Δεν
μπορώ να τους φανταστώ χωριστά. Ενώ ξεκίνησα να γράφω για τον Παμεινώντα, κάτι
μου φάνηκε ότι έλειπε, κάτι που ήταν απαραίτητο, για να μπορέσω να ολοκληρώσω
την προσωπικότητα του. Και ξαφνικά, καθώς μαγείρευα, με πιάσανε τα γέλια.
Η Δοξία ήταν το έτερον ήμισυ, το πολυαγαπημένο του. Την παντρεύτηκε τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς. Ήταν από άλλο μέρος, δεν ήταν Σανταία. Ήταν από καλή οικογένεια της Τραπεζούντας.
-«Το
βρήκα», είπα. Άφησα το τηγάνισμα και άρχισα να γράφω, με τέτοιο κέφι μάλιστα,
που ήταν σαν να τους έβλεπα, σαν να κουβέντιαζα μαζί τους.
Είμασταν
γείτονες, τους γνώριζα καλά, ίσως γι αυτό. Σχεδόν κάθε μέρα πήγαινα στο σπίτι
τους γιατί είχαν τα κοριτσάκια, τη Βιλελμίνη και την Αλίκη. Παίζαμε, τραγουδούσαμε
, κάναμε τρέλες...
Ο
Παμεινώντας, ένας χρυσός άνθρωπος, ευχάριστος στις παρέες, με γλυκιά φυσιογνωμία,
έτοιμος πάντοτε να μιλήσει. Ήταν γλυκομίλητος ακόμα και με μας, τα παιδιά.
Έμεινε στο νου μου σαν μια γλυκιά ανάμνηση των παιδικών μου χρόνων. Εξ άλλου,
η παιδική ψυχή, ο παιδικός νους, τι άλλο μπορεί να χωρέσει, παρά μόνο τα
ευχάριστα.
Έπειτα,
ο Παμεινώντας είχε και το καφενείο κι έτσι εξασφάλισε την αθανασία του, αφού
μέχρι σήμερα, εμείς οι παλιοί Σανταίοι, λέμε: «τη Παμεινώντα το καφενείον» κι
ας έχει αλλάξει δεκάδες αφεντικά η επιχείρηση.
Θυμάμαι
τον Παμεινώντα με τον παραδοσιακό δίσκο των καφενείων της εποχής, να σερβίρει
τον καφέ χαμογελαστός και να λέει και κανένα καλαμπούρι.
Τα
καλαμπούρια, συνήθως ήσαν για τις όμορφες γυναίκες. Κοίταζε δεξιά και αριστερά,
έλεγε κάτι, γελούσαν όλοι μαζί και μετά απομακρύνονταν βιαστικά λέγοντας:
-«Θα
σκοτών' με η Δοξία». Έτρεμε το φυλλοκάρδι του, γιατί η Δοξία «πίτας κι
εμοίραζεν».
Ευδοξία (1906-1997) και Επαμεινώνδας (1901-1990) |
Η Δοξία ήταν το έτερον ήμισυ, το πολυαγαπημένο του. Την παντρεύτηκε τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς. Ήταν από άλλο μέρος, δεν ήταν Σανταία. Ήταν από καλή οικογένεια της Τραπεζούντας.
Την
αγάπησε ο Παμεινώντας, την παντρεύτηκε και την έφερε στη Νέα Σάντα.
Άξιζε
και να την αγαπήσεις. Μέτριο ανάστημα, λεπτή και με πολύ αρμονικά, γλυκά
χαρακτηριστικά στο πρόσωπο. Κοκέτα, μαργιόλα και περισσότερο άνετη στην επικοινωνία
με το άλλο φύλλο από τις δικές μας τις Σανταίες.
Αυτή
της η «άνεση» γίνονταν πολλές φορές αιτία παρεξηγήσεων ανάμεσα στο αντρόγυνο.
Ομηρικοί καυγάδες. Είχε και «γλώσσαν ακονεμένον» και οι καυγάδες άναβαν στη
στιγμή. Η Δοξία παμπόνηρη, καμώνονταν πως χωρίζει και κάθε τόσο έφευγε και
πήγαινε στο πατρικό της.. Μερικές φορές, έπαιρνε και τα παιδιά. Ήξερε όμως την
μεγάλη αδυναμία που της είχε ο Παμεινώντας. Έτρεχε ξωπίσω της ο καημένος, την
καλόπιανε και την έφερνε στο σπίτι τους και «όλα μέλι-γάλα», για ένα κάποιο
διάστημα.
Ήταν
και το καφενείο, που ήταν δίπλα στο σπίτι τους, πράγμα που έδινε συχνά αφορμές
για παρεξηγήσεις. Εδώ που τα λέμε και του Παμεινώντα του άρεζαν τα... ξινά.
Όταν περνούσε καμιά όμορφη, έμενε με το δίσκο στο χέρι, ώσπου να προσπεράσει,
ενώ οι πελάτες φώναζαν: «Ε, Παμεινώντα! Η καβέ ε'έ-ντον πούζ!» (έγινε μπούζι).
Τότε ο Παμεινώντας με χαριτωμένες κινήσεις, έτρεχε τάχα να σερβίρει τον καφέ,
λέγοντας:
-«Παιδία,
κιαρ' φωτάζ' τη σκύλ' η θιαγατέρα» Το έλεγε, γελούσε, έριχνε κλεφτές ματιές
προς το σπίτι του, μην τον πάρει είδηση η Δόξη και έφευγε.
Αν
καμιά φορά προέβαλε στ' αλήθεια από κάπου η Δοξία, ο Παμεινώντας τη δεχόταν
χαμογελαστός, λέγοντας:
«Καλώς
την φουστούλα μ'»
Όμως η
«φουστούλα», που κάτι υποπτεύονταν, ρωτούσε με ύφος ανακριτή:
-Ντό
έλε'ετεν απράναν;». Γιατί γελούσατε;
-«Ε, να
κάτι είπαν τα παιδιά και γελάσαμε»
Η Δοξία
ήταν φιλάρεσκη και ήθελε μόνο αυτή να είναι το επίκεντρο του θαυμασμού. Αυτή
της η φιλαρέσκεια, έφτανε πολλές φορές να
την παρεξηγούν στο χωριό.
Όμως
όλα αυτά, άδολα τσαλίμια νέων ανθρώπων, που ο καθένας έβλεπε τα πράγματα απ'
τη δική του οπτική γωνία. Σκέφτονταν φωναχτά. Δεν κρατούσαν τίποτε στο πίσω
μέρος του μυαλού τους. Όπως ένιωθαν, έτσι έδειχναν.
Η
Δοξία, είπαμε, είχε και λίγη γλώσσα, αλλά ο Παμεινώντας που την αγαπούσε, «η
φουστούλα και η φουστούλα» την είχε.
Έζησαν
και γέρασαν μαζί, έκαναν καλά παιδιά, δεν πείραξαν κανένα, δεν έβλαψαν κανένα,
Όμως να
μη λέμε μόνο της Δοξίας, ας πούμε και του Παμεινώντα.
«Έτον
ολίγον κουρφέας,», παινεσιάρης. «Εγώ έκανα έτσι στο στρατό, έκανα αλλιώς. Έκανα
το ένα, έκανα το άλλο» και με τα λόγια έχτιζε ανώγεια και κατώγεια.
Είχε
ικανότητες, όμως τα παραφούσκωνε και λίγο. Ήξερε και γραμματάκια, δεν ξέρω
πόσα ακριβώς, όμως είχε και κάποιες γραμματικές γνώσεις. Για χρόνια θυμούνταν
στο χωριό μια καθαρευουσιάνικη, βαρύγδουπη δήλωση που έκανε, όταν η αδελφή του,
η γλυκιά Όλγα, ήταν να παντρευτεί τον αξιαγάπητο Δημητράκη Σπυράντη. Ο Παμεινώντας
θέλοντας να επιβάλει την άποψη του, σχετικά με τον τρόπο της διεξαγωγής του
γαμήλιου γλεντιού, είπε:
-«Του
πατρός μου γεγηρακότος και της μητρός μου επίσης, δύναμαι διευθύνειν, την
μυσταγωγίαν ταύτην, αυτός ούτος».
Ε,
ύστερα από μια τέτοια δήλωση του δόθηκε όντως το γενικό πρόσταγμα για να καθορίσει
τον τρόπο του γλεντιού, «της χαράς».
Ήταν
απ' τους ανθρώπους που δεν φοβόταν τη δουλειά. Εργατικός, είχε πάντοτε εκτός
από την γεωργία και μια άλλη παράλληλη δουλειά. Στην αρχή είχε, όπως αναφέραμε,
το καφενείο. Αργότερα το νοίκιασε στον «Παρπα-Κώστα», τον Κώστα Κουρτίδη, για
πολλά χρόνια και ο ίδιος με εργάτες έκαμνε τούβλα. Μια μικροεπιχείρηση, ας την
πούμε.
'Ηταν
ανήσυχος χαρακτήρας και πολύ δραστήριος. Ακόμη και όταν πια γέρασε, δεν έμενε
ήσυχος. Έκαμνε «περεσκία» και τα πουλούσε, όχι για να καλυτερεύσει την δική
ζωή, αλλά για να έχει να δίνει χαρτζιλίκι εγγονάκια του. Ήταν άνθρωπος που έδινε χαρά, αλλά και πρόσφερε στην οικογένειά του.
Είχε
όμως και την αδυναμία του. Να το ξεχνάμε κι αυτό. Για του λόγου το αληθές θα αναφερθώ σε μια ιστορία του, που λέγε ται
στο χωριό. Μη πάει ο νους σας σε πονηρά πράγματα. «Φάτε μάτια ψάρια», που λέμε!!
Λοιπόν:
κάποιος χωριανός είχε παντρευτεί μια ωραία κοπέλα από άλλο χωριό, την Ειρήνη. Η Ειρήνη, όπως όλες οι γυναίκες που έμεναν
στην πάνω γειτονιά, κατέβαινε στη βρύση, «ς' ση Πατσιάκονος το πεγάδ'» να γεμίσει τη στάμνα της με πόσιμο νερό. Στη
λάτρα του σπιτιού χρησιμοποιούσαν νερό απ' το πηγάδι, «ας σο κουΐν».
Συνήθως
το απογευματάκι κατέβαιναν στη βρύση για νερό. Ο Παμεινώντας ήξερε θαυμαστής
του ωραίου ήταν,
έπαιρνε καίρια θέση στο καφενείο του και από εκεί θαύμαζε κυρίως την ωραία Ειρήνη.
Τελικά
του έγινε συνήθεια και όταν καμιά φορά δεν περνούσε, ο Παμεινώντας την αποζητούσε,
τόσο που μια βραδιά άρχισε μέσα στον ύπνο του να φωνάζει:
«Ειρήνη,
Ειρήνη!». Το άκουσε η Δοξία, δεν μπόρεσε να καταλάβει, δεν μίλησε.
Λίγες
μέρες αργότερα άρχισε πάλι ο Επαμεινώντας
να φωνάζει μέσα στη νύχτα.: « Ειρήνη,
Ειρήνη!». Πονηρεύτηκε η Δοξία, νευρίασε και του έδωσε μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα
μέσα στα μούτρα. Τρομαγμένος ο άμοιρος ο Παμεινώντας πετάχτηκε όρθιος και ζαλισμένος
μέσα στον ύπνο του, ρωτάει:« Ντ’ έντον; Ντ’ έπαθες Δοξία; Τι έγινε; Τι έπαθες Δοξία;»
-«Εγώ;
Τίποτα δεν έπαθα. Εσύ πες μου ποια είναι αυτή η Ειρήνη που φωνάζεις τα βράδια»,
λέει η Δοξία, αγριεμένη και έτοιμη να
τον κατασπαράξει.
Ο
Παμεινώντας τα 'χασε. Βρέθηκε σε φράγμα από πυρά. Τι να πει! Έβαλε το μυαλό του
σε ενέργεια, πήρε στροφές και με ύφος δήθεν ήρεμο, απαντάει στην απειλητική
Δοξία
«Νέπ'σα
Δοξία, ατό πα κι εγροίκ'σες; Όλε ο κόσμον ατό κι θέλ; Όλοι λένε πότε θα γίνει
ειρήνη. Τι το παράξενο βρίσκεις;»
Πίστεψε
η Δοξία και αποφεύχθηκαν τα χειρότερα.
Πολλά τέτοια χαριτωμένα λέγονταν στο
χωριό για τον συμπαθέστατο Παμεινώντα και τη Δοξία.
Ο
Παμεινώντας πέθανε νωρίτερα, η Δοξία έζησε μερικά χρόνια μετά το θάνατο του
άντρα της. Είχαν όμως την καλή τύχη να έχουν μια καλή και άξια νύφη, που τους συμπαραστάθηκε
όπως έπρεπε.
Γιατί,
κακά τα ψέματα, όσο καλός και αν είναι ο γιος, άντρας είναι, πόσο μπορεί vα προσφέρει; Βοηθούσε βέβαια και η κόρη τους η Αλίκη, όσο
μπορούσε, κι έτσι έφυγαν και οι δύο καλοκοιταγμένοι και πλήρεις ημερών.
«Ε
μαύρ' αρθώπ'! Εκείν' έφυγαν κι εμάς αναμέν'νε». Λέτε να φάω καμιά κατσάδα από
την Δοξία, γι αυτά που έγραψα; Δεν το πιστεύω, γιατί ξέρω ότι σήκωνε
πειράγματα. Για τον Παμεινώντα ξέρω.
Θα
γελάει πονηρά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου