ΛΙΠ0ΤΑΧΤΕΣ TOΥ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥ& 0Ι ΜΟΥΑΤΖΙΡΗΔΕΣ

Σάββατο 14 Ιουλίου 2012

ΣΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΟ ουρανό του 1912 φάνηκαν τα λελέκια, τα μακροπόδαρα πουλιά με τις μεγάλες φτερού­γες. Στα μακριά ράμφη τους κρατούσαν κομμάτια από μαύρα κουρέλια.
Οι γέροι, που τα βλέπανε να γυροφέρνουν πάνω από το καμπαναριό της εκκλησίας και τις κορφές των πλατα­νιών, έβγαλαν τη μαντική τους κρίση, πως τάχα προμηνού­σαν κάτι το κακό. Μερικές γριές μάλιστα, παρατηρώντας ότι κάμποσα απ' αυτά κρατούσανε στα ράμφη τους ολόκληρες κάλτσες, αποφάνθηκαν πως η χρονιά τούτη θα είναι συφοριασμένη και θα πέσει φοβερό θανατικό.
Δεν πέρασαν πάνω από δυο μήνες, κι ένα συννεφιασμένο πρωινό του Οκτώβρη, την ώρα που οι καπνεργάτες του Κατήκιοϊ κατηφόριζαν για τη Σαμψούντα ξεκούραστοι και κε­φάτοι, διαδόθηκε μια ασυνήθιστη είδηση, που ξάφνιασε τις καρδιές σαν τον κεραυνό πού προμηνάει μακρινή μπόρα.
Σαμψούντα (Εμπορικό λιμάνι)

— Πόλεμος στα Βαλκάνια! Πόλεμος στα Βαλκάνια! Πό­λεμος !. . .
Σε λίγες ώρες η Σαμψούντα άλλαξε όψη και ρυθμό. Κάτω στο λιμάνι οι βαρκάρηδες, οι έμποροι, οι ταξιδιώτες, οι χαμάληδες, οι στρατιώτες, αναταράχτηκαν σα να κόπηκαν οι πλουτοφόροι δρόμοι της θάλασσας από μια μεγάλη τρι­κυμία. Τα μεϊντάνια, τα καλντερίμια και τα παζάρια της πό­λης, πλημμύρισαν από αλαφιασμένο κόσμο που αναταραζόταν σαν τα φθινοπωρινά φύλλα της λεύκας. Φωνές, ανατριχίλες, φόβοι, θόρυβοι και ζωηρές κουβέντες, έσμιγαν σ’ ένα κουβάρι, που το έσερνε ο άνεμος στους σκονισμένους δρόμους και το ανέβαζε μετά, πάνω από τις στέγες, πάνω από τα καμπαναριά και τους μιναρέδες, ως ψηλά στο μουντό ουρανό.
Οι έφιπποι ζαπτιέδες, τα στρατιωτικά και ταχυδρομικά κάρα μπαινόβγαιναν στη Σαμψούντα από τους δρόμους της Πάφρας, του Τσαρσαμπά και της Αμάσειας, μέ μια ασυνήθιστη ταχύτητα. Και μόλις χτύπησε το ρολόι του Σαάτ χανέ δέκα φορές, ακούστηκαν τα τύμπανα να ηχούν βροντερά στα σταυροδρόμια. Οι ντελάληδες που φάνηκαν σε λίγο πίσω από τα τύμπανα, σταματούσαν κάθε τόσο και ανάγγελλαν επίσημα το σοβαρό γεγονός:
— Πόλεμος στα Βαλκάνια ! Οι άπιστοι λαοί των Βαλκα­νίων συνασπίστηκαν για να χτυπήσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Άρχισαν πολεμικές επιχειρήσεις και σκληρές μάχες στη Μακεδονία. Μουσουλμάνοι και άλλοι υπήκοοι του Τουρκικού Κράτους, καλείστε να υπερασπίσετε τα ιερά χώ­ματα της πατρίδας!. . .
Η φοβερή είδηση, ολοένα και πιο γρήγορα, ολοένα και πιο φορτωμένη με ρίγη και τρόμους, ξαπλωνόταν στην πόλη, γύριζε στις πλατείες, τρύπωνε στα σοκάκια, έμπαινε στα μαγαζιά, στα σπίτια, στα αυτιά, στο μυαλό, στο αίμα, στα κόκαλα  και τάραζε τη συνηθισμένη τάξη της ζωής.
Τα μικρά παιδιά, ωστόσο, μη καταλαβαίνοντας το νόημα του γεγονότος, έτρεχαν ξένοιαστα πίσω από τους βλοσυρούς τυμπανιστές και τους κορδωμένους ντελάληδες  και κάνανε χάζι. Όλη τούτη η θορυβώδικη μανούβρα του κόσμου τους φαινόταν σα μια μεγάλη, μια τέλεια οργανωμένη θεατρική παράσταση.
Μετά το αλώνισμα των κεντρικών δρόμων, τα νταούλια αντιλάλησαν στους μαχαλάδες, από Ανατολή σε Δύση. Αν­τήχησαν στο Ταρτάρ μαχλεσί, στο Νογάι μαχλεσί, στο Κουτσουρή μαχλεσί, στο Κισλά μαχλεσί, στο μαχαλά της Αγίας Τριάδας, στο Πασά τσιφλίκ μαχλεσί, στον αρμένικο και τούρκικο μαχαλά και τέλος ανηφόρισαν, μαζί με το τσούρμο των παιδιών πού ακολουθούσαν, προς τα προάστια Κατήκιοϊ καί Ελέσκοϊ.
Την άλλη κιόλας μέρα, οι δρόμοι της Σαμψούντας πλημ­μύρισαν από νέους άντρες, Τούρκους, Ρωμιούς, Αρμένιους και Τσερκέζους, που είχαν κατεβεί από τα χωριά μ' ένα ταγάρι στον ώμο. Μαζεύονταν όλοι έξω από τους στρατώνες, ντύνονταν βιαστικά τη στρατιωτική τους στολή και μπάρ­καραν με φορτηγά καράβια για το μέτωπο τής Μακεδονίας.
Οι Ρωμιοί και οι 'Αρμένιοι, που πρώτη φορά στους αι­ώνες στρατεύονταν, έσφιγγαν την ψυχή τους και κρύβανε τους πικρούς λογισμούς τους καθώς τραβούσαν κατά τα Βαλκά­νια. Πίσω τους άφηναν οικογένειες απροστάτευτες και δου­λειές μισοτελειωμένες. 
Ένα κακό προαίσθημα τους συνό­δευε σ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού τους ως τα λιμάνια της Καβάλας και της Θεσσαλονίκης και, κατόπιν, στις ατέλειωτες πορείες μέσα στους μεγάλους Μακεδονικούς κάμπους. Ένας φόβος για την τύχη των οικογενειών τους.
Κι αλήθεια! Δεν πέρασε μήνας ακόμα από την αναχώρηση τους  και τα αποσπάσματα των ζαπτιέδων άρχισαν να γυ­ροφέρνουν την πόλη, να μπαίνουν στα σπίτια των Ρωμιών και των Αρμενίων, στα μαγαζιά και στα εργαστήρια τους  και να ζητούν επιτακτικά χρήματα, μάλλινες κάλτσες, φανέλες, τρόφιμα και τσιγάρα για το στρατό. Όσοι δεν έδιναν αμέσως, ή δεν είχαν να δώσουν, τους έριχναν στη φυλακή.
Άλλα αποσπάσματα, πάλι, έτρεχαν στα χωριά των Ρω­μιών και έκαναν επίταξη στα ζώα. Άρπαζαν χωρίς πολλές διατυπώσεις άλογα, βόδια, μοσχάρια, πρόβατα, γίδια και βουβάλια. Όσοι έφερναν αντίσταση και δεν ήθελαν να δώ­σουν το βιός τους, τους έδερναν αλύπητα επί τόπου, τους περνούσαν χειροπέδες και τους κουβαλούσαν κάτω στην πόλη για να τους ρίξουν στα μπουντρούμια. Μερικούς μάλιστα τους ενοχοποιούσαν με κατηγορίες για αντίσταση κατά της Αρχής, παρουσιάζοντας κάτι παλιά, σκουριασμένα όπλα, που βρήκαν τάχα στα σπίτια. Η κρεμάλα ήταν η συνέχεια και το αποκορύφωμα της επίσημης τρομοκρατίας κατά των χριστιανών.
Τα κρούσματα αυτά της βίας και της αυθαιρεσίας, φά­νηκαν κάπως ακατανόητα στην αρχή. Όταν όμως αργότερα πλήθυναν και χειροτέρεψαν, οι Ρωμιοί και οι Αρμένιοι άρ­χισαν να υποψιάζονται πως κάποιο μυστικό πρόγραμμα κα­ταστρώθηκε από τη Νεοτουρκική Κυβέρνηση για την εξόν­τωση των χριστιανών του Πόντου. Προαιώνιοι φόβοι και μνήμες ξύπνησαν μέσα τους βλέποντας τους Τούρκους να δεί­χνουν ένα άλλο πρόσωπο. Ένα πρόσωπο στυγνό και βάρβαρο, που βγήκε μέσα από τις σκοτεινές και μισαλλόδοξες σπηλιές του μαύρου, μεσαιωνικού παρελθόντος.
 Ο Δεσπότης Γερμανός Καραβαγγέλης κλωθογύριζε στο μητροπολιτικό μέγαρο, ανήσυχος κι ανίσχυρος. Μάνιαζε με τη σκέψη πως οι τούρκικες αρχές έστελναν τους χριστια­νούς να πολεμήσουν στη Μακεδονία, αντίθετα με τη θέληση και το αίσθημα τους το εθνικό  και παρ' όλα αυτά, οι αφηνιασμένοι Τούρκοι ζαπτιέδες να ρίχνονται σα λυσσασμένοι λύκοι καταπάνω στις οικογένειες τους. 
Γερμανός Καραβαγγέλης
 Συχνά, από το παράθυρο της Μητρόπολης έβλεπε το κυνηγητό και τη διαπόμπεψη του ποιμνίου του και αγανακτούσε.  Αγανακτούσε και αγρίευε. Μα πιο πολύ υπέφερε γιατί έμενε με σταυρωμένα τα χέρια, κλεισμένος μέσα στο κλουβί του, στη φυλακή της Τουρκίας, αντί να είναι ζωσμένος τ' άρματα και να βρίσκεται στο μέ­τωπο της Μακεδονίας, μαζί με τους παλιούς συναγωνιστές του. Η μόνη του παρηγοριά, μέσα στην άκρα απελπισία του, ήταν να σκέφτεται τα είκοσι παλικάρια του Κατήκιοϊ που έφυγαν κρυφά στην Ελλάδα με αυστριακό βαπόρι, για να καταταγούν εθελοντές στον ελληνικό στρατό. Ζήλευε τούτα τα αγνά Ρωμιόπουλα, που τα γνώριζε ένα - ένα. . . Πόσο θα ήθελε να πήγαινε μαζί τους!
Ωστόσο, οι μέρες και οι βδομάδες περνούσαν χωρίς να διορθώνεται η ζοφερή τούτη κατάσταση, παρ' όλες τις διαμαρ­τυρίες τις δικές του και των άλλων επίσημων Ρωμιών της περιφέρειας προς τις τουρκικές αρχές. Απεναντίας, η ζωή για τις οικογένειες των χριστιανών γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη. Οι ζαπτιέδες καταπατούσαν απροσχημάτιστα τα οικογενειακά τους άσυλα και τους φέρονταν σαν να ήταν εχθροί.
Την αφόρητη τούτη κατάσταση περιέγραφαν οι γονείς με σκοτεινά χρώματα στα γράμματα προς τα στρατευμένα παιδιά τους και πρόσθεταν νέες αιτίες εξανάστασης απέναντι στην αφύσικη και δραματική κατάστασή τους. Γιατί τα παιδιά τους ζούσαν ένα φοβερό δράμα.
Καλυμμένα μέσα σε πρόχειρα και ελεεινά χαρακώματα, κακοντυμένα και νηστι­κά, με άθλια μέσα ανεφοδιασμού, αντιμετώπιζαν τα στόμια των ντουφεκιών και των κανονιών των αδελφών τους Ελ­λήνων και του άλλου χριστιανικού στρατού των Βαλκανίων, ενώ μέσα τους ένιωθαν την πιο μεγάλη αηδία για την αλλόκοτη τούτη θέση τους. Να βρίσκονται από τούτη τη μεριά, ενώ η ψυχή τους φτερούγιζε πάνω από τη νεκρή ζώνη του μετώπου και φώλιαζε στο αντίθετο στρατόπεδο.
 Πόσο θα ήθελαν να πετάξουν και εκείνοι, μαζί με τη σκέψη τους, στο απέναντι χαράκωμα! Μόνο ο φόβος για τα αντίποινα που θα δοκίμαζαν οι οικογένειες τους από τους Τούρκους, τους συγκρατούσε και τους έδενε χέρια και πόδια για καιρό.
Ωστόσο, η ζεστή άχνα του χυμένου αδελφικού αίματος στο πεδίο της μάχης τους γέμιζε με τύψεις ασίγαστες. Η κρίση της συνείδησης τους, μέρα με τη μέρα, φούντωνε, ώσ­που έφτασε στο κορύφωμά της με τα γράμματα που παίρνανε από τα σπίτια τους. 
Οι πληροφορίες για τα δεινοπαθή­ματα των δικών τους αφαίρεσαν και τους τελευταίους δι­σταγμούς τους και τους έσπρωξαν, από τη βασανιστική, πα­θητική αντίσταση, στην ενεργητική πια αντίδραση εναντίον της παράλογης θέσης τους.
 Δύο λύσεις τότε παρουσιάζονταν μπροστά τους: Ή να αυτομολήσουν προς τους αδελφούς ή να λιποτακτήσουν και να γυρίσουν στα σπίτια τους κρυφά. Τρίτη θέση δεν υπήρχε. Κι αν υπήρχε, ήταν για τους υπολογιστές, τους διστακτικούς και τους δειλούς. Ανάλογα με τη φυσική του δύναμη ο καθένας, και ανάλογα με τις περιστάσεις, διά­λεγε, είτε τη μια λύση, είτε την άλλη, παίρνοντας και το όπλο μαζί του.
Τον πέμπτο μήνα του πολέμου, ξεκίνησαν οι πρώτοι λιποτάχτες για τον Πόντο. Βαδίζοντας νύχτες ολόκληρες, περ­νώντας βουνά απάτητα και πλατιά ποτάμια, διασχίζοντας δάση πυκνά και ρουμάνια σκιερά, έφταναν ομάδες - ομάδες στη γενέθλια γη, για να προστατέψουν τα νοικοκυριά τους και τις οικογένειες τους. Μαζί τους έφερναν και τα νέα από το σμπαράλιασμα του τουρκικού στρατού, τις αιχμαλωσίες και τις ομαδικές λιποταξίες ακόμα και των ιδίων των Τούρ­κων στρατιωτών.
Τον έκτο μήνα οι λιποτάχτες, Ρωμιοί, Αρμένιοι και Τούρκοι, πλήθυναν. Οι τουρκικές αρχές της Σαμψούντας κι­νήθηκαν σπασμωδικά και με άγριες διαθέσεις. Στα μεϊντάνια της πόλης στήθηκαν μόνιμες κρεμάλες και σε λίγο οι ομα­δικοί απαγχονισμοί στην πλατεία του Ρολογιού έδιναν κι έ­παιρναν.
Ωστόσο, οι Ρωμιοί του Πόντου δεν αλαφιάστηκαν. Α­πεναντίας πεισμάτωσαν και το εθνικό τους φρόνημα γιγάντωσε. Κι όταν μάλιστα έμαθαν για τη λαμπρή νίκη των ομόδοξων τους στη Μακεδονία, ο ενθουσιασμός τους έφτασε στο κατακόρυφο. Στα νυχτέρια των σπιτιών, στα καφενεία, στα μαγαζιά, στα καπνομάγαζα, στα χωράφια, συζητούσαν με πάθος για τα κατορθώματα του ελληνικού στρατού και των άλλων χριστιανικών βαλκανικών δυνάμεων. Από εφημε­ρίδες ελληνικές, πού έφταναν με τα καράβια και κυκλοφο­ρούσαν κρυφά από χέρι σε χέρι, μάθαιναν για τις απανωτές απελευθερώσεις των πόλεων τής Μακεδονίας και της Η­πείρου.
Οι Ρωμιοί λιποτάχτες του τουρκικού στρατού ένιωθαν περήφανοι που μέ τη φυγή τους αδυνάτιζαν τις τάξεις του μου­σουλμανικού στρατού και συντελούσανε στην εύκολη διάλυσή του. Αλλά και αυτοί που δε μπόρεσαν να λιποτακτήσουν και έ­μεναν αναγκαστικά δέσμιοι στο τούρκικο ασκέρι, έκαναν πε­ρισσότερο κακό, παρά καλό, δρώντας απρόθυμα και αρνητικά στις μάχες. 
Ιδιαίτερα οι πυροβολητές που υπηρετούσαν στα επάκτια πυροβολεία των Δαρδανελλίων — και ήταν οι περισ­σότεροι Ρωμιοί — με τις σκόπιμα λαθεμένες βολές τους, άφη­ναν άθικτα τα ελληνικά πολεμικά πλοία πού μπαίνανε στην Προποντίδα και σκορπούσαν την καταστροφή και το θάνατο στις τουρκικές οχυρωματικές γραμμές. Παρ' όλες τις αυ­στηρές διαταγές των αξιωματικών του πυροβολικού, να ρί­χνουν βολές των 2.500 μέτρων, για να πετύχουν το βύθισμα του θωρηκτού «Αβέρωφ», οι Ρωμιοί «τοπτσήδες» έριχναν βολές των 3500 μέτρων, και έτσι η ελληνική ναυαρχίδα ενεργούσε τις πιο τολμηρές και ριψοκίνδυνες διεισδύσεις μέσα στα Στενά, δημιουργώντας την εντύπωση πλοίου-φαντάσματος.


ΜΟΛΑΤΑΥΤΑ, Ο ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΣ αντίχτυπος από την κα­τάρρευση του μετώπου δεν άργησε να φανεί και στη Σαμ­ψούντα, κι ας ήταν αμέτρητες λεύγες μακριά από τη φωτιά τού πολέμου. Έτσι, τούτο το πρωινό του Μάη, ξυπνώντας η πόλη από τον ήσυχο ύπνο της, είδε αραγμένα στο λιμάνι δύο μεγάλα φορτηγά καράβια, που ξεφόρτωναν το ανθρώπινο φορτίο τους στις λάζικες βάρκες.
Σε λίγη ώρα, τα μακρό­στενα πλεούμενα, παλεύοντας με την ταραγμένη θάλασσα, έφταναν στη σκάλα του λιμανιού και άδειαζαν ένα σκοτεινό πλήθος από εξαθλιωμένους και κουρελιασμένους επιβάτες. Οι Σαμψούντιοι, Ρωμιοί, Τούρκοι και 'Αρμένιοι, που είχαν τρέξει από την αγορά στο λιμάνι, για να δούνε ποιοι έρχονται, νόμισαν στην αρχή πώς ήταν γύφτοι. Όταν όμως σε λίγο έμαθαν ότι είναι πρόσφυγες από τα χαμένα πια για τους Τούρκους ηπειρωτικά και μακεδονικά εδάφη, ένιωσαν ένα ρίγος στην ραχοκοκαλιά τους, σα να τους φύσηξε παγερός αέρας σταλμένος από μακρινή ανεμοθύελλα!
Οι βάρκες στο μεταξύ πηγαινοέρχονταν στα φορτηγά με γρηγοράδα και άδειαζαν, μέσα σε φωνές και κλάματα, το φορτίο τους: γυναίκες, παιδιά, γέρους, άρρωστους, μισοπε­θαμένους από το μακρινό εξαντλητικό ταξίδι.
Όσο περνούσε η ώρα, τόσο πιο πολύ πλήθος μαζευόταν στο λιμάνι, για να δει τη θλιβερή εικόνα του ριγμένου στην παραλία προσφυγόκοσμου. Ένα δέος δοκίμαζαν οι κάτοικοι της απόλεμης Σαμψούντας. Ένιωθαν πως η τάξη του κόσμου χάλασε και ο μακρινός πόλεμος έστελνε ένα μικρό δείγμα της απάνθρωπης σκληρότητάς του.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και ο Μουτασαρίφης Χαλίλ Χαμδή εφέντης έβγαλε διαταγή που έλεγε ότι οι πρόσφυγες έπρεπε να εγκατασταθούν στα σπίτια των χριστιανών. Η είδηση με­ταδόθηκε σαν αστραπή και αναστάτωσε τους Ρωμιούς. Μια ομάδα εμπόρων παρουσιάστηκε αμέσως στο Δεσπότη και του ζήτησε να αποτρέψει τον κίνδυνο που απειλούσε τις οικογένειες τους. Ο εθνάρχης συμμερίστηκε την ανησυχία τους και στη στιγμή σηκώθηκε, πρόσταξε να ετοιμάσουν το αμάξι του, ανέβηκε πάνω και πήγε ίσια στο κονάκι του διοικητή. Ο Χαλίλ Χαμδή εφέντης υποδέχτηκε ευγενικά, μα γεμάτος ανησυχία το Ρωμιό μιλέτ - μπασή. Του έδειξε μια πολυθρό­να να καθίσει και χαμογελώντας, κάπως βιασμένα, τον ρώ­τησε σε τι οφείλει την τιμή της επίσκεψης του.
Ο Δεσπότης κάθισε και με φωνή που έτρεμε από το συγ­κρατημένο πάθος, είπε:
—   Πασά εφέντη, τι είναι αυτά που άκουσα; Αντί να ρί­ξεις νερό στη φωτιά που άναψε ανάμεσα στα δυο μιλέτια μας ο καταραμένος πόλεμος, ρίχνεις πετρέλαιο; Γιατί βιάστηκες να βγάλεις τέτοια διαταγή;
Ο πασάς κοίταξε το Δεσπότη κάτω από τα παχιά φρύ­δια του, ζύγισε τα λόγια που άκουσε και παίρνοντας ύφος μισοκακόμοιρο, πήγε να κινήσει τα ανθρωπιστικά αισθήματα του Ρωμιού εθνάρχη:
—   Ντερτιλήδες άνθρωποι είναι, Δεσπότ' έφέντη. Βασα­νισμένοι. Μουατζίρηδες, πού άφησαν τα σπίτια τους και το βιός τους και με την ψυχή στο στόμα ήρθαν στα μέρη μας να κονέψουν. Ο 'Αλλάχ να τους λυπηθεί και οι καλοί άνθρωποι. Τι να τους κάνουμε που κουβαλήθηκαν, χωρίς να μας ρωτή­σουν, από την άλλη άκρη του κόσμου;
—   Δεν ξέρω εγώ, απάντησε ασυγκίνητος ο Γερμανός Καραβαγγέλης. Δεν αφορά εμάς το πρόβλημα. Ολόκληρο δοβλέτι έχετε. Δεν τους χωράει και θέλετε να τους φορτώσε­τε στις πλάτες των χριστιανών; Δικοί σας άνθρωποι είναι, Τούρκοι. Πάρτε τους στα σπίτια σας!
Ο Μουτασαρίφης έμεινε άναυδος. Δεν έβρισκε κατάλληλο επιχείρημα να αντιτάξει στο ολοφάνερο δίκιο του Ρωμιού και αναγκάστηκε να υποσχεθεί ότι θα ανακαλέσει τη διαταγή. Ο Δεσπότης ικανοποιημένος, ευχαρίστησε για την κατανόηση και σηκώθηκε να φύγει. Ο Χαλίλ Χαμδή εφέντης τον συνό­δεψε μέχρι την έξοδο κάνοντάς του ευγενικές φιλοφρονήσεις.
Στο μεταξύ όμως, ώσπου να κοινοποιηθεί η ανάκληση της διαταγής, πολλοί πρόσφυγες προσπάθησαν να μπουν στα χριστιανικά σπίτια. Οι Ρωμιοί αντιστάθηκαν και έτσι ξέ­σπασαν μερικοί άγριοι καυγάδες. Μόνο κάτι λίγοι Μουατζίρηδες κατάφεραν να μπουν και να στρωθούν με το ζόρι σε μερικές αυλές. Αλλά κι αυτοί σε λίγο, όταν εκδόθηκε η νέα διαταγή, διώχτηκαν από τους νοικοκύρηδες των σπιτιών.
Το βράδυ, οι δύο χιλιάδες πεινασμένοι, βρώμικοι και κατατσακισμένοι Τουρκαλβανοί κοιμήθηκαν στους δρόμους και τις πλατείες. Οι Τούρκοι της πόλης έδειξαν σκληρότητα και αποστροφή, όσο και οι Ρωμιοί, από φόβο μήπως κολλήσουν καμιά αρρώστια.
Το άλλο πρωί, χαράματα, τους σήκωσαν οι ζαπτιέδες με το βούρδουλα και τους έδιωξαν, για να καθαρίσει η πόλη από τη βρώμα που σκορπούσαν στο πλησίασμά τους. Οι πρόσ­φυγες μάζεψαν τα κουρέλια τους  και σχηματίζοντας μια ατέλειωτη θλιβερή πομπή, μπήκαν στο δρόμο προς τον Τσαρσαμπά. Έπειτα από δύο ώρες αργή πορεία, σίμωσαν στο ρωμαίικο χωριό Κιρεζλίκι, κοντά στο μοναστηράκι του Άι Γιώργη. Βάδιζαν σκυφτοί και απελπισμένοι σέρνοντας τα κουρασμένα πόδια τους στο λιθόστρωτο.
Ξαφνικά, το εξαθλιωμένο καραβάνι αναταράχτηκε! Ένας ψίθυρος το διέτρεξε σαν ρίγος, και αμέσως μετά ακούστηκαν φωνές. Οι μπροστινοί σταμάτησαν και ανάγκασαν και τους κατοπινούς να σταθούν και εκείνοι. Οι συνοδοί ζαπτιέδες, που ακολουθούσαν, ξαφνιάστηκαν με τη στάση και φώναξαν να συνεχιστεί η πορεία. Βλέποντας όμως να μην εκτελείται η διαταγή τους, όπλισαν τα ντουφέκια τους και προχώρησαν να δουν τι τρέχει. Φτάνοντας όμως μπροστά - μπροστά, αντίκρισαν κάτι το πρωτόφαντο: Λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα μερικοί αρματωμένοι, αξύριστοι και μαυροντυμένοι άντρες έφραζαν το δημόσιο δρόμο. Δεν πρόλαβαν να καταλά­βουν ποιοι είναι και, ξάφνου, ακούστηκε μια μπαταριά από ντουφεκιές!..

Οι Μουατζίρηδες κυριεύθηκαν από πανικό και σκόρπισαν στα χωράφια φωνάζοντας. Μια δεύτερη μπαταριά, πιο πυ­κνή, τους έκανε να πέσουν χάμω, όπου βρίσκονταν, για να φυ­λαχτούν. Οι ζαπτιέδες έπιασαν αμέσως θέσεις μάχης και άρχισαν να πυροβολούν. Ανταλλάχτηκαν άφθονα πυρά, στα τυφλά, άναψε ο τόπος κι αχολόγησε για πολλή ώρα ο κάμπος.
Όταν για μια στιγμή σταμάτησαν οι πυροβολισμοί, ακούστηκε μια βροντερή φωνή πάνω από το λόφο, δεξιά του δρό­μου:
—   Τούρκοι, σας προειδοποιούμε, να φύγετε από τα χω­ριά μας γιατί θα χυθεί αίμα! Πέστε στον πασά ότι οι πονη­ριές του δεν περνούν σε μας!. .
—   Ποιος είσαι σι, Γκιαούρ, και διατάζεις; ρώτησε οργι­σμένος ό επικεφαλής του αποσπάσματος των ζαπτιέδων.
—Ο καπετάν Παπούλας. Κάντε αυτό που σας λέω, αν θέ­λετε τη ζωή σας!. .
Ο Τούρκος αποσπασματάρχης άφρισε από τη λύσσα του. Που ακούστηκε οι άπιστοι Ρωμιοί να σηκώσουν κεφάλι μπροστά στους Τούρκους οπλοφόρους μέσα στην ίδια την Τουρκιά; Έσφιξε τα δόντια του και έδωσε διαταγή στους ζαπτιέδες να τρέξουν κατά πάνω στους αντάρτες και να τους πιάσουν όλους ζωντανούς.
Οι Τούρκοι χωροφύλακες, υπακούοντας στο βαθμοφόρο τους, έκαναν μια κυκλωτική κίνηση για να κλείσουν το δρόμο της διαφυγής των Ρωμιών, αλλά, μόλις αναπτύχθηκαν αρκετά, δέχτηκαν ξαφνικά τα επανωτά πυρά των ανταρτών που τους ανάγκασαν να πέσουν χάμω και να καθηλωθούν στις θέσεις τους. Ο διοικητής άφρισε από το κακό του και άρχισε να ουρλιάζει και να βρίζει τους δειλούς ζαπτιέδες, χωρίς όμως κι ο ίδιος να τολμά να βγει από το λάκκο που κρυβόταν.
—   Σηκωθείτε, γρήγορα, κιοτήδες και προχωρήστε ! Θα σας φύγουν!. ..
Μερικοί χωροφύλακες τόλμησαν να σηκωθούν για να εκτελέσουν τη διαταγή του ανωτέρου τους. Κινήθηκαν με χί­λιες προφυλάξεις προς τα εμπρός, όταν, ξαφνικά, μια παρα­τεταμένη μπαταριά τους ανάγκασε να πέσουν και πάλι χάμω τρομοκρατημένοι.
Οι πρόσφυγες, στο μεταξύ, χάνοντας ολότελα το κουρά­γιο τους, παράτησαν στον τόπο τους μποχτσάδες τους και τα δισάκια τους και ρίχτηκαν στη φυγή προς τη Σαμψούντα.
Δεν άργησαν να τους ακολουθήσουν και οι ζαπτιέδες με τον αρχηγό τους, παρατώντας κι αυτοί το σχέδιο για τη σύλ­ληψη των ανταρτών.
ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ, ο Μουτασαρίφης ειδοποίησε τους μουχτάρηδες των γειτονικών στη Σαμψούντα ρωμαίικων χωριών, του Τσιραχμάν, της Όξες, του Τέβκερις, του Τσινίκ, του Αντρεάντων και του Τσιναρλί, νά δεχτούν τους Τουρκαλβανούς πρόσφυγες στα σπίτια τους, να τους δώσουν χωράφια για καλλιέργεια, να τους θρέψουν για έξι μήνες και να τους στεγάσουν μέσα στα σπίτια τους.
Μόλις μαθεύτηκε η διαταγή, τα χωριά αναστατώθηκαν. Οι δημογεροντίες συγκάλεσαν έκτακτα συμβούλια, συζήτη­σαν το θέμα και αποφάσισαν να στείλουν τους προέδρους των κοινοτήτων στη Μητρόπολη, για να ρωτήσουν τι πρέπει να κάνουν. Οι μουχτάρηδες κατέβηκαν στη Σαμψούντα και παρουσιάστηκαν στο Δεσπότη. Του εξέθεσαν την κατάσταση και τη διάθεσή τους να μη δεχτούν τους μουσουλμάνους στα χωριά τους. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης ενέκρινε την απόφαση τους και τους συγχάρηκε με θερμά λόγια για τη μαχητι­κότητά τους.
— Να πάτε, τους συμβούλεψε τελικά, τώρα αμέσως, ό­πως είστε, να παρουσιαστείτε στο μουτασαρίφη και να του δηλώσετε ότι αρνείστε κατηγορηματικά να εκτελέσετε μια διαταγή που παραβιάζει το οικογενειακό σας άσυλο και εγκυ­μονεί κινδύνους για την ησυχία και την ασφάλεια της ζωής σας. Αν επιμένει στη διαταγή του, να γυρίσετε στα χωριά σας, να συναγείρεται όλους τους κατοίκους και να φράξετε το δρόμο στους Τουρκαλβανούς. Ο καπετάν Παπούλας με την ομάδα των λιποτακτών θα είναι εφεδρεία σας σε περίπτωση που θα σας χτυπήσουν με όπλα.
Οι μουχτάρηδες βγήκαν από τη Μητρόπολη και τράβη­ξαν για το Διοικητήριο. Παρουσιάστηκαν στο Χαλίλ Χαμδή εφέντη και του δήλωσαν την άρνηση τους να δεχτούν τους Μουατζίρηδες.
—   Να τούς δεχτείτε! κραύγασε ο πασάς.
—   Δε μπορούμε, είπε ο μουχτάρης του Τσινίκ. Να τους βάλετε στα τούρκικα χωριά και στα τσιφλίκια σας. Εμείς έ­χουμε λίγη γη που την ποτίζουμε με τον ιδρώτα για να βλα­στήσει ο καπνός. Πως θα δώσουμε χωράφια και σ' άλλους; Αν είχαμε, θα τα δίναμε στα παιδιά μας για να μην αναγκάζονται να φεύγουν στην ξενιτειά.
—   Είναι διαταγή του Υπουργείου, επέμενε ο Χαλίλ Χαμδή εφέντης. Ορίστε! Διαβάστε την!
Οι μουχτάρηδες πήραν στα χέρια τους το φετφά και τον διάβασαν. Ακολούθησε μια ψιθυριστή συνεννόηση και τέλος ο μουχτάρης της Οξες είπε:
—Αφού είναι έτσι, τότε σηκώστε εμάς από τα χωριά μας και βάλτε στα σπίτια μας τους Μουατζίρηδες. Δε μπορούμε να ζήσουμε μαζί τους μέσα στα ίδια σπίτια. Δε χωράμε. Θα έχουμε φασαρίες και σκοτωμούς.
—   Σας επαναλαμβάνω, είναι διαταγή της Κυβέρνησης. Το είδατε και με τα μάτια σας. Πρόκειται για δυστυχισμέ­νους ανθρώπους που διώχτηκαν από τους Έλληνες που κα­τέλαβαν τα μέρη τους και πρέπει, σύμφωνα με τη διαταγή, να εγκατασταθούν σε ρωμαίικα χωριά. Τελείωσε! Η δια­ταγή είναι διαταγή, δε συζητείται  και θα εκτελεστεί!
Οι πρόεδροι των κοινοτήτων, βλέποντας το αδιέξοδο και το μάταιο της προσπάθειας να πείσουν το μουτασαρίφη, έφυγαν από το κονάκι του και γύρισαν στα χωριά. Σύμφωνα με τη συμβουλή του Δεσπότη ειδοποίησαν τους κατοίκους των χωριών να εφοδιαστούν με ξύλα, κασμάδες, τσεκούρια, δικράνια και πέτρες και να κατέβουν όλοι κάτω, στο δημόσιο δρόμο.
Μέσα σε λίγες ώρες άδειασαν τα χωριά. Οι κάτοικοι τους, άντρες, γυναίκες, γριές, γέροι, παιδιά του σχολείου με τους δασκάλους τους και παπάδες κατηφόρισαν σαν τα ποτάμια προς τη δημοσιά κουβαλώντας μαζί τους ότι εργαλείο βρήκαν στα σπίτια τους, ενώ στους κοντινούς λόφους έστησαν καραούλι τα παλικάρια του Παπούλα, οπλισμένα με μάλινχερ.
Κατά το μεσημέρι τής άλλης μέρας, ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης πού φάνηκε να σηκώνεται από μακριά, από το μέρος της Σαμψούντας, έδειχνε ότι οι Μουατζίρηδες ξανάρχονταν. Οι Ρωμιοί του Τσιραχμάν, που ήταν πιο σιμά στην πόλη, είδαν σε λίγο το καραβάνι των προσφύγων να σιμώνει στο χωριό τους συνοδευόμενο από ζαπτιέδες. Επικεφαλής τής συνοδείας, καβάλα πάνω στο άλογό του, ερχόταν ο κουμαντάν της αστυνομίας Αλή Ριζά εφέντης. Οι Τσιραχμανλήδες ανησύχησαν μόλις τον αναγνώρισαν από μακριά, αλλά δεν έ­χασαν το κουράγιο τους.
Το καραβάνι των Τουρκαλβανών, πλησιάζοντας και βλέ­ποντας το δρόμο φραγμένο από το πλήθος των Ρωμιών, στα­μάτησε. Ο Αλή Ριζά κατέβηκε από το άλογο, πήγε σ’ ένα μεγάλο πλατάνι, στην άκρη του δρόμου, και κάθισε στη σκιά του. Έβγαλε το μαντήλι και σκούπισε τον ιδρώτα του, κατόπιν ήπιε ένα ποτήρι νερό από το παγούρι του και φώνα­ξε ένα ζαπτιέ αγγελιοφόρο:
— Πήγαινε, του είπε, σ' αυτούς τους τρελογκιαούρηδες και πες να έρθει εδώ ο μουχτάρης τους μαζί με το μουχταρικό συμβούλιο.
Ο αγγελιοφόρος έφυγε και σε λίγο γύρισε με τον πρό­εδρο του Τσιραχμάν Σενλικίδη Σάββα και τους τρεις συμ­βούλους του. Οι Ρωμιοί χαιρέτησαν τον κουμαντάν και περί­μεναν το λόγο του. Ο Αλή Ριζά έβγαλε από τη τσάντα του τη διαταγή του μουτασαρίφη προς τη διοίκηση χωροφυλακής  και τη διάβασε μεγαλόφωνα για να την ακούσουν, όχι μόνο ο μουχτάρης και οι αγάδες του, μα και οι χωρικοί που ήταν μαζεμένοι πιο πέρα.
—Όπως βλέπετε, παρατήρησε μετά το διάβασμα, η δια­ταγή πρέπει να εκτελεστεί θέλετε - δε θέλετε! Ανοίξτε λοι­πόν δρόμο, γιατί αλλιώς θα χρησιμοποιήσουμε βία!
Ο Σενλικίδης κοίταξε θαρρετά τον Αλή Ριζά και είπε:
—   Κουμαντάν εφέντη ! Ούτε η χωροφυλακή, ούτε η βία μας φοβίζει! Δε δεχόμαστε ξένους στα σπίτια μας. Να τους οδηγήσετε στα τουρκοχώρια!
—Ανοίξτε αμέσως το δρόμο! κραύγασε ο  Αλή Ριζά, γιατί θα σας σκοτώσω όλους!. . .
—   Πρέπει να περάσετε πάνω από τα πτώματά μας, για να εκτελέσετε τη διαταγή!
—Εφ' όπλου λόγχη ! διέταξε ο κουμαντάν. Επάνω τους! Ιλερί!
Οι χωροφύλακες έβγαλαν από τις θήκες τους τις ξιφολόγχες και τις στέριωσαν πάνω στα όπλα τους. Αμέσως κα­τόπιν όρμησαν καταπάνω στο πλήθος των χωρικών βγάζον­τας άγριες κραυγές.
Εκείνη τη στιγμή, από τους γειτονικούς λόφους οι αντάρτες του Παπούλα έριξαν μερικές τουφεκιές πάνω από τα κεφάλια των ζαπτιέδων.
—   Πίσω! Γυρίστε πίσω! φώναξε ο Αλή Ριζά στους άν­τρες του. Δεν έχουμε διαταγή από το μουτασαρίφη να πολε­μήσουμε με τους αντάρτες! Πίσω γρήγορα για τη Σαμψούν­τα!
Στη στιγμή οι χωροφύλακες και το προσφυγομάνι έ­στριψε και πήρε το δρόμο του γυρισμού για τη Σαμψούντα.

Την άλλη μέρα έγινε μια τρίτη, πιο οργανωμένη απόπειρα βίαιης εγκατάστασης των προσφύγων, τούτη τη φορά στο χωριό Τέβκερις, που βρισκόταν κάπως πιο ψηλά από το δη­μόσιο δρόμο. Το καραβάνι των μουατζίρηδων το συνόδευαν τώρα ο ίδιος ο Μουτασαρίφης και δυο λόχοι στρατού. Φτά­νοντας σε ένα σημείο του δρόμου που είχαν φράξει οι κάτοι­κοι του Τέβκερις, το καραβάνι σταμάτησε και ο νομάρχης κάλεσε τον πρόεδρο του χωριού να έρθει μπροστά του. Ο μουχτάρης, μαζί με τους συμβούλους του και τον πάπα- Σάββα, παρουσιάστηκαν στο μουτασαρίφη και τον χαιρέ­τησαν. Ο Χαλίλ Χαμδή εφέντης τους αντιχαιρέτησε και βγά­ζοντας από το χαρτοφύλακά του το φετφά του  Υπουργού, τον διάβασε μεγαλόφωνα για να τον ακούσουν και οι χωρικοί.
—   Λοιπόν, τι λέτε; ρώτησε αυστηρά μόλις τελείωσε.
—Αρνιόμαστε να επιτρέψουμε την εγκατάσταση ξένων στα σπίτια μας.
—   Γιατί;
—   Είναι δικαίωμά μας συνταγματικό!
—   Τότε θα εκτελέσουμε τη διαταγή με τη βία!
—   Δε φοβόμαστε τη βία, μουτασαρίφ εφέντη, όταν υπερασπιζόμαστε τις εστίες μας, είπε ο πάπα-Σάββας.
Ο Χαμδή μπέης διέταξε τον διοικητή της αστυνομίας ν' ανοίξει δρόμο με τη βία. Ο ίδιος τραβήχτηκε στην άκρη και κάθισε σ' ένα ανάχωμα για να παρακολουθήσει την εκ­τέλεση της διαταγής. Πριν όμως να κινητοποιηθούν οι ζα­πτιέδες, μια γυναίκα ξέκοψε από το πλήθος κρατώντας ένα ρόπαλο, όρμησε κατά πάνω στο μουτασαρίφη και του κατέ­βασε μια δυνατή κοπανιά στη ράχη!. . . Ο Νομάρχης σηκώ­θηκε, ανέβηκε στο άλογο του και χωρίς να πει λέξη, τρά­βηξε προς τη Σαμψούντα. Ο λοχαγός που στεκόταν δίπλα στον κουμαντάν της αστυνομίας, άλλαξε δυο - τρεις κουβέν­τες με τον Αλή Ριζά και κατόπιν διέταξε τους δύο λόχους του να διαλύσουν με τη βία τους συγκεντρωμένους. Οι στρα­τιώτες, με εφ' όπλου λόγχη, φωνάζοντας και βρίζοντας, όρ­μησαν για να διαλύσουν τούς Ρωμιούς. Οι Τεβκερισιώτες όμως, αντί να φοβηθούν από τις κραυγές των στρατιωτών, ξεθάρρεψαν πιο πολύ και, όταν πλησίασαν οι Τούρκοι, άρχι­σαν να αμύνονται με τα εργαλεία, τις πέτρες και τα ρόπαλα που κρατούσαν. Οι στρατιώτες, βλέποντας το τείχος που σχη­μάτιζαν τα κορμιά και τα σύνεργα των Ρωμιών, έριξαν κατά πάνω τους, στο ψαχνό, μερικούς πυροβολισμούς ! Ένας χω­ρικός έπεσε νεκρός και πέντε άλλοι τραυματίστηκαν! Βλέποντας τους χτυπημένους οι Ρωμιοί, αγρίεψαν πιο πολύ και άρχισαν να φωνάζουν:
—   Δε δεχόμαστε Τούρκους στα σπίτια μας!
—   Θα σας σκοτώσουμε! απαντούσαν οι στρατιώτες.
—   Σκοτώστε μας όλους ! Δε θα δεχτούμε αλλόθρησκους στις αυλές μας!.  .
Ο Κουμαντάν της αστυνομίας και ο λοχαγός είδαν κι αποείδαν ότι ούτε με τη βία ούτε με το θάνατο λυγίζουν οι Ρω­μιοί, και διέταξαν τους άντρες τους να πάρουν τους πρόσφυ­γες και να γυρίσουν στη Σαμψούντα.
Έτσι, με την αντίσταση των χωρικών, ματαιώθηκε η υπουργική διαταγή των Νεότουρκων να εγκατασταθούν οι Τουρκαλβανοί στα χωριά. Ο Μουτασαρίφης όμως, για να εκ­δικηθεί, διέταξε και συνέλαβαν τους μουχτάρηδες και τους συμβούλους των χωριών που ρεμπέλεψαν. Τους έδεσε και με το πρώτο καράβι τούς έστειλε στις φυλακές τής Ισταμπούλ.
Εκτός από αυτούς τους λαϊκούς Μουατζίρηδες, τους εξα­θλιωμένους και εξουθενωμένους ψυχικά, στις πόλεις του Δυτικού Πόντου ήρθαν και οι γραμματιζούμενοι Τούρκοι της Μακεδονίας και της Ηπείρου, κρατικοί και ιδιωτικοί υπάλληλοι, που διατηρούσαν ζωηρό και νωπό το μίσος για τους Ρωμιούς, το παθιασμένο και δυνατό εκείνο μίσος του νικη­μένου που διώχνεται από το σπίτι του και τα αγαθά του.

Χρήστος Σαμουηλίδης

Από το βιβλίο "ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ"
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah