι όταν του έβαζε η μητέρα μου να φάει άδειαζε τους τεντζερέδες.
—Τον αφορισμένον, έλεγε, που βάλ' ατόσον φαΐν!
Που τόβαζε, ο αφορισμένος; Δεν την είχε, όμως, για φιγούρα την κοιλιά του ο Χασάνης.
Μπαίνοντας στο χαμάμι βρισκόσουν σ' ένα μεγάλο χώρο απ' όπου ξυλένιες σκάλες οδηγούσαν σε δυο σειρές από εξέδρες με κάγκελα —τα «παρμακλούκια»— που απλωνόντουσαν γύρω ‐τριγύρω και χωριζόντουσαν σε ιδιαίτερα, σαν είδος θεωρείων, όπου γινόταν  η  εγκατάσταση της  κάθε  οικογένειας, το  γδύσιμο,  ο  εφοδιασμός  με  τα  ψηλά τσόκαρα, τα τάσια κ.λπ.
Στο κέντρο του μεγάλου αυτού χώρου βρισκόταν η βαριά ξυλένια πόρτα απ' όπου... άρχιζες να μπαίνεις στο εσωτερικό του χαμαμιού. Και λέω «άρχιζες», γιατί για να φτάσεις στον κύριο χώρο —εκεί όπου γινόταν το μεγάλο νταβαντούρι— περνούσες από δύο φάσεις, την χλιαρή κι ύστερα την πιο ζεστή.
Έσπρωχνες την πρώτη πόρτα, που είχε από πίσω ένα χοντρό τετράγωνο βαρύ ξύλο — ανέβαινε όταν άνοιγε η πόρτα κι ύστερα κατεβαίνοντας την έκλεινε κι εκεί βρισκόσουν σ' έναν άλλο χώρο, χλιαρό, με βρύσες κι αυλακάκια όπου τρέχανε νερά. Δεύτερη παρόμοια πόρτα σε περίμενε απέναντι για να σε μπάσει σ' ένα χώρο πιο ζεστό, ώστε να συνηθίσεις λίγο, να προετοιμαστείς και να μη βρεθείς απότομα μέσα στα ζεματιστά.
—Άιντε, ελάτεν.
—Ναι, μητέρα.
—Προσέχετε τα ναλία.
«Ναλία» ήσαν τα ψηλά τσόκαρα, δουλεμένα με φίλντισι, που η κάθε οικογένεια είχε ειδικά για το χαμάμι. Ένα σπρώξιμο στην τρίτη πόρτα και νάμαστε μέσα σε μια απίθανη ατμόσφαιρα, ζεστήσχεδόν αποπνιχτική, γεμάτη υδρατμούς και  απερίγραπτη οχλοβοή, παράξενη αντήχηση και πλήθος από γυναίκες όλων των ηλικιών και όλων των σχημάτων, που τις διέκρινες αχνές μέσα στους υδρατμούς, άλλες μπροστά σε γούρνες να σαπουνίζωνται μισοσκεπασμένες με τα ειδικά τους λουτρικά, άλλες επάνω στην μεγάλη στρογγυλή μαρμαρένια εξέδρα που βρισκότανε στο κέντρο, άλλες μέσα στα καμαράκια με τις θολωτές εισόδους, φασαρία, φωνές, χτυπήματα τασιών επάνω στα μάρμαρα, αχνιστά νερά να τρέχουν απ' τις βρύσες, τούφες από ατμούς ν' ανεβαίνουν από ολούθε, τι θέαμα παράξενο!
 Την εποχή εκείνη μ' έπαιρνε ακόμα η μητέρα μου μαζί της στο γυναικείο χαμάμι, επειδή δεν είχα φανερώσει ακόμα καμιά από τις ανδρικές ιδιότητες, εκτός, ίσως, από μια ολότελα υποτυπώδη  περιέργεια  για  τα  γυναικεία  κορμιά,  που  δίχως  τους  φερετζέδες  ή  τα φουστάνια —ολόγυμνα σχεδόν— μου  έκαναν  μια  παράξενη εντύπωση, καθόλου όμως δυσάρεστη. Νομίζω, μάλιστα, ότι η χαρά που δοκίμαζα όταν ήταν να πάμε στο χαμάμι, δεν είχε μεγάλη σχέση με την καθαριότητα, αλλά μάλλον με το παράξενο εκείνο θέαμα που παρουσίαζαν τα χανουμάκια, απαλλαγμένα ολότελα απ' τα ρούχα τους και τα κουκουλώματα του δρόμου.

 Αλλά και οι δικές μας —οι Ρωμιές— είχαν το ίδιο ενδιαφέρον, πολύ περισσότερο γιατί ενώ έξω στον δρόμο καθώς τις έβλεπες, ήσαν διαφορετικές απ' τις Τουρκάλες, μέσα στο χαμάμι γινόντουσαν αμέσως όμοιες και δεν μπορούσες εύκολα να ξεχωρίσεις ποια ήταν η Ρωμιά και ποια η Τουρκάλα. Είτε δικές μας ήσαν, όμως, είτε χανουμάκια, μέσα εκεί, μπροστά στις γούρνες, ανάμεσα στους αχνούς απ' τα ζεστά νερά, τραβούσαν αρκετά την προσοχή του μέλλοντος...  ανδρός.  Προ  πάντων  άμα  τους  ξεφεύγανε  τα  λουτρικά  κι  έβλεπες...  τι μυστήρια!
 Είχε μανία η μητέρα μου με τα ζεστά νερά και τ' άγρια τριψίματα στην πλάτη —υπήρχαν ειδικά σκληρά πλεχτά για την δουλειά αυτή— δεν ήταν δα πολύ ευχάριστο να με παίρνει στα χέρια της μπροστά στη γούρνα που άχνιζε ή να με πνίγη στα σαπούνια. 
 Όμως με ιώβεια υπομονή τα δεχόμουν όλα, ίσως γιατί αποζημιωνόμουν με κείνα τα περίεργα κι ολότελα ασυνήθιστα θεάματα, επειδή καμιά απ' τις γυναίκες δεν έβλεπε τον λόγο να κρύβει πάρα πολλά μέσα στο γυναικείο χαμάμι.
 Το μεσημέρι τρώγαμε στα «παρμακλούκια» κι αργά το απόγευμα γυρνούσαμε στο σπίτι, φρεσκοπλυμένοι, μοσχομυριστοί. Ναι, μου έδινε πολλή χαρά και πολύ μεγάλη ευχαρίστηση το χαμάμι.
 Πολύ όμορφη ήταν η γειτονιά μας και το βραδάκι. Νάτος που γύριζε ο Αβραάμ με το καλάθι του, νάτος που έφτανε κι ο «αναφτής» κρατώντας την σκάλα του στον ώμο, για να την στήσει μπροστά στις λάμπες του δρόμου, ν' ανέβη, να βάλει πετρέλαιο, να καθαρίσει το γυαλί τους και να τις ανάψει.
 Καταφώτιστος τώρα πια ο δρόμος μας και που να προχωρούσες και λίγο πάρα πέρα προς τα μαγαζιά να δεις το τι φωτοχυσία γινόταν με κείνες τις θεόρατες λάμπες —τα λουξ με το αμίαντο— κρεμασμένες στα μαγαζιά έτσι που να λάμπει ο κόσμος όλος, καλύτερα και από μέρα.


Δημήτριος Ψαθάς

"Η ΓΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ"


Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah